15/11/13

Ryan Francesconi And Mirabai Peart ‎– Road To Palios (2012, Bella Union)


 Ας φανταστούμε μια πόλη στην άκρη της Μεσογείου. Ονομάζεται Palios και αν ταξιδέψουμε  για αυτήν, παράλληλα κάνουμε ένα ταξίδι στον χρόνο. Θα περπατήσουμε μονοπάτια κρυμμένα απ’ το δικό μας παρόν και σίγουρα στο τέλος τους δεν θα μας περιμένει το αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε στα γνωστά μας μέρη. Ταξιδεύουμε για το Palios και στ’ αυτιά μας  έρχονται μελωδίες οικείες μα ξεχασμένες…

Σε ένα τέτοιο οδοιπορικό μας καλεί το ντουέτο του κιθαρίστα Ryan Francesconi και της βιολίστριας Mirabai Peart, στο άλμπουμ τους Road To Palios που κυκλοφόρησε το 2012, από τη δισκογραφική Bella Union. Οι δύο μουσικοί επιμελούνται εφτά ακουστικών ορχηστρικών συνθέσεων, που διακρίνονται από δυνατές μελωδίες, υψηλή τεχνική αρτιότητα, αλλά και απρόσμενες επιρροές.


Το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, Parallel Flights, κινείται σε αμερικάνικα folk μονοπάτια, πάνω στην παράδοση του John Fahey, με κάποιες τζαζ πινελιές. Αλλά, από το δεύτερο κομμάτι και μέχρι το τέλος, τα διδάγματα της αμερικάνικης παράδοσης συμπλέκονται και συχνά υποχωρούν μπροστά στο κυρίαρχο στοιχείο της μουσικής παράδοσης της ανατολικής Μεσογείου. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, δυο καλλιτέχνες από τις ΗΠΑ έχουν σκύψει με μεράκι και δημιουργικότητα πάνω από τις μουσικές της Ελλάδας, των Βαλκανίων, της Ανατολής. Ακόμα και κάποιοι τίτλοι παραπέμπουν σε αυτόν τον  γεωγραφικό χώρο και μουσικό κόσμο: For Christos, Pontic, Kalamatianos.


Έτσι, τα ουκ ολίγα δυτικά στοιχεία που ακούει κανείς στις συνθέσεις του ντουέτου, όχι μόνο από folk, αλλά και από κλασική και τζαζ, λες και αναβαπτίζονται μέσα από την μεγάλη παράδοση της Ανατολής. Για παράδειγμα, στο Pontic είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα τζαζ μέτρα, ρυθμούς και γυρίσματα από τα αντίστοιχα παραδοσιακά.  Μάλιστα ο ελαφρύς πειραματισμός που συχνά πυκνά χρωματίζει τις συνθέσεις, αναδεικνύει  το εκλεκτικό μουσικό ύφος.


Ακούγοντας το άλμπουμ, σκέφτηκα την πιο ακουστική πλευρά των Lanterna ή την εκπληκτική πρώτη προσωπική κυκλοφορία του κιθαρίστα των Fates Warning, Jim Matheos, που τιτλοφορείται First Impessions (και προτείνω να ακούσετε), να συνδυάζεται με το στιλ του Ross Daly.


Αλλά, σημαντικό είναι ότι αυτό το πράγματι ιδιαίτερο ηχητικό πάντρεμα γίνεται με τις καλύτερες των προθέσεων. Ο ακροατής μπορεί να διακρίνει την απλότητα και την ειλικρίνεια των συνθέσεων και του παιξίματος: δυο πολύ καλοί μουσικοί βρίσκονται στο στούντιο και χωρίς να κάνουν επίδειξη γνώσεων και τεχνικής, φτιάχνουν μουσική που δημιουργεί ένα συναίσθημα ηρεμίας και ρεμβασμού. Στη δημιουργία μιας τέτοιας ατμόσφαιρας βοηθάει και η καθαρή, κρυστάλλινη παραγωγή.  Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως στο Road To Palios δεν υπάρχει εναλλαγή συναισθημάτων. Όπως σε κάθε ταξίδι, έτσι και σε αυτό που οδηγεί στην πόλη του Palios, κάποιες μέρες είναι ηλιόλουστες, με καθαρό ουρανό, κάποιες άλλες θυμωμένες με συνοφρυωμένα σύννεφα και καταιγίδες...


Επιλογικά, να σημειώσω ότι το ψάξιμο και ο πλούτος που χαρακτηρίζουν αυτό το άλμπουμ θα μπορούσαν να εκτιμηθούν δεόντως από έναν ειδικό στην παραδοσιακή μουσική της Μεσογείου και της Ανατολής, γενικότερα νομίζω πως οι μουσικολόγοι θα είχαν πολλά να σχολιάσουν. Παρόλα αυτά, είμαι σίγουρος πως ο καθένας από μας στο Road To Palios θα βρει κάτι οικείο, μια γήινη ευγένεια που έχει κρυφτεί πίσω από τη σκόνη μιας δύσκολης εποχής.

7/11/13

Electronic dance music εν Ελλάδι (2)

(Το πρώτο μέρος του άρθρου το διαβάζετε εδώ.)

Στις αρχές των 00s, δύο εξελίξεις ανανέωσαν την dance electronica με ένα τρόπο θα λέγαμε εκρηκτικό, επαναφέροντας βασικά στοιχεία που ουσιαστικά από τα μέσα των 90s είχαν εκλείψει. Με την άνθιση του nu disco, η χορευτική μουσική συνδέθηκε με τις ρίζες της, τη disco και το proto-house, γενικότερα το ενδιαφέρον παραγωγών, DJs και ακροατών στράφηκε σε ιδιώματα που, με την επικράτηση μιας ολοένα και πιο ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, είχαν παραμεληθεί, όπως το funk, το soul, το ψυχεδελικό ροκ. Έτσι, μέσα από τέτοια edits και τα remixes, αναπτύχθηκε ένα πιο εκλεκτικό γούστο. Γενικότερα, ολόκληρη η κίνηση του nu disco θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια απόπειρα επιστροφής σε μια εποχή που η χορευτική μουσική ήταν λιγότερο εμπορική και πιο ειλικρινής. 


Αυτή την επιθυμία για ειλικρίνεια στα dancefloors ήρθε να καλύψει και η ανάπτυξη του dubstep και γενικότερα του λεγόμενου bass ήχου. Βέβαια, όπως και με το nu disco, έτσι και ο bass ήχος είχε ήδη έντονη παρουσία στο underground από τα 90s, αλλά στη πρώτη δεκαετία του 21ου αι. έγινε αισθητός σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Με τον αργό πληθωρικό ρυθμό, τα παραμορφωμένα μπάσα και την “βρώμικη” παραγωγή του dubstep, η dance electronica από μουσική επένδυση σε μαγαζιά ρούχων και εστιατόρια, επέστρεψε στις street βάσεις της, σε ένα έντονα αστικό περιβάλλον και σε χορευτές που απαιτούν πιο σκληρό ήχο. Βέβαια, ας μην λησμονούμε και την πιο ατμοσφαιρική πλευρά αυτού του στιλ, με ίσως πιο χαρακτηριστικές τις παραγωγές του Burial. 


Αλλά, η εισαγωγή κυρίως του nu disco, αλλά και του dubstep στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από τις αναμενόμενες παρεξηγήσεις. Προφανώς, δεν εννοώ την εμποροποίηση των δύο ειδών, κάτι που πλέον έχει συμβεί σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς παρατηρούμε στοιχεία από nu disco και dubstep σε πολλά χαζοχαρούμενα ραδιοφωνικά hits με την ελάχιστη ημερομηνία λήξης, αλλά σε κάτι άλλο…  


Είναι αναμφίβολο πως το nu disco συνδέεται με μια αισθητική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως και hipster. Στα πάρτυ, στα φεστιβάλ και γενικότερα στους χώρους που παίζεται, μαζεύονται κατά βάση πιο νέοι άνθρωποι με μια πιο προχωρημένη, ως και εκκεντρική αντίληψη για το ντύσιμο και το στιλ. Παράλληλα, οι οπαδοί του nu disco έχουν οπωσδήποτε μια πιο εκλεκτική, άρα και intellectuel άποψη. Αλλά, στη χώρα μας όλα αυτά τα στοιχεία τα συναντάς διογκωμένα σε αφόρητο βαθμό, ώστε τελικά να επανέρχεται , όχι το αυθόρμητο και το ειλικρινές του χορού, αλλά ο μιμητισμός και η επίδειξη, που είχε συνοδέψει την εισαγωγή του house στα τέλη των 80s, σκηνικά για  οποία μιλήσαμε στο πρώτο μέρος αυτού εδώ του άρθρου… 


Η αλήθεια είναι πως για το dubstep, τα πράγματα δεν είναι τόσο δυσοίωνα. Το ότι μαθητές και φοιτητές στρέφονται σε αυτόν τον ήχο κι ειδικότερα στα πιο κραυγαλέα και εμπορικά κομμάτια , του Skrillex για παράδειγμα, ώστε να γίνουν μέτοχοι μιας πιο δυναμικής και έντονης χορευτικής εμπειρίας σε ένα πάρτυ ή ένα μαγαζί, είναι κάτι που δε χρειάζεται να ανησυχεί ιδιαίτερα. Στην τελική, αυτός είναι και ο πιο αληθινός και πυρηνικός θα λέγαμε σκοπός της χορευτικής μουσικής: ο χορός, η διονυσιακή αίσθηση, η αποβολή κάθε προκατάληψης που έχουμε για τον εαυτό μας και τον άλλο, η χαρά του να συναντάς τον άλλο, χωρίς στεγανά και να αποκτάς την αίσθηση της ομάδας. 


Αυτά ακριβώς τα στοιχεία έλκουν τους περισσότερους ανθρώπους στην ηλεκτρονική χορευτική μουσική και σε αυτά βέβαια οφείλεται η τεράστια δημοτικότητά της. Τέλος από αυτά, προκύπτει και η κοινωνική και πολιτική της διάσταση. Αυτό το αίσθημα ομαδοποίησης και –γιατί όχι;- αλληλεγγύης που κυριαρχεί σε ένα γνήσιο event  χορευτικής ηλεκτρονικής μουσικής, δίνει το έναυσμα για το ξεπέρασμα κάθε προκατάληψης: μπορεί να χορεύεις, να διασκεδάζεις και να συνυπάρχεις με  έναν άνθρωπο που έχει διαφορετικό φύλο, διαφορετικό χρώμα δέρματος, διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή, απλά, διαφορετική αντίληψη ζωής.


Ως ακροατής και φίλος της μουσικής, προέρχομαι από το σύμπαν του ροκ. Μέχρι τα ύστερα φοιτητικά μου έτη, οι επιλογές μου στη διασκέδαση ήταν σε μπαράκια που έπαιζαν ροκ μουσική και είχαν την ανάλογη άποψη, που,  όπως και να το κάνουμε, είναι  λιγότερο  βασανισμένη από την εμπορική χειραγώγηση. Οπότε, η εμπειρία μου σε νύχτες ξέφρενου house ή techno χορού είναι ελάχιστη. Αντίθετα, το ενδιαφέρον μου για τον χορευτικό ηλεκτρονικό ήχο είναι προπαντός μουσικό: η ιδιάζουσα kraut electronica των kraftwerk, το περφεξιονιστικό electropop των New Order, η ψυχεδελική οπτική των Chemical Brothers, το τριπαρισμένο disco του Lindstrom, τα τόσο ετερόκλητα και “feel good” sets του DJ Harvey, με έχουν μετατρέψει σε έναν ενθουσιώδη οπαδό της dance electronica. 


Αλλά, ειδικά ζώντας σε μια επαρχιακή πόλη, δυσκολεύομαι ιδιαίτερα να βρω την άποψη που θα μου ταίριαζε, μια άποψη λιγότερο βασανισμένη από την εμπορική χειραγώγηση και, με  αυτήν την έννοια, περισσότερο ροκ. Μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση έχω κατά κύριο λόγο πετύχει σε σκηνικά, φεστιβάλ και πάρτυ που διοργανώνουν είτε φοιτητές, είτε πιο συνειδητοποιημένες και εναλλακτικές κοινωνικά και πολιτικά ομάδες και φορείς. Οι πρώτοι, λόγω ηλικίας, αλλά και κατάστασης ζωής είναι οι πιο κατάλληλοι δέκτες τόσο για φρέσκια μουσική, όσο και για φρέσκια αισθητική και νοοτροπία. Οι δεύτεροι, λόγω ακριβώς της πολιτικής τους συνειδητοποίησης, οργανώνουν events ξεφεύγοντας από τις συνηθισμένες παγίδες, όπως η εισβολή  χορηγών και διαφημίσεων, η «πόρτα», οι ακριβοπληρωμένοι DJs, δηλαδή όλων των εικόνων, με τις οποίες έχουμε συνδέσει την dance electronica εν Ελλάδι. Σε τέτοια πλαίσια, νομίζω πως η χορευτική μουσική μπορεί να αναπνεύσει, να αναπτυχθεί, να… είναι ο εαυτός της. 


Κλείνοντας, να σημειώσω πως δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ ως υπερβολικά και κενά πολιτικολόγος. Ξέρω ότι τα πάρτυ δεν είναι πολιτικές διαδηλώσεις, ούτε τα dancefloors συγκεντρώσεις κομμάτων. Προφανώς η ηλεκτρονική χορευτική μουσική κατά κύριο λόγο αποβλέπει στον χορό και τη διασκέδαση, όχι στη σκέψη και στον προβληματισμό. Όλοι μας βγαίνουμε με φίλους, ακούμε μουσική, χορεύουμε, πίνουμε κανένα ποτό παραπάνω , φλερτάρουμε και περνάμε καλά. Αλλά, όλο αυτό το σκηνικό θα μπορούσε να στηθεί καλύτερα, περισσότερο ποιοτικά. Και νομίζω πως η οικονομική κρίση, με την οποία, εκ πρώτης όψεως, δεν ταιριάζουν χοροί και γλέντια, μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για μια πιο γήινη, ανθρώπινη και γνήσια dance κουλτούρα.


εικόνα: λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του ελληνικού italo disco single "Computer Guy" του DJ Palmer (Discogs)

2/11/13

Electronic dance music εν Ελλάδι (1)

  
Πριν κάμποσους μήνες, πέτυχα στο διαδίκτυο ένα εξαιρετικό άρθρο, με θέμα την πολιτική διάσταση της χορευτικής μουσικής. Ο συντάκτης, πιάνοντας το νήμα από την έκρηξη της χορευτικής τζαζ και του swing κατά τον Μεσοπόλεμο έφτανε ως την, ως ένα βαθμό, ανάλογη αλματώδη ανάπτυξη της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής κατά τη δεκαετία του 90, τονίζοντας συνεχώς τη σύνδεση της μουσικής που προοριζόταν για χορό με τις προοδευτικές ως και ανατρεπτικές κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις και εκδηλώσεις.
 

Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις ο συσχετισμός χορευτικής μουσικής και πολιτικοκοινωνικού προοδευτισμού γίνεται εξόφθαλμος: κανείς πλέον δεν αμφισβητεί πως, τόσο η disco όσο και η house, ειδικά στο ξεκίνημά τους, η πρώτη στις αρχές και τα μέσα των 70s και η δεύτερη στα τέλη και στα μέσα των 80s, απευθύνθηκαν, ακόμα και αγκάλιασαν τις ομάδες του περιθωρίου, όπως οι αφροαμερικάνοι και οι γκέι. Άλλωστε μια από τους πρωταγωνιστές της μετάβασης από την disco στη house, o DJ Larry Levan ήταν και αφροαμερικάνος και γκέι. Τελικά, μ’ έναν πικρά σαρκαστικό τόνο, θα έλεγα πως, αν στις δυο παραπάνω κατηγορίες ανθρώπων προσέθετε κανείς του Εβραίους και τους κομμουνιστές, θα συγκεντρώνε τις βασικές κοινωνικές, εθνικές και φυλετικές ομάδες που "σήκωσαν" τη θηριωδία του ναζισμού…

Πάντως, στη συνέχεια, η μεν disco, αρχικά προκάλεσε, ειδικά στις ΗΠΑ, έντονες αντιδράσεις από τις πιο συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις και τελικά  έγινε πιο συμβατική, τόσο μουσικά, όσο και κοινωνικά, ώστε να γίνει αποδεκτή από ένα ευρύτερο ακροατήριο από το αρχικό της, αποφέροντας βέβαια τεράστια κέρδη σε παραγωγούς και εταιρίες. Η δε house, ξέφυγε από τα αρχικά στενά της όρια όταν, στα τέλη των 80s, αγκαλιάστηκε από την πρώτη rave γενιά. Η φρέσκια τότε κατεύθυνση του acid house έγινε ο εμβληματικός ήχος των Βρετανών ravers, των οποίων τα αιτήματα, αν και αναμφίβολα χαρακτηρίζονταν από αφέλεια και ρομαντισμό, διέσωζαν κάτι από τον κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό των 60s. Άλλωστε ο θατσερισμός επιτέθηκε με μένος στα υπαίθρια rave πάρτυ της εποχής. 


Βέβαια, όλα τα παραπάνω είναι πάνω-κάτω γνωστά. Απλά, σκέφτηκα να κάνω μια μνημόνευση, ώστε να τονιστεί αυτή η θεμελιώδης σχέση ανάμεσα στην χορευτική μουσική, ειδικά την ηλεκτρονική, με μια πολιτική στάση ανυπακοής και αντίστασης. Άλλωστε, τί χρειάζεται να πει ή να γράψει ο καθένας, όταν ένας από τους πατέρες του deep house, ο πολύς Larry Heard  (AKA Mr. Fingers) ντύνει μουσικά τον περίφημο λόγο του Martin Luther King;




Σκεφτόμενος λοιπόν, αυτό το τρίπτυχο μουσικής,  χορού και πολιτικοκοινωνικής στάσης, δεν μπορώ να μην αντιμετωπίζω με αμηχανία τη νοοτροπία που συνοδεύει την dance electronica, ειδικά το house, στην Ελλάδα, ήδη από τα πρώτα χρόνια εισαγωγής της. Για παράδειγμα, πριν κάτι μέρες, πέτυχα αυτό το διαδικτυακό φωτογραφικό λεύκωμα, με πλούσιο κι ενδιαφέρον υλικό από τις μέρες ακμής του θρυλικού club Faz στην Αθήνα. Χαζεύοντας τις φωτογραφίες, δεν μπόρεσα να μη διακρίνω το κραυγαλέα επιδειξιομανές στιλ που είχαν υιοθετήσει οι  “cool” θαμώνες του συγκεκριμένου χώρου· και να μη φανταστώ τους γιους και τις κόρες των φοβερών και τρομερών νεόπλουτων της μετεμφυλιακής περιόδου, αλλά και αυτούς της Μεταπολίτευσης, να αγωνίζονται να βρουν μια εναλλακτική και διαφορετική από το mainstream και τον λαϊκισμό της εποχής ταυτότητα, η οποία όμως ξεκινούσε και τέλειωνε στον μιμητισμό, στην επίδειξη και στα ακριβά ρούχα. Και βέβαια, με τη νιόφερτη “house” ηλεκτρονική μουσική να σιγοντάρει την όλη νοοτροπία. 

Ωστόσο, στα Faz, απ’ όσο έχω διαβάσει και ακούσει, πέρασαν κάποιοι από τους πιο προχωρημένους DJs της εποχής, με πρώτο τον περίφημο εξ Ibiza ορμώμενο Alfredo Fiorito, δημιουργό του balearic beat, το οποίο επηρέασε όσο τίποτα άλλο την βρετανική acid house σκηνή. Επίσης ένα πέρασμα  από το Faz έκανε και Leo Mas, κι αυτός από την Ibiza, ο οποίος πριν λίγο καιρό μοιράστηκε μαζί μας το απόσπασμα ενός set που έκανε εκεί στο 1991. Πραγματικά αξίζει να το ακούσετε, οπότε θα προσπαθήσω στο εγγύς μέλλον να το βρω και να βάλω κάποιο link.


Έτσι, για να γενικεύσουμε κάπως τη σκέψη μας, είναι αυτονόητο ότι από τα πρώτα μικρά clubs στην Ibiza, μέχρι το διάσημο Hacienda του Μάντσεστερ, και από τα σκοτεινά clubs του Βερολίνου μέχρι τα μεγάλα νεοϋορκέζικα venues, η χορευτική ηλεκτρονική μουσική βρίσκονταν πάντα σε μια έντονη αλληλεπίδραση με τις πιο νέες τάσεις της μόδας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί το σήμα κατατεθέν του υπερκαταναλωτισμού.  Από την άλλη, όμως , ενώ στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ αναπτύχθηκαν τα DIY υπαίθρια acid house παρτυ, ενώ στο Βερολίνο άνθησε η πιο πειραματική πλευρά του house και του techno, ενώ στην Καλιφόρνια η παράδοση της ψυχεδέλειας και του χιππισμού παντρεύτηκε με το rave, στη χώρα μας, η house μουσική κατά βάση συνδέθηκε με το ελεεινό lifestyle των περιοδικών του Κωστόπουλου.


Όχι ότι στην Ελλάδα δεν άκμασε η rave κουλτούρα. Απλά, κάπως καθυστέρησε, καταφθάνοντας κάπου στο 1992-93. Ποιος μπορεί να ξεχάσει, αλλά και να διασκεδάσει με τις πλέον cult τρομολαγνικές τηλεοπτικές εκπομπές της περιόδου; Η «μάνα raver» δύσκολα θα λησμονηθεί, όπως και ο πλέον αναγνωρίσιμος κύριος «βλέπω κύκλους»… Αλλά, αυτή ακριβώς η καθυστέρηση της ακμής της rave κίνησης στην Ελλάδα, είχε ως αποτέλεσμα η συγκεκριμένη μουσική, αλλά και κουλτούρα, να συνδεθεί κυρίως με την trance και ειδικά με τα πιο νέο-χίππικα παρακλάδια του, το goa και το psy trance. Από κοντά ακολουθούσε και το drum n bass. Στους ακροατές και χορευτές αυτών των ιδιωμάτων βρήκε πρόσφορο έδαφος μια πιο ουσιαστικά εναλλακτική πολιτισμική και κοινωνική προσέγγιση. Βέβαια, με μια πιο ρεαλιστική ματιά, συμπεραίνουμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων ανθρώπων δεν ήταν καθόλου κοινωνικά και πολιτικά συνειδητοποιημένη, αλλά πιο πολύ πιτσιρικάδες, των οποίων η εφηβική και μετεφηβική επαναστατικότητα εκτονωνόταν στα εκκεντρικά  ρούχα, στα ξενύχτια, στο χορό και σε κάμποσο ecstacy. Πάντως, όπως και να ΄χει,  στην Ελλάδα, η house μουσική κατέληξε το αδιάφορο soundtrack για τις διακοπές των διάσημων της Μυκόνου. 


Βέβαια, εδώ που τα λέμε και στο εξωτερικό η εξέλιξη της house μουσικής, από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και μετά, δεν ήταν και πολύ διαφορετική από αυτή στην Ελλάδα. Ίσως θα έπρεπε να καταπιαστώ με τη μελέτη του συγκεκριμένου θέματος πιο σοβαρά, διαβάζοντας  κοινωνιολογικά άρθρα και μελέτες, αλλά νομίζω πως ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, αντικρίζοντας φωτογραφίες και βίντεο από τα μεγάλα clubs που βρίσκονται διάσπαρτα σε ολόκληρο τον κόσμο και αποτελούν τους ναούς της house: καλογυμνασμένοι άντρες και καλλίγραμμες γυναίκες, αμφότεροι ντυμένοι με την τελευταία τάξη της μόδας, χοροπηδάνε στον ηλεκτρονικό ρυθμό, έχοντας στο πρόσωπο το ηδονικό χαμόγελο της απόλυτης διασκέδασης… Όλο αυτό το σκηνικό σε ένα έστω και λίγο σκεφτόμενο άνθρωπο δεν μπορεί να μην προκαλέσει ένα τραγελαφικό συναίσθημα.  Αυτή η τάση, στην Ελλάδα είναι ακόμα πιο κραυγαλέα. Και φυσικά στα μικρά clubs της επαρχία
ς καταντάει αφόρητη.  Τη γνώμη μου για τα clubs της πόλης που ζω, μπορείτε να τη βρείτε σε αυτό το άρθρο.

εικόνα: flyer  για trance πάρτυ της ομάδας Sunrise Zone στο Άλσος, με ημερομηνία 01/02/1997 (πηγή)
Σημείωση: το άρθρο που αναφέρω στην αρχή του κειμένου και το οποίο μάλιστα είναι ελληνικό, παρόλο που έχω "φάει" το διαδίκτυο να το ξαναβρώ, δεν έχω καταφέρει… 


 Η συνέχεια στην επόμενη ανάρτηση….