26/10/15

adolf plays the jazz - Tinder (2015, self released)


Αναμφισβήτητα, η χώρα μας αποτελεί έναν από τους προμαχώνες του post-rock. Οι φανατικοί φίλοι του από τον χώρο της ροκ μουσικής και όχι μόνο είναι πολυάριθμοι, ενώ τα πιο σημαντικά ονόματα του είδους έχουν επισκεφτεί πάνω από μία φορά της εγχώριες μουσικές σκηνές. Παράλληλα, τα ελληνικά post-rocκ συγκροτήματα φτάνουν σε έναν σεβαστό αριθμό, κάποια από τα οποία μας έχουν κατά καιρό απασχολήσει με σοβαρές και ποιοτικές δουλειές. Ανάμεσα σε αυτά, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι adolf plays the jazz, μια κολεκτίβα μουσικών και καλλιτεχνών, οι οποίοι δραστηριοποιούνται από το 2002. Από το 2005 και την κυκλοφορία του πρώτου τους EP Cognac or Brandy ως σήμερα, η αθηναϊκή μπάντα έχει παρουσιάσει πέντε ολοκληρωμένα άλμπουμ και κάμποσα EPs. Σε αυτές τις δουλειές διακρίνεται η προσπάθεια των adolf plays the jazz να δημιουργήσουν προχωρημένο και ενδιαφέρον post-rock, το οποίο αντλεί στοιχεία από το progressive rock, το ambient, το folk και την ευρύτερη πειραματική μουσική. Μάλιστα, από κυκλοφορία σε κυκλοφορία, το όραμα τους εξελίσσεται και συγκροτείται ολοένα πιο ολοκληρωμένα. Είναι, λοιπόν, επόμενο το τελευταίο τους άλμπουμ, με τίτλο Tinder, να αποτελεί το πιο ώριμό τους ως σήμερα.

 Ένα soundtrack για την κρίση


 

Ο τίτλος του πέμπτου και πιο πρόσφατου άλμπουμ των adolf plays the jazz είναι ενδεικτικός ενός θεμελιώδους χαρακτηριστικού αυτής της δουλειάς: οι Έλληνες post-rockers φιλοδοξούν ν’ ανάψουν το φιτίλι (tinder), να δώσουν δηλαδή το έναυσμα για σοβαρή σκέψη και έντονο συναίσθημα. Επομένως, η προειδοποίηση που διαβάζουμε στην περιγραφή της μπάντας, ότι «οι adolf plays the jazz δεν σχετίζονται με την πολιτική», μόνο ως παραπλανητική μπορεί να εκληφθεί, ειδικά αν λογαριάσουμε ως πολιτική, όχι μόνο όσα διαδραματίζονται μέσα σε ένα κοινοβούλιο, αλλά τις μεταξύ μας σχέσεις, οικονομικές, επαγγελματικές, ακόμα και προσωπικές.

Μπορούμε να πούμε ότι το αργόσυρτο και υπόγειο post-rock του Tinder αποτελεί μία ηχητική καταγραφή της  ψυχολογίας μίας κρίσης, η οποία ξεκίνησε ως οικονομική και κατέληξε κοινωνική, αξιακή και ηθική. Οι adolf plays the jazz εκφράζουν όχι μόνο τον φόβο και την αμφιβολία αυτής της δύσκολης περιόδου, αλλά και τις στιγμές ελπίδας και θάρρους. Το μουσικό τους ύφος, έχοντας διαμορφωθεί εδώ και 15 περίπου χρόνια, είναι αρκετά προσωπικό. Χωρίς αμφιβολία η μουσική τους εντάσσεται στο post-rock, με βασικές επιρροές από τους Godspeed You Black Emperor! και τους Mogwai, από δύο δηλαδή μεγαθήρια του ιδιώματος, που συχνότατα δίνουν στην τέχνη τους μία πολιτική διάσταση.

Έτσι, στο Tinder κυριαρχούν οι  λαβυρινθικές μελωδίες, οι αργόσυρτοι ρυθμοί και τα δραματικά κιθαριστικά κρεσέντο. Επίσης, τα πυκνά εφέ, κυρίως το reverb, μπλέκονται με samples από ταινίες του Roman Polanski και του Terry Gilliam. Ωστόσο, το post-rock των adolf plays the jazz εμπλουτίζεται και από στοιχεία dark ambient, space/progressive rock, ακόμα και jazz, όπως άλλωστε φανερώνει και σουρεαλιστικό τους όνομα. Κατ’ αναλογία, η ενορχήστρωση εμπλουτίζεται από σαξόφωνο, όπως στη σύνθεση Natural Born Maniac, ακόμα και βιολί, όπως στο κομμάτι Panic, έτσι οι ανάσες πολύχρωμων μελωδιών ελαφραίνουν μια ατμόσφαιρα κατά βάση βαριά και μουντή.

Αλλά, σε αυτή την απόπειρα απόδοσης μιας τέτοιας ατμόσφαιρας εντοπίζονται τα μειονεκτήματα του Tinder. Οι adolf plays the jazz προσπαθώντας  να αιχμαλωτίσουν στον ακροατή σε έναν συναισθηματικό κόσμο μοναξιάς και οργής, δύσκολης ελπίδας και ανάτασης, κάποιες φορές χάνουν την ουσία. Στο δωδεκάλεπτο Tendency To Fall αυτή η αντίφαση είναι εμφανής: η αρχικά πρωτότυπη “jazzy post-rock” προσέγγιση  σταδιακά αναλώνεται σε κουραστικά μοτίβα. Ακόμα περισσότερο, τα 26 λεπτά του καταληκτικού Collapse, βρίθουν περιττών στοιχείων και επαναλήψεων, αποκαλύπτοντας μια μπάντα δυσκίνητη και τελικά αμήχανη.

Συνεπώς, το ζητούμενο για τους adolf plays the jazz είναι η μεγαλύτερη προσοχή στη δομή και στην ανάπτυξη των συνθέσεων, καθώς κατά τ’ άλλα έχουν όλα τα φόντα ώστε να καταθέσουν μία σοβαρή post-rock πρόταση, ακόμα περισσότερο μία ανοιχτόμυαλη τέχνη με πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνιστώσες: φαντασία, πολυσυλλεκτικότητα επιρροών και ωραίες αναφορές στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Στο κομμάτι Words μπορούμε να πούμε πως καταφέρνουν μια τέτοια σύνθεση στοιχείων, όπου η ταυτόχρονα οργισμένη και αφαιρετική ροκ μουσική αποτελεί το soundtrack ενός ποιήματος που θα χαρακτηρίζαμε ως και συγκλονιστικό.

 Βαθμός: 7.5 / 10


Ο πίνακας στην αρχή της ανάρτησης αποτελεί έργο της νέας εικαστικού Λίας Κουτελιέρη, την οποία ανακάλυψα εδώ. Η κριτική στο Tinder πρωτοδημοσιεύτηκε στο Progrocks.gr συνοδεία μίας ακόμα γνώμης από τον Κώστα Μπάρμπα. 

12/10/15

Robert Rich - Filaments (2015, Soundscape Productions)


 Η ambient μουσική δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα, έτσι γίνεται αντιληπτή σε ένα πολύ βασικό επίπεδο. Η λέξη ambient είναι παραπλανητική, επειδή προϋποθέτει ότι η μουσική υπάρχει ως υπόβαθρο. (…) Μου αρέσει ο όρος που χρησιμοποιεί η Paul Oliveros, “βαθιά ακρόαση”. Μεταφέρει μια οδηγία προς το κοινό, ότι πρέπει να φέρουν και εκείνοι κάτι στην εμπειρία.  Υπάρχει επίσης ο όρος “ψυχοδραστική μουσική”, η μουσική που εμπλέκεται με σαμανιστικές πρακτικές, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ambient, αλλά συνεχίζεται για μεγάλες χρονικές διάρκειες ώστε να παράγει εναλλακτικές φάσεις της συνείδησης» (πηγή). Σε αυτό το εγχείρημα ορισμού του ambient ιδιώματος από τον Robert Rich συναντάμε όλα εκείνα τα αντιθετικά δίπολα που την εντάσσουν στην πολύπλοκη μοντέρνα εποχή μας: ορθολογισμός και υπερβατικότητα, ψυχολογία και μαγεία, ενεργή συμμετοχή και πλήρης παράδοση.

Ο Καλιφορνέζος Robert Rich, συνθέτης, παραγωγός και κατασκευαστής συνθεσάιζερ, αποτελεί μία από τις εμβληματικές μορφές της ambient των τελευταίων τριάντα ετών. Στα δεκάδες άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 80 χαρτογραφείται η σταδιακή εξέλιξη του συγκεκριμένου είδους, πιο συγκεκριμένα η εκλεκτική του ανάμειξη με ένα ευρύ φάσμα ειδών και τάσεων: από την ατονική μουσική του Claude Debussy ως τους tribal ρυθμούς των Αβοριγίνων της Ωκεανίας. Σταθμός στην πορεία του Rich, αλλά και ένα οριακό της σημείο, αποτελεί το επτάωρο άλμπουμ Somnium (2001), το οποίο προορίζεται να συνοδέψει τον ύπνο και να καθοδηγήσει τα όνειρα του ακροατή.

Στο νέο του άλμπουμ Filaments ο Robert Rich εξερευνά τη θέση της ανθρώπινης συνείδησης μέσα το σύμπαν.

   

Ανθρωποκεντρική ambient μουσική;

Το καλλιτεχνικό ύφος του Robert Rich έχει πετυχημένα χαρακτηριστεί ως “space music”, όρος που ταιριάζει απόλυτα και στην τελευταία του κυκλοφορία, το CD Filaments.  Όπως γράφει και ο ίδιος, η βασική ιδέα στην οποία βασίστηκε το Filaments είναι η «ανθρωπική αρχή». Η «ανθρωπική αρχή» αποτελεί μια φιλοσοφική θεώρηση που έχει διατυπωθεί από αστροφυσικούς, σύμφωνα με την οποία η πορεία του Σύμπαντος διέπεται από μια τέλεια εντελέχεια που αποσκοπεί στη δημιουργία του ανθρώπου, ώστε εκείνος στη συνέχεια να το παρατηρήσει και θα το ερμηνεύσει. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, η συγκεκριμένη κοσμολογική άποψη μπλέκει με έναν αμφισβητούμενο τρόπο τα επιστημονικά δεδομένα με τη μεταφυσική, πιθανώς και με την θρησκεία. Αλλά, ακριβώς αυτό το μεταφυσικό βάθος φαίνεται πως συγκίνησε τον Robert Rich και αυτό αποπειράται να αποδώσει στη νέα του δισκογραφική δουλειά (περισσότερα περί “ανθρωπικής αρχής” εδώ).

Επομένως, το Filaments αποτελείται από ορχηστρικές συνθέσεις που διακρίνονται από νοσταλγία, στοχασμό, ακόμα και δέος. Ο επικός τόνος υποβόσκει, καθώς η ενορχήστρωση και η παραγωγή είναι ιδιαίτερα λεπτοδουλεμένες, αποτέλεσμα της μεγάλης εμπειρίας του Robert Rich. Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι το Filaments αποτελεί το απόσταγμα της εμπειρίας και γνώσης του Αμερικάνου μουσικού. Με ενδιαφέρον παρακολουθούμε την ένταξη ποικίλων επιδράσεων σε ένα προσωπικό ύφος: τα synths pads του Brian Eno, τα αφαιρετικά tribal στοιχεία του Steve Roach, τα μινιμαλιστικά μοτίβα του Harold Budd στο πιάνο και οι δαιδαλώδεις και εγκεφαλικές δομές του Berlin School μπλέκονται αρμονικά, στις πιο πετυχημένες των περιπτώσεων στο ίδιο κομμάτι˙ για παράδειγμα, το Entagled θα μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα μιας συνεργασίας του Rich με τον Eno, τον Budd και τον Klaus Schulze.

Ωστόσο, αυτός ο πλούσιος σε αναφορές, πολυσύνθετος και ταυτόχρονα εύθραυστος μουσικός κόσμος διακρίνεται από κάποιες σοβαρές αδυναμίες. Ο Robert Rich, μετά από σχεδόν τριανταπέντε χρόνια δημιουργίας πραγματικά εκατοντάδων ωρών μουσικής, μοιάζει κάπως κουρασμένος και επαναπαυμένος στις μέχρι τώρα κατακτήσεις της ambient, στην οποία και ο ίδιος έχει προσφέρει πολλά. Φαίνεται να μην τον ενδιαφέρει τόσο να αναζητήσει νέους τρόπους έκφρασης για το συγκεκριμένο ιδίωμα, ενώ τα τελευταία χρόνια συνάδελφοί του, συνήθως νεότεροι, παρουσιάζουν αξιομνημόνευτες δουλειές. Συνεπώς, σπάνια καταφέρνει να προκαλέσει βαθιά μεταφυσική και υπαρξιακή συγκίνηση στον ακροατή, καθώς το όλο αποτέλεσμα μοιάζει «στημένο» και κάπως άνευρο. Βέβαια, εξαιρέσεις σε αυτή την εντύπωση υπάρχουν, όπως το καταληκτικό Telomere.

Συμπερασματικά, το Filaments αποτελεί μια από τις πιο συγκροτημένες κυκλοφορίες του Robert Rich, η οποία όμως ως ένα μεγάλο βαθμό χάνει σε πρωτοτυπία και φρεσκάδα. Αρκετές φορές, ο θεμελιώδης σκοπός δημιουργίας μιας βαθιά ανθρωποκεντρικής μουσικής μοιάζει να χάνεται μέσα σε απαρέγκλιτα κλασικές ambient συνθέσεις, που πιθανότατα θα ενδιαφέρουν μονάχα τους μυημένους.


Βαθμός: 6,5

Αυτή η παρουσίαση γράφτηκε για λογαριασμό του Progrocks.gr και συνοδεύτηκε από μία δεύτερη γνώμη για το άλμπουμ, από τον Παναγιώτη Σταθόπουλο.