23/5/13

4 Ambient Albums (2)


 The KLF – Chill Out (1990, KLF Communications)

Αν οι αρχές της δεκαετίας του 70, όταν δηλαδή κυκλοφόρησε το L'Apocalypse Des Animaux του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ουσιαστικά αποτέλεσαν την απόληξη της πλούσιας σε πολιτιστικές, μα και κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές των τελών της δεκαετίας του 60, οι αρχές των 90s στάθηκαν η κορύφωση μιας αναβίωσης των προθέσεων και των αιτημάτων των late 60s, αλλά με διαφορετικά συμφραζόμενα: η άνθιση της rave κουλτούρας και της acid house electronica.

Οι Bill Drummord και Jimmy Cauty, δηλαδή οι KLF, αποτέλεσαν ένα σχήμα - σήμα κατατεθέν της acid house σκηνής. Αλλά την περίοδο του χορευτικού ύμνου What Time Is Love, το ντουέτο εκφράζει την πιο εσωστρεφή και χαμηλόφωνη διάσταση των πρώτων raver, κυκλοφορώντας, το 1990, το άλμπουμ Chill Out. Για αυτό άλμπουμ έχουν γραφτεί πολλά, καθώς θεωρείται ένα από τα must του ambient ήχου. Αξίζει να διαβάσετε  ένα άρθρο της εποχής που παρουσιάζει τις chill out βραδιές των KLF και των Orb, με πειραματισμούς, οι οποίοι και οδήγησαν στην πετυχημένη συνταγή του Chill Out


Τώρα, σε αυτή τη συνταγή θα μπορούσαμε να  δώσουμε τους χαρακτηρισμούς
«ταξιδιάρικο» (ίσως πιο ταιριαστή είναι η αγγλική λέξη: trippy), ακόμα  και «σουρεαλιστικό». Βέβαια, ειδικά στον προσεκτικό ακροατή, το Chill Out προσφέρει μια βαθιά και προσωπική συναισθηματική εμπειρία… 

Οι KLF περιγράφουν ηχητικά τη διαδρομή στις δυτικές ακτές των ΗΠΑ, ένα μυστήριο νυχτερινό ταξίδι από το Τέξας ως τη Λουιζιάνα. Το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ αποτελείται από ένα κολάζ πρωτότυπων μελωδιών, samples και ήχων από τις πιο ποικίλες πηγές, ένα απρόσμενο παζλ: φωνές ραδιοφωνικών παραγωγών, ήχοι του τραίνου που αναχωρεί, ένα θολό απόσπασμα από τραγούδι του Presley ως και throats singers της Σιβηρίας και πολλά άλλα... Κάποιοι ήχοι και μελωδίες μάλιστα επανέρχονται, με χαρακτηριστικότερες αυτές της steel guitar (που έχουν παιχτεί από τον κιθαρίστα Graham Lee) και φέρνουν έναν αέρα παλιάς αμερικάνικης folk. Έτσι επισφραγίζεται και ο  concept χαρακτήρας του άλμπουμ.  Ο πειραματισμός, γενικότερα, είναι κυρίαρχος και οι αναφορές τόσο στον cosmic/kraut ήχο, όσο και στο new age, το οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του 70 είχε γνωρίσει μεγάλη διάδοση, είναι αισθητές. 


Το  κομμάτι Dream Time in Lake Jackson είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό. Ακόμα, μέσα στο χάος των ήχων, θα εντοπίσετε και τη βασική μελωδία του Karmakoma των Massive Attack…




 
 

Maxxi & Zeus – American Dreamer – The Shell/ The Struggle (2010, International Feel Recordings)

 Το τέταρτο και τελευταίο κομμάτι της ambient παρουσίασής μας δεν αφορά ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, αλλά, στην ουσία τρεις συνθέσεις: το American Dreamer, που αποτελεί την πρώτη πλευρά ενός EP, καθώς και ένα ολοκληρωμένο EP το οποίο συγκροτείται από τις συνθέσεις The Shell και The Struggle. Αυτά τα τρία μεγάλης διάρκειας instrumentals στέκονται ως μια άτυπη τριλογία.

Υπεύθυνοι για τη δημιουργία τους είναι δύο Βρετανοί παραγωγοί, ο Matthew Edwards και ο Joel Martin, οι οποίοι χρησιμοποιούν συχνά-πυκνά τα ψευδώνυμα Maxxi και Zeus, αντίστοιχα. Το συγκεκριμένο ντουέτο είναι γνωστό και ως Quiet Village και, με αυτό το όνομα, το 2008 κυκλοφόρησαν ένα αξιόλογο άλμπουμ, το Silent Movie,  στο οποίο συλλέγουν remixes τραγουδιών και ορχηστρικών κατάλληλων για ήσυχο άραγμα στην παραλία το καλοκαίρι. 


Ως Maxxi & Zeus όμως, οι δύο συνεργάτες καταπιάνονται με κάτι διαφορετικό, με την ambient μουσική παράδοση κι ειδικά με την πιο χαλαρωτική και «θεραπευτική» πλευρά της. Και το αποτέλεσμα είναι αρκετά αξιόλογο, ώστε να σταθούν ως πρωτοπόροι της αναβίωσης της new age αισθητικής, που παίζει στο underground τα τελευταία χρόνια. Για αυτή την αναβίωση, κοιτάξτε εδώ και εδώ.


Αλλά, η προσέγγιση των Maxxi & Zeus στην new age είναι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένη, ώστε το γραφικό στοιχείο των σωρηδόν «reiki» και «spa» κυκλοφοριών να αντικαθίσταται από μια εντελώς καλλιτεχνική άποψη. Βέβαια και οι επιρροές της μουσικής τους βοηθάνε σε αυτό: ο cosmic ήχος του Βερολίνου, τα πρώτα άλμπουμ του Steve Roach και τα soundtrack του Angelo Badalamenti για τις ταινίες του David Lynch.


Οι δύο καλλιτέχνες λοιπόν δημιουργούν ambient βαθιά, μυστηριακή και ψυχεδελική. Ο επικός ήχος των synthesizer συνδυάζεται με τα tribal κρουστά και τα κοσμικά εφέ με τα αλλόκοτα samples. Όπως φανερώνει και ο τίτλος του American Dreamer, η θεματική είναι αντλημένη από μια φθαρμένη, σκονισμένη και γι’ αυτό ειρωνική οπτική για το αμερικάνικο όνειρο. Η αφιέρωση στον Dennis Hopper δεν είναι τυχαία, ακόμα περισσότερο το απόσπασμα από την απαγγελία του Jim Morrison του ποιήματός του, Search On Man ενισχύει αυτή την αφήγηση. Η δεύτερη πλευρά του πρώτου EP των Maxxi & Zeus συμπληρώνεται από μια απρόσμενη συρραφή από edits σε garage disco τραγούδια, δίνοντας μας έτσι μια νοσταλγική, αλλά και πάλι ειρωνική εικόνα της uptempo, χορευτικής Αμερικής των late 70s. 


Το Cell, πρώτο κομμάτι του δεύτερου EP,  συνεχίζει από εκεί που μας άφησε το American Dreamer, διατηρώντας την ίδια εικονοπλαστική δύναμη. Οι slide κιθάρες ανακαλούν την ιδιαίτερη άποψη των KLF για το folk και το country, που αναφέραμε παραπάνω. Τέλος, το Struggle μπορεί να σταθεί ως το αποκορύφωμα της τριλογίας, καθώς το υπαρξιακό και ψυχολογικό βάθος κορυφώνεται και η μουσική είναι πιο αφαιρετική κι απλή στη δομή. Το κομμάτι κλείνει με το χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομιλία ενός Αμερικάνου δασκάλου του πνευματισμού που δρα στην Καλιφόρνια και ονομάζεται Adyashanti, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ζωή ως μια διαρκή
«μάχη».


 

21/5/13

4 Ambient Albums (1)


Τέσσερεις επιλεγμένες κυκλοφορίες ambient μουσικής. Πιάνουμε το νήμα από τη θεμελιώδη δεκαετία του 70 κι έπειτα, κάνοντας ένα κάμποσο μεγάλο χρονικό άλμα, φτάνουμε στις αρχές των 90s· η παρουσίαση ολοκληρώνεται με δύο άλμπουμ από την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. Ωστόσο, για ν’ ανατραπεί κάπως η συνηθισμένη χρονολογική σειρά, η παρουσίαση θα χωριστεί σε δύο μέρη, δηλαδή σε δύο αναρτήσεις. Στην καθεμία, έχουμε ένα παλιό και κλασικό ambient άλμπουμ παρέα με ένα όχι και τόσο γνωστο, αλλά και πιο πρόσφατο.

Κοινό στοιχείο και των τεσσάρων κυκλοφοριών αποτελεί η έλλειψη ή έστω η ελάχιστη παρουσία ρυθμού ή beat, καθώς και η ατμόσφαιρα που γαληνεύει, ακόμα και αιχμαλωτίζει τον ακροατή. Μέσω αυτών των άλμπουμ, δίνεται η καλύτερη ευκαιρία να σκεφτούμε (και να νιώσουμε) πως μια μουσική που κατά βάση στηρίζεται στην τεχνολογία, όπως είναι η ηλεκτρονική, παίρνει κατευθύνσεις που απομακρύνουν από την τόσο αγχωτική τροπή που έχει λάβει η βιομηχανοποιημένη ζωή μας. 


Βέβαια, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου τα λέει καλύτερα: «Αυτό που εγώ προσπαθώ να κάνω είναι να λειτουργώ όσο πιο πιστά μπορώ συνομιλώντας με τη φύση και όχι με την κοινωνία.» (πηγή) 



Vangelis - L'Apocalypse Des Animaux (1973, Polydor)

Πριν λίγο καιρό άκουσα για πρώτη φορά το συγκεκριμένο άλμπουμ του Βαγγέλη Παπαθανασίου και το βρήκα εξαιρετικό. Αποτελεί το soundtrack για τα ομώνυμο τηλεοπτικό ντοκυμαντέρ του Frédéric Rossif. Φυσικά, έχουμε να κάνουμε με μουσική που «στέκεται» από μόνη της…

Ας αναλογιστούμε πως το άλμπουμ κυκλοφόρησε αρχές της δεκαετίας του 70, μια περίοδο ιδιαίτερα πρόσφορη σε μουσικές περιπλανήσεις: η ψυχεδέλεια είχε δώσει για τα καλά τη θέση της στο progressive rock, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Dark Side Of The Moon (1973), παράλληλα μερικοί από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του krautrock στη Γερμανία κυκλοφορούσαν άλμπουμ που έθεσαν τις βάσεις της ηλεκτρονικής μουσικής. Μάλιστα, τα soundtrack των Popol Vuh για τις ταινίες του Werner Herzog αποτελούν το πιο συγγενές –πιστεύω- δείγμα αυτής της δουλειάς του Βαγγέλη Παπαθανασίου. 

Τώρα, κατά τα ίδια χρόνια, ο Έλληνας συνθέτης, μετά από την επιτυχία των Aphrodite’s Child και το περίφημο 666, που κυκλοφόρησε το ’72, αφήνει την μπάντα και ξεκινάει σόλο καριέρα. Το ’73, μαζί με το L'Apocalypse Des Animaux κυκλοφορεί και το άλμπουμ Earth, στο οποίο συναντάμε μια ατμόσφαιρα τόσο αρχέγονη, όσο και λυρική με αναφορές στην ελληνική παραδοσιακή μουσική, ακόμα και στην αρχαιότητα. 

Αυτό, λοιπόν, το αρχέγονο και υπερβατικό στοιχείο του 666 και του Earth, χαρακτηρίζει ως ένα βαθμό τη μουσική πρόταση του  L'Apocalypse Des Animaux. Χαρακτηριστικό κομμάτι είναι το εναρκτήριο, που νομίζω πως οι περισσότεροι έχουμε ακούσει στους τίτλους της εκπομπής Παρασκήνιο της κρατικής τηλεόρασης.


Αλλά, με το ξεκίνημα της δεύτερης σύνθεσης, με τίτλο  La Petite Fille De La Mer, εισάγεται το στοιχείο της έντονης μελωδικότητας, μαζί με έντονο αίσθημα ρεμβασμού, χαρακτηριστικά που συναντάμε και στη συνέχεια. Ολόκληρο το άλμπουμ κυλάει ράθυμα και νοσταλγικά, οι συνθέσεις πότε μοιάζουν επηρεασμένες από την κλασική μουσική (La Petite Fille De La Mer), πότε από τη jazz (Le Singe Bleu), ακόμα και από το flamenco (La Mort Du Loup).  Ενώ, στα δύο τελευταία κομμάτια του άλμπουμ, ο Παπαθανασίου στρέφεται σε ένα στυλ πιο αφαιρετικό και drone, αναφερόμενος σε στοχασμούς καθαρά υπαρξιακούς. Ο τίτλος του προτελευταίου δεκάλεπτου κομματιού είναι χαρακτηριστικός: Création Du Monde.




  

Marco Torrance – Reconstructed Moments (2006, Cardamar Music)

 Ο Marco Torrance αποτελεί μια περίεργη περίπτωση καλλιτέχνη της ηλεκτρονικής σκηνής. Έχει γίνει κάπως περισσότερο γνωστός για του καλοκαιρινού ύφους trance παραγωγές του, τις οποίες και συνεχίζει να κυκλοφορεί σε κάμποσα EP. Ωστόσο, στα δύο full-length άλμπουμ του, ο Marco ακολουθεί έναν κάπως διαφορετικό δρόμο, αυτόν της χαλαρωτικής ambient μουσικής. Το πρώτο του άλμπουμ κυκλοφόρησε το 2006 και τιτλοφορείται Reconstructed Moments

Σε αυτό, ο Γερμανός συνθέτης και παραγωγός, όπως διαβάζουμε στο κείμενο που το συνοδεύει, εμπνέεται από γεγονότα, σκέψεις και συναισθήματα των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής του, αναδομώντας τα σε μουσική. Κι έχουμε να κάνουμε με βαθιά ambient, που δανείζεται πολλά από τα chill out κομμάτια των συλλογών του Café Del Mar. Έτσι, τα υπνωτιστικά trip hop beats μπλέκονται με μελωδικές ηλεκτρικές κι ακουστικές κιθάρες (παιγμένες από τον Volker Kaufmann), καθώς και μινιμαλιστικά πιανιστικά θέματα. Επίσης αξίζει να αναφερθεί και η φωνή της Michelle Richer στο τελευταίο και μοναδικό φωνητικό κομμάτι του άλμπουμ, το Behind Closed Eyes


Η εποχή που ταιριάζει στο Reconstructed Moments είναι αναμφίβολα το καλοκαίρι, αλλά ένα καλοκαίρι με έρημες παραλίες και ηλιοβασιλέματα. Το άλμπουμ ξεκινά με ήχους από ένα κύμα που σκάει στην ακρογιαλιά, ενώ κάποια στιγμή ακούμε μια θερινή καταιγίδα που ξεσπά.  Πολλά layers από πλήκτρα, εφέ και drones πλάθουν επικά ηχοτοπία, μελωδίες και ρυθμοί κυλάνε στιβαρά και με μια επισημότητα· εδώ κάπου συναντάμε και επιρροές από τους πατέρες της ambient, όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Βέβαια, η trance έφεση του Marco Torrance επηρεάζει την προσέγγιση των συνθέσεών του, καθώς sequencers επανέρχονται, εντείνοντας τον επικό τόνο. Επίσης, συχνή είναι και η χρήση του echo και του reverb, στοιχεία ίσως δανεισμένα από τους πρώιμους Orb. 


Το Reconstructed Moments, όπως άλλωστε και τα τέσσερα  άλμπουμ που παρουσιάζουμε σε αυτές τις αναρτήσεις, προσφέρεται για μοναχικές ακροάσεις. Ένα άλμπουμ μελωδικής ambient trance που ξεχωρίζει για το βάθος συναισθήματος και τον underground χαρακτήρα του.



 


εικόνα:  Philippe Ramette, Balcony II