9/10/24

Steve Cobby - FUCK NO (2024, Déclassé)

 


Ο Steve Cobby είναι ένας από τους υπόγειους ήρωες της βρετανικής και ευρύτερα ευρωπαϊκής electronica. Ήδη από τις αρχές των 90s, παρέα με τον Dave “Porky” Brennand σχημάτισαν τους Fila Brazilia, ένα από τα πιο επιδραστικά σχήματα στον χώρο της acid jazz, του trip hop και του downtempo. Το συγκεκριμένο ντουέτο φιλοξενήθηκε στη -δημιουργημένη επίσης από τους Cobby και Brennard- Pork Recordings, την indie δισκογραφική που σταδιακά έγινε το καταφύγιο, όχι μόνο των πολλών project του δαιμόνιου Βρετανού (Solid Doctor, Heights of Abraham), αλλά και άλλων συνοδοιπόρων του, όπως οι Baby Mammoth και ο Leggo Beast. Φυσικά, ο Steve Cobby δεν επαναπαύτηκε από τότε, αντιθέτως συνεχίζει να κυκλοφορεί συχνά άλμπουμ στον γνωστό του ήχο, τον οποίο όμως προσαρμόζει στα σημερινά στιλιστικά και ηχητικά δεδομένα

Φέτος, λοιπόν, κυκλοφόρησε το νέο του full-length, με τον κάμποσο προκλητικό τίτλο FUCK NO, που με ιντρίγκαρε να ακούσω. Και έπραξα πολύ καλά, επειδή η μουσική του γραφή είναι πιο ώριμη από ποτέ. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η υπέρ το δέον χαλαρότητα και η έλλειψη έντασης που χαρακτηρίζουν κάποιες από τις προηγούμενες κυκλοφορίες του, ήδη από τα 90s, έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα πιο σκληρό και υπόγεια οργισμένο funky groove το οποίο υφέρπει ακόμα και στα πιο ράθυμα track αυτού του καθ’ όλα ορχηστρικού άλμπουμ.

Το FUCK NO ξεκινά δυναμικά, με το κομμάτι "Silent Windmills", στο οποίο κυριαρχούν ρετρό 80s synths και ένα στιβαρό old school hip hop beat, όπως σημειώνει και ο Robbert Harris στην κριτική του. Άρα, οι ανεμόμυλοι με τους οποίους ο κ. Cobby μας καλωσορίζει μόνο σιωπηλοί δεν είναι. Το αμέσως επόμενο κομμάτι έχει τον τίτλο "Sepulveda" και είναι αφιερωμένο προφανώς στον φοβερό Χιλιανό συγγραφέα Luis Sepulveda (1949-2020), με τη βαθιά Αριστερή και οικολογική, αγωνιστική και ανθρώπινη του πένα. Αυτό το track θυμίζει ένα χαλαρό μα γκρουβάτο jamming ενός ψυχεδελικού ροκ συγκροτήματος. Κάπου εκεί, λοιπόν, άρχισα να ψυλλιάζομαι το θεματικό και ουσιαστικά ιδεολογικό concept του άλμπουμ: ο Steve Cobby αρθρώνει ένα συνειδητό “fuck no” στις ολοένα και περισσότερες πλευρές της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ζωής που κοντράρουν τις αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας. Οι τίτλοι των tracks στέκονται ως οδηγοί σε μια τέτοια ερμηνεία του άλμπουμ.

Το "United States of Africa" με το ζεστό jazzy φλάουτο και τον ανάλαφρο μα στακάτο ρυθμό σαν να διαυγάζει τις ουτοπικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αφρικής, όπου κάθε ίχνος φυλετικού ρατσισμού θα έχει σβηστεί και η αναζήτηση για μια πρωτόλεια ανθρωπιά θα κυριαρχεί. Στο midtempo reggae "Owl of Minerva" η κουκουβάγια της θεάς Αθηνάς ανάγεται σε ένα σύμβολο της μαχόμενης σοφίας. Τώρα, η λέξη Chūgi που δίνει τον τίτλο στο επόμενο track του άλμπουμ έχει ιαπωνική προέλευση και μάλλον δείχνει την ανόσια, θα έλεγα, ειρωνεία του δημιουργού μας. Σας αφήνω να το ψάξετε από μον@ σας. 

Το FUCK NO κλείνει με δύο αργά και ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά κομμάτια, το dubby "Mind Dem Doorstep" και το jazzy "It's Raining Diamonds on Neptune". Ειδικά το τελευταίο δημιουργεί ένα συναίσθημα ήρεμο ακόμα και καθησυχαστικό. Ίσως στο τέλος του άλμπουμ του, ο Steve θέλει να περιγράψει με τα δικά του καλλιτεχνικά μέσα την πολιτική και κοινωνική ουτοπία για την οποία πολεμά σε όλη τη διάρκεια του. 

Βέβαια, όλη αυτή η πολεμική δεν συνοδεύεται από τον αρκετά συνήθη πεσιμισμό τέτοιων καλλιτεχνικών εκφράσεων, αλλά από ένα διαολεμένο κέφι, που ο Steve Cobby επιστρατεύει ώστε να υποβάλλει πως αξίζει να παλέψουμε για τέτοιες αλλαγές στο επίπεδο της ζωής και της νοοτροπίας μας. Το εξώφυλλο του άλμπουμ αναδεικνύει αυτή την κεφάτη και, βέβαια, σαρκαστική αγωνιστικότητα: εμπνευσμένο από τη street αλλά και την pop art των 80s και των 90s, δείχνει τρεις γελοιογραφικά σχεδιασμένες φιγούρες, έναν ήλιο, ένα φεγγάρι και ένα μπουκάλι (αναφορά στην οικολογική καταστροφή, στον υπερκαταναλωτισμό ή, απλά, στη διασκέδαση;) να περπατάνε χαμογελαστές χέρι χέρι, ενώ βλέπουμε καθαρά και ξάστερα την επιγραφή: FUCK NO


5/10/24

Για τον Μίμη Πλέσσα (1924-2024)

Για τη σημαντική και γοητευτική μουσική του Μίμη Πλέσσα (1924-2024), αλλά και για τη προσηνή, αισιόδοξη και στοχαστική του προσωπικότητα έμαθα μεγαλύτερος σε ηλικία, όταν πια είχα ξεπεράσει τις ανασφάλειες μιας συγκεκριμένης και οριοθετημένης μουσικής ταυτότητας: "είμαι ρόκας", "ακούω μόνο ηλεκτρονική", "έντεχνο και ξερό ψωμί" κοκ... Άλλωστε και το ίδιο του το πολύπλευρο μουσικό έργο ταιριάζει με μια δίχως σύνορα προσέγγιση: μερικές από τις ποιοτικότερες στιγμές του ελαφρού τραγουδιού, ήδη από τα 50s ως και τα middle 60s, με έντονες τζαζ πινελιές· ένα πλήρες άνοιγμα σε μια εμπνευσμένη, έντεχνη και γεμάτη ζεστά συναισθήματα ορχηστρική τζαζ, κινηματογραφική και όχι μόνο· ευφυή παιχνίδια με την παράδοση μας και βέβαια σπουδαία λαϊκά τραγούδια και άλμπουμ. Τώρα, η ωραία και πλούσια ανθρώπινη πλευρά του θεωρώ πως έλαμψε στην τηλεοπτική εκπομπή Καλλιτεχνικό Καφενείο, που παρουσίαζε με τον Βασίλη Τσιβιλίκα την περίοδο 1986-88. 

Τελικά, ο Μίμης Πλέσσας ως καλλιτέχνης και άνθρωπος φαίνεται στον τρόπο που έπαιζε το πιάνο, στην ευαισθησία χάρη στην οποία χάιδευε ουσιαστικά τα πλήκτρα. Ένας αταξινόμητος, πηγαίος, μαστόρικος και πάντα εμπνευσμένος Έλληνας μουσικοσυνθέτης, σίγουρα στη μικρή και εκλεκτή χορεία των μεγαλύτερων. 

Επέλεξα ένα από τα αγαπημένα μου δικά του τραγούδια, ερμηνευμένο όχι από τη θεά Τζένη Βάνου, αλλά από τον θεό Κώστα Χατζή:
 

29/8/24

Music is my fuel 2024 III: Hasta La Vista Beyond Evil


Η τρίτη συνέχεια της σειράς Music is My Fuel 2024, με επιλεγμένα πρόσφατα tracks κατά βάση της λεγόμενης leftfield electronica ήρθε γρήγορα, καθώς ο αγαπημένος σας μουσικός επιλογεύς είναι on fire! Αρκετά τα ενδιαφέροντα κομμάτια, EPs και full-lenghts μέσα στο 2024, για τα οποία θα μιλήσουμε εν ευθέτω χρόνω, βέβαια πριν τελειώσει η χρονιά. Προς το παρόν απολαμβάνουμε μουσική και, όποια/ όποιος θέλει ψάχνει περαιτέρω.

Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως σε αυτή την έντονη καταφυγή στην τέχνη της μουσικής συντέλεσε κατά πολύ η τραγική αποκορύφωση της καταστροφικής παρακμής που βιώνει η πόλη μας, ο Βόλος. Έτσι, φτιάξαμε μια αφήγηση τραγουδιών και ορχηστρικών από το 2024 που κρατά δυόμιση ώρες και είναι αφιερωμένη σε όσες/ όσους κατοίκους του Βόλου και της Μαγνησίας αντιστέκονται στην οικολογική, πολιτική, κοινωνική, αισθητική και νοοτροπική, τελικά, σήψη της πόλης και της περιοχής μας: hasta la vista beyond evil


Η εικόνα προέρχεται από καρτ-ποστάλ του λιμανιού του Βόλου, από τις αρχές του 20ού αι. 

21/8/24

Από δίσκο σε δίσκο...


 Πριν περίπου ένα χρόνο ο φίλος Κωστής ανέβασε στο YouTube ένα βίντεο με τίτλο Album Chain. Σε αυτό, παρουσίαζε δίσκους βινυλίου και cd της συλλογής του, συνδέοντας το ένα με τον άλλο μέσα από κοινούς τους συμμετέχοντες. Για παράδειγμα ο κιθαρίστας σε ένα LP/ cd έπαιζε επίσης σε ένα άλλο LP/cd ή έκανε μια άλλη άσχετη εργασία, π.χ. να φωτογραφίσει το γκρουπ, ή το κοινό στοιχείο που συνέδεε δύο άλμπουμ ήταν ο κοινός τους παραγωγός! Αυτό το ταξίδι από δίσκο σε δίσκο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ομφαλοσκοπικό, αλλά τελικά είναι συναρπαστικό. Κι εγώ το ξεκίνησα για χαβαλέ, με μόνο όρο να αξιοποιήσω δίσκους (LPs / EPs / singles) της σχετικά μικρής συλλογής μου, πραγματοποιώντας παράλληλα συσχετισμούς λίγο πιο free (θα καταλάβατε παρακάτω). Πάντως, το σημαντικό είναι πως επανάφερα στο νου μου info για μουσικούς που αγαπώ και, ακόμα περισσότερο, να μάθω νέες πληροφορίες, Έτσι, για ακόμη μια φορά συνειδητοποίησα πως είδη και εποχες της μουσικής σχετίζονται μεταξύ τους μέσα από δρόμους συχνά απρόσμενους. 

(Ο τίτλος στο κάθε δίσκου είναι link που οδηγεί σε streaming όλου του άλμπουμ ή ενός track που ενδιαφέρει περισσότερο)

Για πάμε! 

01. Blod - Missväxt (2021)

Ο επικεφαλής του πειραματικού και (κατά τη γνώμη μου) παρωδιακού project Blod, Gustaf Dicksson είναι συνιδιοκτήτης, μαζί με τον Mathias Nilsson, της εκπληκτικής ανεξάρτητης δισκογραφικής του Γκέτεμποργκ Höga Nord Records, στην οποία κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους οι πολύ ιδιαίτεροι ηχητικά Kanot

02. Kanot - Textile Fantasies (2022) 

O ένας εκ των δύο Kanot είναι ο Jesper Harold, που έπαιζε μπάσο και βιολί στους αναβιωτες του σουηδικού ψυχεδελικού folk rock Grovjobb

03. Grovjobb – Landet Leverpastej (1998 - LP reissue: 2016) 

Βέβαια, ο Jesper Harold έχει φτιάξει μαζί με τον Johan Melin τους αγαπημένους electro-rockers Föntan

04. Fontän – Fontän (2017)

Το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, "Shadows" έχει ρεμιξαριστεί από τους Pardon Moi, ως μέρος του EP Convenanza Remixes, αφιερωμένο στο ομώνυμο φεστιβάλ που ξεκίνησε ο αείμνηστος Andrew Weatherall 

05. The Grid - Electric Head (1990)

Στις ένδοξες μέρες στο acid house, ο Weatherall παρουσίασε ένα υπέροχο balearic remix του "Floatation", του καταληκτήριου track αυτού του άλμπουμ των Grid. Παράλληλα, οι Grid έχουν συνεργαστεί με τον τεράστιο Robert Fripp, ιθύνοντα νου των King Crimson

06. King Crimson - In the Court of the Crimson King (1969 - reissue: 1970) 

Βέβαια, ο Fripp έχει συμπράξει με τον Brian Eno, στο ιστορικό πλέον άλμπουμ (No Pussyfooting) του 1973. O Eno επίσης έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το συλλογικό ambient άλμπουμ με τις πολύ δυνατές συμμετοχές:

07. Music For Films III (1988)

Δέκα χρόνια μετά, το 1998 ο Eno πραγματοποίησε ένα και μοναδικό αυτοσχεδιαστικό live με τον επικεφαλής των Can, Holger Czukay, το οποίο μάλιστα κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό. Ο Czukay, λοιπόν, το 1981, με τον φίλο του Jaki Liebezeit, ντράμερ των Can, και με τον μπασίστα, συνθέτη και ποιητή Jah Wobble ηχογράφησαν το άλμπουμ Full Circle. Το κομμάτι "How Much Are They?" αυτού του άλμπουμ εμπεριέχεται στην εξής… dub disco συλλογή, η οποία ουσιαστικά χτίζει ένα πολύ εκλεκτικό dance ύφος

08. Dream Green Island (2003)

Ωστόσο, στην ύστερη του καλλιτεχνική φάση, ο μακαρίτης Czukay συνεργάστηκε με το ντουέτο των Smith & Mudd, σχηματίζοντας το project Bison, το οποίο φιλοξενήθηκε στη δισκογραφική Claremont 56. Ορίστε, λοιπόν, το τρίτο άλμπουμ των Smith & Mudd, όπου οι δύο καλλιτέχνες συνδυάζουν downtempo, folk και disco:

09. Smith & Mudd – Gorthleck (2016) 

Ο Mudd (Paul Murphy), ιδιοκτήτης της Claremont 56, συνέπραξε με τον ήρωα της  ποπ της Λιβύης, Ahmed Fakroun στο παρακάτω καταπληκτικό single:

10. Mudd & Ahmed Fakroun – Drago (2009) 

To "Drago" έχει επίσης ρεμιξαριστεί από το disco - house - dub ντουέτο των Idjut Boys, το πρώτο full-length των οποίων είναι αυτό εδώ: 

11. Idjut Boys – Noid Long Player (1998)

Οι Idjut Boys είχαν την τιμή να συμπεριληφθούν από τον άρχοντα του chill out Jose Padilla στην 3η συνέχεια της συλλογής Cafe Del Mar, με το παραλλαγμένο όνομα Fazed Idjuts και το τραγούδι "Dust of Life" - στα φωνητικά η Sally Rodgers των A Man Called Adam.

12. Café Del Mar - Volumen Tres (1996)

Στην ίδια συλλογή εμπεριέχεται το "Sueno Con Mexico" του Pat Metheny, κομμάτι που ανοίγει μια συλλογή του σπουδαίου τζαζ κιθαρίστα

13. Pat Metheny – Works (1984)

Ο πρόωρα χαμένος Γιαπωνέζος βασιλιάς του jazzy hip hop Nujabes σάμπλαρε το κομμάτι του Metheny "September Fifteenth", για να δημιουργήσει το δικό του ορχηστρικο "A Day by Atmosphere Supreme", το οποίο εμπεριέχεται στο ντεμπούτο του, Metaphorical Music 

14. Nujabes - Metaphorical Music (2003 - LP reissue: 2018) 

Σε αυτό το άλμπουμ, ο Nujabes αποτίνει ένα φόρο τιμής στους καλλιτέχνες που τον έχουν επηρεάσει, που βέβαια μόνο τυχαίοι δεν είναι. Έτσι, στο ξεκίνημα του track "Horn in the Middle", ακούμε τον John Coltrane να μιλά σε απόσπασμα από μια συνέντευξη του το 1960. Άρα, δεν μπορούμε παρά να συνεχίσουμε με το παρακάτω αθάνατο αριστούργημα: 

15. John Coltrane - A Love Supreme (1965 - reissue: 2018)

Η σχεδόν αυτονόητη συνέχεια που έρχεται στο νου είναι ένα από τα ρηξικέλευθα άλμπουμ του Miles Davis, με τον οποίο ο John Coltrane συνεργάστηκε, κυρίως στο αντάξιο της φήμης του Kind of Blue (1959)

16. Miles Davis - In A Silent Way (1969 - reissue: 2009)

Ένας από τους δασκάλους του Miles Davis στον bebop στιλ ήταν ο Dizzy Gillespie. Οι δύο μεγάλοι τζαζίστες συναντήθηκαν ζωντανά τουλάχιστον μια φορά, παρέα με τον Charlie Parker, το 1948 στο Σικάγο. Οπότε, ακολουθεί μια περίεργη -θα έλεγα- επανακυκλοφορία του κλασικού "Manteca" του Gillespie:

17. Dizzy Gillespie – Manteca (The Funky Lowlives Remix) (2003)

Στην α’ πλευρά έχουμε το remix των Funky Lowlives στο standard του D. Gillespie, ενώ στη β’ πλευρά την πρωτότυπη σύνθεση, όπως παίχτηκε στις 4 Μαρτίου το 1961 στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. 

18. The Funky Lowlives – Time Traveller Man / Float Through Stars EP (2006)

Σε αυτό το EP, κυκλοφορία των Funky Lowlives (φοβερό downbeat - breaks - latin - house ντουέτο εκ Μεγάλης Βρετανίας), η trip hop μπαλάντα "Float Through Stars" σερβίρεται σε κοσμικές dub διαστάσεις, ρεμιξαρισμένη από τους Boozoo Bayou. Αλλά, οι Boozoo Bayou έχουν ρεμιξαριστεί, με τη σειρά τους,  από τους Thievery Corporation, συγκεκριμένα το κομμάτι "Under My Sensi" από το ντεμπούτο τους Satta (2001). Ως εκ τούτου…

19. Thievery Corporation – The Mirror Conspiracy (2000)

Στο άλμπουμ τους Cosmic Game (2004), οι φίλοι μας, οι Thievery είχαν ως προσκεκλημένο τον David Byrne, που τραγούδησε σε ένα από τα καλύτερά τους τραγούδια, το "Heart's A Lonely Hunter". Ο David Byrne έχει επιμεληθεί αυτή τη samba συλλογή, στη δική του δισκογραφική Luaka Bop :

20. Brazil Classics 2: O Samba (1989)

Άλλωστε, οι Eric Hilton και Rob Garza (Thievery Corporation) έχουν επηρεαστεί πολύ από τη μουσική της Βραζιλίας, κυρίως τη bossa nova…

Όπως κατανοείτε, αυτο το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ!

2/8/24

Music is my fuel 2024: II


Σερβίρουμε ζεστό ζεστό και καλοκαιρινό το δεύτερο μέρος της σειράς "Music is my fuel": μία Spotify λίστα με 34 tracks του 2024 -διάρκειας 3 ωρών, από τον χώρο της "leftfield electronica", πιο συγκεκριμένα ακούμε downtempo, slo-mo, χαλαρά breaksdeep house και σύγχρονη disco


Η ένταση ξεκινά χαμηλά, αλλά κλιμακωτά ανεβαίνει, το tempo γρηγορεύει και η διάθεση γίνεται ολοένα πιο χορευτική. Η συναισθηματική ατμόσφαιρα είναι, τελικά, αντιφατική: ρεμβαστική και καλοκαιρινή, ευφορική και μελαγχολική, στοχαστική κι ανέμελη. Σε αντίθεση με το α' μέρος της μουσικής μας σειράς, το οποίο συνοδευόταν από ένα αρκετά εκτενές κριτικό άρθρο, αυτή τη φορά σας αφήνω μόνες και μόνους στα λαβυρινθώδη κύματα της μουσικής. 

Η άψογη φωτογραφία είναι του Ιταλού Claude Nori κι αποτελεί μέρος αυτού του λευκώματος

28/5/24

Ελληνικό hip hop: από τη δεκαετία του '90 σ' αυτή του 2020


Το hip hop, όπως και το ροκ, η ηλεκτρονική μουσική και εν μέρει η τζαζ, αποτελεί ένα μουσικό είδος που αφορά σε ένα μεγάλο βαθμό τα νιάτα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια το hip hop, έχει κερδίσει την παρτίδα, εκφράζοντας χιλιάδες νέες και νέους σε όλο τον κόσμο, τόσο ως ακροατές και και ως δημιουργούς.

Έτσι κι εγώ, ακούγοντας που και που hip hop, αισθάνομαι μικρότερος, κάπου ανάμεσα στην εφηβεία και την πρώτη νεοτητα κι ακόμα πιο βαθιά, αναστοχάζομαι αυτή τη φάση της ζωής, σχεδιάζοντας παράλληλα το αύριο. Το ίδιο μου συμβαίνει ακούγοντας metal και dance μουσική. Είμαι καλά γιατρέ μου; 

Anyway, τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν εξαιτίας του παρακάτω YouTube playlist, με μια αρμαθιά από αγαπημένα ελληνόφωνα hip hop τραγούδια, από τα 90s ως και σήμερα. Η λίστα αυτή δεν διεκδικεί δάφνες αντικειμενικότητας, καθώς λείπουν κυκλοφορίες - σταθμοί στον χώρο. Άλλωστε, φανατικός του ελληνικού hip hop δεν είμαι, καθώς με κουράζει συχνά η προβλεπόμενη και συχνά ντεμέκ αλητεία, όσο και η εξίσου προβλεπόμενη κατάθλιψη, δύο χαρακτηριστικά που όχι σπάνια μαστίζουν το hip hop στη χώρα μας. Αλλά, και σε αυτό το είδος, έχουμε φτιάξει σπουδαία κομμάτια. 

Στη λίστα έχουν συμπεριληφθεί και αρκετά βίντεοκλιπ, ώστε η κουλτούρα του ελληνικού hip hop να παρουσιαστεί πιο σφαιρικά. Επίσης, η σειρά των βίντεο είναι, όχι μόνο στιλιστική, αλλά και ως επί το πλείστον χρονολογική. 

 

Η λίστα είναι αφιερωμένη στον ανθό της νεότητας, στις μαθήτριες/ φοιτήτριες και τους μαθητές/ φοιτητές μου, των οποίων τα όνειρα, τις προσδοκίες και τους αγώνες επιβίωσης, σχέσεων, κοινωνίας και ψυχολογίας περιγράφουν, θαρρώ, διαχρονικά τα τραγούδια αυτά.

22/5/24

Επιστρέφοντας στην Τριαρχία των Χαμένων Εραστών


Ένα long read αφιερωμένο στο κορυφαίο 

Triarchy of The Lost Lovers των Rotting Christ


Τελικά αυτό εδώ το blog (σε μια εποχή που έχει περάσει η μόδα της “μπλογκόσφαιρας”) παραμένει πεισματικά ένα ημερολόγιο των μουσικων μου ακροάσεων και ένα πεδίο διοχέτευσης της επιθυμίας να γράφω για μουσική, με έναν τρόπο που θεωρώ ωραίο και ενδιαφέροντα, ακόμα κι αν δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις για το κάθε είδος και ύφος που κατά καιρούς καταπιάνομαι. Αλλά, ακούμε, διαβάζουμε, γράφουμε και μαθαίνουμε. Σαφέστατο παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί το παρακάτω κείμενο, στο οποίο εξωτερικεύω την σχετικά πρόσφατη επιστροφή μου στον metal ήχο, μετά από πολλά χρόνια που ασχολούμουν μαζί του παροδικά και επιλεκτικά. Βέβαια, αυτή η επιλεκτική ενασχόληση συνεχίζεται, αλλά έχει γίνει πολύ πιο πυκνή το τελευταίο καιρό, εξαιτίας της εστίασής μου στο ιδίωμα του black metal. Αλλά, αυτά τα έχουμε πει ήδη

Κεντρικό θέμα αυτού του κειμένου αποτελεί το τρίτο κατά σειρά ολοκληρωμένο άλμπουμ των θρυλικών Ελλήνων black metallers Rotting Christ, το εξίσου περίφημο Triarchy of the Lost Lovers. Ένα άλμπουμ που άκουσα για πρώτη φορά πολύ πρόσφατα, στην ηλικία των 44 χρονών… Κάπως ετεροχρονισμένα, θα έλεγε κανείς, αφού το αναμενόμενο θα ήταν να το είχα ακούσει ήδη από τα 14-15. Αλλά, σε αυτή την ώριμη (;) και σίγουρα προχωρημένη για headbanging ηλικία, η τριαρχία των Rotting Christ μου έκλεψε τα ώτα, το νου και την καρδιά και μ’ έκανε να λατρέψω χωρίς περιστροφές ξανά τη metal μουσική. Έτσι, αποφάσισα να μοιραστώ τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου δημιούργησε αυτό το άλμπουμ.

Ας ξεκινήσουμε με τα γνωστά και μη εξαιρετέα: στο Triarchy of the Lost Lovers οι Rotting Christ, αποτελούμενοι τότε από τον Σάκη Τόλη (Necromayhem) στα φωνητικά και στις κιθάρες, τον Δημήτρη Πατσούρη (Mutilator) στο μπάσο και τον Θέμη Τόλη (Necrosauron) στα τύμπανα, παρουσιάζουν μια στροφή και συνάμα εξέλιξη στον ήχο τους, βαίνοντας σε έναν δρόμο που δίνει έμφαση στη μελωδία, στις midtempo ταχύτητες και σε μια επική μελαγχολία gothic κλίματος. Πράγματι, τα riff που ξεχύνονται στα εννιά τραγούδια του άλμπουμ είναι πρώτης γραμμής, μοιρασμένα ανάμεσα στη μελωδικότητα και την αγριότητα. Παράλληλα, οι αλλαγές των θεμάτων και των ρυθμών έχουν έναν κάπως πολύπλοκο χαρακτήρα, αλλά το σημαντικό είναι ότι πραγματοποιούνται με οργανικότητα. Προσέξτε, για παράδειγμα το πως στο τραγούδι "Shadows Follow", το μελωδικό και groovy μέρος, ξαφνικά μα και με μια φυσικότητα, δίνει τη θέση του σε ένα ταχύ και τραχύ “νορβηγικού” ύφους ξέσπασμα. Ο Σάκης Τόλης στην κιθάρα παίζει δυναμικά μα και αρκετά δεξιοτεχνικά, αλλά κυρίως λιτά, στοιχεία που χαρακτηρίζουν και το παίξιμο και του αδερφού του Θέμη στα ντραμς. Αυτή η κυρίαρχη αίσθηση λιτότητας φτάνει σε επίπεδα μιας έκφρασης απογυμνωμένης από περιττά στολίδια, ωμής, κάμποσο παρανοϊκής, μα και γεμάτης πάθος στο τραγούδισμα του Σάκη, το αναμφίβολα πιο black metal χαρακτηριστικό του άλμπουμ. Όλα αυτά τα συστατικά συγκεράζονται σε ένα αρμονικό σύνολο χάρη στην παραγωγή του Andy Classen, η οποία αναδεικνύει τόσο την ωμότητα - σκληρότητα, όσο και την ατμοσφαιρικότητα - μελωδικότητα του ήχου της μπάντας. 

Τα προαναφερθέντα πιο τεχνικά ή ξεκάθαρα μουσικά στοιχεία του Triarchy of the Lost Lovers πρωταρχικά υπηρετούν το μοναδικό κλίμα αυτού του άλμπουμ. Mέσα σε αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα ένιωσα να χάνομαι δίχως επιστροφή. 

Πρώτα απ’ όλα, ο τίτλος της όλης κυκλοφορίας ήταν, για τα δεδομένα της black metal σκηνής των 90s, παράδοξος: ενώ η κυρίαρχη νοοτροπία, ακόμα και των πιο πειραματικών κυκλοφοριών του ιδιώματος, θεμελιωνόταν πάνω στη μισανθρωπία, τη βία και τον σατανισμό, η ελληνική μπάντα με το προκλητικό όνομα κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που στον τίτλο του φιγουράρει η φράση “χαμένοι εραστές”... Βεβαια, τόσο ο Jim Mutilator, σε μια συνέντευξη του ‘96, όσο και ο Σάκης Τόλης, στο guest που έκανε στο αφιέρωμα της τηλεοπτικής εκπομπής TV War για τα 25 χρόνια από την κυκλοφορία του άλμπουμ, επέμεναν ότι η “τριαρχία των χαμένων εραστών” είναι τα ίδια τα μέλη της μπάντας που κυνηγούσαν γενναία, όχι μόνο ένα καλλιτεχνικό όραμα, αλλά και έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, ο οποίος αισθάνονταν ότι εκείνη την περίοδο ροκανιζόταν από το πέρασμα του metal ήχου στο mainstream. Ωστόσο, αυτός ο τίτλος εισβάλλει τόσο έντονα στο φαντασιακό μας, ειδικά αφού αναφέρεται και στους στίχους των τραγουδιών...

Οι στίχοι, λοιπόν, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο χτίσιμο αυτής της μοναδικής ατμόσφαιρας του Triarcy of the Lost Lovers και συντελούν πολύ στη λογοτεχνική και φιλοσοφική διάστασή του. Στιχουργός όλων των τραγουδιών είναι ο Jim Mutilator, ο οποίος στην προαναφερθείσα συνέντευξη λέει: “it is hard to give a description of our music: it is full of emotions, full of inner freedoms, full of mysticism and wise occultism.” Ακούγοντας αυτούς τους τόσο συναισθηματικούς και ελευθερόφρονες στίχους, μου δημιουργήθηκε η ιδέα πως το άλμπουμ είναι concept, καθώς χαρακτήρες -με τα τόσο αλλόκοτα τους ονόματα- επανεμφανίζονται στους στίχους διαφορετικών τραγουδιών, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μικρές αφηγήσεις κάπου ανάμεσα στον αποκρυφισμό, το fantasy και την επιστημονική φαντασία. Οι επιρροές από συγγραφείς, όπως οι αγαπημένοι Tolkien και Lovecraft, αλλά και από την αρχαιοελληνική μυθολογία, αφομοιώνονται σε ένα ιδιαίτερο σύμπαν του Φανταστικού. 

Κάπως έτσι, βιώνοντας τα σκοτεινά παραμύθια του Triarchy of the Lost Lovers, φαντασιώθηκα πως μιλά για μια οικογένεια αλχημιστών ("Diastric Alchemy") και βασιλιάδων ("A Dynasty From Ice"). Ο Atheron, ο μάγος του οποίου το θνητό σώμα πεθαίνει και η αθάνατη ψυχή του ταξιδεύει, χωρίς όρια πια, στη θάλασσα ("The Opposite Bank") ίσως είναι ο πατέρας του άρχοντα (Archon) Emeron, του βασιλιά του αστρικού πολέμου ("King of A Stellar War").  Έπειτα, ο φτωχός και μαζί μαχητικός βασιλιάς Emeron αποχαιρέτησε, ως παιδί, τον νεκρό  αδερφό του, για να τον ξαναβρεί ένα πρωινό, όταν κι οι δυο θα μεταμορφωθούν σε “μάγους με ανθρώπινη λαλιά” ("Snowing Still"). Χρόνια μετά , θα ξεσηκώσει τους σκλάβους, ως ένας “αετός του κυνηγιού”, για να μπει στο πρώτο πεδίο της μάχης ("First Field of The Battle"). 

Οι στίχοι και η μουσική στο Triarchy διαπλέκονται σε ένα σύνολο ποίησης και στοχασμού, χωρίς όμως ποτέ να χάνεται η σκοτεινή black metal προοπτική. Φανταζόμαστε τις ιστορίες να εξελίσσονται σε τόπους γωνιώδεις και ασπρόμαυρους μα ποτισμένους ως τον πυρήνα τους με ανθρώπινες μνήμες και θνητά συναισθήματα. Οι  ήρωες των ιστοριών αυτών είναι λαμπροί ήρωες, “που ξεκινούν τη μοναρχία” ("King of A Stellar War"), αλλά ταυτόχρονα οδηγούν έναν στρατό από “τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους” ("The First Field of the Battle"), από “απόκοσμες ψυχές” (King of A Stellar War)  σε έναν “αβέβαιο πόλεμο” ("A Dynasty from the Ice"). Με λίγα λόγια, το μεγαλείο προκύπτει μέσα από τη στέρηση και τη δυσκολία. Οι Rotting Christ ακολουθούν μια διαφορετική πορεία τους από αυτή του παγωμένου και μισανθρωπικού νορβηγικού black metal, τραγουδώντας ιστορίες μιας δύσκολης και απέλπιδης αισιοδοξίας, μιας προσδοκίας ότι η δικαίωση θα έρθει στο τέλος, ότι μετά την πίκρα, τις σκιές και τον θάνατο υπάρχει φως και ζωή. 

Η δική τους εκδοχή του ιδιώματος, το λεγόμενο hellenic black metal κουβαλά ένα ισχυρό εντόπιο πολιτισμικό στοιχείο, μεσογειακό ή και, ειδικότερα, ελληνικό. Πρόκειται για μια νοοτροπία, η οποία, αν και κομβική ιστορικά και γεωγραφικά, συνήθως δεν είναι κοινωνικοπολιτικά κυρίαρχη στη χώρα μας, όπου “αξίες” όπως το φλεξάρισμα (ή η ποζεριά, όπως λέγαμε στα 90s), η ευκολία, ο νεοπλουτισμός και το πελατειακό σύστημα έχουν τον πρώτο λόγο. Για να το πούμε με μουσικούς όρους, αυτή η νοοτροπία σπανιότατα έχει γίνει mainstream, όμως εκφράζει ανθρώπους που αγωνίζονται, με δυσκολία κι ελπίδα. Άλλες φορές πετυχαίνουν, άλλες αποτυγχάνουν, έχουν όμως  διδαχθεί πολλά, τόσο από τις σταδιακές εναλλαγές των εποχών, όσο και από τα σκληρά τραύματα της ιστορίας. Αυτό το ανεπιτήδευτο πάντρεμα ανάμεσα στη βία και στη μελωδία, αλλά και η εμμονή σε αυτή τη μουντή επικότητα αναδεικνύουν αυτή την κοσμοαντίληψη. Ακόμα και η επιμονή του Σάκη και του Θέμη Τόλη, αλλά και του Δημήτρη Πατσούρη, να μην εμφανίζονται με corpsepaint, καρφιά και άλλα δαιμονικά στολίδια, πέρα από την προβολή μιας ευρύτερης metal άποψης, σχετίζεται και με μια τέτοια φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που ως κυρίαρχο μότο έχει το "μηδένα προ του τέλους μακάριζε" ή, καλύτερα, “μηδένα προ του τέλους οίκτιρε”. Εύστοχα ο Σάκης, σε μια παλιά του συνέντευξη δήλωνε: “παίζουμε μεσογειακό black metal”. 

Κλείνοντας το αφιέρωμα σε αυτό το κορυφαίο άλμπουμ του black metal ιδιώματος (ένα μεγάλο “μπράβο” για όσ@ς αντέξατε ως εδώ), θα προσπαθήσω να απαντήσω στο πιο δύσκολο ερώτημα που μου προκλήθηκε, ακούγοντας το: ποιες μπάντες και ποιες κυκλοφορίες αποτέλεσαν τις βασικές επιρροές για τη σχηματοποίηση του ήχου στο Triarchy of Lost Lovers; Όπως έγινε κατανοητό, στο συγκεκριμένο άλμπουμ οι Rotting Christ έφτασαν σε ένα πολύ προσωπικό ύφος, ως εκ τούτου είναι δύσκολο να ανιχνευθούν οι επιρροές τους. Στο Triarchy, οι Rotting Christ έχουν εξελίξει τον ήχο τους, από το ακατέργαστο death - black των πρώτων EPs σε μια ολοένα πιο έντονη εκλέπτυνση σε επίπεδο σύνθεσης, ενορχήστρωσης και παραγωγής, χωρίς όμως να στρογγυλέψουν τις αιχμές τους, οδηγούμενοι, τελικά, σε μια εμβάθυνση στην ουσία του προσωπικού τους στιλ. Έτσι, διακρίνουμε στοιχεία ωμά και ακατέργαστα, τα οποία παραπέμπουν ακόμα και black metal των 80s, από  τους Hellhammer και τους Sarcófago ως και το δικό τους Satanas Tedeum (1989), αλλά και τόσο οικείες, παθιασμένες και πιασάρικες μελωδίες, που -δεν θα πω ψέματα- μου θύμισαν ακόμα και τους Iron Maiden. Τελικά,  αυτό το αλλόκοτο αμάλγαμα ανάμεσα στην αγριότητα, την ποίηση και τη γοητεία της παρακμής, που συναντάμε στο Triarchy, έχει κατορθωθεί πρωτύτερα στο αριστουργηματικό Into the Pandemonium των Celtic Frost, ένα άλμπουμ που οι Christ σίγουρα έχουν παντοτινό οδηγό. 

Παράλληλα, απαραίτητος παράγοντας για την κατανόηση του Triarchy αποτελεί η ένταξή του στο ευρύτερο πεδίο του "hellenic black metal", το οποίο έδινε ιδιαίτερο βάρος στη μελωδικότητα και στη μυστικιστική και ποιητική ατμόσφαιρα. Παράλληλα, θα έλεγα ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ ουσιαστικά αποτελεί το τελικό κεφάλαιο της ακμής του ελληνικού black metal, λαμβάνοντας τη σκυτάλη της επικής και οργισμένης μελαγχολίας που αρθρώθηκε υπέροχα στο Walpurgisnacht των Varathron δύο χρόνια πριν. Επομένως, το τρίο των Ελλήνων metallers συγκροτεί μια πραγματική “τριαρχία χαμένων εραστών”, καθώς ορμώνται από τη δεκαετία του ‘80, για να φυτέψουν το ύστατο άνθος της πιο γνήσιας φάσης hellenic black metal, αλλά και να σημαδέψουν ανεξίτηλα την παγκόσμια extreme metal σκηνή του δεύτερου μισού των 90s. 

Η συμφωνία με τη γερμανική δισκογραφική Century Media και η ηχογράφηση του Triarchy of the Lost Lovers αποτέλεσε μια πραγματική περιπέτεια για το συγκρότημα, την οποία διηγείται γλαφυρά ο ίδιος ο Σάκης στην προαναφερθείσα εμφάνιση του στο TV War. Μετά από αυτό το άλμπουμ, οι  Rotting Christ προχωρήσανε δισκογραφικά και προόδευσαν περαιτέρω, διοχετεύοντας τη μεν gothic πλευρά τους στην αμέσως επόμενη δουλειά τους, A Dead Poem, ενώ το πιο επικό κλίμα αλλά και η επαφή με την ελληνική παράδοση, άνθισαν πλήρως στο Theogonia, δέκα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, η τριαρχία των χαμένων εραστών θα μείνει στη μνήμη ακροατών σε όλο τον κόσμο ως ένα αριστούργημα του black metal και του metal ευρύτερα. Πλέον κι εγώ έγινα ένας από αυτούς τους ακροατές.

Το κείμενο αφιερώνεται στον γιο μου, τον αληθινό βασιλιά του αστρικού πολέμου. 

20/3/24

Μουσικό καύσιμο 2024: μέρος πρώτον


Ορίστε μία λίστα στο… αμαρτωλό αλλά χρήσιμο Spotify, αποτελούμενη από tracks που κυκλοφόρησαν το πρώτο τρίμηνο του 2024 ήτοι από τον Γενάρη ως τα τέλη Μαρτίου. Η λίστα καλύπτει τη λεγόμενη leftfield electronica, ειδικότερα τις κατευθύνσεις του downtempo και του chill out, του dark disco και του balearic, καθώς και του organic και deep house. Τα κομμάτια έχουν ιεραρχηθεί έτσι, ώστε να δημιουργείται μία αφήγηση από τη μειλιχιότητα σε έναν υποφωτισμενο χορό.


Όλα τα tracks που εμπεριέχονται στην Spotify playlist έχουν επιλεχθεί με προσοχή από τον σελέκτορα, αλλά ιδιαίτερης μνείας αξίζουν τα κάτωθι: 

Ο ή η Ciao Ciao Marigold έχει ντύσει την τέχνη του/ της με μια ξεχωριστή γοητεία: με μότο τη φράση “if Princess Mononoke took edibles” και ως εικόνα ένα νοσταλγικό ξέχρωμο anime, παρουσιάζει lofi instrumental hip hop, το οποίο δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά έχει μια τρομερά όμορφη παραγωγή, γεμάτη χαρμολυπη. Τελευταίο του/της EP το Fouquieria Splendens, τα tracks του οποίου έχουν πάρει τους τίτλους τους από τις επιστημονικές λατινικές ονομασίες φυτών. 

Άκουσα το νέο άλμπουμ του Four Tet, με τίτλο Three, μιάμιση φορά... Δεν με ενθουσίασε, επειδή ο κ. Kieran αφήνει τα ριψοκίνδυνα και αβέβαια, μα συχνά επιτυχημένα πειράματα του, για να επαναπαυτεί σε έναν γνώριμο ήχο, ήρεμο μα και γκρουβατο. Το αποτέλεσμα; Κάποια tracks αξιόλογα, κάποια πληκτικά. Το επιλεγόμενο "Three Drums" σίγουρα ανήκει στην πρώτη κατηγορία.

Ούτε το τρίτο κατά σειρά άλμπουμ, Chorus, των Αυστραλών Midlife με ενθουσίασε. Αναμφίβολα το ντεμπούτο τους είναι ένας δίσκος αναφορας, καθώς εκεί συνδυαζουν με έναν μοναδικό τρόπο το prog rock με τη disco. Αλλά, στο τρίτο τους ολοκληρωμένο δισκογραφικό πόνημα εμπιστεύονται υπέρ το δέον την jazz-funk αυτοσχεδιαστική τους δεινότητα, με συνέπεια να υστερούν σε συνθέσεις. Επίσης, το υπερβολικο βάρος που δίνεται στα ρετρό σύνθια προσωπικα με κούρασε. Θα ήθελα κάτι πιο φυσικό και οργανικό ηχητικά. Ωστόσο κάποια υπέροχα κομμάτια εντοπίζουμε, όπως το ομώνυμο "Chorus".

Ο Jon Kennedy, παλιά καραβάνα στον χώρο του trip hop, με το νέο του άλμπουμ My Technology, δείχνει ότι το αυτό το στιλ, που πολλές και πολλοί έχουν συνδέσει αποκλειστικά με τα 90s, ακόμα να παρουσιάζει ενδιαφέροντα δείγματα. Βέβαια η αλήθεια είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια δισκογραφική δουλειά που δεν ενθουσιάζει σε όλη της τη διάρκεια… 

Αντιθέτως, το δεύτερο full length του Σικελού Galathea, Sacred Love, έχει κερδίσει την ανεπιφύλακτη εκτίμηση μου, μετά βέβαια από 4-5 ακροάσεις. Έχουμε να κανουμε με downtempo, nu jazz και deep house βαπτισμένα ως και τη φτέρνα στον πλούτο της αφρικανικής μουσικής. Ένα μαζί αιθέριο και ρυθμικό άλμπουμ, ιδιαίτερα προσεγμένο, με τη δομή ενός γεωγραφικού μα και εσωτερικού ταξιδιου.

Τον Luca Musto τον ανακάλυψα πρόσφατα μέσω του concept άλμπουμ του Good Place, Bad Intentions του 2021, όπου συνδύαζε με χιούμορ, έμπνευση, αλλά και στοχασμό midtempo house, trip hop και blues rock! Στη εν λόγω συνεργασία του με τον Child May συνεχίζει σε αυτή τη γραμμή και μας προθερμαίνει για το δεύτερο full length άλμπουμ του. 


Μια πολύ δυνατή ανακάλυψη που έκανα, ψάχνοντας για φετινά άλμπουμ στο Spotify ήταν το Ether Ghost του Γερμανού Block Barley. Διαβάζω πως πρόκειται για το δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ: ένα ενδιαφέρον πάντρεμα ανάμεσα σε trip hop, screw hip hop (σύμφωνα με τις διδαχές του μεγάλου DJ Screw) και darkwave. Το αποτέλεσμα ιδιαίτερα μελωδικό, μα και πολύ στοιχειωμένο… το λες και witchhouse νέας γενιάς!


Μόνο και μόνο που οι Ulver, που  πρωτοστάτησαν μέσα στα περίεργα χρόνια του νορβηγικού black metal και έχουν αλλάξει τόσες φορές και τόσο δραματικά τον ήχο τους, εμπεριέχονται εν έτει 2024 σε μια λίστα με leftfield electronica λέει πολλά. Στο εξώφυλλο του single μια φωτογραφία από την εμπόλεμη Παλαιστίνη, ενώ οι αυτοαναφορικοί στίχοι ξορκίζουν για ακόμη μια φορά την πολιτικοκοινωνική ανισορροπία -ουσιαστικά το εγκόσμιο κακό- και επικαλούνται τη βαθιά ανθρωπιά μας: 

Wolves wrote this, recorded this
And today is Monday, June 21

The days are numbered
And so are words
We repeat the same old words

Το τραγούδι "Ghost Entry" συνοδεύεται και από ένα αλλόκοτο κι ωραίο remix των Autechre. Αλλά, προτιμήθηκε το original. 

Έχω ξαναγράψει ότι η σχετικά νέα τάση του λεγόμενου organic ή ethnohouse συχνά οδηγεί σε μουσικές αμφίβολης καλλιτεχνικής ποιότητας. Ωστόσο ο Ρώσος Rapossa στο νέο του single, "Lakshmi", πλάθει ένα ήχο λιτό και- θα έλεγα- επικό και λυρικό μαζί, με ελαφριά πατήματα από την Ανατολή. Το κομμάτι ανήκει στη συλλογή Awaken Hearts Vol. 1, όπως και το εξίσου αξιόλογο "Warung Warrior" του Dr. Parnassus που επίσης εμπεριέχεται στη λίστα. 


Οι Σουηδοί Fontän στο παρελθόν μας έχουν συγκινήσει εντόνως και πολλάκις. Στο φετινό τους single "Serpentines" εμπνέονται από το ταξίδι τους στο Μπουτάν. Μινιμαλιστικό, αρχέγονο μα και εκλεπτυσμένο ηλεκτρονικό psych rock, όπως μόνο το ντουέτο των Jesper Harold και Johan Melin ξέρει εδώ και χρόνια να προσφέρει. 

Το περσινό ντεμπουτο του Αθηναϊκού πειραματικού τζαζ τρίο Mob έκανε μεν θραύση, αλλά κάπως με κούρασε η εγκεφαλικοτητα και η λίγο με το ζόρι προσπάθεια για μουσική αντισυμβατικότητα. Αλλά, είναι μεγάλη τιμή ότι ολοκληρος James Lavelle ήδη ρεμίξαρε ένα κομμάτι τους και μάλιστα ετοιμάζει ολόκληρο άλμπουμ με remixes τους. Λοιπόν, φαντασιώνομαι να παίζω το Unkle remix του  "5055" σε ένα underground κλαμπάκι με κόσμο που να γουστάρει τα αργά μα γεμάτα πάθος αστικά beats. Μάλλον ευσεβείς πόθοι, ειδικά στον Βόλο…

Όχι ότι η συνεργασία του Moby με το νέο αστέρι της techno Anfisa Letyago είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά… γίνεται να μην αναφέρουμε τον φαλακρό Αμερικάνο φίλο μας με την τόσο σημαντική καλλιτεχνική παρακαταθήκη; Η εκδοχή των Girls of the Internet μας δίνει ένα ρομαντικό chill / deep house άσμα. 

Ο Καναδός lazy deejay στο ντεμπούτο ep του πατάει με το ένα πόδι στην πλούσια deep house σκια των 90s και με το άλλο στο λεγόμενο στιλ του lofi house, που κατά τ’ άλλα έχει σχεδόν σβήσει, όπως πολλά από τα ιντερνετικά κινήματα της ηλεκτρονικής μουσικής, βλ. witch house, που προαναφέραμε. 

Αγαπάμε τον Fort Romeau, εν μέρει επειδή φτιάχνει άλμπουμ όπως το Romantic Gestures, στο οποίο συλλέγει με ταπεινότητα, έμπνευση και κυρίως σωστή DJ αντίληψη κομμάτια προορισμένα για μεταμεσονύκτια και μισοφωτισμένα dancefloors: τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. 


Το άλμπουμ Motherless Father (Brownswood Recordings) του DJ, παραγωγού και μουσικού Lefto Early Bird μπορεί να μην έχει, κατά τη γνώμη μου, ούτε έναν τόσο ωραίο τίτλο, ούτε ένα όμορφο εξώφυλλο, αλλά προς το παρόν αποτελεί το αγαπημένο μου full-length για το 2024. Σκοτεινό και ατμοσφαιρικό tech house με ισχυρές δόσεις από την bass παράδοση αλλά και από τη νέα jazz της Μεγάλης Βρετανίας, καθώς και διαποτισμένο με υψηλή μελωδική αντίληψη και με μια κινηματογραφική ευαισθησία, χαρακτηριστικά που αφήνουν χαραμάδες φωτός. Με κάτι τέτοια άλμπουμ η εναλλακτική χορευτική ηλεκτρονική μουσική πάει μπροστά. Θα επανέλθουμε. 

Η λίστα μας κλείνει με το υπέροχο τραγούδι "Empty and Silent" των Mount Kimbie, με τα ανεπανάληπτα φωνητικά του King Krule. Ένας motorik ρυθμός συνοδεύει ambient ηχοτοπία και post-punk κιθάρες σε ένα πραγματικό ποίημα αφιερωμένο στη δύσκολη αισιοδοξία μας.


Πιστεύω πως θα βρω χρόνο να επανέλθω μετά από 3-4 μήνες με μια νέα λίστα με φρέσκες μουσικές κυκλοφορίες, συνοδευόμενες από το απαραίτητο αρθράκι. 

εικόνα: Pawel Kuczynski

5/3/24

Γιατί black metal; Για το "αγγελικό και μαύρο φως"...


Θυμάμαι, όταν ήμουν έφηβος στο β' μισό των 90s και είχα μπει με τα μπούνια στον χώρο του prog metal, με μπάντες όπως οι Dream Theater, οι Fates Warning, οι Conception κλπ., το black metal επίσης ήταν πολύ διάσημο στους “μεταλλάδικους” κύκλους του Βόλου, αλλά εμείς, που αυτοπροσδιοριζόμασταν ως “προγκρεσιβάδες”, το αντιμετωπίζαμε ως απλοϊκό και επιφανειακό. Παράλληλα, τα διαβάσματα μου τότε, ο H. P. Lovecraft και ο κύκλος των weirdos του, αντί να με ωθεί στα σατανικά μαύρα μέταλλα, με απομάκρυνε, επειδή σκεφτόμουν ότι η ελιτίστικη και υπαινιχτική αντίληψή του για τον τρόμο και το δαιμονικό δεν ταίριαζε με το corpsepaint και το κάψιμο των εκκλησιών. Ωστόσο, από τότε κάτι απροσδιόριστο με έλκυε στο black metal, αλλά και κάτι με φόβιζε σε αυτό - τώρα μπορώ να το ομολογήσω δίχως δισταγμό: η εισχώρηση σε έναν κόσμο γοητευτικό μα πολύ σκοτεινό και βίαιο. 

Οι άνεμοι του χρόνου πέρασαν πάνω από εκείνα τα αραχνιασμένα και δοξασμένα εφηβικά έτη, ορμητικό, γάργαρο και πολυποίκιλο νερό μπήκε στο αυλάκι του μουσικού μου γούστου και άκουσα πολλά είδη και ύφη, χωρίς να κατορθώσω να γίνω ειδικός σε κανένα! Και να τώρα που, αφού έχω καβαλήσει (εδώ και 3-4 χρόνια) τα 40, οδεύοντας στο οικείο και στο άγνωστο μαζί, ξανακούω -βασικά, ακούω για πρώτη φορά πιο οργανωμένα- black metal! Από τότε που το 2024 μας καλωσόρισε, πιάνω τον εαυτό μου να απολαμβάνει black metal άλμπουμ, τόσο τα κλασικά του λεγόμενου “second wave”, όσο και πιο ύστερα, το βράδυ πριν κοιμηθώ στα ακουστικά, αλλά και το πρωί, αφού έχω πάει τον γιο μου στον παιδικό σταθμό, και πίνω ήσυχα τον καφέ μου στο σπίτι. Καταπιάνομαι με σατανιστές, εγκληματίες, σχιζοφρενείς ή, απλά, κομπλεξικούς -αυτά μέσα μου τα συγχωρώ και τα αποδέχομαι- αλλά και υπερεθνικιστές, των οποίων η τέχνη με κάνει να μπω αλλόκοτα στην αντίληψη του οπωσδήποτε αρρωστημένου σωβινισμού τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Drudkh. Καθαρά φασιστικό (national socialist) black metal, βέβαια, δεν αντέχω. Ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον συρφετό βρίσκω και μπάντες με τις οποίες συμπλέω πολιτικά, και κυρίως συνομιλώ με ανθρώπους που έχουν σημαδέψει τη σύγχρονη τέχνη της μουσικής, ανεξαρτήτως ειδολογικής κατεύθυνσης, όπως ο κύριος Kristoffer Rygg.

Γιατί, λοιπόν, black metal; Συζητώντας με τον κολλητό μου φίλο, κουμπάρο και… παλαιό μύστη του είδους, που τελευταία επίσης το έχει ξαναθυμηθεί, έφτασα στο συμπέρασμα πως το black metal με κάνει να νοσταλγώ τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά μου χρόνια, με έναν τρόπο συγκινητικό, μα και ειρωνικό, κοντολογίς δημιουργικό, με μια “reflective nostalgia”, όπως γράφει η θεά Svetlana Boym. Η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, μα και το θαύμα της ύπαρξης μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα στη Μεσόγειο, τα μοναδικά βιώματα της παρέας των μικρών κι αιώνιων φίλων μα και οι μοναχικές στιγμές της μυθολογίας Κθούλου, του Έπους της Γαιοθάλασσας και των θρίλερ του Alfred Hitchcock. Ακούγοντας black metal αναστοχάζομαι όλα αυτά, ανακαλύπτω ξανά ποιος είμαι και προσπαθώ να δω προς τα που οδεύω, καταφάσκω σε αυτή την μαζί σκοτεινή και φωτεινή ζωή, στο “αγγελικό και μαύρο φως”, όπως έχει γράψει και ένας άλλος παχουλός, διοπτροφόρος και ιδιοφυής κύριος που σφράγισε τη νεότητά μου.