27/12/16

Τα καλύτερα albums, EPs & singles του 2016

Τώρα που το 2016 κλείνει τον κύκλο του, συνειδητοποιώ ότι κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς, η σχέση μου με τη μουσική εξελίχθηκε. Πρώτα απ’ όλα, έγινα πιο απαιτητικός ακροατής, δηλαδή πλέον κρίνω πιο αυστηρά, ειδικά τις νέες κυκλοφορίες. Μάλιστα, είμαι ακόμα πιο αυστηρός όταν ασχολούμαι με ένα άλμπουμ ενός αγαπημένου καλλιτέχνη ή ενός νεότερου που είναι πολλά υποσχόμενος. Στην ουσία,  κατάφερα να εμπιστεύομαι ακόμα περισσότερο τη δική μου αισθητική και άποψη, χωρίς να επηρεάζομαι καταλυτικά από τρίτους, είτε πρόκειται για ένα περιοδικό ή ιστοσελίδα, είτε ακόμα και για έναν φίλο. Εννοείται ότι η ανταλλαγή απόψεων και η αλληλεπίδραση ακόμα με συναρπάζει, αλλά η τελική σφραγίδα σε ό,τι ακούσω θα είναι προσωπική.
 

Με αυτή τη νοοτροπία επέλεξα και τη δεκάδα των καλύτερων άλμπουμ του 2016, η οποία συμπληρώνεται με δέκα EPs και singles. Όπως και την προηγούμενη χρονιά, έτσι και αυτή τη φορά έχουμε να κάνουμε με μουσική φρέσκια, ενδιαφέρουσα, με ανόθευτη καλλιτεχνική κατεύθυνση. Ορίστε οι λίστες:

Albums


Trevor Something – The Soulless Computer Boy and the Eternal Render 
Kutiman – 6 AM 
Atlanter – Jewels of Crime 
Smith & Mudd – Gorthleck  
Nicolas Jaar – Sirens
Wilson Tanner – 69
Cantoma – Just Landed 
Mmoths – Luneworks 
Hail Spirit Noir – Mayhem In Blue 
Michael Kiwanuka – Love and Hate 
 
EPs – Singles


Fontän– Babylon 
Fontän– Polar Star 
Pumarosa – Pumarosa
Lena Platonos – Red Axes Remixes
Mihalis Rakintzis – I Don’t Believe
Ross From Friends – You’ll Understand
Palms Trax – High Point on Low Ground 

White Elephant – The Old Euphonium 
Islandman – Agit 
Zmatsutsi – Mogadishu




Στην πρώτη θέση των albums συναντάμε τον Trevor Something και το τρίτο του full-length με τον εκκεντρικό τίτλο The Soulless Computer Boy and the Eternal Render. O Trevor Something είναι ένας μυστήριος τύπος από το Μαϊάμι που εμφανίζεται με κουκούλα και αποκρύπτει το πραγματικό του όνομα. Η μουσική του εντάσσεται στο κίνημα του retrowave, μία νοσταλγική και ταυτόχρονα μοντέρνα αναβίωση του 80s electropop- φανταστείτε μια πιο εξωστρεφή εκδοχή του chillwave. Ο Trevor μέσω απατηλά απλών ποπ συνθέσεων ασκεί κριτική στη σχέση ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς με την τεχνολογία, άλλες φορές με σαρκασμό και κάποιες άλλες με λυρισμό. Αλλά, όσο το άλμπουμ προχωρά, η κριτική διάθεση δίνει τη θέση της σε πιο αιθέρια κλίματα και μεταφυσικές αναζητήσεις. Ένα καταπληκτικό άλμπουμ.


Στη δεύτερη θέση των LPs, ο Ισραηλινός Kutiman, με το  6AM προσφέρει απλόχερα ευχαρίστηση στους ακροατές της downtempo και της nu funk . Τα θεμέλια γερά ριζωμένα στους Thievery Corporation, τον Bonobo και τον Quantic, τα οποία όμως ο Kutiman εμπλουτίζει με το πάντα οξύ καρύκευμα του ψυχεδελικού ροκ των 60s. Για παράδειγμα το τραγούδι Shine Again με την επαναλαμβανόμενη τριπαρισμένη μελωδία, τον αργό και μετρημένα επικό τόνο και  τον έντονο συναισθηματισμό του μπορεί να αρέσει πολύ τόσο έναν τριαντάρη, όσο και έναν εξηντάρη.


Για το Jewels of Crime των Atlanter τα έχω γράψει αναλυτικά στην κριτική για λογαριασμό του Progrocks.gr. Απλά εδώ να τονίσω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα από τα καλύτερα νέα συγκροτήματα στο indie/ alternative rock. Οι ακροατές που ψάχνουν κάτι διαφορετικό ας προσέλθουν…



Στη θέση νο4 επέλεξα το τρίτο άλμπουμ των Smith & Mudd, Gorthleck. Αντίθετα με τις δύο προηγούμενες δουλειές τους, στο τρίτο τους full-length ο παραγωγός και κιμπορντίστας Paul Murphy (Mudd) και ο κιθαρίστας Benjamin Smith δεν συνθέτουν το soundtrack για μια καλοκαιρινή παραλία, αλλά για ένα μειλίχιο φθινοπωρινό τοπίο του Βορρά. Άλλωστε το Gorthleck είναι μια μικρή πόλη της Σκωτίας. Οι δύο συνεργάτες και φίλοι, μέσα από τον γνώριμο downtempo balearic ήχο τους, φιλτράρουν αριστοτεχνικά jazz, blues, post rock και ψυχεδέλεια.



Όσο για το Sirens του νεαρού αλλά ιδιοφυούς Nicolas Jaar δεν έχω να γράψω ακόμα κάτι με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι πως  η πρότασή του με ενθουσίασε και βρήκα την τέχνη του πολύ προχωρημένη. Ωστόσο, αυτός ο γεμάτος εσωστρέφεια ιστός από προσωπικές μνήμες και πολιτικοκοινωνικούς υπαινιγμούς, αυτές οι πλούσιες σε αναφορές συνθέσεις – από Can και Neu! ως Suicide- χρειάζονται ακόμα πολλές ακροάσεις για να χαρτογραφηθούν πλήρως.



Στην έκτη θέση της λίστας βρίσκεται το ambient άλμπουμ 69 των John Tanner και Andrew Wilson. Και για αυτή τη δουλειά έχω γράψει κάποια πράγματα εδώ, οπότε απλά να συμπληρώσω ότι οι Wilson Tanner μπαίνουν στην άτυπη ομάδα των καλλιτεχνών, οι οποίοι κάθε χρόνο μας δίνουν καλοκαιρινά ambient κομψοτεχνήματα. To 2014 ήταν ο Gigi Masin με τους Tempelhof, το 2015 οι Gaussian Curve και φέτος το ντουέτο από την Αυστραλία.


Στο ίδιο κείμενο, σχετικά με το balearic revival μέσα στο 2016, είχα παρουσιάσει και το Just Landed του Cantoma. Ένα άλμπουμ που επαναφέρει την ποιότητα στο chill out. Προτείνω να το απολαύσετε δίπλα στη θάλασσα, ένα καλοκαιριάτικο δειλινό.



Αν οι Wilson Tanner έχουν αφιερωθεί ηλιόλουστες ambient ατμόσφαιρες, ο Mmoths, κατά κόσμον Jack Korelan εξ Ιρλανδίας ορμώμενος, με το ντεμπούτο του Luneworks μας προσκαλεί σε ένα σκοτεινό ταξίδι, συνδυάζοντας ρετρό synths, εύθραυστες μελωδίες και ένα drone βάρος που φέρνει στο νου ακόμα και Tim Hecker. 


Κοιτάζοντας το άλμπουμ στη θέση 9, είμαι σίγουρος ότι θα αναρωτηθείτε πως και επέλεξα ένα black metal άλμπουμ στη δεκάδα. Κι όμως το Mayhem in Blue των δικών μας Hail Spirit Noir αποτελεί  μία συναρπαστική δουλειά που φέρνει κοντά τρείς διαφορετικούς κόσμους: το avant-garde metal  των Arcturus, τον αναλογικό ζεστό ήχο του παλιού καλού progressive rock των 60s-70s και vintage soundtrack ταινιών τρόμου. Ακούστε το Lost In Satan’s Charms:




Κλείνουμε τη λίστα των LPs με το Love and Hate του Michael Kiwanuka. Ένα μεστό εξομολογητικό άλμπουμ που ανακαλεί στην μνήμη τις καλύτερες στιγμές της χρυσής εποχής των soul  τραγουδοποιών, όπως ο  Bill Withers και ο Terry Callier. Αν ο φίλος μας ο Michael δεν επέμενε τόσο στο παρελθόν, αλλά και στη μορφή της μπαλάντας, το Love and Hate θα έπαιζε πιο ψηλά στη λίστα.




 
Περνώντας στα EPs, βλέπουμε ότι τις δύο πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν οι Σουηδοί Fontän. H παρουσίαση των κορυφαίων Babylon και Polar Star στο Progrocks.gr ελπίζω να σας πείσει… 




 

Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες θέσεις της λίστας καλύπτονται από δουλειές προερχόμενες από τον ευρύτερο χώρο της dance electronica, κάτι λογικό καθώς  παραγωγοί και DJs πάντα προτιμούσαν το συγκεκριμένο format. Ως πιο ξεκάθαρα dance δουλειές, ξεχώρισα το You’ll Understand του Ross From Friends και το High Point on Low Ground του Palms Trax. Εξαιρετικοί καλλιτέχνες και οι δύο, αν και στην ουσία εδώ εμφανίζονται ως αντιπρόσωποι μιας ολόκληρης underground σκηνής που με όπλα τον πειραματικό, lo-fi ήχο και  την DIY άποψη ανανεώνει όλο το φάσμα του techno και του house, είδη που έχουν βασανιστεί από την εμπορικότητα και το κακό γούστο. 


Βέβαια και οι Red Axes κουβαλάν μία παρόμοια άποψη για τον ήχο, καθώς και μία κοντινή αισθητική με τους προαναφερθέντες, σύμφωνα με τις οποίες ρεμίξαραν κάποια κλασικά τραγούδια της Λένας Πλάτωνος σε acid house κατεύθυνση. Τολμηρή κίνηση η οποία όμως κατά τη γνώμη μου στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.




Το nu balearic, ένα στιλ που κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε-έξι ετών παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον, στη λίστα αντιπροσωπεύεται με το EPs των White Elephant, Islandman και Zmatsutsi. καλλιτέχνες οι οποίοι καταφέρνουν να εκμηδενίσουν τις συνήθως μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα σε cosmic disco, deep house, world music και psychedelic folk. Αλλά, τελικά η πιο δυνατή βαλεαρική κυκλοφορία της χρονιάς  έρχεται από την ελληνική δισκογραφική Isigude των φίλων Γιάννη Τζώντζο και Kassetta Rec.. Με το υπέροχο remix του Zac στο Δεν Πιστεύω της Ελένης Δήμου, σε μουσική και στίχους Μιχάλη Ρακιντζή, μπορούμε πλέον να μιλάμε  για Aegean beat.


Ωστόσο, για την τρίτη θέση της λίστας των EPs και των singles επέλεξα ένα νέο και λίγο γνωστό indie rock συγκρότημα, το οποίο ανακάλυψα στις αρχές του 2016. Ονομάζονται Pumarosa και μας έρχονται από το Λονδίνο . Η ταυτόχρονα δυναμική και ευαίσθητη μουσική τους πρόταση βασίζεται σε shoegaze κιθάρες, ένα δυνατό dance-punk rhythm section και τη μαγευτική φωνή της Isabel Munoz-Newsome. Οι απανταχού fans του indie rock νομίζω πως βρήκαν μία νέα πολύ ελπιδοφόρα μπάντα.



Αυτές είναι οι προτάσεις της μουσικής του 2016 από το blog Music on Air και τη ραδιοφωνική Εκπομπή που ψάχνει  τίτλο – η οποία παρεμπιπτόντως με τη νέα χρονιά κάπως θα επιστρέψει στον Nova Fm 106 της Μαγνησίας. Επιλογικά, να σημειώσω ότι η σχέση μου με τη μουσική κατά τη διάρκεια αυτού του έτους, δεν έγινε μονάχα πιο βαθιά και προσωπική, αλλά και εξελίχθηκε και σε ένα άλλο επίπεδο: συνειδητοποίησα ακόμα περισσότερο την αναγκαιότητα της καλής μουσικής σε έναν κόσμο που - η αλήθεια να λέγεται- γίνεται ολοένα πιο μπερδεμένος και δύσκολος. Η μουσική, όπως και η τέχνη ευρύτερα, αποτελεί μία πυξίδα προς την ειλικρινή, θετική και ανεξάρτητη σκέψη, τελικά προς την ανθρωπιά μας.


Καλή χρονιά!


12/12/16

Decemberism

https://play.spotify.com/user/216xyvphmgvltfiaifza6l4xy/playlist/46BYGSz1I6j4A7kMMwOQPn

Μια λίστα στο Spotify, αποτέλεσμα χαλάρωσης και αποσυμπίεσης από ένα κουραστικό σαββατοκύριακο. Η κλασική ψυχεδέλεια των late 60s - early 70s συναντά ροκ και ηλεκτρονικά jams του σήμερα: περίεργος συνδυασμός, ωστόσο μια δοκιμή θα σας πείσει...

Φανταστείτε ότι βολτάρετε σε ένα παραθαλάσσιο χωριό μια κρύα, αλλά ηλιόλουστη μέρα του Δεκέμβρη:


21/11/16

Viva Utopia!

Πριν λίγες μέρες ολοκλήρωσα την ανάγνωση του κλασικού έργου του Thomas More, Ουτοπία, σε μια παλιά αλλά προσεγμένη έκδοση του 1970, από τις εκδόσεις Κάλβος σε μετάφραση Γιώργου Καραγιάννη. Μου προκάλεσε έκπληξη κι έπειτα ενδιαφέρον η σκέψη, αλλά και το συγγραφικό ύφος του More. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι το 1516, τη χρονιά της πρώτης έκδοσης του έργου, κάποιος άνθρωπος μπορούσε να έχει τόσο πρωτοποριακές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ιδέες. Αν και ο Μαρξ είχε τεθεί κατά του ουτοπικού σοσιαλισμού, στο πλάνο του για την κομουνιστική κοινωνία σίγουρα επηρεάστηκε από την περιγραφή της φανταστικής χώρας της Ουτοπίας. Αλλά, το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο More χειρίζεται αριστοτεχνικά την ειρωνεία και τον σαρκασμό. Δεν σαρκάζει μονάχα την καταστρεπτική μανία των ανθρώπων για χρήμα και εξουσία ή ακόμα και τη διαφθορά των αριστοκρατών και της εκκλησίας, αλλά ειρωνεύεται και την ίδια του την λογοτεχνική κατασκευή, την ίδια του την κοσμοαντίληψη. Η ουτοπική του σκέψη δεν είναι μονολιθική, αντίθετα δέχεται τα βέλη ενός ισορροπημένου, ανθρώπινου, αναγεννησιακού, θα λέγαμε, χιούμορ.

Η ανάγνωση αυτού του αριστουργήματος, μου έδωσε το έναυσμα να σκεφτώ για τον ρόλο της ουτοπίας στην τέχνη.  Πρόσφατα ολοκλήρωσα τη σειρά anime Cowboy Bebop του 1998. Επίσης μου προκάλεσε έκπληξη η καλλιτεχνική ποιότητα αυτής της δουλειάς. Ο σκηνοθέτης της, Shinichirō Watanabe, παρουσιάζει ένα φανταστικό μέλλον, χτισμένο σε αναφορές τόσο στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας, όσο και στην ποπ κουλτούρα. Για παράδειγμα, παρακολουθούμε διαστημόπλοια να χορεύουν όπως στην Οδύσσεια του Διαστήματος του Stanley Kubrick, αλλά τη βαριά κλασική μουσική έχουν αντικαταστήσει παιχνιδιάρικα jazz, blues και electrofunk θέματα, για τα οποία υπεύθυνη είναι η Yoko Kanno. Οι αστρικές πόλεις που επισκέπτονται οι νοσταλγικοί , αγωνιστικοί και παράλληλα χιουμοριστικοί πρωταγωνιστές πότε θυμίζουν noir ταινία των 50s, άλλες φορές το Blade Runner, ενώ κάποιες άλλες, φτωχές τσιμεντούπολεις του πρώην ανατολικού μπλοκ. Στο Cowboy Bebop, ο Watanabe δημιουργεί μία δική του ουτοπία, ένα διακειμενικό φουτουριστικό κόσμο, με υπαρξιακό και μεταμοντέρνο χαρακτήρα.


Τέλος, αυτή η ουτοπική διάσταση της τέχνης απλώνεται και στη μουσική (για να δικαιολογήσουμε, συν τοις άλλοις, την παρουσία αυτού του άρθρου σε ένα μουσικό blog). Προτείνω, λοιπόν, να ακούσετε την μπάντα Archimedes Badkar. Μας έρχονται από τη Σουηδία, δραστηριοποιήθηκαν τη δεκαετία του ’70, κυκλοφορώντας συνολικά τέσσερα άλμπουμ, με πιο αντιπροσωπευτικό το τρίτο του 1977 με τον λιτό τίτλο Tre. Οι Archimedes Badkar ουσιαστικά κατορθώνουν να πλάσουν τη δική τους ηχητική ουτοπία, συνδυάζοντας προοδευτικό και ψυχεδελικό ροκ, free jazz, πειραματισμό, τη σουηδική παράδοση, αλλά και γενικότερα τις μουσικές παραδόσεις από διάφορα μέρη της Γης, κυρίως από την Αφρική. Η τέχνη τους έχει πολιτική διάσταση, βασίζεται στα θεμελιώδη για τη γενιά των 60s κοινοβιακά και αναρχικά ιδεώδη αλληλεγγύης και αποδοχής του διαφορετικού. Η τρελή παρέα των Σουηδών παρουσιάζει έναν μουσικό κόσμο συναδελφωμένο, αισιόδοξο και γεμάτο ανθρωπιά.



Μήπως και ο DJ David Mancuso, που μας άφησε πριν λίγες μέρες στα 72 του χρόνια, με τα ξακουστά Loft parties του μια παρόμοια ουτοπία  δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει; Το διαμέρισμά του, στο οποίο λάμβαναν χώρα οι βραδιές με την ονομασία Love Saves The Day, μεταμορφωνόταν σε έναν κόσμο που άνθρωποι με διαφορετικό χρώμα δέρματος, με διαφορετικό φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, άνθρωποι ποικίλων ταυτοτήτων χόρευαν και περνούσαν υπέροχα με οδηγό τους τη μουσική, ένα μίγμα από disco, funk, jazz, dub, deep house και ψυχεδελικό ροκ. Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο της χορευτικής μουσικής και όχι το εμπορικό κιτς κατασκεύασμα που προπαγανδίζεται τόσο έντονα.

 

Ο Nicolas Jaar σε συνέντευξη που έδωσε για το νέο του άλμπουμ Sirens, δήλωσε το εξής:  «I feel an affinity with the political aspect of dance music—maybe it can increasingly become a place of protest.» (πηγή)

Αυτός ο «τόπος διαμαρτυρίας» αποτελεί μία ακόμα ου-τοπία. 


5/11/16

Borderline Syndrome – Synapses (2016. self released)

Εκλεκτικές μουσικές συνάψεις 

Στη δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά, το EP με τίτλο Synapses, οι Αθηναίοι Borderline Syndrome βάζουν τα δυνατά τους για μία μουσική πρόταση με έντονη προσωπική σφραγίδα. Φυσικά απαραίτητη προϋπόθεση για να κατορθώσουν κάτι τέτοιο είναι η εκλεκτική προσέγγιση, η οποία στην περίπτωση μας συμβαδίζει με την εγκεφαλικότητα, αλλά και μια πλατειά φαντασία.

 Η συνέχεια της κριτικής (σε συνεργασία με τον Δ. Καλτσά) εδώ.

24/10/16

Transmission guest mixtape


I'm trying to give a unique personal style to each one of my online DJ sets. This is particularly true, when I prepare a guest mix... So, after my collaboration with Mr. George Mihaly in a a back to back set, my accommodation by the radio show Twonite and the participation to the series of mixes by the dance music digger Moskalus, here is my contribution to Transmission blog. This time, the musical selections are softer, with greater versatility and a moody atmosphere.  


 
Tracklist
01. Piirpauke - Kuunnousu
02. Disciples of Ageemablues - Bittersweet (Beautiful in a Wild Kind Edit)
03. Korallreven - Honey Mine (Live au Redondo Beach Cafι)
04. Thricks of the Sun - The Dream
05. Ndikho Xaba - Nomusa
06. Pase Rock - Kamakura (Conversations with Jun)
07. Ragnarok - Fabriksfunky
08. Archimedes Bakdar - Charmante Yerevan
09. Food of The Gods - Boy From Brazil
10. Vangelis - Let It Happen
11. Dungen - Franks Kaktus
12. Fantastikoi Hxoi - The Calling
13. Pacific Horizons - When The Shades Open
14. Chroma Key - Lunar
15. C.A.L.M. - Charlies 


Προσπαθώ ώστε κάθε DJ set που αναρτώ στο διαδίκτυο να έχει έναν ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτήρα. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τα guest mixes που επιμελούμαι. Έτσι, μετά τη συνεργασία με τον κ. George Mihaly σε ένα back to back set, τη φιλοξενία από την ραδιοφωνική εκπομπή Twonite και τον γνώστη της underground dance σκηνής Moskalus, συνεχίζουμε με ένα mixtape για λογαριασμό του blog Transmission. Εδώ οι μουσικές επιλογές είναι πιο χαμηλόφωνες, με ακόμα μεγαλύτερη πολυσυλλεκτικότητα και μία moody ατμόσφαιρα. 

Pic

2/10/16

Moskalus presents Pacularius


Moskalus isn't an ordinary listener and music digger. He became famous among the fans of original and underground electronic dance music, at first, as a creator and editor of unofficial YouTube videos of his favorite tracks. His videos are obscurely beautiful, with equivalent references in the art world and the pop culture. For about a year now, Moskalus also runs a series of mixes by DJs from all around the world. So, when he was positive in my idea of participating in the series, I was very happy.

I preferred to use the surname Pacularius, because it rhymes with "Moskalus" in a... Roman way!

Enjoy 



pic (great idea)

14/9/16

Φεστιβάλ Οδύσσεια


Η παρουσίαση του Odyssia Festival που ακολουθεί δεν διεκδικεί δάφνες αντικειμενικού δημοσιογραφικού πνεύματος,  για δύο λόγους. Πρώτα και σημαντικότερα, αν και παρευρέθηκα τις 4 από τις 5 μέρες της κορύφωσης της γιορτής (1-4 Σεπτεμβρίου), δεν παρακολούθησα όλους τους DJs, ακόμα περισσότερα δεν πήγα σε κανένα boat party, επιλογή που εκ των υστέρων μετάνιωσα. Έπειτα, ο ενθουσιασμός μου για αυτό το φεστιβάλ, ήδη από την πρώτη διαδικτυακή δημοσιοποίηση του μέσα στην Άνοιξη, ήταν τόσο μεγάλος, που ακόμα δυσκολεύομαι να κρίνω 100% αντικειμενικά… Πάντως, δεν σκοπεύω να σας κουράσω με φλυαρίες, αλλά υπόσχομαι να παραμείνω ουσιώδης και συνοπτικός.

Ξεκινάμε, λοιπόν, από τα θετικά και αρνητικά της διοργάνωσης. Πρώτο και βασικό plus το ονειρεμένο line-up, το οποίο μετρούσε μερικούς από τους διαχρονικά κορυφαίους DJs, καλλιτέχνες που εδώ και χρόνια επιδεικνύουν ασίγαστη αφοσίωση στην dance μουσική και στους ακροατές της και όχι στο εύκολο χρήμα, που φέρνει και αναπόφευκτη πτώση της καλλιτεχνικής ποιότητας. Αλλά και ο χώρος διεξαγωγής, το beach bar Cariocas, που επισκέφτηκα για πρώτη φορά, κινείται στο ίδιο επίπεδο. Ένας χώρος καλαίσθητος και λιτός που μεταδίδει ειλικρίνεια, ένα καταφύγιο των αληθινών φίλων της μουσικής. Να σημειωθεί, τέλος, και η πολύ καλή οργάνωση, από τις ώρες εμφάνισης των καλλιτεχνών ως τη διαρρύθμιση και βέβαια το θεμελιώδες στοιχείο του ήχου.


Ωστόσο, πλάι σε στοιχεία με θετικό πρόσημο, υπήρχαν και κάποια με αρνητικό. Αν και τόσο ο ενθουσιασμός μου, όσο και ο σεβασμός μου για τους ανθρώπους που διοργάνωσαν το Odyssia είναι αισθήματα δεδομένα, η αυστηρή εποικοδομητική κριτική είναι απαραίτητη. Το βασικό μειονέκτημα ήταν οι τιμή του αλκοόλ, η οποία εμπόδιζε έναν επισκέπτη με μέτριο ως συμπαθητικό budget να περάσει ένα μεγάλο μέρος της μέρας του εντός του Cariocas και να απολαύσει το πρόγραμμα. Θεωρώ ότι, ειδικά για όσους επέλεξαν το εβδομαδιαίο εισιτήριο, κάποιες εκπτώσεις και προσφορές ήταν απαραίτητες. Παράλληλα, οι υπάλληλοι της εταιρίας security ήταν αδικαιολόγητα αυστηροί. Για παράδειγμα, είναι απαράδεκτο να ψάχνονται οι τσάντες των επισκεπτών ενώ βρίσκονται στον χώρο του φεστιβάλ και προφανώς έχουν ήδη ελεγχθεί στην είσοδο…


Αλλά, ας τα αφήσουμε αυτά και ας περάσουμε στο πιο ενδιαφέρον μέρος της γιορτής, στις εντυπώσεις που έπλασαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της, όσους κατάφερα να παρακολουθήσω δηλαδή:


Οι Invisible City έτυχε να είναι οι πρώτοι που ακούσαμε, πρωτομπαίνοντας στο Cariocas (Πέμπτη 1 Σεπτ.). Αν και στη θεωρία το ντουέτο έπαιρνε άριστα, έχοντας μελετήσει τον συνδυασμό ανάμεσα σε disco, afro, house και τα σχετικά, στην πράξη θα έλεγα πως ίσα-ίσα έπιαναν τη βάση, καθώς από το set τους έλειπε ο ρυθμός, το flow και η προσωπικότητα. 


Ο Lovefingers που ακολούθησε, παρουσίασε ένα απρόσμενα χορευτικό set, σε ωραίο deep, abstract και tribal house, με το απαραίτητο disco καρύκευμα. Δυστυχώς, μάλλον λόγω κακού προγραμματισμού, έπαιξε μονάχα μία ώρα.


Κάπως έτσι έφτασε και η σειρά του αδιαμφισβήτητου star της όλης διοργάνωσης. O DJ Harvey, φάνηκε πίσω από τα decks άνετος και χαμογελαστός όπως πάντα, μπροστά σε ένα ενθουσιασμένο κοινό.  Στη διάρκεια της εμφάνισής του, παρέμεινε  πιστός στο προσωπικό στιλ του, μπλέκοντας εκλεκτικά και ψυχεδελικά cosmic disco, synthpop και deep house. Η απόλαυση της παρακολούθησης ενός από τους αγαπημένους μου DJs ήταν έντονη, αλλά θεωρώ ότι ο Harvey δεν έδωσε και τον καλύτερό του εαυτό. Ίσως δεν τον βοήθησε και το κοινό, ένα μέρος του οποίου αποτελούταν από επιδειξιομανείς hipsters με πολύ κακή αισθητική. 


Την επόμενη μέρα (Παρασκευή 2 Σεπτ.) φτάσαμε στο Cariocas, ενώ ο Boo Williams προσέφερε απλόχερα την τέχνη του στον λαό. Κάποια διαδικτυακά mix του που είχα ακούσει τον αδικούν: live είναι χορευτικός, ξεσηκωτικός, σε άριστη επικοινωνία με το κοινό. Οι επιλογές  του περνούσαν ένα σαφές αισθητικό, κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα συναδέλφωσης, ανθρωπιάς και απόρριψης κάθε μισαλλοδοξίας.  Ήμασταν τυχεροί που μπροστά μας ξεδιπλώθηκε το μεγαλείο του πραγματικού Chicago house. 


Από την άλλη, ο Kyle Hall που ακολούθησε ήταν αγχωμένος και άπειρος, με αταίριαστες αυξομειώσεις στην ένταση, τη δυναμική και το στιλ της μουσικής του. 


Η τρίτη μέρα (Σάββατο 3 Σεπτ.) ήταν κατά κύριο λόγο αφιερωμένη στο μέγα Francois K. Το τετράωρο set του αποτέλεσε ένα μάθημα DJing, τουλάχιστον εγώ πήρα αρκετές ιδέες και tips. Η ατμόσφαιρα της μουσικής του ήταν εντυπωσιακή, θα την παρομοίαζα με μία πτήση από τα χαμηλά επίπεδα του ουρανού στο αχανές διάστημα και πάλι πίσω. Ειδικά το φινάλε ήταν από τα καλύτερα που έχω ακούσει, ένα jungle και drum n bass ξέσπασμα. Ωστόσο, κάποια electro/EDM tracks που επέλεξε τα βρήκα κάπως άστοχα και αταίριαστα. 


Την ίδια μέρα προλάβαμε και τον Mike Huckaby από το Detroit. O ήχος του ήταν ωραίος, ζεστός και στρωτός, σε κλασικό και ελαφρώς τριπαρισμένο deep house. Παρόλα αυτά, το βινυλιακό του set κατέληγε μονότονο.


Την τελευταία μέρα της παραμονής μας (Κυριακή 4 Σεπτ.), είδαμε τους Βody & Soul, δηλαδή τους Francois K, Joe Claussel και Danny Krivit. Ο Claussel ήταν ακόμα ένας από τους Djs που αδημονούσα να παρακολουθήσω live. Αλλά, ο συνδυασμός των τριών αποδείχτηκε αχτύπητος. Μπορεί να έπαιζαν σε τόσο υψηλή ένταση που ο ήχος παραμορφωνόταν, αλλά πέρα από αυτό το μειονέκτημα, μόνο καλά λόγια έχω να γράψω. Ο κόσμος, ο οποίος ήταν σχεδόν τριπλάσιος σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες, χόρευε παραδομένος στη σοφή συνεργασία των τριών Djs: ο Kevorkian έκανε ενέσεις πειραματισμού και ατμόσφαιρας, ο Krivit επέστρεφε το σετ στις παραδοσιακές και γκρουβάτες disco ρίζες του, ενώ ο Claussel ανέβαζε ρυθμό και ένταση στο ζενίθ. Ακούσαμε και χορέψαμε μία εκδοχή λαοφιλούς και εξωστρεφούς house μουσικής, η οποία ποτέ δεν σκόνταψε στην κακογουστιά.



Κλείνοντας, να στείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στα παιδιά που διοργάνωσαν αυτό το μεγάλο party. Θα μπορούσα βέβαια να μεταφέρω και από κοντά τις ευχαριστίες μου, αλλά λίγο η πολυκοσμία, λίγο η δική μου εσωστρέφεια δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μολαταύτα, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά ανθρώπους με τους οποίους ως τότε είχα επικοινωνήσει μόνο διαδικτυακά, άνθρωποι που αποδείχτηκαν το ίδιο συμπαθητικοί από κοντά. Επίσης, έκανα και νέες ενδιαφέρουσες γνωριμίες, που σίγουρα θα έχουν μέλλον. Πάνω απ’ όλα, χόρεψα, γέλασα και αλάφρωσα από τις ευθύνες και τρεχάματα μιας ολόκληρης χρονιάς.  


Άντε και του χρόνου εις ανώτερα!

photo by L.

20/8/16

balearic revival: 2016


  
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όλο και περισσότεροι Βρετανοί και άλλοι Δυτικοευρωπαίοι, που είχαν την απαραίτητη οικονομική ευμάρεια, συνέρεαν στην Ibiza αναζητώντας έναν ιδανικό τόπο διακοπών μακριά από τη βιομηχανική καθημερινότητα της πατρίδας τους. Εκεί άκουσαν για πρώτη φορά τους ντόπιους DJs να παίζουν ένα ιδιαίτερο κράμα από ποικίλα μουσικά είδη, το οποίο οι ξένοι τουρίστες βάφτισαν balearic beat... Το balearic στιλ αναμφίβολα στηρίχτηκε στην επιθυμία απόδρασης από τον δυτικοευρωπαϊκό βιομηχανοποιημένο τρόπο ζωής προς έναν ιδεατό μεσογειακό παράδεισο απολαύσεων και χαλάρωσης.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται παγιδευμένος σε μία κρίση που ξεκίνησε ως οικονομική, αλλά έχει εξελιχθεί σε πολιτική, θρησκευτική, κοινωνική, σε μία κρίση βίας. Έχει οπωσδήποτε φτωχύνει η διάθεση για την ανεπιτήδευτη διασκέδαση, τη θερινή ραστώνη και το χίπικο πνεύμα του balearic beat των αρχών των 90s. Άλλωστε και η διασκέδαση των τελευταίων είκοσι ετών, τόσο στην Ibiza, όσο και παγκοσμίως  έχει πάρει εντελώς άλλο δρόμο, με τα πολυπληθή club, την EDM, την υπερβολική πολυτέλεια. Ένα τέλεια οργανωμένο εμπορικό πακέτο ξέφρενης διασκέδασης ανταποκρίνεται πλήρως στην ανάγκη του Δυτικού ανθρώπου να κρυφτεί από έναν ολοένα και πιο πολύπλοκο και επίφοβο κόσμο.

Έτσι, το balearic beat εδώ και περίπου μία δεκαετία έχει αναβιώσει, προσπαθώντας να ξαναφέρει όλη αυτή την εναλλακτική νοοτροπία στην τρέχουσα μουσική σκηνή. Και πράγματι, αρχικά στο πλαίσιο του “balearic revival” ακούσαμε αξιόλογες κυκλοφορίες από νέους καλλιτέχνες, οι οποίοι έχοντας μία πλούσια δισκοθήκη και μπόλικη έμπνευση, συνδύασαν  disco, ψυχεδελικό ροκ, ambient, deep house με απώτερο σκοπό το νοερό ταξίδι προς μία καλοκαιρινή ακρογιαλιά την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Ωστόσο, καθώς περνούσαν τα χρόνια, το balearic μπήκε σε πιο εμπορικά μονοπάτια˙ όχι ότι κατάφερε να εισχωρήσει στα hits της εποχής (αν και ο συρμός του tropical house οφείλει πολλά σε αυτό), αλλά σταδιακά αυτή η έκρηξη φρέσκιας μουσικής κατέληξε σε μία σωρεία από chill out κυκλοφορίες με ένα στοιχείο disco, το οποίο συνήθως δεν τις σώζει από την αδιαφορία.

Επομένως, σκέφτηκα ότι αξίζει να προβληθούν κάποιοι τρέχοντες καλλιτέχνες οι οποίοι παραμένοντας μέσα στα όρια του balearic revival, επιμένουν να προσφέρουν πραγματικά αξιόλογη μουσική. Ακόμα περισσότερο, αναζητούν ένα προσωπικό ύφος, πέρα από μόδες και συγκροτημένα μουσικά στιλ.

Ακολουθούν οι ως τώρα πιο ενδιαφέρουσες balearic κυκλοφορίες του 2016.

Ξεκινάμε με τη δυναμική επιστροφή του DJ και παραγωγού Phil Mison,  που αποτελεί έναν από τους βασικούς διαμορφωτές της downtempo electronica, τόσο με τα sets του στο Café Del Mar, όσο και με τις μουσικές του δημιουργίες του. Αρχές της χρονιάς, κυκλοφόρησε ως Cantoma το τρίτο του ολοκληρωμένο άλμπουμ , με τίτλο Just Landed: 90s chill out, 70s-80s easy listening, βραζιλιάνικη και flamenco μουσική δένονται με ωριμότητα στον ήχο, στην ενορχήστρωση, αλλά και στη συναισθηματική διάθεση. Στο βασικό single του άλμπουμ, Alive, ο Bing Ji Ling τραγουδάει για τη φθαρμένη, αλλά πάντα επίκαιρη αξία της συνύπαρξης με ανθρώπους που αγαπάμε.


Παράλληλα, ο Mison σε συνεργασία με τον νέο παραγωγό Thomas Schulz σχημάτισαν το γκρουπ Ambala και φέτος κυκλοφόρησαν το άλμπουμ Volume 1 για λογαριασμό της δισκογραφικής Music For Dreams του Kenneth Bagger. Το κλίμα παρόμοιο με αυτό του Just Landed, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με απλά συμπαθητικό chill out, που λοξοκοιτάει προς house ρυθμούς. Βέβαια τα πολύ καλά κομμάτια δεν λείπουν, ενώ με άνεση ξεχωρίζει το Walk With Dreamers με τη συμμετοχή των Laid Back. Ένα από τα καλύτερα tracks του φετινού καλοκαιριού:


Μετά από αρκετά χρόνια, συγκεκριμένα εφτά, επέστρεψε και το ντουέτο των Fontän από τη Σουηδία. Το EP τους Babylon αποτελεί άξια συνέχεια του αριστουργηματικού τους άλμπουμ  Winterhwila του 2009. Μάλιστα, στο Babylon εξελίσσουν τον ήχο τους, καθώς τα στοιχεία space disco έχουν υποχωρήσει μπροστά σε μία ξεκάθαρη κατεύθυνση psych/ prog/ space rock. Φανταστείτε τον νεαρό Steven Wilson των Delerium Years να αναπολεί τις διακοπές του σε ένα ξεχασμένο νησάκι της Μεσογείου. Το Babylon αποτελεί την πιο αγαπημένη μου κυκλοφορία για το 2016 και δύσκολα βλέπω να ανατρέπεται αυτή η πρωτιά.




Από το ψυχεδελικό ροκ είναι επηρεασμένοι και οι Καλιφορνέζοι Pacific Horizons, οι οποίοι μέσα στο 2016 κυκλοφόρησαν δύο EPs. Στο πρώτο, The Loneliness Your Love Destroys, πειραματίζονται με έναν συνδυασμό ανάμεσα σε χαμηλόφωνο deep house και post punk/ new romantic. Το αποτέλεσμα είναι τρία αιθέρια  tracks, από οποία όμως λείπει μια πιο συγκροτημένη δομή. Στο δεύτερο τους EP, Streets of Babylon τα καταφέρνουν καλύτερα, παρουσιάζοντας την προσωπική τους εκδοχή για τον future garage ήχο. Η αφαιρετικότητα,  η νοσταλγία και η εσωστρέφεια έχουν για ακόμη μια φορά τον πρώτο λόγο, ενώ τα acid house και jungle beats και synths συνδυάζονται με 60s ψυχεδελικές κιθάρες. 





Αυτό το ονειρικό κλίμα κυριαρχεί και στο EP Agit των Islandman, που μας έρχονται από την Κωνσταντινούπολη. To Agit βγήκε επίσης από την Music For Dreamers, μία εταιρεία που διακρίνεται για το πλήθος των κυκλοφοριών της χωρίς να διατηρεί πάντα την ίδια ποιότητα. Αλλά, είναι σίγουρο ότι δίνει βήμα σε νέους, underground καλλιτέχνες. Έτσι και οι Islandman είναι μια νέα μπάντα που έχει κάτι ενδιαφέρον να πει. Η προσέγγιση τους στο balearic μου έφερε στο νου τους Tommy Awards, αλλά πλάι στα ράθυμα beats, τα ρετρό πλήκτρα και τις krautrock κιθάρες, προστίθενται world πινελιές αντλημένες από την πλούσια παράδοση της Τουρκίας.




Μάλιστα, φέτος οι Islandman ανήρτησαν διαδικτυακά το κομμάτι Godless Ceremony, δείγμα του επερχόμενου ομώνυμου άλμπουμ του, ένα απρόσμενα χορευτικό και κεφάτο τραγούδι. 




Ακόμα ένας ελάχιστα γνωστός καλλιτέχνης που αξίζει την προσοχή μας είναι ο Daniele Tomassini, ο οποίος με το ψευδώνυμο Feel Fly φέτος κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του Same Old Place Vol​.​1. Η περιγραφή που συνοδεύει την κυκλοφορία είναι ενδεικτική: «Let's try to figure out Daniele and his voiced homies sing along deep tunes and balearic hymns: peaceful». Ορχηστρικό ambient house, με πολλές αναφορές στη δεκαετία του ’90 και καλλιτέχνες όπως οι Orb και ο Moby, χωρίς όμως να λείπουν και στοιχεία από το πρόωρα και άδικα χαμένο chillwave κίνημα. Η προσέγγιση είναι DIY, η δομή των συνθέσεων και η παραγωγή έχουν μια γοητευτική απλότητα, ενώ τα συναισθήματα είναι ζεστά και μειλίχια. 





Τα δύο full-length του 2016 που χαρακτηρίζονται ως balearic και ταυτόχρονα συμπεριλαμβάνονται στην προσωπική μου λίστα με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς, μέχρι τουλάχιστον το τέλος αυτού του καλοκαιριού, είναι το 69 των Wilson Tanner και το Afterlife των NO ZU. Βέβαια, οι δρόμοι που ακολουθούν οι δύο αυτές μπάντες είναι εντελώς διαφορετικοί.

Οι Wilson Tanner είναι ένα project που αποτελείται από τους Andrew Wilson και John Tanner. O πρώτος είναι περισσότερο γνωστός ως Andras Fox, ένας χίπστερ πιτσιρικάς από την Αυστραλία ο οποίος με τα πολλά του project έχει καταφέρει να ενθουσιάσει τους θιασώτες του σύγχρονου chill out και disco. Στη συνεργασία του με τον συμπατριώτη του John Tanner έδωσαν ένα πραγματικά κορυφαίο δείγμα ambient μουσικής. Οι συνθέσεις του 69 βασίζονται σε ανολοκλήρωτες μελωδικές φράσεις στηριγμένες στη μινιμαλιστική ενορχήστρωση από synths, πιάνο, κιθάρα και κλαρινέτο. Μέσα από αυτή όμως την απλότητα αναδεικνύεται ένα εύρος επιρροών: από Brian Eno και Tangerine Dream μέχρι free jazz. Οι δύο μουσικοί ανοίγουν ένα προσωπικό διάλογο χαλάρωσης και αρμονίας με τον ακροατή.


Οι NO ZU μας έρχονται επίσης από την Αυστραλία, αλλά παρουσιάζουν ένα ύφος εξωστρεφές, νευρώδες και χορευτικό. Οι ίδιοι έχουν ονομάσει το ηχητικό τους χαρμάνι heatbeat και στο τελευταίο τους άλμπουμ Afterlife μας το παρουσιάζουν σε όλο του το μεγαλείο. Το funk συναντά το new wave και το electro τις μουσικές του κόσμου. Μερικές από τις πιο ιδιάζουσες περιπτώσεις της δεκαετίας του ’80, όπως το άλμπουμ Seven Souls των Material, το κομμάτι Regiment των Brian Eno και David Byrne και οι Ελληνοαμερικάνοι Anabouboula αποτελούν σημεία αναφοράς. Ιδιαιτερότητα στο συγκρότημα προσφέρουν και τα στοιχεία μυστικισμού, σουρεαλισμού και avant-garde που είναι πιο έκδηλα στα βίντεο των τραγουδιών τους.



Φυσικά οι balearic κυκλοφορίες του 2016 είναι περισσότερες από όσες αναφέρθηκαν σε αυτό το άρθρο, κάποιες έχω ακούσει και με έχουν λιγότερο ή περισσότερο απογοητεύσει, ενώ πολλές περιμένουν υπομονετικά να τις ανακαλύψω. Αλλά, ένας DJ ή φίλος της μουσικής γενικότερα ο οποίος φιλοδοξεί να αναθερμάνει το γνήσιο balearic πνεύμα χρειάζεται να αναζητά καλλιτέχνες, δίσκους και τραγούδια εκτός των ασφαλών ορίων της balearic αναβίωσης. Κι η αλήθεια είναι ότι  εκεί έξω υπάρχουν νεόκοπες μουσικές εντελώς ταιριαστές σε ένα ανοιχτόμυαλο και εκλεκτικό set : η afro-soul επιτυχία κοινωνικής ανησυχίας Black Man in A White World του Michael Kiwanuka, το alternative progressive rock των Atlanter (κάποια τραγούδια τους ρεμιξαρίστηκαν από τον Prins Thomas),  το ανορθόδοξο αλλά funky house του Mall Grab 


  


Αντί επιλόγου, θα μεταφέρω ένα απόσπασμα από μία πρόσφατη συνέντευξη του DJ Harvey για την εμπειρία του ως resident DJ στην Ibiza:  «I think younger people havent experienced this kind of party before. Maybe they’re used to bigger nightclubs, or heavier music, so to hear music that is a serious good time, a bit more melodic, and maybe reminiscent of times gone by – it’s an honest to goodness good time. I’m very, very happy with things here» (πηγή). Λόγια ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά του βαλεαρικού πνεύματος. 

Και μιας και αναμένουμε πως και πως τον Harvey να εμφανιστεί στο πολυαναμενόμενο Odyssia Festival, μια τεράστια προσπάθεια για τα δεδομένα της χώρας  μας, ορίστε και μια καθαρά ελληνική balearic κυκλοφορία του 2016, ένα remix έκπληξη από μια νέα δισκογραφική. Ήταν καιρός να συμμετέχουμε κι εμείς σε αυτό το αλισβερίσι: