9/10/24

Steve Cobby - FUCK NO (2024, Déclassé)

 


Ο Steve Cobby είναι ένας από τους υπόγειους ήρωες της βρετανικής και ευρύτερα ευρωπαϊκής electronica. Ήδη από τις αρχές των 90s, παρέα με τον Dave “Porky” Brennand σχημάτισαν τους Fila Brazilia, ένα από τα πιο επιδραστικά σχήματα στον χώρο της acid jazz, του trip hop και του downtempo. Το συγκεκριμένο ντουέτο φιλοξενήθηκε στη -δημιουργημένη επίσης από τους Cobby και Brennard- Pork Recordings, την indie δισκογραφική που σταδιακά έγινε το καταφύγιο, όχι μόνο των πολλών project του δαιμόνιου Βρετανού (Solid Doctor, Heights of Abraham), αλλά και άλλων συνοδοιπόρων του, όπως οι Baby Mammoth και ο Leggo Beast. Φυσικά, ο Steve Cobby δεν επαναπαύτηκε από τότε, αντιθέτως συνεχίζει να κυκλοφορεί συχνά άλμπουμ στον γνωστό του ήχο, τον οποίο όμως προσαρμόζει στα σημερινά στιλιστικά και ηχητικά δεδομένα

Φέτος, λοιπόν, κυκλοφόρησε το νέο του full-length, με τον κάμποσο προκλητικό τίτλο FUCK NO, που με ιντρίγκαρε να ακούσω. Και έπραξα πολύ καλά, επειδή η μουσική του γραφή είναι πιο ώριμη από ποτέ. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η υπέρ το δέον χαλαρότητα και η έλλειψη έντασης που χαρακτηρίζουν κάποιες από τις προηγούμενες κυκλοφορίες του, ήδη από τα 90s, έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα πιο σκληρό και υπόγεια οργισμένο funky groove το οποίο υφέρπει ακόμα και στα πιο ράθυμα track αυτού του καθ’ όλα ορχηστρικού άλμπουμ.

Το FUCK NO ξεκινά δυναμικά, με το κομμάτι "Silent Windmills", στο οποίο κυριαρχούν ρετρό 80s synths και ένα στιβαρό old school hip hop beat, όπως σημειώνει και ο Robbert Harris στην κριτική του. Άρα, οι ανεμόμυλοι με τους οποίους ο κ. Cobby μας καλωσορίζει μόνο σιωπηλοί δεν είναι. Το αμέσως επόμενο κομμάτι έχει τον τίτλο "Sepulveda" και είναι αφιερωμένο προφανώς στον φοβερό Χιλιανό συγγραφέα Luis Sepulveda (1949-2020), με τη βαθιά Αριστερή και οικολογική, αγωνιστική και ανθρώπινη του πένα. Αυτό το track θυμίζει ένα χαλαρό μα γκρουβάτο jamming ενός ψυχεδελικού ροκ συγκροτήματος. Κάπου εκεί, λοιπόν, άρχισα να ψυλλιάζομαι το θεματικό και ουσιαστικά ιδεολογικό concept του άλμπουμ: ο Steve Cobby αρθρώνει ένα συνειδητό “fuck no” στις ολοένα και περισσότερες πλευρές της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ζωής που κοντράρουν τις αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας. Οι τίτλοι των tracks στέκονται ως οδηγοί σε μια τέτοια ερμηνεία του άλμπουμ.

Το "United States of Africa" με το ζεστό jazzy φλάουτο και τον ανάλαφρο μα στακάτο ρυθμό σαν να διαυγάζει τις ουτοπικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αφρικής, όπου κάθε ίχνος φυλετικού ρατσισμού θα έχει σβηστεί και η αναζήτηση για μια πρωτόλεια ανθρωπιά θα κυριαρχεί. Στο midtempo reggae "Owl of Minerva" η κουκουβάγια της θεάς Αθηνάς ανάγεται σε ένα σύμβολο της μαχόμενης σοφίας. Τώρα, η λέξη Chūgi που δίνει τον τίτλο στο επόμενο track του άλμπουμ έχει ιαπωνική προέλευση και μάλλον δείχνει την ανόσια, θα έλεγα, ειρωνεία του δημιουργού μας. Σας αφήνω να το ψάξετε από μον@ σας. 

Το FUCK NO κλείνει με δύο αργά και ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά κομμάτια, το dubby "Mind Dem Doorstep" και το jazzy "It's Raining Diamonds on Neptune". Ειδικά το τελευταίο δημιουργεί ένα συναίσθημα ήρεμο ακόμα και καθησυχαστικό. Ίσως στο τέλος του άλμπουμ του, ο Steve θέλει να περιγράψει με τα δικά του καλλιτεχνικά μέσα την πολιτική και κοινωνική ουτοπία για την οποία πολεμά σε όλη τη διάρκεια του. 

Βέβαια, όλη αυτή η πολεμική δεν συνοδεύεται από τον αρκετά συνήθη πεσιμισμό τέτοιων καλλιτεχνικών εκφράσεων, αλλά από ένα διαολεμένο κέφι, που ο Steve Cobby επιστρατεύει ώστε να υποβάλλει πως αξίζει να παλέψουμε για τέτοιες αλλαγές στο επίπεδο της ζωής και της νοοτροπίας μας. Το εξώφυλλο του άλμπουμ αναδεικνύει αυτή την κεφάτη και, βέβαια, σαρκαστική αγωνιστικότητα: εμπνευσμένο από τη street αλλά και την pop art των 80s και των 90s, δείχνει τρεις γελοιογραφικά σχεδιασμένες φιγούρες, έναν ήλιο, ένα φεγγάρι και ένα μπουκάλι (αναφορά στην οικολογική καταστροφή, στον υπερκαταναλωτισμό ή, απλά, στη διασκέδαση;) να περπατάνε χαμογελαστές χέρι χέρι, ενώ βλέπουμε καθαρά και ξάστερα την επιγραφή: FUCK NO


5/10/24

Για τον Μίμη Πλέσσα (1924-2024)

Για τη σημαντική και γοητευτική μουσική του Μίμη Πλέσσα (1924-2024), αλλά και για τη προσηνή, αισιόδοξη και στοχαστική του προσωπικότητα έμαθα μεγαλύτερος σε ηλικία, όταν πια είχα ξεπεράσει τις ανασφάλειες μιας συγκεκριμένης και οριοθετημένης μουσικής ταυτότητας: "είμαι ρόκας", "ακούω μόνο ηλεκτρονική", "έντεχνο και ξερό ψωμί" κοκ... Άλλωστε και το ίδιο του το πολύπλευρο μουσικό έργο ταιριάζει με μια δίχως σύνορα προσέγγιση: μερικές από τις ποιοτικότερες στιγμές του ελαφρού τραγουδιού, ήδη από τα 50s ως και τα middle 60s, με έντονες τζαζ πινελιές· ένα πλήρες άνοιγμα σε μια εμπνευσμένη, έντεχνη και γεμάτη ζεστά συναισθήματα ορχηστρική τζαζ, κινηματογραφική και όχι μόνο· ευφυή παιχνίδια με την παράδοση μας και βέβαια σπουδαία λαϊκά τραγούδια και άλμπουμ. Τώρα, η ωραία και πλούσια ανθρώπινη πλευρά του θεωρώ πως έλαμψε στην τηλεοπτική εκπομπή Καλλιτεχνικό Καφενείο, που παρουσίαζε με τον Βασίλη Τσιβιλίκα την περίοδο 1986-88. 

Τελικά, ο Μίμης Πλέσσας ως καλλιτέχνης και άνθρωπος φαίνεται στον τρόπο που έπαιζε το πιάνο, στην ευαισθησία χάρη στην οποία χάιδευε ουσιαστικά τα πλήκτρα. Ένας αταξινόμητος, πηγαίος, μαστόρικος και πάντα εμπνευσμένος Έλληνας μουσικοσυνθέτης, σίγουρα στη μικρή και εκλεκτή χορεία των μεγαλύτερων. 

Επέλεξα ένα από τα αγαπημένα μου δικά του τραγούδια, ερμηνευμένο όχι από τη θεά Τζένη Βάνου, αλλά από τον θεό Κώστα Χατζή: