28/12/18

10 άλμπουμ για το 2018

Προχθές το απόγευμα είχα την ευκαιρία να απολαύσω μία απλή, μα αξιομνημόνευτη εμπειρία: βρέθηκα για καφέ με μια παρέα ανθρώπων οι οποίοι δραστηριοποιούνται με τη μουσική από ποικίλα μετερίζια - ραδιόφωνο, έντυπο, διαδίκτυο. Αυτούς τους ανθρώπους τους λογαριάζω, όχι απλά συνεργάτες, αλλά και φίλους. Σκεπτόμενος αυτή την συνάντηση, κατέληξα στο πρώτο για αυτό το εδώ το κείμενο αλλά απαράλλαχτο στο πέρασμα του χρόνου συμπέρασμα: η ενασχόληση με τη μουσική δημιουργεί ένα αλισβερίσι με ουσιαστικούς ανθρώπους, που από μόνο του αποτελεί μια μεγάλη πνευματική, συναισθηματική και ηθική ανταμοιβή.

Συμπέρασμα νο2, το οποίο σχετίζεται πιο άμεσα με τις μουσικές κυκλοφορίες του 2018: πλέον η νέα μουσική που διατίθεται είναι ανεξάντλητη, λόγω και του κεντρικού ρόλου που έχει λάβει το διαδίκτυο στην όλη διαδικασία. Ωστόσο, ο συνειδητοποιημένος ακροατής θα περιπλανηθεί στον κόσμο της σύγχρονης μουσικής, ήρεμα και επιλεκτικά, χωρίς το άγχος των πολλών και βιαστικών ταξιδιών, αλλά προτιμώντας εκείνα που θα τον συναρπάσουν και τελικά θα τον ανταμείψουν. 

Έτσι κι εγώ, ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο, για το 2018 επέλεξα δέκα άλμπουμ τα οποία αποτέλεσαν το προσωπικό μου καταφύγιο από μία αγχωτική καθημερινότητα αλλά και ένα χώρο στοχασμού και συναισθημάτων. Κατά τη διάρκεια πολλών ακροάσεων μέσα στη χρονιά, αυτά τα άλμπουμ σταδιακά δέθηκαν με την ψυχολογία και την νοοτροπία μου, έγιναν τελικά ένα όχημα προς την κατανόηση αφενός αυτής της δύσκολης εποχής, αφετέρου του ίδιου μου του εαυτού, τη βαθύτερής μου ιδιοσυγκρασίας. 

01. Bato Bato - Bato Bato
02. RÅÅ ‎– Skånes Järnvägar
03. Dungen, Woods - Myths 003
04. Cayetano - Melanie
05. A.A.L. - 2012-2017
06. Les Cyclades - Les Cyclades
07. Mr. Fingers - Cerebral Hemispheres
08. Mildlife - Phase
09. Robohands - Green
10. Shakarchi & Stranéus – Steal Chickens From Men And the Future From God

Στη φετινή λίστα ξεπέρασα πια την ανασφάλειά που χαρακτήριζε αυτές των προηγούμενων 2-3 ετών, να συμπεριλαμβάνω δηλαδή άλμπουμ τα οποία, ναι μεν μου άρεσαν, αλλά θεωρούσα πως αντικειμενικά (;)  προσέφεραν κάτι σημαντικό στη σύγχρονη μουσική σκηνή. Αντιθέτως, στις δύο πρώτες θέσεις τις φετινής δεκάδας βρίσκονται LPs σύντομης διάρκειας, μινιμαλιστικού στιλ και ανεπιτήδευτης καλλιτεχνικής έκφρασης. 

Για τους Bato Bato του περκασιονίστα, παραγωγού και εικαστικού Julian Smith έχω γράψει πιο αναλυτικά, οπότε εδώ θα περιοριστώ να αναφέρω πως αυτή η δουλειά είναι εμφανώς αποτέλεσμα του ελεύθερου αυτοσχεδιαστικού παιχνιδιού των τριών συμμετεχόντων σε ένα αφαιρετικό jazzy downtempo ύφος, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά με ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα.


Οι  RÅÅ τώρα, αποτελούν ένα προσωπικό project του κιθαρίστα των Cardigans Magnus Sveningsson, σε ενδοσκοπικά μονοπάτια ambient και kraut. Αυτό το αποκλειστικά ορχηστρικό άλμπουμ συντρόφευσε άπειρες ώρες δουλειάς και μελέτης. Ξεκινά ήσυχα, φέρνοντας στο νου τις συνεργασίες του Brian Eno με τους Cluster, ενώ σταδιακά κορυφώνεται με την εισαγωγή ενός ολοένα πιο δυναμικού funky motorik ρυθμού.


Στη φετινή λίστα, οι Σουηδοί έχουν την τιμητική τους, οπότε την επόμενη θέση καταλαμβάνει  η συνεργασία των Dungen με τους Αμερικάνους Woods, για την οποία επίσης μπορείτε να βρείτε μία πιο διεξοδική κριτική. Εδώ απλά να σημειωθεί ότι η σύμπραξη των δύο σχημάτων φέρνει στο σήμερα την προ 40-50 ετών μαγεία του γνήσιου μελωδικού ροκ αυτοσχεδιασμού.


Στην τέταρτη θέση έχουμε τον δικό μας Cayetano ή Γιώργο Μπρατάνη, ο οποίος με την έβδομη full-length κυκλοφορία του, Melanie δίνει την καλύτερη του ως τώρα δουλειά. Σε αυτό το concept άλμπουμ, ο Cayetano περνάει τα πλούσια σε εγκεφαλικότητα και συναίσθημα διδάγματα του prog/ jazz rock των 60s-70s μέσα από το πρίσμα της δικής του αναγνωρίσιμης downtempo electronica. Στο παρακάτω mini documentary μας εξηγεί ο ίδιος καλύτερα:


Ακριβώς στη μέση της δεκάδας φιγουράρει το project του αγαπημένου Nicolas Jaar, Against All Logic, με τη συλλογή που φέρει τον λιτό τίτλο 2012-2017. Εδώ ο Jaar αφήνει, σε ένα πρώτο επίπεδο, τις αυτοαναφορικές καταστάσεις του Space Is Only Noise και του Sirens, για να παρουσιάσει κορυφαία tracks ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, γεμάτα με ζεστά grooves, ουσιώδη πειραματισμό και ψαγμένα samples. Μα, η γνωστή του μελαγχολία υφέρπει, καταλήγοντας σε μια βιωματική αίσθηση χαρμολύπης.


Στo νο6 της λίστας μας βρίσκεται ομώνυμο ντεμπούτο των Les Cyclades, για το οποίο επίσης έχω αφιερώσει ένα ξεχωριστό αρθράκι. Οι Les Cylcades, όπως οι ίδιοι τουλάχιστον δηλώνουν, μας έρχονται από τα γειτονικά καλά Νερά! Δημιουργούν μία πρωτόλεια και σουρεαλιστική electronica, που οφείλει πολλά τόσο στον ήχο του Chicago όσο και σε εκείνο του Detroit, αφήνοντας όμως το σκηνικό να κυλήσει πιο ήπια, χωρίς εντάσεις και με εύστοχο πειραματικό τόνο.


Τη σκυτάλη παίρνει ο μέγας Larry Heard, που μετά από πολλά χρόνια επανήλθε με το κλασικό ψευδώνυμο Mr. Fingers, κυκλοφορώντας  το  διπλό άλμπουμ Cerebral Hemispheres. Όπως φανερώνει ο τίτλος του, κάθε ένα από τα δύο μέρη του άλμπουμ  απευθύνεται σε διαφορετικό κομμάτι της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Στο πρώτο μισό, ακούμε νυχτερινή και εξομολογητική deep house, με στοιχεία jazz, disco και afro, ενώ στο δεύτερο μισό γίνεται στροφή σε φουλ τριπαρισμένη και πολυεπίπεδη acid house. Δίσκοι σαν αυτόν υπενθυμίζουν πως η house μουσική ανταγωνίζεται στα ίσια την καλλιτεχνική ουσία της τζαζ και του ροκ.


Στην όγδοη θέση θα συναντήσουμε τo ντεμπούτο Phase των Αυστραλών Mildlife. Η κριτική του Πέτρου Παπαδογιάννη, για λογαριασμό του Progrocks.gr είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική, οπότε εγώ απλά να συμπληρώσω ότι, χάρη στο πρωτότυπο πάντρεμα ανάμεσα σε disco, jazz και krautrock, οι Mildlife κατόρθωσαν να φέρουν κοντά τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα των προγκρεσιβάδων και των ντισκόβιων χιπστεράδων! Βέβαια το πιο εντυπωσιακό τους κομμάτι δεν βρίσκεται στο άλμπουμ Phase, αλλά κυκλοφόρησε ξέχωρα ως single με τίτλο Phase ii:


Στην προτελευταία θέση βρίσκεται το ντεμπούτο Green του Robohands ή Andy Baxter . Ακολουθώντας τα χνάρια του περσινού εξαιρετικού LP Antiphon του Alfa Mist, ο Robohands επιδίδεται σε χαμηλόφωνο τζαζίστικο hip hop, που συχνά ξεγλιστρά και στη liquid funk˙  τα ζεστά beats και τα απλά μελωδικά θέματα είναι αμφότερα βουτηγμένα σε μία αιθέρια ambient ατμόσφαιρα. Επίσης, έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ δυνατό drummer:


Για το 10 το καλό της λίστας, επέλεξα μια δισκογραφική δουλειά την οποία άκουσα σχετικά πρόσφατα, αλλά με ενθουσίασε. Στο άλμπουμ τους με τον τρελό τίτλο Steal Chickens From Men And the Future From God, οι Σουηδοί house παραγωγοί Shakarchi και Stranéus παρουσιάζουν μια σειρά από tracks που ξεφεύγουν από την πεπατημένη, καθώς αξιοποιούν, με έναν φαινομενικά πριμιτιβιστικό αλλά στην ουσία ευφυή τρόπο, samples από ένα ευρύ φάσμα της μαύρης μουσικής. Αποτέλεσμα είναι μία ορεξάτη και αισιόδοξη ματιά στην τέχνη και στη ζωή την ίδια.


Τελικά, μάλλον το μεγαλύτερο πρόβλημα κάθε λίστας με τα προτιμώμενα άλμπουμ της χρονιάς είναι ότι ίσως, μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, προκύψουν σκέψεις αναθεώρησης και αλλαγών. Στην απέραντη γη της μουσικής του 2018 κρύβονται ακόμα πολλά άλμπουμ που περιμένουν υπομονετικά την ανακάλυψή τους. Αυτός ο κόσμος της μουσικής, αποτελεί αντίβαρο στον απαισιόδοξο και βίαιο κοινωνικοπολιτικό κατρακύλισμα που βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Για του λόγου το αληθές, ακούστε και δείτε:



Καλή Χρονιά!

25/12/18

And Now For Something Completely Different: best of 2018 | part 2: Gus Ar

Ορίστε και το δεύτερο μέρος των καλύτερων άλμπουμ του 2018, σύμφωνα με την ραδιοφωνική εκπομπή And Now For Something Completely Different, που ακούμε κάθε Δευτέρα 21.00-23.00 στον Nova Fm 106 της Μαγνησίας. 

Μετά τον Γιώργο Ζούκα, σειρά παίρνει ο έτερος παραγωγός Κώστας Αργύρης - γνωστός στο Fb και ως Gus Ar - παρουσιάζοντας τις δέκα δικές του επιλογές από τις κυκλοφορίες του έτους.

Ένας εκλεκτικός συνδυασμός από ambient, πειραματικό ροκ, τζαζ, indie και ψυχεδέλεια.
Υ.Γ.: Κωστή, για το κείμενό σου επέλεξα μια εικόνα, χριστουγεννιάτικη, ροκ και ειρωνική. Ελπίζω να σ' αρέσει!


Anna Von Hausswolff – Dead Magic


Η Σουηδή Anna Von Hausswolff μας χαρίζει ένα επιβλητικό, μυστηριώδες και σκοτεινό άλμπουμ πειραματικής ambient, συνεχίζοντας υπέροχα την σκανδιναβική παράδοση. 


Low – Double Negative


Στο τελευταίο τους άλμπουμ, οι θρύλοι της αμερικάνικης indie σκηνής διαφοροποιούν αρκετά τον ήχο τους, κρατώντας όμως τα συναισθήματα αναλλοίωτα, καθώς η γνωστή μελαγχολική και εσωστρεφής διάθεση αυτή τη φορά εκφράζεται μέσα από θορυβώδη ambient ηχοτοπία. Η αλήθεια είναι πως για πρώτη φορά απορροφήθηκα τόσο έντονα από τη μουσική των Low.


V.A Brownswood Recordings – We Out Here


Φοβερή συλλογή της Brownswood  του Gilles Peterson, μία από τις εταιρείες-στιλοβάτες του φρέσκου τζαζ ήχου που συνεχώς εξελίσσεται, χωρίς να χάνει το σταθερό του βάδισμα. Από τις πολλές αξιόλογες συμμετοχές ξεχώρισα τους Shabaka, τη Nubya Garcia και τους Kokoroko.


Dungen and Woods – Myths 003


Μια συνεργασία που επαναφέρει στη ροκ μουσική τη γνήσια μελωδία και τοποθετεί αριστοτεχνικά την ειλικρίνεια της ψυχεδέλειας των 60s και των 70s στο 2018. Το single Turn around αποτελεί αναμφίβολα το κιθαριστικό pop-ίζον κομμάτι της χρονιάς .


The Coral – Move through the Dawn


Αν και το εξώφυλλο του πιο πρόσφατου άλμπουμ των Coral είναι άθλιο, η μουσική συνταγή ευτυχώς δεν αλλάζει: ρυθμικές κιθάρες, μελό γυρίσματα στα ρεφραίν και μία δόση νοσταλγίας. Προτείνω να ακούσετε αυτό το άλμπουμ, πίνοντας ένα ωραίο πρωινό ή απογευματινό καφεδάκι…

BEAK - >>>


Παλιέ μου σύντροφε, Geoff Barrow, όλα πάνε πρίμα! Μπλέκεις επιτυχημένα κινηματογραφική ατμόσφαιρα με ψυχεδέλεια και krautrock… αλλά με τους Portishead τι θα γίνει;


Marc Ribot - Songs of Resistance 1942 – 2018


«Η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων» και ο Mark Ribot συμπληρώνει «κάθε κίνημα το οποίο έχει κερδίσει κάτι, είχε τραγούδια». Χρειάζεται κάτι άλλο;


Skinshape – Filoxiny


60s-70s ψυχεδέλεια,  folk και  funk,  όλα καλομαγειρεμένα στην εμπνευσμένη μαρμίτα του Skinshape. 


US Girls – In a Poem Unlimited


Οι US Girls δημιουργούν pop με ουσία, και στιχουργική ουσία μάλιστα. Οι αναφορές σε Blondie και Kate Bush είναι αισθητές και απολαυστικές. Τελικά, έχουμε να κάνουμε με έναν pop δίσκο για όλη την οικογένεια. 


Black Rebel Motorcycle Club – Wrong Creatures


Οι B.R.M.C. μπαίνουν λόγω φανέλας , καθώς το Wrong Creatures αποτελεί ένα τυπικό δικό τους άλμπουμ, από αυτά που σε κάνουν να σκέφτεσαι αν χρειάζεσαι μαύρο δερμάτινο τζάκετ . Το τραγούδι Haunt πράγματι θα στοιχειώνει τις απανταχού best of B.R.M.C. λίστες.

23/12/18

And Now For Something Completely Different: best of 2018 | part 1: George Loukas

Ο τίτλος της ραδιοφωνικής εκπομπής των Γιώργου Ζούκα και Κώστα Αργύρη, ο οποίος φυσικά προέρχεται από το κλασικό φιλμ των Monty Pythons, πέρα από πλέον καθιερωμένος είναι και εύστοχος: κάθε Δευτέρα 21.00-23.00 στον Nova Fm 106, το ντουέτο εξερευνά με ειλικρίνεια, πρωτοτυπία και γνώση τη μουσική επικαιρότητα, προσφέροντας μία διαφορετική ματιά, όχι μόνο στο τοπικό (βολιώτικο-θεσσαλικό), αλλά και στο πανελλήνιο ραδιοφωνικό σκηνικό.

Έτσι, οι δύο συνεργάτες και φίλοι μου εμπιστεύτηκαν τις επιλογές τους με τα καλύτερα – κατά τη γνώμη τους – άλμπουμ του 2018. 

Ξεκινάμε με τον Γιώργο Ζούκα ή, κατά Fb, George Loukas, που μου στέλνει άρθρο του με τα καλύτερα της χρονιάς για τέταρτη φορά παρακαλώ!



Idris Ackamoor & The Pyramids – An Angel Fell (Strut Records)


Ξεκίνησαν στα μέσα των 70's, κυκλοφόρησαν 3 δίσκους εκστατικής spiritual jazz και για 40 χρόνια δεν ξανακούστηκαν. Το 2011 επέστρεψαν για τα καλά, με το An Angel Fell να αποτελεί τον τρίτο δίσκο από την επανεμφάνιση τους. Τα μονοπάτια γνωστά, ένα blend από Αφρικανική πολυρυθμικότητα με jazz, dub, space age αναφορές, προσεκτικά συνταιριασμένα ώστε να μην κουράζουν και να τ' απολαμβάνει κάποιος που δεν είναι εξοικειωμένος σε τέτοια ακούσματα.

Calibro 35 – Decade (Record Kicks)


Στην 6η κυκλοφορία τους και τη συμπλήρωση 10 χρόνων στο χώρο, οι Calibro 35 εμπλουτίζουν τον ήχο τους επιστρατεύοντας πνευστά, έγχορδα και κρουστά για την επίτευξη μιας ορχηστρικής αισθητικής. Ιταλική cult μπάντα, με την μουσική ιστορία που έχει η Ιταλία, και κινηματογραφικές αναφορές είναι η συνταγή της επιτυχίας. Μια ακρόαση θα σας πείσει.


Mr. Fingers – Cerebral Hemispheres (Alleviated Records)


Στα νέα της επιστροφής του Larry Heard στη δισκογραφία μόνο αδιάφορες δεν μπορείς να μείνεις. Βέβαια και ο δίσκος, εδώ που τα λέμε, δε σου αφήνει περιθώρια! Χαρακτηριστικές μπασογραμμές, ευφυής συνθετική απλότητα και απαλά φωνητικά που μιλάν στην ψυχή σου. Έτσι καταφέρνει  εδώ και 30+ χρόνια να προσφέρει την πάντα φρέσκια άποψή του για την ηλεκτρονική. Εύγε!


Kamasi Washington – Heaven & Earth (Young Turks)


Η ενδιαφέρουσα περίπτωση της jazz του Kamasi Washington αψηφά κάθε στεγανό περί τυποποίησης και επιστρέφει οργιαστική, μεγαλειώδης και πιο δυναμική από ποτέ. Απλωμένα, χορταστικά κομμάτια συνθετικής και εκτελεστικής αρτιότητας στα οποία αναπνέουν 40 και πλέον χρόνια μουσικής ιστορίας. 


CAMP COPE – How to Socialize & Make Friends (Poison City Records)


Είναι φορές που δε χρειάζεσαι πολλά πράγματα για να έχεις καλό αποτέλεσμα. Απλότητα, αμεσότητα, μετέφηβική αφέλεια και ειλικρίνεια. Απόλαυσα αυτόν τον δίσκο γι' αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του και για τον εξομολογητικό του χαρακτήρα. 


Kadhja Bonet – Childqueen (Fat Possum Records)


Ένα σπάνιο μουσικό ταξίδι ανακάλυψης του εαυτού σου με οδηγό την αιθέρια φωνή της Kadhja. Στιγμές εξομολόγησης στιγματισμένες από τη θερμή χρωματική παλέτα της soul και της jazz. Ένα κέντημα γεμάτο δημιουργική ευαισθησία. Η Kadhja είναι αποκάλυψη!


Loop Vertigo – Neocortex (Black Athena)


Με το κύμα της UK Jazz να επιστρέφει δυναμικά και να μην αφήνει ανεπηρέαστη την παγκόσμια σκηνή, απολαμβάνουμε μοναδικές κυκλοφορίες όλο και συχνότερα. Κάπου εκεί κατατάσσω το ντεμπούτο των δικών μας Loop Vertigo. Ήχος βασισμένος στα drums του Αλέξανδρου Σταυρόπουλου και τα synths του Δημήτρη Μούτσιου, δημιουργεί  συνθέσεις δαιδαλώδεις, σκοτεινές και λαχταριστές. 


The Lewis Express – The Lewis Express (ATA Records)


Δίσκο το δίσκο η ATA Tecords εδραιώνει την αγάπη της για τη soul, jazz, funk περασμένων ετών χρησιμοποιώντας αναλογικές τεχνικές ηχογράφησης, μίξης και τυπώματος δίσκων, ώστε η ζεστασιά του ήχου των 70s να επικαιροποιείται μοναδικά μέσα από κάθε κυκλοφορία της. Οι Lewis Express το επιβεβαιώνουν.


Jimi Tenor – Order Of Nothingness (Philophon)


Εξωτική Φινλανδική μουσική, από ένα μάστορα στο είδος. Ο Jimi Tenor μπορεί να μην σώσει τη μουσική, αλλά σίγουρα χαρίζει κάθε φορά αξιομνημόνευτους δίσκους. Όταν αποφασίζει δε να εξερευνήσει και τον εξωτισμό άλλων χωρών από το στούντιο της Philophon -τελευταία όλα και συχνότερα, τότε μόνο ο ακροατής μπορεί να βγει κερδισμένος! 


Ernesto Chahoud – Taitu (Soul-Fuelled Stompers From 1960s-1970s Ethiopia)


Ο Λιβανέζος υπερδραστήριος σύντροφος Dj που αναζητεί τους τρόπους διασκέδασης στην Αιθιοπία των 60s – 70s και μαζεύει σε αυτή τη συλλογή, που δεν πρέπει να λείπει από τους λάτρεις της soul˙ αριστουργήματα. 


Shawn Lee And The Soul Surfers - Shawn Lee And The Soul Surfers (Silver Fox Records)


Οι μουσικές περιπλανήσεις του Shawn Lee είναι γνωστές και υπέρ του δέοντος ευπρόσδεκτες. Αυτή τη φορά τον οδήγησαν στη Ρωσία και στη συνεργασία του με τους Soul Surfers. Μεστός ήχος ψυχεδελικής funk, δυναμικά κοψίματα στα drums και συνθέσεις από το μέλλον. Ο Shawn μπορεί να είναι ο κουλ τύπος που θα ήθελες ν' αράξετε για μπύρες, αλλά όταν πρόκειται για μουσική δεν χαρίζει κάστανα.

17/12/18

Dungen & Woods - Myths 003 (2018, Mexican Summer)


Λίγες μέρες πριν εκπνεύσει το 2018, πήρα τελικά την απόφαση να γράψω για ένα από τα αγαπημένα μου φετινά άλμπουμ, το οποίο βέβαια συμπεριλαμβάνεται στη δεκάδα των καλύτερων LPs του έτους. Πρόκειται για το  Myths 003, προϊόν συνεργασίας των Αμερικάνων Woods και των Σουηδών Dungen. Πιο συγκεκριμένα, οι επικεφαλής των Dungen, Gustav Ejstes και Reine Fiske  και των Woods, Jeremy Earl και Jarvis Taveniere, ένωσαν τις δυνάμεις τους, δημιουργώντας την τρίτη συνέχεια για τη δισκογραφική σειρά Myths της εταιρείας Mexican Summer. Στο πλαίσιο της σειράς Marfa Myths, παρουσιάζονται συνεργασίες καλλιτεχνών που έχουν συμμετάσχει στο ετήσιο ροκ φεστιβάλ Marfa του Texas.  




Ο πρώτος λόγος για τον οποίο, σταδιακά μέσα στο 2018, ξεχώρισα τη συγκεκριμένη συνεργασία ήταν το πλέγμα ολοένα θετικότερων συναισθημάτων που μου άφηνε σε κάθε ακρόαση. Σε έναν κόσμο δύσκολο που οδηγά εύκολα στην περίσκεψη ή, ακόμα και στην απαισιοδοξία, αυτός ο δίσκος λες κι έστρεψε το δικό μου, τουλάχιστον, νου σε βασικές ανθρώπινες αξίες: στην ευτυχία, στη συνεργασία, στην κατάφαση στη ζωή.

Βέβαια, αυτή η πορεία συναισθήματος και νοοτροπίας για την οποία βάζει πλώρη το Myths 003 είναι αποτέλεσμα μιας πηγαίας καλλιτεχνικής σύμπραξης των δύο συγκροτημάτων, στα οποία  δόθηκε η πλήρη ελευθερία να αυτοσχεδιάσουν και να δομήσουν βήμα-βήμα τις επτά συνθέσεις του άλμπουμ.  Έτσι, ο ψυχεδελικός ροκ ήχος ξεδιπλώνεται σε όλο του το μεγαλείο: από το pop άσμα Turn Around, που φέρνει έναν καλιφορνέζικο αέρα των late 60s, ως το krautrock τζαμάρισμα του St. George, που μοιάζει να παίχτηκε και ηχογραφήθηκε μονομιάς σε ένα στούντιο πλάι στον Ρήνο… 

Μαζί με αυτές τις αναφορές, οπωσδήποτε αξίζει να αναφερθούν οι επιρροές από το ρηξικέλευθο μείγμα jazz rock, folk, world music και avant-garde που κατόρθωσαν κυρίως οι Arbete Och Fritid και οι Archimedes Badkar στη Σουηδία της δεκαετίας του ‘70. Ακούστε, για παράδειγμα,  πόσο αριστοτεχνικά περνάνε οι nordic μελωδίες, παιγμένες με φλάουτο στο εναρκτήριο Loop και με πιάνο στο έτερο (μετά το Turn Around) τραγούδι του άλμπουμ Jag Ville Va Kvar

Εδώ, ας μου επιτραπεί εδώ να ξεφύγω για λίγο από την παρουσίαση του άλμπουμ των Dungen και Woods, για να σας φανερώσω το εξής αίτημα: όποιος τυχόν γνωρίζει κάποια τρέχουσα μπάντα που να συνεχίζει επάξια, αλλά και εξελίσσει το στιλ των Arbete och Fritid, των Archimedes Badkar και άλλων παρόμοιων συγκροτημάτων, ας επικοινωνήσει μ’ οποιοδήποτε τρόπο μαζί μου! 

Κλείνοντας την παρέκβαση και μαζί ολόκληρη τη μουσικοκριτική του Myths 003, ας σημειωθεί το προφανές: οι συμμετέχοντες σε αυτό το project δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο στο ψυχεδελικό ροκ και ευρύτερα στη μουσική σκηνή και νομίζω πως το γνωρίζουν πολύ καλά. Ωστόσο, φτάνουν σε ένα σπάνιο στις μέρες μας κατόρθωμα: να ξαναβρούν με σεβασμό και δημιουργικότητα και, με τεχνική αρτιότητα και αυθορμητισμό, αυτή την αυτοσχεδιαστική ευφορία που κυριαρχούσε στη ροκ μουσική των late 60s – early 70s. Βέβαια, η ρίζα όλης αυτής της ευφορίας είναι το κοινωνικοπολιτικό και υπαρξιακό όραμα εκείνης της απίθανης εποχής, ένα όραμα που στο Myths 003 προβάλλεται έμμεσα, αλλά πολύ εμφατικά.

2/12/18

Magical Mystery Tour - episode 02 | Paranoise Radio


Second time for Magical Mystery TourDubby downtempo disco & kraut punk electronics against opression and junk culturein favour of free and positive human expression.

Every 4 weeks, Friday 18.00-20.00 (gr time) on Paranoise Radio.





Tracklist

01. Shimshon Miel - Nueiba Nueiba
02. Kruder & Hunter - Addicted To Ganja (Original Mix)
03. Steve Cobby - Babylon On The Hudson
04. Cruisin' Gang - Chinatown (Architeq Acid Mix)
05. Ashra - Morgana Da Capo
06. Beanfield - Keep On Believing
07. Bison  - Familiar Stranger (Baldelli & Dionigi Remix)
08. The Diaphanoids - What The Fuck Do You Want With Us, Eathlings?
09. Kazino - Binary
10. C.A.R. -  Cholera (Anna Lann Runway Edition)
11. Alexander Robotnick - Dance Boy Dance
12. Psychic Youth - The Future Now
13. Jah Wobble, Jaki Liebezeit, Holger Czukay - How Much Are They?
14. Rheingold - Dreiklangsdimensionen
15. Råå  - Till minne av William Onyeabor
16. The Flying Lizards - Money (That's What I Want)
17. Elvis Costello - This Year's Girl
18. The Clash - Magnificent Dance 
19. LCD Soundsystem - (We Don't Need This) Fascist Groove Thang
20. La Düsseldorf - Cha Cha 2000

16/11/18

Magical Mystery Tour - episode 01 | Paranoise Radio


My new radio show called Magical Mystery Tour and it's transmitted every four Fridays, 18.00-20.00 (gr time) on the forward-thinking Paranoise Radio

A 2hour trip inspired and influenced by the high art of Djs like David Mancuso, Daniele Baldelli, DJ Harvey, Kruder & Dorfmeister and Andrew Weatherall. 

So, expect the unexpected...


Episode 01 on Mixcloud:




Tracklist

01. Tears For Fears - Head Over Heels (Talamanca's Trip to Es Vedra)
02. Pacific Horizons - Beaches Of The Black Sea
03. The Neville Brothers - Sons and Daughters (La Decadanse Edit) 
04. Deep Dive Corp. - Guitara
05. FaltyDL - Some Jazz Shit
06. Judge Funk - Imitation
07. Material - Seven Souls
08. Escape From New York - Fire In My Heart (Original Mix) 
09. Tribal Mask -  Theme form Kandala (Diva's Touch)
10. Auditors Domination - Rose Of Ispahan
11. Mikel Laboa - Martxa Baten Lehen Notak (MoM Remix) 
12. Virginia Rodrigues - Negrume da Noite (AIWAA Edit)
13. Private Agenda - Dawn (Ron Basejam Mix)
14. Mo'Horizons - Jungle Affair (The Soul Session Remix)
15. A.A.L. - Now U Got Me Hooked
16. Lonnie Liston Smith & The Cosmic Echoes - Expansions
17. Street Corner Symphony - Symphony For The Devil
18. Daniele Baldelli - Tribalite
19. Sun Ra - Nuclear War (Alex Attias Mustang Remix)

In fact, Magical Mystery Tour is a revival of an older project...

7/11/18

Η νοοτροπία του David Mancuso στο σήμερα



Σε λίγες μέρες, κλείνουν δύο χρόνια από τον θάνατο του David Mancuso, ενός ανθρώπου που άφησε χαμηλόφωνα και ουσιαστικά τη σφραγίδα του στον χώρο της μουσικής, ειδικότερα στον κόσμο του DJing και της club κουλτούρας.

Την περίοδο της φυγής του Mancuso, ο συνεργάτης του Tim Lawrence, ο οποίος είναι και ο κορυφαίος πανεπιστημιακός ερευνητής της χορευτικής μουσικής και ευρύτερα κουλτούρας σήμερα, επιμελήθηκε δύο αφιερωμάτων, το πρώτο στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Wire και το δεύτερο στην ιστοσελίδα Electronic Beats. Έχουμε να κάνουμε με δύο εξαιρετικά κείμενα, τα οποία συνδυάζουν ένα ζωντανό και σύγχρονο ακαδημαϊκό ύφος με πλούσια γνώση και φυσικά με έναν έντονο συγκινησιακό τόνο που ποτέ όμως δεν πέφτει στην αισθηματολογία. Μέσω αυτών των κειμένων έγινε, τουλάχιστον σε μένα, αισθητή η τόσο ιδιαίτερη φιλοσοφία του David Mancuso.

Ορίστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, από το άρθρο στο Electronic Beats:

It can now be concluded that David held on to a remarkably purist set of beliefs through to the day he died. Not once did he advertise a party. Not once did he run the Loft as a club. Not once did he work as a DJ. Not once did he go on tour. Not once did he play a bootleg. Not once did he compromise the dream of running his parties as a space where everyone was welcome as equals. Not once did he play music at a level that could damage the ears of his dancers. Not once did he select a record that he thought was less than optimal for the situation at hand.


Είναι φως φανάρι, λοιπόν, ότι η νοοτροπία του David Mancuso αποστασιοποιείται από τον δρόμο που έχει πάρει το DJing και το clubbing ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Όσο για τη χώρα μας, δεν νομίζω κάποιος να έχει ζήσει μια τόσο στοχευμένη και βαθιά εμπειρία διοργανωμένη από Έλληνες. Ωστόσο, γνωρίζω πως κάποιοι λίγοι φίλοι της μουσικής, ιδιαίτερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, οργανώνουν μουσικές εκδηλώσεις, party και στέκια που - τις περισσότερες φορές συνειδητά ή ακόμα και ασυνείδητα- έχουν επηρεαστεί από τον μεγάλο Νεοϋορκέζο.

Τώρα, σε μία επαρχιακή πόλη, όπως είναι ο Βόλος, ένα σύνολο οπισθοδρομικών και θα έλεγα γελοίων κοινωνικών συμβάσεων στον τομέα της διασκέδασης, αλλά και οι εμφανείς τάσεις κερδοσκοπίας, εμποδίζουν κάθε ανάπτυξη μιας τέτοιας νοοτροπίας. Κι έτσι, κάποιες φορές, σκέφτομαι πως θα ήταν ωραίο να διοργανώσει η αφεντιά μου - φυσικά μαζί με καλούς φίλους και ομοϊδεάτες, κάποιοι από τους οποίους μπορεί να είστε εσείς που διαβάζετε αυτό το κείμενο - ένα ιδιωτικό, εκλεκτικό και γεμάτο θετικά συναισθήματα party, αναπόφευκτα χωρίς την ξακουστή ακραία audiophile προσέγγιση του Mancuso, αλλά οπωσδήποτε μακριά από τις φωτογραφίες, τα κινητά και τα social media. Απλά χρειάζεται θάρρος, μεράκι και φαντασία. Ίδωμεν...

Για όποιον θέλει να ψάξει περισσότερο σχετικά με τον David Mancuso, μπορεί να διαβάσει μία εκτενή συνέντευξή του, καθώς και μια επικής έκτασης ανοιχτή συζήτηση φίλων, συνεργατών και συμμετεχόντων στα party του, πάνω στη λογική της προφορικής ιστορίας.

Κλείνουμε με το πιο ουσιώδες, δηλαδή τη μουσική:

>

29/10/18

Τζαζ για μια παραθαλάσσια καταιγίδα: η περίπτωση των Bato Bato


Έχω αναφερθεί ξανά στην πρόσφατη νέα στροφή του ενδιαφέροντος αρκετών νέων μουσικών και παραγωγών προς τη τζαζ μουσική, ένα φαινόμενο ανάλογο της nu jazz σκηνής των 90s, σε αντιστοιχία φυσικά με τα τρέχοντα ηχητικά, πολιτισμικά και κοινωνικά δεδομένα.  Μέρος αυτού του ευρύτερου δεύτερου nu jazz κύματος αποτελεί και το project Bato Bato, που αποτελείται από τους ηλεκτρονικούς παραγωγούς  Julian Smith από τις ΗΠΑ και Henrik Jakobsson από τη Σουηδία, με τη συνδρομή του Ισπανού τρομπετίστα Nestor Casas Oché.



Αυτή η πολυεθνική καλλιτεχνική συμμαχία πετυχαίνει ένα δύσκολο κατόρθωμα: να προσφέρει αρκετά πρωτότυπη και ιδιαίτερη τζαζ άποψη, η οποία καθορίζεται από χαλαρότητα, λιτότητα και μινιμαλισμό. Αφαιρετικά και χαμηλόφωνα μα χορευτικά ρυθμικά μοτίβα βρίσκονται στο επίκεντρο, δομημένα με ηλεκτρονικά και με, ακόμα πιο ενδιαφέροντα, αναλογικά κρουστά, τα οποία προσδίδουν ένα αδιαμφισβήτητο εξωτικό χρώμα. Ωστόσο, αυτός ο εξωτισμός παντρεύεται με μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που επιτείνει τόσο η κάπως lo-fi παραγωγή, όσο και τα συχνά επανερχόμενα ηχητικά εφέ μίας καταιγίδας…

Απαραίτητη όμως προσθήκη στην όλη μουσική πρόταση των Bato Bato αποτελούν οι εκπληκτικοί αυτοσχεδιασμοί της τρομπέτας του Nestor Casas Oché, ο οποίος αξιοποιεί την ανεξάντλητη latin jazz παράδοση, έχοντας επιρροές ακόμα και από εντελώς κλασικούς παίχτες και συνθέτες όπως ο Perez Prado. Παράλληλα, το παίξιμο του Oché έχει και κάτι το κινηματογραφικό, φέρνοντας στο νου το κορυφαίο soundtrack του Jerry Goldsmith για το αριστουργηματικό Chinatown. Άλλωστε και το όλο άλμπουμ σαν να κρύβει ένα στόρι, το  οποίο υπαινίσσονται οι τίτλοι των κομματιών και αφορά μία κατάβαση σε έναν υπόγειο, σπηλαιώδη κόσμο. Με το ίδιο concept σχετίζεται και το όνομα του project, καθώς bato στα ισπανικά σημαίνει πέτρα.

Η εκλεκτική τζαζ των Bato Bato συνδυάζει μία αρχέγονη latin ακόμα και afro ρυθμική άποψη, με μία αστική noir μουντάδα. Ακούστε, για παράδειγμα το πέρασμα από το moody Subtarreneo στο groovy Frustrado Por El Sol.  Βέβαια, αυτή περίεργη μουσική αφήγηση ποτέ δεν χάνει τον ήπιο θαλασσινό της προσανατολισμό που απαλύνει τις παραπάνω αντιθέσεις. Άλλωστε,  δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ έχει ηχογραφηθεί στη Μαγιόρκα και mastering έχει γίνει στην Καλιφόρνια, απ’ όπου κατάγεται ο επικεφαλής του σχήματος Julian Smith, ο οποίος πέρα από μουσικός είναι και εικαστικός.  

Το άλμπουμ των Bato Bato προβάλλει εμφατικά ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του πολιτισμού των τόπων που βρίσκονται πλάι στη θάλασσα, αυτό της αρμονικής μείξης χαρακτηριστικών εκ πρώτης άποψης αντιφατικών, ανάμεσα στην παραδοσιακή και την αστική ζωή , ανάμεσα στο ιθαγενές στοιχείο και ένα πλέον παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό. Άρα, η καταιγίδα, της οποίας οι ήχοι ακούγονται καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ δεν μπορεί παρά να ξεσπά σε έναν υγρό, θαλασσινό τόπο. 

10/10/18

Ηλεκτρονικά Καλά Νερά: το ντεμπούτο των Les Cyclades



«Τα ηλεκτρονικά και τα ηλεκτρικά μάλλον θα πρέπει να είναι 
η προσδοκία μου».


Το άλμπουμ ξεκινά με μία μπάσα γυναικεία φωνή που βγάζει έναν σνομπ αέρα – φανταζόμαστε να ανήκει σε μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα- να λέει την παραπάνω ατάκα… Παράλληλα, βλέποντας τη σελίδα των/του/ της Les Cyclades στο Bandcamp, πληροφορούμαστε πως μας έρχονται (ή μας έρχεται) από τα Καλά Νερά Μαγνησίας. 

Κάπως έτσι κανείς εισχωρεί στον σουρεαλιστικό κόσμο μια μυστηριώδους καλλιτεχνικής οντότητας, που αρνείται να μας αποκαλύψει ακόμα και βασικά στοιχεία της ταυτότητας της: είναι άντρας ή γυναίκα; Μιλάμε για έναν άνθρωπο ή για ολόκληρη μπάντα; Τελικά, πράγματι εδρεύει στα γειτονικά Καλά Νερά;

Όπως και να ‘χει, αυτό το παραθαλάσσιο χωριό της Μαγνησίας, το οποίο σε παλιότερες δεκαετίες γνώρισε τουριστικές δόξες, τουλάχιστον από τον εντόπιο πληθυσμό, και πλέον ανακαλεί ήσυχα και γραφικά τα περασμένα του μεγαλεία, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για το μουσικό ύφος των Les Cyclades (ε ναι, μέχρι νεωτέρας, ας του θεωρήσουμε συγκρότημα).




Όπως φανερώνει η παραπάνω εναρκτήρια ατάκα, οι Les Cyclades ανήκουν στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής, πιο συγκεκριμένα στο revival της underground αισθητικής, η οποία διαμορφώθηκε περίπου κατά τη δεκαετία 1985-1995, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πρώτες παραγωγές του Larry Heard. Πράγματι, ακούγοντας το ομώνυμο άλμπουμ των Les Cyclades μου ήρθε κατευθείαν στο νου το πρώτο αριστουργηματικό full-length του Larry Heard, Sceneries Not Songs Vol. 1 (1994). Γενικότερα, περιτριγυριζόμαστε  από έναν κύκλο επιρροών που ενώνει επιλεκτικά τον χορευτικό ηλεκτρονικό ήχο του Chicago με αυτόν του Detroit.

Βέβαια, οι Les Cyclades έχουν απεμπολήσει την επιθετικότητα του Detroit techno, αλλά έχουν κρατήσει τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα και ένα κλίμα τεχνοκρατισμού που εισβάλει στην καθημερινή ζωή. Μια ματιά στους τίτλους των tracks αρκεί για να κατανοηθεί αυτή η ειρωνική αναδόμηση μιας οικείας καθημερινότητας μέσα από την ηλεκτρονική μουσική. Το En Attendant Le Ferry που κλείνει το άλμπουμ ξεκινά με field recordings ενός πλήθους που περιμένει για να αποβιβαστεί στο φέρυ-μποτ.

Η ηχητική, αλλά και συναισθηματική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο ντεμπούτο των Les Cyclades είναι χαλαρή  και ελαφρώς χορευτική. Το beat επιμένει στα 4/4 ενώ μινιμαλιστικά και ambient θέματα παιγμένα από ζεστά synths συμπληρώνονται από αυτοσχεδιασμούς άλτο σαξοφώνου, οι οποίοι προσδίδουν μια free jazz γοητεία. Έτσι, οι Les Cylcades δεν παγιδεύονται σε ένα πληκτικό ορχηστρικό synthpop, ή ακόμα χειρότερα, στο εν πολλοίς αδιάφορο chill out, καθώς συχνά οι ήρεμες μελωδίες καταλήγουν σε οξείς πειραματικές αιχμές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελούν τα κομμάτια A Night in Chora και Mini Golf

Το ντεμπούτο των Les Cyclades, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μία από τις καλύτερες ανεξάρτητες κυκλοφορίες της χρονιάς, καθώς παρουσιάζει μία μουσική πρόταση προχωρημένη, συγκροτημένη, πλούσια σε επιρροές, αλλά και πρωτότυπη. Αναρωτιέμαι πως δισκογραφικές, όπως η Music From Memory ή η Growing Bin, ή ακόμα περισσότερο η ελληνική Echovolt Records δεν έχουν ανακαλύψει τους φίλους μας από τα Καλά Νερά. 

Θεωρώ πως ήρθε ο καιρός. 

27/9/18

Το Ψωμί της Ξενητειάς: οι μεταμορφώσεις ενός λαϊκού τραγουδιού


Η σχέση μου με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι ξεκίνησε στα πρώτα φοιτητικά έτη κι από τότε η παρουσία του στα ακούσματά μου είναι πότε αδύναμη, πότε πιο ισχυρή, καθώς έρχεται ταυτόχρονα σε αλληλεπίδραση και σύγκρουση με άλλα είδη, κυρίως ξένης μουσικής. Έτσι, με το πέρασμα των χρόνων, η αντίληψή μου για αυτό, έχει διαφοροποιηθεί και εξελιχθεί, δεχόμενη πολλές επιδράσεις, η αναφορά στις οποίες άνετα καλύπτει ένα ολόκληρο άρθρο. Πλέον, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι με ενδιαφέρει ως ένα κομμάτι μίας ευρύτερης λαϊκής μουσικής παράδοσης η οποία απλώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, φέρνοντας κοντά ανθρώπους διαφορετικών τόπων, πολιτισμών και κοινωνικών ομάδων. 

Επομένως, από τον καιρό της πρώτης νεότητας ψάχνω αξιομνημόνευτα λαϊκά τραγούδια, μια αναζήτηση η οποία στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, και με την ευκολία που παρέχει το διαδίκτυο, έχει γίνει πιο εντατική και βαθιά. Αλλά, το πιο πρόσφατο τραγούδι που με ενθουσίασε το άκουσα ζωντανά, στη συναυλία που διοργάνωσαν στις 10 Σεπτεμβρίου, στο Βόλο ο Μικρασιατικός Πολιτιστικός Σύλλογος Ίωνες, με τη συμμετοχή της Εστουδιαντίνας της Νέας Ιωνίας και του Γιώργου Νταλάρα. Όπως  και οι περισσότεροι – πιστεύω - αναγνώστες αυτής της ανάρτησης, έτσι κι εγώ έχω αρκετές ενστάσεις σχετικά με τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Κι όμως, σε αυτή τη συναυλία, η οποία ήταν αφιερωμένη στην προσφυγιά και τη μετανάστευση, ο Νταλάρας τραγούδησε το Το Ψωμί της Ξενητειάς, ένα τραγούδι που πρωτοείπε ο Στέλιος Καζαντζίδης και στην εποχή της κυκλοφορίας του έγινε μεγάλη επιτυχία. Βέβαια, η αφεντιά μου που ανήκει σε μια νεότερη γενιά, το άκουγε πρώτη φορά. 

Το Ψωμί της Ξενητειάς λοιπόν, κυκλοφόρησε ως single το 1969 κι έπειτα συμπεριλήφθηκε στο πολύ καλό full-length αλμπουμ του Στέλιου Καζαντζίδη, Ένα Γράμμα (1970). Η μουσική έχει γραφτεί από τον Ιωάννη Βασιλόπουλο, ενώ οι στίχοι από τον Παύλο Ζεμανίδη και τον Ευάγγελο Ατραΐδη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή πριν λίγους μήνες σε ηλικία 84 ετών. Ο Γιώργος Νταλάρας το ξανατραγούδησε στο άλμπουμ συνεργασίας του με τη Γιώτα Λύδια, Καλημέρα Κυρία Λύδια (1984), ενώ παράλληλα αποτελεί συχνή επιλογή στις ζωντανές του εμφανίσεις. Επίσης, μια ωραία εκδοχή του έχει παρουσιάσει και ο Πασχάλης Τερζής, καθώς και πιο πρόσφατα η Πάολα, σκηνικό που θα σχολιαστεί στη συνέχεια…

Στη σημερινή εποχή, Το Ψωμί της Ξενητειας σίγουρα ακούγεται ρετρό και, σε στιχουργικό επίπεδο παρουσιάζει τη μετανάστευση με έναν μελό και «ξανθοπουλικό» τρόπο. Ωστόσο, ανήκει σε αυτή την κατηγορία τραγουδιών και ευρύτερα καλλιτεχνικών έργων, στα οποία η έννοια της πατρίδας καταγράφεται θετικά και συγκινησιακά, χωρίς ίχνος εθνικισμού. Επίσης, η μελωδική γραμμή του συγκεκριμένου τραγουδιού, αν και αναμφίβολα στερεοτυπική, είναι βαθιά ριζωμένη στην παράδοση της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, όπως και ο χορευτικός του ρυθμός ανακαλεί μνήμες γλεντιών από την Κωνσταντινούπολη ως το Βελιγράδι και από την Αθήνα ως το Αλγέρι. Έτσι, σε αυτό το τραγούδι μπορεί να βρει αναφορά κάθε άνθρωπος που μεταναστεύει και νοσταλγεί τον τόπο του.

Οπότε, το Ψωμί της Ξενητείας έχει την σφραγίδα του μεγάλου λαϊκού τραγουδιού, καθώς επίσης αποδόθηκε από τον σημαντικότερο και πιο επιδραστικό Έλληνα λαϊκό τραγουδιστή, τον Στέλιο Καζαντζίδη. Βέβαια, προσωπικά – κι αμαρτία εξομολογημένη, δεν είναι αμαρτία- προτιμώ την απόδοση του Νταλάρα: η ενορχήστρωση είναι πιο πλούσια, η παραγωγή πιο προσεγμένη, ενώ τα γνωστά φωνητικά γυρίσματα του Νταλάρα ταιριάζουν γάντι στη μελωδία και τον ρυθμό του τραγουδιού. 

Και το ούτι στο κλείσιμο, όλα τα λεφτά:




Τώρα, ας περάσουμε στη διασκευή της Πάολας.

Η Πάολα παρουσίασε το συγκεκριμένο τραγούδι σε μία πιο αργή, ακουστική εκδοχή, συνοδευόμενη μονάχα από πιάνο, πριν λιγότερο από ένα χρόνο, στην τηλεοπτική εκπομπή Στην Υγειά Μας. Χάρη σε τέτοιες κινήσεις, η Πάολα για μία μεγάλη μερίδα ακροατών, ξεφεύγει από τα όρια του λεγόμενου ελληνάδικου και προσεγγίζει το αληθινό λαϊκό τραγούδι και τις μεγάλες γυναικείες λαϊκές φωνές το παρελθόντος. Εγώ πάλι θεωρώ ότι η συγκεκριμένη διασκευή χρυσώνει το σκυλάδικο χάπι και αποτελεί ένα μέσο ώστε  να αποκτήσει καλλιτεχνική άξια ένα στιλ τραγουδιού που δεν έχει τα φόντα για αυτή. Δεν αμφιβάλλω ότι η Πάολα τραγούδησε με συναίσθημα, αλλά η όλη αισθητική του τραγουδιού είναι χαμηλή, με μία προσποιητή συγκίνηση και μελαγχολία. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρωτότυπη εκδοχή συνδυάζει το παράπονο στον στίχο με μια χορευτική μουσική˙ αυτός ο  αντιφατικός συνδυασμός αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του λαϊκού τραγουδιού, το οποίο έχει κληρονομήσει από την παραδοσιακή μουσική.

Συμπερασματικά, τραγούδια όπως το Ψωμί της Ξενητειάς μας βοηθάνε ώστε να ξεχωρίσουμε και να απολαύσουμε το ανόθευτο λαϊκό τραγούδι, απαλλαγμένοι τόσο από τις παρωπίδες της «υψηλής κουλτούρας», όσο και από τις ψευδαισθήσεις μία επίπλαστης λαϊκότητας, η οποία κρύβει καλά τον λαϊκισμό της. Βέβαια, ο εντοπισμός αυτού του γνήσιου λαϊκού είδους στη τρέχουσα ελληνική μουσική σκηνή σίγουρα εγείρει έναν μεγάλο και πολυδιάστατο προβληματισμό…

Εικόνα