29/12/20

Η μουσική του 2020: μια ματιά σε έναν καλύτερο κόσμο


Σίγουρα αυτή η δύσκολη και ως ένα μεγάλο βαθμό δυσάρεστη χρονιά του Covid-19 έκλινε προς την αισιοδοξία και τη θετικότητα χάρη στη συνδρομή της τέχνης. Λογοτεχνία, σινεμά (συμπεριλαμβάνω και τις καλές τηλεοπτικές σειρές μαζί), εικαστικές τέχνες και βέβαια μουσική μας παρηγόρησαν και μας προσέφεραν μεγάλα πεδία απόδρασης από την καθημερινότητα, παράλληλα όμως μας βοήθησαν να βρούμε πιθανές ερμηνείες, αλλά και να στοχαστούμε λύσεις για τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα του καιρού μας.

Με τις παραπάνω σκέψεις, αποφάσισα να ασχοληθώ φέτος πιο επισταμένα με τη μουσική σκηνή, παρουσιάζοντας ξεχωριστή μουσικοκριτική για καθένα από τα άλμπουμ του δικού μου top-20, καθεμιά από τις πρώτες είκοσι μέρες του Δεκέμβρη. Έτσι προέκυψαν είκοσι κείμενα των 350-450 λέξεων.

Η υφολογική κατεύθυνση των μουσικοκριτικών είχε ως ένα βαθμό προαποφασιστεί, αλλά τελικά διαμορφώθηκε καθώς αυτές γράφονταν. Έχουμε να κάνουμε με σύντομα και όσο το δυνατόν στοχευμένα κείμενα, στα οποία γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί το μουσικό ύφος του κάθε άλμπουμ (όσο μπορεί αυτό να γίνει από έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει θεωρία μουσικής), να αντιστοιχηθούν οι πιο πιθανές επιρροές των καλλιτεχνών, αλλά και να κατανοηθούν οι ευρύτεροι πολιτικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί συσχετισμοί. Παράλληλα, αρκετές είναι και οι προσωπικές-βιωματικές αναφορές, αφού άλλωστε και η επιλογή των άλμπουμ βασίζεται κατά βάση στο προσωπικό γούστο. Επίσης, που και που, δεν αποφεύχθηκε μια πιο ιμπρεσσιονιστική κριτική, με έννοιες αναπόδραστα θολές, όπως: “ατμόσφαιρα”, “αύρα” κλπ. 

Η λίστα με τα 20 μουσικά άλμπουμ που ξεχώρισα το 2020. Για να μεταβείτε στα κείμενα των παρουσιάσεων, ανατρέξτε στο blog, με το tag "blogovision2020"

  1. Liberato - Ultras

  2. Tom Misch, Yussef Dayes - What Kinda Music

  3. Domus - Lucid Dreaming

  4. Islandman - Kaybola

  5. Okysho - Kamala’s Danz

  6. Soft Power - Brink Of Extinction

  7. Bon Voyage Organization - La Course

  8. Ak' Chamel, The Giver Of Illness - The Totemist

  9. Kruder & Dorfmeister - 1995

  10. The Cappuccino Wizards - 1883 Juncture Bound

  11.  Maât - Solar Mantra

  12.  Lindstrom & Prins Thomas - III

  13.  Hail Spirit Noir - Eden In Reverse

  14.  Bent - Up In The Air

  15.  Och - II 

  16.  Caribou - Suddenly

  17.  Cantoma - Into Daylight

  18.  Algol Paradox - アルゴルパラドックス

  19.  AKSK - Things We Do

  20.  Arild Hammerø - Lerret

Περνώντας, τώρα, στο ζουμί, δηλαδή στην ίδια τη μουσική του 2020, ο συσχετισμός μεταξύ Covid-19 και φετινών κυκλοφοριών είναι αυτονόητος. Η Μαρία Παππά, σε άρθρο της στο Lifo, αν και ασχολείται -κατά τη γνώμη μου- υπερβολικά με την πιο ανούσια πλευρά του mainstream, αναφέρει εύστοχα: 

Για να περάσουμε, όμως, στην καραντίνα και το πόσο επηρέασε τη μουσική γενικότερα, η αλήθεια είναι ότι η φετινή είναι μία από τις πιο γόνιμες των τελευταίων χρόνων μουσικά. Η καραντίνα όχι μόνο περιόρισε τους μουσικούς, απεναντίας τους πείσμωσε ή τους έδωσε τη δυνατότητα να γίνουν πιο παραγωγικοί, παρά τα όποια εμπόδια και την απουσία των ζωντανών εμφανίσεων ή καλύτερα εξαιτίας της έλλειψης τους. 

Επομένως, πάμε να δούμε πως διαμορφώθηκε η μουσική σκηνή του 2020.

Πρώτο και θεμελιώδες χαρακτηριστικό της είναι η τεράστια ποικιλία ειδών, υφών και τάσεων, σε βαθμό που δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για κατευθύνσεις που ξεχώρισαν. Στο αχανές διαδικτυακό σύμπαν υπάρχει χώρος για να αναπτυχθούν πολλές σκηνές, με πλήθος κυκλοφοριών και αντίστοιχα διευρυμένους κύκλους οπαδών: το hip hop, το ψυχεδελικό ροκ, το indie, η dance (house, techno κλπ.), η ambient κ.α. 

Ειδικά, τώρα που η χρονιά φτάνει στο τέλος της και οι λίστες με τα best of… εμφανίζονται συνεχώς, ακούω εκπληκτικά άλμπουμ, που πιθανώς θα έμπαιναν στο δικό μου top-20. Τουλάχιστον θα αναφερθούν στο κείμενο αυτό, μαζί με κάποια ακόμη που σταδιακά επανεκτιμώ.

Σε αυτή, λοιπόν, τη χαοτική κατάσταση, θεωρώ ότι το είδος που πραγματικά ξεχώρισε και στιγμάτισε το 2020, όπως και τις προηγούμενες 2-3 χρονιές, είναι η τζαζ και ειδικότερα η νέα γενιά που κυριαρχεί στην Βρετανία, αλλά και παγκοσμίως. Πρόκειται για νέους σε ηλικία καλλιτέχνες, μεσοαστικής κοινωνικοοικονομικής τάξης, συχνά αλλά όχι αποκλειστικά έγχρωμους, που δημιουργούν τζαζ μουσική με αναφορές στο παρελθόν -ήχος Νέας Ορλεάνης, bebop, fusion- αλλά και εξωτερικές επιρροές -από hip hop, bass music, grime, house- καθώς και με μια σαφή κοινωνικοπολιτική διάσταση. Άλλωστε, ακόμα και η δομή, η λογική και το ύφος της συγκεκριμένης σκηνής -όπως και της τζαζ γενικότερα, από την επανάσταση της bebop και μετά- αντιτίθεται συνειδητά στην απλοϊκότητα του εύπεπτου εμπορικού τραγουδιού. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με την πιο αιχμηρή και προοδευτική σκηνή της εποχής. 

Απόλαυσα τα άλμπουμ των Tom Misch & Yussef Dayes, Moses Boyd (κορυφαίο, αλλά το άκουσα αργά για να μπει στο top-20), Shabaka and the Ancestors (avant-jazz για απαιτητικούς ακροατές) και τη συλλογή Blue Note: Re-Imagined. Επίσης, εκτός Βρετανίας, τα άλμπουμ Kamala’s Danz των Ελβετών Okvsho και La Course των Γάλλων Bon Voyage Organisation.

Σε παραλληλία με τη τζαζ, μέσα στο 2020 άκμασε και το punk - post-punk. Δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα το ιδίωμα αυτό, αλλά τα φετινά άλμπουμ των Idles, των Fontaines DC και των Protomartyr ακούστηκαν πολύ.  

Άρα, η άνθιση της ευρύτερης σκηνής της τζαζ και του πανκ, δύο μουσικών ρευμάτων με ιστορικά κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο και ηχητική ανατρεπτικότητα, κυρίως από νέους ηλικιακά μουσικούς 25-30 ετών δείχνει ότι η σύγχρονη μουσική δίνει τον δικό της αγώνα απέναντι στη γιγάντωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, της καταστολής, της καταστροφής του περιβάλλοντος και του ρατσισμού. Και βέβαια, μαζί με τα δύο αυτά είδη, από ανάλογη νοοτροπία διακατέχονται και αντιπρόσωποι άλλων σκηνών, π.χ. του prog-jazz rock (Soft Power - Brink Of Extinction), του psych folk (Ak’chamel - The Totemist) του EDM (Romare - Home), του metal (Hail Spirit Noir - Eden In Reverse), της λόγιας μουσικής (Max Richter - Voices).

Με όλο αυτό το ξεδίπλωμα υπέροχων μουσικών δημιουργιών, πως να πάρει κανείς στα σοβαρά τα πλέον γνωστά παιχνίδια των μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών, που κατασκευάζουν λαοφιλή είδωλα, τόσο mainstream, όσο και "εναλλακτικά"; Οι mainstream ακροατές φέτος άρχισαν να κουράζονται από το κακής ποιότητας, εκμεταλλευτικό για τη μαύρη μουσική και έμμεσα ή και άμεσα ρατσιστικό trap, οπότε οι ιθύνοντες της μουσικής βιομηχανίας τρέχουν και δεν φτάνουν. Βέβαια, στην Ελλάδα, μια σεβαστή μερίδα της νεολαίας ακόμα ακολουθεί τους τραγελαφικούς εντόπιους trappers.

Πλέον, η κοινωνική και πολιτική προοδευτικότητα είναι κυρίαρχη στη σύγχρονη μουσική σκηνή, όπως άλλωστε έγινε εμφανές στη σύνδεση των καλλιτεχνών με το κίνημα Black Lives Matter. Πέρα από τζαζ και hip hop κυκλοφορίες που ευθυγραμμίστηκαν με τα αιτήματα του κινήματος, τα δύο άλμπουμ των Sault με τη μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία είναι αντιπροσωπευτικά.

Τελικά, παρατηρούμε ότι ενώ η πολυμορφία των φετινών κυκλοφοριών προσέφερε μουσικές για κάθε ξεχωριστό γούστο (ας πούμε το δικό μου νο1 είναι το ηλεκτρονικό dance άλμπουμ του Ναπολιτάνου καλλιτέχνη Liberato, με τίτλο Ultras), σταδιακά συγκροτείται μια ενιαία αφήγηση. Κυρίως νέοι άνθρωποι με όραμα, μουσική παιδεία, υψηλή αισθητική και ειλικρινείς προθέσεις βρίσκονται στο προσκήνιο. Οι τάσεις και τα είδη ανακυκλώνονται και αναμιγνύονται καταλήγοντας σε πρωτότυπα, ακόμα και ρηξικέλευθα, αμαλγάματα, που εκφράζουν το σήμερα. Last but not least, μια πολυμέτωπη κριτική στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό δόγμα κυριαρχεί.

Βέβαια, εδώ είναι αναγκαίο να επεκταθούμε ελαφρώς, επειδή αυτή η κριτική δεν είναι πάντα σαφής και -ευτυχώς- σπάνια στρατευμένη. Μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως εξής: Πρώτον, προβολή μιας αισθητικής διαφορετικής από την ηγεμονική mainstream, μακριά δηλαδή από το στημένο και επιφανειακό στυλ της showbiz, προς μια γήινη, street και φρέσκια οπτική, που αφορά όχι μόνο τη μουσική, αλλά και το ντύσιμο των μουσικών, το artwork των δίσκων κλπ. Δεύτερον, μια underground απάντηση ισότιμης συνεργασίας, φιλίας και αλληλοεκτίμησης στον κύκλο δημιουργίας-παραγωγής, διάθεσης και κατανάλωσης της μουσικής. Τέλος, μια ευθεία και πλήρως συνειδητή κριτική στις πληγές που έχει φέρει ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός στη φύση, στον άνθρωπο και στην κοινωνία του. 

Κάπως έτσι, μέσα από τη σύγχρονη μουσική σκηνή χαράζει θαρραλέα το όραμα μιας πιο ποιοτικής, όμορφης, δημοκρατικής και αλληλέγγυας κοινωνίας. Αυτή βέβαια είναι μια από τις διαχρονικές ψυχολογικές και κοινωνικές λειτουργίες της τέχνης, το να μας υποβάλλει να βλέπουμε ακόμα και τις πιο τετριμμένες πλευρές της πραγματικότητας μέσα από μια πρωτοείδωτη οπτική και, ακόμα περισσότερο, να μας δίνει τη δυνατότητα να ρίξουμε μια φευγαλέα έστω ματιά σε έναν καλύτερο κόσμο*.


Εικόνα: Jim Flora - An Evening at Condon's 

*Εδώ γίνεται μια πιο εκλαϊκευμένη αναφορά στο λογοτεχνικό και ευρύτερα καλλιτεχνικό φαινόμενο της ανοικείωσης που είχαν επισημάνει και μελετήσει οι Ρώσοι Φορμαλιστές, αρχικά ο Βίκτορ Σκλόφσκι το 1925. Μεταφέρουμε τη λειτουργία της ανοικείωσης από τη λογοτεχνία στη μουσική. Όπως γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας στη μελέτη του Μετά Την Αισθητική (2003): "Η τέχνη ανοικειώνει τα πράγματα που φαίνονταν οικεία ή έχουν καταντήσει αυτοματισμοί και μας ωθεί να τα δούμε από μια διαφορετική γωνία, παρακωλύοντας ή διασπώντας τους προσληπτικούς μηχανισμούς που έχουν γίνει αυτοματικοί." (βρήκα το απόσπασμα στη μελέτη Ιστορία και θεωρία των λογοτεχνικών γενών και ειδών)

24/12/20

Top-20 | 2020: #01. Liberato - Ultras (self-released)

Δεν μπορώ να πω ότι έχω κάνει και πάρα πολλά ταξίδια εκτός Ελλάδας, αλλά η Νάπολη είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις που έχω επισκεφτεί. Μια μεσογειακή ζεστή αίσθηση συνταιριάζεται με μια γοητευτική και γεμάτη νοσταλγία παρακμή ενός παλιού μεγαλείου. Περπατώντας στα αρχαία σοκάκια και στη μεγαλοπρεπή της παραλία, ένιωθα πως ανακάλυπτα κάτι για τον εαυτό μου.

Επομένως, η συνάντηση με το καλλιτεχνικό σύμπαν του Liberato ήταν σχεδον μοιραία. Ο Ναπολιτάνος καλλιτέχνης εμφανίστηκε το 2017 με μια σειρά τραγουδιών και youtube βίντεο σε σκηνοθεσία Francesco Lettieri. Σε όλα τα βίντεο, o τραγουδιστής, συνθέτης και παραγωγός από τη Νάπολη κρύβει το πρόσωπό του κάτω από μία μαύρη κουκούλα, ενώ πάντα φοράει ένα bomber jacket (“φλάιτ” τα λέγαμε παλιότερα) με τη λέξη “LIBERATO” κεντημένη στην πλάτη. Τα βίντεο αν και παρουσιάζουν μια αρκετά ξέγνοιαστη και κάπως τουριστική εικόνα της πόλης, εστιάζουν στη φτωχή της νεολαία, ακόμα και σε πιο περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως οι μετανάστες από την Αφρική και τα μέλη της LGBT κοινότητας. Απο μουσικής άποψης, έχουμε να κάνουμε με ιδιοσυγκρασιακά alternative RnB τραγούδια, που μπλέκουν τη ναπολιτάνικη διάλεκτο με τα αγγλικά. Τα τραγούδια αυτά συγκεντρώθηκαν σε ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ το 2019, με τον τίτλο Liberato

Ήδη διακρίνουμε την αναζήτηση μιας πολιτικής ταυτότητας από τον κουκουλοφόρο μουσικό, ο οποίος σημειωτέον ότι, παρόλη τη μεγάλη του επιτυχία σε όλη την Ιταλία, παραμένει πεισματικά ανώνυμος. Βέβαια αυτή η κοινωνικοπολιτική κριτική έρχεται, ως ένα βαθμό, σε μια αντίθεση με τη mainstream απλοϊκότητα της μουσικής. Αυτή ακριβώς η αντίφαση θεραπεύεται με το δεύτερό του άλμπουμ, Ultras, το οποίο κατα τη γνώμη μου αποτελεί την καλύτερη μουσική κυκλοφορία του 2020. 

Το Ultras αποτελεί το soundtrack για το ομώνυμο κινηματογραφικό ντεμπούτο του F. Lettieri, με θέμα τη σκληρή ζωή των φανατικών οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας της Νάπολης. Ο άνομος συνδυασμός ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ρομαντισμό που αποτυπώνεται στο φιλμ, μεταφέρεται και στη μουσική. Ο Liberato  στρέφεται πλήρως προς τον ηλεκτρονικό ήχο, δομώντας ένα προσωπικό ύφος το οποίο αντλεί στοιχεία από το tech house, το breakbeat, το synthwave και την πρόσφατη αναβίωση της trance. Χορευτικά tracks γεμάτα οργή και δύναμη, όπως το επικό  Vienn' Ccà (part I) εναλλάσσονται με εξομολογητικά soulful τραγούδια, σαν το O Core Nun Tene Padrone, αλλά και εσωστρεφή ambient (Rione Terra). Διόλου αμελητέα η συμμετοχή του Robert Del Naja/3D των Massive Attack, που σίγουρα συντελεί στο γκρίζο αστικό trip hop στοιχείο. 

Σκληρότητα και ρομαντισμός, νοσταλγία και τεχνολογία. Για αρχή, προτείνω να ακούσετε και να δείτε το We Come From Napoli:

Στο Ultras, λοιπόν, ο Liberato χώνεται με τα μπούνια στην underground πλευρά, χωρίς να χάνει όμως την ανατρεπτική του ματιά στο mainstream. Κληρονομώντας την πολιτικοκοινωνική κριτική, αλλά και το δημιουργικό παιχνίδι με τη μακρά παράδοση της Νάπολης, που σηματοδοτούν το έργο καλλιτεχνών όπως ο Pino Daniele από τα 70s και οι 99 Posse στα 90s, δημιουργεί ένα πρωτάκουστο soundtrack για τη μυστηριακή και γοητευτική πόλη του Ιταλικού Νότου. Δηλαδή, δημιουργεί μουσική για να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. 


22/12/20

Top-20 | 2020: #2. Tom Misch & Yussef Dayes - What Kinda Music (Blue Note / Beyond The Groove)

Ο τίτλος του άλμπουμ που αποτελεί προϊόν συνεργασίας ανάμεσα στον Tom Misch και τον Yussef Dayes εισάγει κατευθείαν στο θέμα: What Kinda Music. Τι το ιδιαίτερο έχει η μουσική που δημιούργησαν αυτοί οι δύο νέοι καλλιτέχνες και απασχόλησε τόσο το νου μου; Οι δυο πρώτες ακροάσεις του άλμπουμ δεν με ξετρέλαναν, αλλά καθώς το εξερευνούσα και εξοικειωνόμουν μαζί του, το απολάμβανα ολοένα και περισσότερο…

Μπορούμε να πούμε ότι στο What Kinda Music συνδυάζονται αριστοτεχνικά τρεις κυρίαρχες τάσεις της σημερινής μουσικής. Πρώτον, η φρέσκια ματιά στη τζαζ από τη νέα γενιά βρετανών, στοιχείο που γίνεται ευδιάκριτο στη δεξιοτεχνία των συμμετεχόντων και κυρίως στο -θα έλεγα- ηδονικό drumming του Dayes.  Δεύτερον, η διαχρονική soul, όπως προβάλλεται στα μελωμένα και μαζί cool φωνητικά του Tom Misch, αλλά και στον άμεσο ερωτικό στίχο, που μετατοπίζεται ευφυώς από τον (αυτο)σαρκασμό στη συγκίνηση και τούμπαλιν. Τρίτον, η downtempo electronica και το instrumental hip hop: ο μεγάλος Freddie Gibbs ραπάρει στο Nightrider, ενώ οι επιρροές του Bonobo στο ομώνυμο τραγούδι και του J Dilla στο Real αξιοποιούνται δημιουργικά. Ας προσθέσουμε και έναν αέρα ψυχεδέλειας, ειδικά στα κιθαριστικά solos του Tom Misch όπως φωτίζονται στο Last 100, καθώς και την επίδραση μιας Radiohead μουντάδας στο Festival.

Σε κάποιες από τις κριτικές της συνεργασίας των Misch και Dayes, σχολιάστηκε αρνητικά πως σταδιακά εγκαταλείπεται η δομή των τραγουδιών, για να αντικατασταθεί από κατά βάση αυτοσχεδιαστικά μουσικά στιγμιότυπα. Αλλά, εκεί βρίσκεται ένα θεμελιώδες στοιχείο αυτού του άλμπουμ: όσο η τραγουδιστική ποπ δομή διαλύεται, τόσο κερδίζουμε σε τζαζ ουσία, φιλτραρισμένη από κάθε επιδειξιομανία. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που οι guest σολίστες- πρωταγωνιστές της βρετανικής σκηνής- ο κιθαρίστας Rocco Paladino και ο σαξοφωνίστας Kaidi Akinnibi, εμφανίζονται εντελώς καίρια στο δεύτερο μισό του άλμπουμ, ο πρώτος στο Lift Off και ο δεύτερος στο Storm Before The Calm.

Λάτρεψα, λοιπόν, αυτή τη δουλειά επειδή προβάλλει εμφατικά τη νοοτροπία και την αισθητική μιας γενιάς που τώρα βρίσκεται ανάμεσα στα 25 και στα 30. Το What Kinda Music είναι απαλλαγμένο από την εν πολλοίς κομπλεξική διάκριση ανάμεσα στις ταμπέλες του “εμπορικού” και του “ανεξάρτητου”, καθώς αποτελεί αποτέλεσμα καθαρής έμπνευσης και παρεΐστικης κατάστασης, αλλά έχει μεγάλη εμπορική απήχηση. Παράλληλα, αποπνέει τη φρεσκάδα και τη δημιουργικότητα των σημερινών νέων ανθρώπων ή, τουλάχιστον, των πιο “ψαγμένων” από αυτούς, που αισθάνονται άνετα σε ένα πλουραλιστικό πολιτισμικά, πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλον, βρίσκοντας τελικά τον δρόμο τους. 

Κάπως έτσι ο Tom Misch, ο Yussef Dayes και οι συνεργάτες τους επικοινωνούν και με τη δική μου αισθητική και νοοτροπία. Εκφράζουν, λοιπόν, και ακροατές μιας λιγότερο ή περισσότερο παλιότερης γενιάς, οι οποίοι όμως επιμένουν σε αληθινά φρέσκους ήχους και σε εξίσου ειλικρινή νεόκοπα όνειρα. 

Τα απόλυτα χιτ του 2020 δεν είναι ούτε trap, ούτε RnB... είναι το What Kinda Music και το Nightrider


20/12/20

Top-20 | 2020: #3. Domus - Lucid Dreaming (Döskalle Rekords / Astronaut Recordings)

Το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του ντουέτου των Domus αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας μουσικής πρότασης της οποίας η αξία συνειδητοποιείται σταδιακά, ακρόαση στην ακρόαση. Όταν πρωτοάκουσα το ντεμπούτο τους Lucid Dreaming, δεν ενθουσιάστηκα, καθώς μάλλον περίμενα να ακολουθούν τα άλλα αγαπημένα μου ντουέτα από τα χώματα της Σουηδίας, τους Studio και τους Fontän. Όχι ότι λείπουν οι επιρροές από τους προαναφερθέντες, αλλά οι Domus χτίζουν ένα καθαρά προσωπικό ύφος. 

Πρόκειται για έναν μοναδικό συνδυασμό ανάμεσα στην ψυχρότητα και τη μελαγχολία του post-punk, την τριπαρισμένη οξύτητα της ψυχεδέλειας και του krautrock, την ρηξικέλευθη αλητεία και τη δημιουργική εσωστρέφεια του 90s indie rock και τη φουτουριστική οπτική της σύγχρονης electronica. Φαίνεται πως οι  Henrik Sunbring και Thobias Eidevald έχουν παντρέψει τόσο τις προσωπικές του μουσικές αγάπες, όσο και την άνω των δέκα ετών προϋπηρεσία τους στην ανεξάρτητη σουηδική σκηνή με μπάντες και project που ελίσσονται ανάμεσα σε post-rock, synth-pop και ambient. Αλλιώς πως να εξηγηθεί το πέρασμα από το Mani, το οποίο μπορεί να ακουστεί σε ένα μισοσκότεινο dancefloor πλάι στους ύμνους των New Order, στο Shannon, μια ζεστή και μαζί μυστηριακή balearic folk σύνθεση… κι από κει στο Weightless Dreams, που φέρνει κάτι από The Knife. Από την άλλη, τα κιθαριστικά γκάζια που εμφανίζονται στο φινάλε του Domus & Gomorrah διακατέχονται από ένα οργισμένο shoegaze πνεύμα, ενώ το Canada, με τα ξωτικά φωνητικά της Ljung -το μοναδικό τραγούδι του άλμπουμ- θυμίζει Bjork και Fever Ray. H καταληκτήρια οκτάλεπτη ομώνυμη σύνθεση ανοίγεται στον kraut ηλεκτρονικό ήχο και φλερτάρει με τον noise πειραματισμό. 

Βέβαια, είναι αναγκαία η ύπαρξη κάποιων συνεκτικών στοιχείων που θα ενοποιήσουν όλες αυτές τις αναφορές και θα προσδώσουν μια προσωπικότητα. Πέρα, λοιπόν, από την καθαρή, απλή και γήινη παραγωγή και φυσικά την ενιαία ενορχήστρωση (ηλεκτρονικά-σύνθια, μπάσο, κιθάρες και κρουστά), όλες τις συνθέσεις του Lucid Dreaming στοιχειώνει μια ατμόσφαιρα σκοτεινού παραμυθιού, ένας επικός τόνος που παραπέμπει στα συννεφιασμένα σκανδιναβικά δάση. Για παράδειγμα, στο Mani ελλοχεύει μια nordic folk μελωδία, ενώ στο ομώνυμο Lucid Dreaming πλανάται μια γοτθική αύρα. 

Lucid dreaming, δηλαδή συνειδητό ονείρεμα έχουμε όταν συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε σ’ ένα όνειρο κι έτσι μπορούμε να ελέγξουμε την πορεία μας μέσα σ’ αυτό. Οι Domus με το ντεμπούτο τους γίνονται οι τιμονιέρηδες ενός μοναδικού ονειρικού μουσικού σύμπαντος. Περιμένουμε εναγωνίως τη νέα τους περιπέτεια στο σύμπαν αυτό.


19/12/20

Top-20 | 2020: #4. Islandman - Kaybola (Music For Dreams)

“Μετά το πέρας των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, που τελικά ήταν πολύ πιο περίπλοκες από όσο είχαν προβλέψει, αφού κατέληξαν να έχουν εμπλακεί από μια απλή δοσοληψία με τους λαθρέμπορους της Σιδώνας, σε μια περίλαμπρη δολοπλοκία με τους πειρατές της Κιλικίας, στην απαγωγή της πριγκίπισσας της Καππαδοκίας, στο ξεχασμένο γράμμα πίστης ενός Συρακούσιου πιστωτή, στο παζάρι με μια Κύπρια δουλέμπορο, σε μια συνάντηση που τελικά αποδείχθηκε ενέδρα, στην κλοπή κάποιων ανεκτίμητων αιγυπτιακών κοσμημάτων που κανείς ποτέ δεν είχε δει και σε μια ομάδα παρανόμων από την Ιδουμαία που έφτασαν καλπάζοντας από την έρημο (ανατρέποντας κάθε υπολογισμό) και αφού ο Φαφρντ και ο Μάουζερ επέστρεψαν στις αγκαλιές και στη γλυκιά πολυγλωσσία των γυναικών του λιμανιού…”. Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα από τη νουβέλα Η Κίνηση του Μύστη του συγγραφέα του Φανταστικού Fritz Leiber*, μου ήρθε στο νου ο εξίσου καλειδοσκοπικός και περιπετειώδης ήχος των Islandman.

Το τρίο των Islandman αποτελείται από τον εμπνευστή του όλου project, τον Κωνσταντινουπολίτη παραγωγό και μουσικό Tolga Böyük, τον Eralp Güven στα κρουστά και τον Erdem Başer στην κιθάρα. Η μουσική τους κουβαλά την ιστορικά πολυεθνική και πολυπολιτισμική ταυτότητα της Κωνσταντινούπολης, μια ταυτότητα που εκσυγχρονιζεται μέσω του παντρέματός της με το downtempo και το house. 

Ειδικότερα στο δεύτερο τους full-length, Kaybola, οι Islandman απλώνουν με εκτίμηση το χέρι στη μουσική παράδοση μιας ευρείας περιοχής που συμπεριλαμβάνει τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική. Αξιοποιούν με σεβασμό και φαντασία samples, για παράδειγμα από τα πολυφωνικά τραγούδια της Βουλγαρίας (Dimitro) και από τη μουσική gnawa του Μαρόκο (Marakesh), συνδυάζοντάς τα με midtempo beats, πολύπλοκα κρουστά και ambient synths. Παράλληλα, ο λυρισμός των Τούρκων εμπλουτίζεται και από στοιχεία κιθαριστικού ψυχεδελικού ροκ (Khepre), χωρίς να τους λείπουν ανεβασμένες funky disco αναφορές (Sem Voce).

Οι Islandman εντάσσονται στη νέα τάση του ηλεκτρονικού ήχου, την οποία εκφράζουν καλλιτέχνες σαγηνευμένοι από τις μουσικές του κόσμου. Βέβαια, έχουμε να κάνουμε με μια παλιά συνταγή -αρκεί να θυμηθούμε το worldbeat των 90s ή το tribal house- αλλά αυτοί οι νέοι άνθρωποι τη σερβίρουν με φρεσκάδα. Ωστόσο μερικές φορές κάποιοι από αυτούς φλερτάρουν με το κιτς, ένα στοιχείο όχι άσχετο με την εμπορική απήχηση της τάσης αυτής. Όμως, αναμφίβολα οι Islandman, συμπορευόμενοι με μπάντες όπως οι Shkoon και οι Stavroz, δημιουργούν ειλικρινή, ποιοτική και καινοτόμα μουσική. 

Το λογοτεχνικό απόσπασμα με το οποίο ξεκίνησα το άρθρο χαρακτηρίζεται από μία αντίφαση: τοποθετείται στην Ανατολική Μεσόγειο μιας μυθικής Ελληνιστικής Εποχής, αλλά είναι γραμμένο από έναν Αμερικάνο συγγραφέα του Φανταστικού… Αυτός ακριβώς ο διαπολιτισμικός χαρακτήρας ταιριάζει γάντι στους Islandman, καθώς ορμώμενοι από την Πόλη με τις μπαντιέρες του λυρισμού και της φαντασίας, ανοίγονται στον άνθρωπο πέρα από εθνικούς, φυλετικούς και άλλους διαχωρισμούς. 



Σημείο αναφοράς και το εκπληκτικό διαδικτυακό live που δώσανε κατά τη διάρκεια του lockdown. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μία οπτικοακουστική καρναβαλική παράσταση, που ενώνει την Ανατολή με τη Δύση και το σήμερα με το παρελθόν:


* Φριτς Λάιμπερ, “Η Κίνηση του Μύστη”, στο Μεταμεσονύκτιες Διηγήσεις (μετάφραση: Ματίνα Μαγκλάρα), Αθήνα (Terra Nova) 2000, σελ. 198-199

Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύτηκε, με ελάχιστες αλλαγές, στο 7ο τεύχος του fanzine-περιοδικού Lung.

18/12/20

Top-20 | 2020: #05. Okvsho - Kamala's Danz (Boyoom)

Οι Okvsho είναι ένα project που τρέχουν τα αδέρφια Georg & Cristoph Kiss από την ελβετική κολλεκτίβα Boyoom. Μετά από το EP Traphouse Jazz, τα δύο αδέρφια παρουσίασαν το ντεμπούτο τους full-length μέσα στο 2020. Τίτλος του, Kamala’s Danz

Οι αφοί Kiss καλούν στο στούντιο ένα σύνολο εκπληκτικών μουσικών και τραγουδιστών και τους δίνουν το ελεύθερο να αυτοσχεδιάσουν και να εκφραστούν. Στο Kamala’s Danz συνευρίσκονται σε μια ελεύθερη (freestyle) λογική η τζαζ, το hip hop, η αφρικάνικη και η latin μουσική. Στο νου μου ήρθαν τα ανάλογα συλλογικά άλμπουμ των Thievery Corporation και των Jazzmatazz.

Η μουσική στο Kamala’s Danz είναι πολύχρωμη και πολυπολιτισμική, ενώ το παιχνίδι με τα είδη και τα στιλ πραγματικά αριστοτεχνικό: από το afrobeat ξεκίνημα (Moksha/Liberation), στη nu jazz του ομώνυμου Kamala’s Danz κι από κει στο rap του Sway. Έπειτα, ένα latin jazz ξέσπασμα, που θυμίζει τα αφροαμερικάνικα 70s, (LS Shuffle) ανοίγει τον δρόμο για το μαζί ρυθμικό και ευαίσθητο cumbia τραγούδι Descobrir, για να περάσουμε σε μια ορχηστρική samba (Danza De La Sombra) και σε ένα trip hop/ soul διαμαντάκι (Thé Froid). Ο επίλογος έρχεται με το jazzy hip hop Oluhlaza.

Η ανεξάντλητη παράδοση της τζαζ αποτελεί το ευαγγέλιο των Okvhso, καθώς όχι μόνο ακολουθείται στιλιστικά, αλλά και νοοτροπικα: οι συμμετέχοντες με το κεφάτο και δεξιοτεχνικό τους παίξιμο συμβάλλουν ουσιωδώς στη δημιουργία της μουσικής. Βέβαια, δεύτερο πυλώνα της μουσικής των Okvsho αποτελεί η αδιαπραγμάτευτη street κουλτούρα, έτσι αποφεύγεται το άλλοθι ενός ψηλομύτικου ελιτισμού και τα πράγματα παραμένουν γήινα, άμεσα και εστιασμένα στον καθημερινό άνθρωπο.

Επιλογικά, στο Kamala’s Danz θα βρείτε μουσική σύγχρονη, ειλικρινής και λιτή, δηλαδή απαλλαγμενη τόσο από την επιτήδευση όσο και από την απλοϊκότητα. Η συναισθηματική διάθεση διατηρείται χαλαρή και ελπιδοφόρα. Το μήνυμα που περνιέται είναι ότι, παρόλες τις δυσκολίες και τους διχασμούς σε προσωπικό και σε συλλογικό -άρα κοινωνικό και πολιτικό- επίπεδο, θα τα καταφέρουμε ενωμένοι. Οι στίχοι του Thé Froid είναι αντιπροσωπευτικοί:

When the people strive for the same goals,

don‘t you worry.

When the people scream for the same paroles,

don‘t you worry.


When the masses fail to see through,

don‘t you worry.

Through the turmoil where the light awaits,

don‘t you worry


Slowly, steadily, I‘ll practice to see

slowly, steadily, solidarity will be.


16/12/20

Top-20 | 2020: #06. Soft Power - Brink Of Extinction (RR Gems)

Η πιο ουσιαστική και απολαυστική ακρόαση του δεύτερου άλμπουμ των Φινλανδών Soft Power, με τίτλο Brink of Extinction, πραγματοποιήθηκε στην αλλονησιώτικη παραλία του Αγίου Δημητρίου ένα πρωινό στα τέλη του Ιουλίου, μετά από μια βουτιά στη θάλασσα. Σε αυτή τη μαγική εμπειρία, συνειδητοποίησα την "ήρεμη δύναμη" που κρύβει η μουσική αυτής της μπάντας. 

Όπως τονίζουν οι ίδιοι, στο κέντρο του άλμπουμ βρίσκεται η εύθραυστη βιοποικιλότητα του πλανήτη μας:  «Καθώς η βιοποικιλότητα βρίσκεται σε τόσο επισφαλή κατάσταση, μπορεί εύκολα να παραδοθεί σε μια κατάσταση παραίτησης. Ωστόσο, για όσους αναζητούν την ομορφιά, υπάρχει ακόμα ομορφιά που μπορεί να βρεθεί. Και θα υπάρχει, ελπίζω. Ομοίως, για εκείνους που επιθυμούν να εκφράσουν την αγάπη και τη συμπόνια τους για τον κόσμο και για τη ζωή που τον κατοικεί, η πιθανότητα είναι ακόμα εκεί. Η δυνατότητα της αγάπης να έχει ένα σπίτι σε μια ανθρώπινη καρδιά.». 

Αυτή η οικολογική, μα και υπαρξιακή αντίληψη αναπαρίσταται μέσα από ένα smooth jazz rock ύφος. Οι μελωδίες ξεδιπλώνονται αβίαστα και γλυκά και τα solos –ειδικά του σαξοφώνου και του φλάουτου– ξεχειλίζουν από δεξιοτεχνία. Παράλληλα, τόσο τα κρουστά όσο και τα πλήκτρα παρουσιάζονται ζεστά (από πλευράς ήχου) και εντυπωσιακά (από πλευράς παιξίματος). Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το υπόγειο αλλά εμβληματικό στοιχείο ενός βουνίσιου folk ηχοχρώματος, που ξεπροβάλλει συχνά στις μελωδίες και στους τζαζ αυτοσχεδιασμούς. Αν και ολόκληρο το άλμπουμ ακούγεται απνευστί, ως πρώτη γεύση θα πρότεινα το εναρκτήριο Brink of Extinction και το Orange Red Yellow.

Οι Soft Power πλέον απομακρύνονται αρκετά από το psych rock του ντεμπούτου τους, τείνοντας προς ένα πιο library ή ακόμα και lounge ύφος. Αυτή η επιλογή ίσως ξενίσει τους ξεκάθαρα ροκ ακροατές, αλλά συμβάλλει στη μέθη και στη μέθεξη μιας πλανητικής αλληλεγγύης που συνοδεύει κάθε ακρόαση.

Έτσι, κάτω από αυτή την ήπια προσέγγιση σπινθιρίζει το πνεύμα του σκανδιναβικού folk/jazz rock των ’70s, με κορυφαίες μπάντες όπως οι επίσης Φινλανδοί Piirpauke. Ακόμα περισσότερο αναδύονται τα αειθαλή μηνύματα του hippie κινήματος και του Μάη του ’68, που πέρα από πολιτικοκοινωνικά, ήταν και οικολογικά. Το 13λεπτο Window of Opportunity που κλείνει το άλμπουμ, με το λοξοκοίταγμά του σε ένα πιο εγκεφαλικό prog rock, αναδεικνύει αυτές τις αναφορές. 

Σε αυτό έτος της πανδημίας, η οποία δείχνει τη διαταραγμένη σχέση ανθρώπου - φύσης, το Brink of Extinction αποτέλεσε ένα πεδίο ψυχαγωγίας, στοχασμού και ατόφιων συναισθημάτων. 


Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί διασκευή άρθρου μου που δημοσιεύτηκε στο 8ο τεύχος του fanzine-περιοδικού Lung.

15/12/20

Top-20 | 2020: #07. Bon Voyage Organisation - La Course (L'invitation Musicale)

Στην έβδομη θέση του top-20 των άλμπουμ της χρονιάς βρίσκουμε ήδη την πρώτη από μία σειρά κυκλοφοριών που αναδεικνύουν τις εντυπωσιακές εξελίξεις της ευρωπαϊκής τζαζ σήμερα. 

Οι Bon Voyage Organisation αποτελούν το project του Γάλλου Adrien Durand. Με το δεύτερο του άλμπουμ La Course, ο Durand δίνει μια ηχηρή απάντηση στη μεγάλη ανάπτυξη της σύγχρονης βρετανικής τζαζ. Η οπτική των Bon Voyage Organisation είναι εκλεκτική: μια modal άποψη - η βασική μπασογραμμή στο Un Américain à Tanger δεν είναι άλλη από το A Love Supreme- συναντά τόσο τη space age pop, όσο και τη jazz rock/fusion. Βέβαια αυτές οι επιρροές σερβίρονται σε ένα μοντέρνο ηλεκτρονικό nu-jazz περιτύλιγμα. H σύνθεση Le Chant De Radars είναι χαρακτηριστική αυτού του υβριδισμού. 

Οι μουσικοί του γκρουπ (σύνθια, μπάσο, κιθάρα, ηλεκτρονικά και αναλογικά κρουστά, σαξόφωνο, φλάουτο) μας πάνε ένα bon voyage, όπου οι στιγμές δυναμισμού και γκρούβας εναλλάσσονται με χαμηλόφωνη, συχνά ατονική, ambient και field recordings. Στο ομώνυμο La Course, το ήρεμο ξεκίνημα ξεδιπλώνεται σε μια υπέροχη μελωδία. Γενικότερα, ένα από τα πλεονεκτήματα του άλμπουμ είναι οι συναρπαστικές μελωδίες, που θαρρείς παράγονται αβίαστα. Σε συνέντευξή του, ο Durand δήλωσε πως άφησε τους μουσικούς να χτίσουν τις συνθέσεις αυτοσχεδιαστικά, όμως νομίζω πως ελάχιστα πράγματα έχουν αφεθεί στην τύχη. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν ακούγεται εργαστηριακό, μα πηγαίο. 

Τώρα, το disco στοιχείο που είχε καθορίσει το ντεμπούτο των BVO, παρουσιάζεται σαφώς μειωμένο, αλλά εντοπίζονται επιρροές από την 70s γαλλική disco σκηνή, π.χ. τους Space, αλλά και τους Black Devil Disco Club. Ο διαυγής ήχος των synths φέρνει στο νου τους ήρωες της γαλλικής ηλεκτρονικής σκηνής στα 70s-80s, κυρίως τον Jean Michel Jarre και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Επίσης, παρόν είναι και ένα στοιχείο εξωτισμού, που απελευθερώνεται στο Prière pour le Voyageur partie 1: πάνω σε μια μελωδία Άπω Ανατολής μια γυναικεία φωνή απαγγέλει στα γαλλικά, προσθέτοντας το καρύκευμα μιας σκοτεινής ποίησης.

Τελικά, θα έλεγα, πως η μουσική των BVO στο La Course είναι κατά βάση κινηματογραφική. Για μας τους φαντασιόπληκτους και σινεφίλ ακροατές, το άλμπουμ θα αποτελούσε το ιδανικό soundtrack για μια ταινία όπου η επιστημονική φαντασία και ο φουτουρισμός συναντούν τη χαλαρή, μεσογειακή, κοσμοπολίτικη μα και μυστηριώδη ατμόσφαιρα που απαθανατίζει το To Catch A Thief του Alfred Hitchcock. 


14/12/20

Top-20 | 2020: #08. Ak'chamel, The Giver Of Illiness - The Totemist (Akuphone)

Ο μουσικολόγος Peter Manuel υποστηρίζει ότι η μεταμοντέρνα μουσική των ημερών μας, αν και καθορισμένη από  τον ύστερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, εμπεριέχει καλλιτέχνες που αξιοποιούν στοιχεία από κουλτούρες με ρίζες πριν από το ξεκίνημα της νεωτερικότητας.

Το Τεξανό γκρουπ με το εκκεντρικό όνομα Ak'chamel, The Giver Of Illness ανήκει σε αυτή την κατηγορία καλλιτεχνών. Με το τελευταίο τους άλμπουμ, The Totemist -το πρώτο που κυκλοφόρησε σε βινύλιο, από τη Γαλλική δισκογραφική Akuphone- φτάνουν σε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με αναμφίβολα μεταμοντέρνο χαρακτήρα. Τρία είναι τα θεμελιώδη στοιχεία της μουσικής τους: η κυρίαρχη μυστικιστική και τελετουργική ατμόσφαιρα, η exotica κατεύθυνση, όμως με αιχμές γεμάτες σκοτεινό πειραματισμό και η πολιτικοκοινωνική υπεράσπιση των περιθωριοποιημένων λαών του λεγόμενου “τέταρτου κόσμου”, που συνεπάγεται μια ειρωνική αντιμετώπιση του καπιταλιστικού ευδαιμονισμού.

Μια ποικιλία μουσικών οργάνων μπλέκονται σε λαβυρινθικές μελωδίες. Μέσα σ’ αυτόν τον drone κυκεώνα κατάφερα να ακούσω κιθάρα, μαντολίνο, σιτάρ, βιολί, ακορντεόν, κάποιο είδος φλάουτου ή φλογέρας και εξωτικά κρουστά, σε συνδυασμό με σκοτεινά σύνθια και μυστήριες ψαλμωδίες. Στο Totemist, το τρίο παίζει psych folk rock που ταιριάζει στις ερήμους του Τέξας, “άνυδρο”, όπως το χαρακτηρίζουν οι ίδιοι, μα μπολιασμένο με στοιχεία από latin, ανατολίτικη και ινδική μουσική. Στα δύο καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, The Funeral Of A Woman Whose Soul Is Trapped In The Sun (με πιο desert και μεξικάνικο χαρακτήρα) και Phallus Palace (με τονισμένη την ανατολίτικη-ινδική επίδραση) τα παραπάνω στοιχεία συνδυάζονται ιδανικά.

Σύμφωνα με τις σημειώσεις του δίσκου, τα περισσότερα samples και field recordings προέρχονται από το νεκροταφείο Terlingua του Τέξας. Εκεί βρίσκονται μνήματα μιας λιτής παραδοσιακής τέχνης, αφιερωμένα στους εργάτες των ορυχείων υδραργύρου της περιοχής κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, οι οποίοι έβρισκαν έναν φρικτό θάνατο λόγω δηλητηρίασης, καθώς και στα θύματα της πανδημίας γρίπης που έπληξε την περιοχή στα 1918-19. Θα ήταν, νομίζω, άτοπο να πούμε ότι οι Ak’chamel αναβιώνουν τη μουσική και ευρύτερα την κουλτούρα των ανθρώπων που έχουν θαφτεί στο νεκροταφείο αυτό. Περισσότερο εμπνέονται από αυτό τον τόπο με τις βαριές ιστορικές μνήμες και επηρεάζονται από τη κοσμοαντίληψη που έχει ριζώσει εκεί. Τελικά, καλλιεργούν έναν προβληματισμό σχετικά με τους τωρινούς κατοίκους των υποαστικών περιοχών παγκοσμίως, που ρακένδυτοι, έκθετοι σε ασθένειες και ζώντας σε καλύβες και συντρίμμια, αναπτύσσουν τις δικές τους δοξασίες. Σ’ αυτές τις δοξασίες απόηχοι από παγανιστικές λατρείες συχνά μπλέκονται με τη νέα θρησκεία της τεχνολογίας. Αυτό είναι το νοσηρό, παραμορφωμένο αντικαθρέφτισμα του επιφανειακά αισιόδοξου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, το οποίο στο πλαίσιο του άλμπουμ αποκτά και μια σεξουαλική τελετουργική συνδήλωση.

Το τελευταίο τραγούδι του Totemist -δυστυχώς υπάρχει μόνο στο Spotify- κρατάει ενάμιση λεπτό και θυμίζει Tom Waits. Κλείνει με τους στίχους:

Το να ταξιδεύω το μονοπάτι κάθε αρρώστιας...

Είμαι η πέτρα που υπερσκελίζει το βάρος του κόσμου.



13/12/20

Top-20 | 2020: #09. Kruder & Dorfmeister - 1995 (G-Stone Recordings)


Η πρώτη φορά που άκουσα downtempo ηλεκτρονική μουσική ήταν στα πλέον μακρινά 90s όταν έφηβος και κατά βάση ροκ και μέταλ ακροατής, αγόρασα σε cd το πρώτο άλμπουμ των Enigma. Αυτό όμως το ξεκίνημα αφέθηκε, καθώς ακολούθησα διαφορετικές μουσικές ατραπούς, μέχρι που, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μετά την πρώτη και καθοριστική φοιτητική περίοδο, χώθηκα με τα μπούνια στον κόσμο των Massive Attack, των Thievery Corporation, του Bonobo και βέβαια των Kruder & Dorfmeister. Μάλιστα, όσο μεγάλωνα, η μουσική των δύο Αυστριακών μου άρεσε ολοένα και περισσότερο, κυρίως το μεγαλειώδες K & D Sessions. Κάπως έτσι έγινα ένας fan αυτού του στιλ, καταλήγοντας ότι αν υπάρχει Παράδεισος, το soundtrack δεν θα είναι άλλο από downtempo μουσική. 

Στο φετινό, πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ, οι Peter Kruder και Richard Dorfmeister μας ανοίγουν τις θύρες για μια μέρα στον παράδεισο, όπως τον φανταζόμαστε εμείς και -νομίζω- οι ίδιοι. Σε μουσικό επίπεδο, οι εκπλήξεις είναι λίγες ως και μηδαμινές. Οι δύο φίλοι και συνεργάτες ξαναδούλεψαν μουσικές συνθέσεις που είχαν ξεκινήσει να δημιουργούν στα μέσα των 90s, εξ ου και ο τίτλος του άλμπουμ: 1995. Επομένως, θα ακούσουμε την κλασική ταξιδιάρικη, χαλαρωτική και ομιχλώδη downtempo των K&D. Η παραγωγή είναι 100% ηλεκτρονική, χωρίς φυσικά όργανα, αλλά με μια λεπτομερή ύφανση από samples, synths & beats. Ωστόσο έχει κατορθωθεί ένας ήχος ζεστός, αναλογικός και με ένα απίστευτο βάθος. Το ντουέτο από τη Βιέννη μας καλεί σε ένα ρετροφουτουριστικό noir μπαρ, όπου ακούγεται τζαζ, bossa nova, dub μα και trip hop και drum n bass, ενώ οι θαμώνες είναι ταυτόχρονα ράθυμοι, επικούρειοι και οξυδερκείς.  Όπως κατανοείτε, μόνο και μόνο η αναφορά σε συγκεκριμένα κομμάτια του άλμπουμ μάλλον θα χαλάσει το ταξίδι. 

Βέβαια, παρόλες τις παλιότερες ή πιο νέες παρελθοντικές αναφορές της, η καταπληκτική μουσική των K&D κατά βάση αφορά το σήμερα. Σας συμβουλεύω να αράξετε ένα βράδυ, με φίλους ή/και με το αμόρε σας και να αφήσετε το 1995 να κυλήσει από ένα καλό ηχοσύστημα και να απλωθεί στον χώρο μεθυστικά και μαγεμένα. Αυτός είναι  δικός μας παράδεισος. 


12/12/20

Top-20 | 2020: #10. The Cappuccino Wizards - 1883 Juncture Bound (Let's Go Bowling)

Ας ξεκινήσουμε από το αλλόκοτο ως και χαβαλεδιάρικο όνομα αυτής της μπάντας: Cappuccino Wizards. Έπειτα ας περάσουμε στον τίτλο του φετινού της ντεμπούτου: 1883 Juncture Bound (Διασταύρωση 1883). Τέλος, ας παρατηρήσουμε το αυτοσαρκαστικό και ψυχεδελικό εξώφυλλο του άλμπουμ. Εύκολα συμπεραίνουμε ότι ο τραγουδοποιός Neo Ferns (James Andrews) και ο DJ και παραγωγός Paul Bardsley, οι οποίοι αποτελούν τους Cappuccino Wizards, κουβαλάν μια καλλιτεχνική άποψη λοξή και ανατρεπτική. Ωστόσο το άλμπουμ τους δεν αποτελεί μια από τις εκκεντρικότητες της διαδικτυακής μουσικής, αλλά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες του 2020. 

Περνώντας στο περιεχόμενο και στη μορφή της μουσικής του 1883 Juncture Bound βρισκόμαστε και πάλι σε αμηχανία, η οποία είναι αισθητή από το πλήθος ετερόκλητων ειδών που έχουν καταχωρηθεί στο Discogs (βέβαια ίσως αποτελεί κομμάτι του χιούμορ του ίδιου του γκρουπ). Όπως και να ‘χει, οι προσεκτικές ακροάσεις ξεδιαλύνουν το τοπίο. Ο James Andrews είναι υπεύθυνος για το ακουστικό κιθαριστικό μέρος: η εύθραυστη φωνή του περνάει από τόσα τριπαρισμένα εφέ που οι στίχοι γίνονται οριακά κατανοητοί. Παράλληλα, παίζει κιθάρα σε ένα μελωδικό folk-blues στιλ με σαφείς psych επιρροές. Από την άλλη, ο Paul Bardsley προσθέτει το ηλεκτρονικό στοιχείο, με ξεχαρβαλωμένα μα ζεστά beats, synths και εφέ. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια εσωστρεφή, lo-fi και πειραματική folktronica, που φλερτάρει με την αισθητική της outsider music. 

Από τη μια πλευρά, συναντάμε ολοκληρωμένα τραγούδια που παίζουν με τα όρια ανάμεσα στην αρμονία και το συνεχές του ήχου, εκπέμποντας μια αιθέρια μελαγχολία, όπως το ομώνυμο Juncture Bound, το Safe Mode και το Sky is Fire. Αυτά όμως συμπληρώνονται από σύντομα ψυχοτρόπα ηλεκτρονικά περάσματα που μπορούν να ενταχθούν στο trip hop, στο glitch και στο microhouse, σαν το Maschine Beat και το Eddies Groove

Πιθανώς το ντεμπούτο των δύο Βρετανών καλλιτεχνών να αποτελεί αποτέλεσμα παρεΐστικων στιγμών στο στούντιο αλλά δεν παύει να σηματοδοτεί μια καλλιτεχνική δήλωση. Κατά τη γνώμη μου, η μουσική των Cappuccino Wizards μας ωθεί να δώσουμε σημασία σε καθημερινές και συχνά απαρατήρητες εμπειρίες,  όπως το ξημέρωμα καθώς αγουροξυπνημένοι πάμε στη δουλειά ή μια νυχτερινή βόλτα. Αυτές οι στιγμές αποτελούν μικρές ψηφίδες της ζωής μας, με κρυμμένο έναν βαθύ λυρισμό. 


11/12/20

top-20 | 2020: #11. Maât - Solar Mantra (Growing Bin Records)

Το γκρουπ των  Maât αποτελείται από τους πρωτοεμφανιζόμενους Adrien Colle, Tim Karbon και Maxime Castanet και μας έρχεται από το Παρίσι. Το ντεμπούτο τους, Solar Mantra, προσφέρει balearic beat υψηλής ποιοτικής στάθμης και πειραματικής κατεύθυνσης. 

Οι Maât δημιουργούν μουσική που είναι ταυτόχρονα χαλαρωτική, χορευτική, δεξιοτεχνική και τυλιγμένη σε εκλεκτικό γούστο και μοναδικό ύφος. Τα κύρια στοιχεία που συναπαρτίζουν τον ηλεκτρονικό ήχο (ηλεκτρονικό beat, synths, sequencers, echo και λοιπά εφέ) μπλέκονται αδιαχώριστα με ηλεκτρικές κιθάρες, πιάνο, κλαρινέτο, τύμπανα και κρουστά. Η αφηρημένη δομή  των συνθέσεων δεν αποκλείει τα συγκροτημένα και αξιομνημόνευτα μελωδικά θέματα. Απο πλευράς επιδράσεων, η cosmic disco των Lindstrom and Prins Thomas (βλ. και προηγούμενη ανάρτηση) βολτάρει πλάι στα έκπληκτα ώτα μας με τη φρέσκια τζαζ που μας έρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία -π.χ. Alfa Mist, το underground deep house και την αφρικανική πολυρυθμία, χωρίς να λείπει και μια (post/ psych) rock άποψη. 

Μουσική που είναι ουσιωδώς διαλογιστική, όπως άλλωστε υπονοεί και ο τίτλος του άλμπουμ, χωρίς να πέφτει στην παγίδα του ανούσιου ambient και chill out για γιόγκα και τα σχετικά. Το εναρκτήριο The Walk φέρνει στο νου promenades πλάι στον Σηκουάνα, το Feugplace αναφέρεται σε μια σκοτεινή και μαγεμένη Αφρική, το ομώνυμο Solar Mantra πραγματικά προσφέρεται για διαλογισμό πλάι στον ήλιο που δύει, το Clairiere αντηχεί μακρινές βουκολικές επιρροές, τέλος το δυναμικό Quetzal Pacino ακούγεται άνετα σε ένα εναλλακτικό dancefloor. Και σκεφτείτε πως αναφερθήκαμε μόνο σε κάποια από τα υπέροχα κομμάτια αυτού του δίσκου

Το ομολογουμένως εντυπωσιακό σύνολο του Solar Mantra οφείλεται σε ακόμα δύο παράγοντες. Πρώτον τα λίγα αλλά ουσιώδη φωνητικά: πρόκειται για πραγματικά mantras, λιτά λόγια έντονου συμβολισμού που επαναλαμβάνονται θαρρείς τελετουργικά. Δεύτερον, η παραγωγή η οποία αναδεικνύει ιδανικά τον πλούτο της ενορχήστρωσης και προβάλλει αυτή την ατμόσφαιρα συλλογισμού και διαλογισμού, φέρνοντας περισσότερο σε τζαζ και παλιές ροκ ηχογραφήσεις, παρά στη σημερινή τάση του “overproduction”. 

Από πλευράς συναισθηματικής διάθεσης, στο Solar Mantra οι Maât ισορροπούν ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, λες και μια φωτεινή θερινή ανάμνηση πλανιέται σ' ένα από τα μεγάλα παριζιάνικα πάρκα, το φθινόπωρο ή ακόμα και τον χειμώνα. Ένα ηλιακό mantra για όλες τις εποχές.


10/12/20

Top-20 | 2020: #12. Lindstrøm & Prins Thomas - III (Smalltown Supersound)

 Όταν -πλέον πριν από δέκα περίπου χρόνια- πρωτάκουγα τα δύο πρώτα άλμπουμ της συνεργασίας ανάμεσα στον Lindstrom και τον Prins Thomas, είχα σκεφτεί ότι η μουσική τους είναι σπουδαία, επειδή κατόρθωσαν να ξανανάψουν τη φλόγα των αισιόδοξων και αλληλέγγυων ροκ πειραματισμών των 60s και των 70s. Στη νέα τους κυκλοφορία συνεχίζουν να χορεύουν γύρω από την ίδια φλόγα, αλλά τις ξέφρενες κινήσεις έχει αντικαταστήσει ένας χορός πιο ήρεμος και εσωτερικός. Οι φίλοι και συνοδοιπόροι αναπτύσσουν έναν ταυτόχρονα παιχνιδιάρικο και ποιητικό μουσικό διάλογο, ο οποίος όμως πλέον κερδίζει και σε ωριμότητα. 

Στο ΙΙΙ πρωταγωνιστεί μια ορχηστρική μουσική υψηλής ποιότητας. Πιάνο και synths, ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες, ντραμς και ποικίλα κρουστά, αλλά και πλήθος από ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια μπλέκονται καλειδοσκοπικά, αυτοσχεδιαστικά και απολαυστικά.

 Όπως και στις προηγούμενες συνεργασίες του ντουέτου από τη Νορβηγία, έτσι κι εγώ η παρουσία των επιδράσεων είναι ιδιαίτερα αισθητή. Άλλωστε έχουμε να κάνουμε με DJs. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αυτές οι επιρροές έχουν αφομοιωθεί ουσιαστικά, για αυτό και αναδομούνται δημιουργικά. Ας πούμε, το Cosmic-space disco  του Martin 5000 συναντά post-rock κιθαρισμούς, το dub του Oranges λοξοκοιτάει προς την avant jazz, ενώ το Harmonia (ένας φόρος τιμής στους Γερμανούς πρωτοπόρους;) σερβίρει το krautrock σε μια μοντέρνα και ιδιοσυγκρασιακή βερσιόν. Οι δυο καλλιτέχνες αποτείνουν ένα φόρο τιμής στο παρελθόν, ωστόσο το αποτέλεσμα δεν είναι ρετρό και αναβιωτικό, αντιθέτως σφύζει από δημιουργικότητα και φρεσκάδα.

Αισθάνθηκα ότι το ΙΙΙ αποτελεί ένα δώρο των δύο Νορβηγών προς τους ακροατές, ιδιαίτερα αυτή τη δύσκολη περίοδο, ώστε όλοι μαζί να νιώσουμε θετικά, δυναμικά και ήρεμα, ανοίγοντας τα φτερά της φαντασίας μας προς ένα καλύτερο αύριο. 


8/12/20

Top-20 | 2020: #13. Hail Spirit Noir - Eden In Reverse (Agonia Records)


 Ξεκινώ αυτή την παρουσίαση με μία πιο προσωπική παρατήρηση: η αλήθεια είναι πως εδώ και χρόνια η σχέση μου με το metal είναι μικρή και ακούω κάποιες επιλεγμένες μπάντες κατ’ εξαίρεση. Μία σταθερή αξία αποτελούν οι Hail Spirit Noir. Μιλάμε για μια από τις πιο μουσικά ασυμβίβαστες μπάντες σήμερα, ανεξαρτήτως είδους. Σε κάθε άλμπουμ τους ξετυλίγεται μια νέα απρόσμενη περιπέτεια. Προφανώς ξεφεύγουν από τα στεγανά του black metal, αλλά δεν προδίδουν το πηχτό του σκοτάδι, επενδύοντας παράλληλα στην πειραματική του πλευρά. 

Στο τέταρτο κατά σειρά άλμπουμ τους, Eden In Reverse παρουσιάζουν ένα δαιμόνιο πάντρεμα ανάμεσα στο progressive metal και την πρώιμη ηλεκτρονική μουσική. Ως επιρροές σκέφτομαι κυρίως τους Arcturus και μερικώς τους Opeth. Όπως και να ‘χει όμως, οι Hail Spirit Noir συνδυάζουν με έναν πρωτότυπο τρόπο ένα εξίσου έντονα μελωδικό και επιθετικό prog metal με τους δρόμους που άνοιξαν πριν δεκαετίες κοσμικοί ταξιδευτές όπως ο Klaus Schulze, ο Jean Michel Jarre και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.

Η τεχνική δεινότητα και η συνθετότητα δηλώνουν ισχυρό παρών, χωρίς όμως περιττή πολυπλοκότητα και επιδειξιομανία. Επίσης, μνείας αξίζει και η ισορροπημένη παραγωγή, με την 70s ηχητική άποψη. Το black metal στοιχείο ως μουσικό στιλ είναι αισθητά μειωμένο, αλλά η αίσθηση του κακού παραμένει κυρίαρχη, παίρνοντας μια βαθιά υπαρξιακή, συμπαντική διάσταση. Μια καλή γεύση του ύφους του άλμπουμ δίνουν τα εξαιρετικά Alien Lip Reading και Crossroads.

Ένα από τα κεντρικά στοιχεία του Eden In Reverse είναι το στιχουργικό του concept, το οποίο δένεται άρρηκτα με τη μουσική. Οι στίχοι είναι δύσκολοι, αλλά μάλλον έχουμε να κάνουμε με μια αλλόκοτη αφήγηση της βιολογικής και κοινωνικής εξέλιξης του ανθρώπου, η οποία προκαλεί όχι μόνο δημιουργία αλλά και καταστροφή. Στο First Ape On Earth ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως ένας “πρωτεύων (με τη βιολογική έννοια) Μεφιστοφελής” (a simian Mephistopheles). Οι  Hail Spirit Noir αξιοποιούν ελεύθερα και δημιουργικά επιστημονικούς, θρησκευτικούς και λογοτεχνικούς συμβολισμούς. 

Λίγοι καλλιτέχνες σήμερα μπορούν να φέρουν εις πέρας με επιτυχία ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα, προσφέροντας ένα μοναδικό μουσικό έργο επιστημονικής φαντασίας. 


7/12/20

Top-20 | 2020: #14. Bent - Up In The Air (Godlike & Electric)

Το ντουέτο των Simon Mills και Nal Tolliday επέστρεψε φέτος, μετά από 14 χρόνια, με νέο ολοκληρωμένο άλμπουμ. Τίτλος του, Up In The Air. Αυτό το νέο βέβαια αρκεί για να κάνει τους φίλους της ποιοτικής ηλεκτρονικής μουσικής χαρούμενους. 

 Ωστόσο, μια βιαστική και επιφανειακή ακροαση του άλμπουμ ίσως αφήσει πολλούς από αυτούς ανικανοποίητους, καθώς αυτή τη φορά οι Bent αφήνουν στην άκρη τα γκρουβάτα ονειρικά hits των early 00s, όπως το Always, το Swollen και το Magic Love. Βέβαια, η προσέγγισή τους στον ήχο δεν έχει αλλάξει, καθώς και στο Up In The Air κινούνται στον χώρο του downtempo, του trip hop και του chillhouse, βασισμένοι σε χαλαρούς ρυθμούς και ψαγμένα samples. Αλλά, η διαφορά είναι ότι πλέον δομούν με γνώση κι εμπειρία, καθώς και με ευαισθησία και στοχασμό μια ηλεκτρονική μουσική δωματίου, που επιδιώκει μονάχα την ουσία. 

 Σχεδόν όλες οι συνθέσεις του άλμπουμ είναι βασισμένες σε φωνητικά samples των οποίων η πηγή δεν αποκαλύπτεται. Ανδρικές και γυναικείες φωνές που πιθανώς προέρχονται από παλιά και λησμονημένα ελαφρά, τζαζ και country τραγούδια αξιοποιούνται από τους Bent, εντασσόμενα σε ένα downtempo πλαίσιο μπολιασμένο με nu jazz, folk και deep house. Μια βαθιά ακρόαση των tracks προκαλεί κύματα νοσταλγίας, συγκίνησης και προσδοκίας. Ενδεικτικά και μόνο, προτείνω να ακούσετε τα Come On Home και A Girl Like You

 Οι στίχοι αποτυπώνουν έναν παλιομοδίτικο ρομαντισμό, που σε συνδυασμό με την όλη ηχητική προσέγγιση έφερε τουλάχιστον στο δικό μου νου τις εξιδανικευμένες ερωτικές φαντασιώσεις της πρώιμης εφηβείας ή τον κόσμο αναμνήσεων και μαραμένων ελπίδων στον οποίο έχει κλειστεί ένας μοναχικός ηλικιωμένος άνθρωπος. Ωστόσο, η ιδιοφυία του βρετανικού ντουέτου έγκειται στο ότι προσθέτουν το καίριο στοιχείο της ειρωνείας, ξεγλιστρώντας έτσι από τη μελοδραματικότητα . Όμως, η ειρωνεία τους είναι αυτή της κατανόησης, της γενναιοδωρίας και της ενσυναίσθησης.

 Το τελευταίο track του άλμπουμ τιτλοφορείται Friends είναι πιο uptempo και πιασάρικο, ενώ κατορθώνει να συνοψίσει όλη αυτή τη χαρμολύπη. Στους στίχους ακούμε: 

Just friends and lovers, no foes 
just friends not like before. 
To think of all the things and not to love again 
it’s like pretending, this is not the ending. 

 Το Up In The Air είναι ένα κορυφαίο άλμπουμ που απευθύνεται στα μύχια του νοητικού και συναισθηματικού μας κόσμου.


6/12/20

Top-20 | 2020: #15. Och - II (Rocket Recordings)

Θεωρώ ότι το ψυχεδελικό ροκ των Σουηδών Och αφορά μια μικρή μερίδα ακροατών, ακόμα και εντός των κύκλων του συγκεκριμένου ήχου. Στο δεύτερο τους άλμπουμ, με τίτλο ΙΙ, βρίσκουμε έναν τύπο ψυχεδελικού ροκ που έχει απεκδυθεί κάθε φιοριτούρα και περιττό στοιχείο και παραμένει μονολιθικά, ταπεινά  και -θα λέγαμε- εμμονικά λακωνικό, πρωτόλειο και οξύ. Η μπάντα παρασύρει τον ακροατή σε ένα απόκοσμο και ονειρώδες ταξίδι, χτίζοντας πειραματικές, αυτοσχεδιαστικές, αλλά και λιτές συνθέσεις. Οι αργοί τελετουργικοί ρυθμοί κυριαρχούν, ενώ που και που, μέσα στην ψυχεδελική αχλή, ξεπροβάλλουν μελωδίες μιας νοσταλγικής επικότητας, όπως φανερώνει και ο τίτλος Pelennor's Fält, ο οποίος έρχεται από το μυθολογικό σύμπαν του βασιλιά Αρθούρου. 

Τα πιο ξεκάθαρα ροκ σημεία, εστιασμένα σε κιθάρα, μπάσο και τύμπανα, εναλλάσσονται με ηλεκτρονικά μέρη, τα οποία όμως επιστρέφουν στις ρίζες, βλ. Tangerine Dream. Ακούστε το χαρακτηριστικό πέρασμα από το μεγαλοπρεπές Baum Baur στο εσωστρεφές Åkkså. Γενικότερα, οι επιρροές των Och είναι κατά βάση στραμμένες χρονολογικά στα 70s και γεωγραφικά στη κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Στην ουσία, πιάνουν τον μίτο που αρχικά ξετύλιξαν οι συμπατριώτες τους Träd Gräs Och Stenar κα Älgarnas Trädgård, χωρίς να στερούνται αγάπης για τo γερμανικό krautrock των Ash Ra Tempel και των Agitation Free. Όμως, την ίδια στιγμή ακούγονται φρέσκοι και πρωτότυποι, καθώς, πρώτον, εμπλουτίζουν τον ήχο τους με στοιχεία από το σαφώς πιο πρόσφατο post-rock και, δεύτερον, δεν αναλώνονται σε δύστροπους και εκκωφαντικούς αυτοσχεδιασμούς, προτιμώντας μια ναΐφ και χαμηλών τόνων προσέγγιση. 

Επομένως, αν και οι Och δείχνουν καταγοητευμένοι από το παρελθόν όχι μόνο της ροκ μουσικής, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης, παράλληλα εκφράζουν το σήμερα. Αυτό γίνεται εμφανέστατο από τον τίτλο που επιλέγουν να δώσουν στην τελευταία σύνθεση του άλμπουμ: Pandemi På Händelö , δηλαδή “η πανδημία στο Χάντελο”, κάνοντας μάλλον έναν οικολογικό υπαινιγμό για τον Covid-19. Ίσως να ξεφεύγω προς μία υπερερμηνεία εδώ, αλλά νομίζω πως η δεύτερη δισκογραφική κατάθεση των Och, μαζί με τη νοσταλγία για ένα ονειρικό παρελθόν, εμπεριέχει αντίστοιχα και μια ειρωνεία προς τη σύγχρονη ηγεμονία του θετικισμού, που απομακρύνει τον άνθρωπο από κάθε διάσταση ονείρου και μύθου. 


5/12/20

Top-20 | 2020: #16. Caribou - Suddenly (Merge Records/ City Slang)

Ως Caribou,  ο Dan Snaith κυκλοφορεί μουσική από το 2005 και το φετινό του άλμπουμ Suddenly είναι το έβδομο σε σειρά. Παρόλα αυτά, ο Καναδός καλλιτέχνης διατηρεί αναμμένη τη σπίθα της δημιουργικότητας και της έμπνευσης, συνεχίζοντας να βρίσκεται στην αιχμή της σημερινής ηλεκτρονικής σκηνής.

Το πρώτο χαρακτηριστικό που μου έκανε εντύπωση στο Suddenly ήταν η προχωρημένης τεχνικής και αισθητικής παραγωγή.  Τα samples, τα οποία κυρίως αντλούνται από την ατέλειωτη πηγή τη μαύρης μουσικής και προσδίδουν ένα αυθεντικό soulful στοιχείο, αξιοποιούνται ιδιοφυώς. Ο Dan Snaith δεν παρατάσσει απλά επιρροές από hip hop, από house, από ambient , ακόμα και από trap, αλλά κατορθώνει να αναδείξει την οργανική ουσία του κάθε είδους και ύφους, χωρίς παρελθοντικές εμμονές και αναμασήματα. Το μόλις δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ You And I ξεκινά με έναν στακάτο pop rock ρυθμό και με μια ηλιόλουστη μελωδία, αλλά από το πουθενά γίνεται ένα απρόσμενο γύρισμα σε ένα αλλόκοτο και σχεδόν συμφωνικό hip hop/ trap κρεσέντο. Ανάλογες αλλαγές βρίσκουμε και σε πολλά τραγούδια του άλμπουμ. 

Αλλά, στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ωραία τραγούδια. Στο Suddenly παρατηρείται μια σαφής τάση προς την τραγουδοποιία, με αξιόλογες μελωδίες και ποπ φόρμες, που ξεδιπλώνονται χαρακτηριστικά στο Home και στο Magpie. Αυτή τη στροφή σε μια πιο τραγουδιστική κατεύθυνση συνδυάζεται με μια αυτοβιογραφική, στοχευμένη αλλά και λυρική στιχουργική.

Το αγαπημένο μου τραγούδι αυτού του άλμπουμ είναι το Cloud Song: το εσωστρεφές ambient ηχητικό περιβάλλον, το ευαίσθητο ποπ στοιχείο, που παραπέμπει στις πιο ψυχεδελικές στιγμές των Beatles και η μεγαλειώδης κορύφωση που ενισχύει την ειλικρίνεια της ερωτικής εξομολόγησης φτιάχνουν ένα κομψοτέχνημα.

Βέβαια, η αλήθεια είναι πως το Suddenly δεν αφήνει την ισχυρή εντύπωση παλιότερων κυκλοφοριών του Caribou,  όπως το Andorra (2007) και ιδιαίτερα το αριστουργηματικό Swim (2010). Ο δυναμισμός της νεότητας έχει δώσει τη θέση του στην ηρεμία, την εμπειρία και την (αυτό)κριτική της ωριμοτητας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού. 


4/12/20

Top-20 | 2020: #17. Cantoma - Into Daylight (Highwood Recordings)

Είτε με το ψευδώνυμο Cantoma, είτε με κάποιο άλλο που κατά καιρούς επιλέγει ή ακόμα και με το πραγματικό του όνομα, ο Βρετανός Phil Mison αποτελεί  εδώ κα χρόνια έναν από τους καλλιτέχνες που ορίζουν τον chill out - downtempo ήχο. Στο τέταρτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του ως Cantoma, με τίτλο Into Daylight, o Phil συνεχίζει ανυποχώρητα στο ποιοτικό ύφος που μας έχει καλομάθει: καλοκαιρινό, εξωτικό και φυσικά βαλεαρικό chill out. Το σύμπαν του latin, κυρίως το flamenco και η bossa nova, συναντά το 70s-80s soft rock, την ψυχεδέλεια ακόμα και αφρικανικούς ήχους. Ακούστε το Solando με τα φωνητικά της Luna Asteri ή το Back Into Daylight με τη φωνή του Quinn Lamont Luke. Οι στίχοι είναι μοιρασμένοι στα αγγλικά και τα ισπανικά, στοιχείο που προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία και εκλεκτισμό.

Συνεπώς, στο Into Daylight δεν θα βρείτε αδιάφορο chill out προορισμένο για βαρετά beach bar και supermarket. Θεωρώ πως το πιο επιτυχημένο χαρακτηριστικό αυτού του άλμπουμ είναι μία σχεδόν art rock/ jazz rock προσέγγιση, με προσεγμένες μελωδίες, πολυεπίπεδες ενορχηστρώσεις και solo ακουστικής κιθάρας, τρομπέτας, βιολιού και κλαρινέτου. Το ορχηστρικό Α Night At Apres Midi είναι αντιπροσωπευτικό: ο Mike Piggott στο βιολί και η Tamar Osborn στο φλάουτο σολάρουν δεξιοτεχνικά, πάνω σε ένα θέμα από πλήκτρα, πνευστά και αιθέρια βραζιλιάνικα φωνητικά, καθώς και ένα groove πηγμένο στα εξωτικά κρουστά. 

Παράλληλα, το συνήθως 4/4 beat κινείται ανάμεσα στα 100 και τα 110 bpm, προσθέτοντας μια δόση από house. Η παραγωγή έχει μια 80s αύρα, που εμβαθύνει στη χαλάρωση και στη νοσταλγία. Ακόμα και οι στίχοι έχουν τη σημασία τους, καθώς θέτουν το ζήτημα της υπέρβασης μιας πληκτικής και ανούσιας καθημερινότητας για την αποφασιστική στροφή προς τον έρωτα, τη φύση και το ευ ζην.

Για ακόμα μια φορά ο Cantoma δημιουργεί μουσική που κουβαλά τη δική της αλήθεια,  μια αλήθεια ρεμβαστική, θερινή και γεμάτη μειλίχια αυτοπεποίθηση.


3/12/20

Top-20 | 2020: #18. Algol Paradox - アルゴルパラドックス (self-released)

Ήδη στο νούμερο 18 της εικοσάδας με τις, κατά τη γνώμη μου, καλύτερες full-length κυκλοφορίες του 2020 βρίσκεται ένα σημαντικό άλμπουμ. Πίσω από το περίεργο όνομα Algol Paradox κρύβεται ο μουσικός, παραγωγός και DJ Ανδρέας Δημητριάδης. Ο Δημητριάδης είναι πιο γνωστός με το ψευδώνυμο AND.ID, παρουσιάζοντας παραγωγές και DJ set στον χώρο του minimal techno και του deep house. Με το project Algol Paradox όμως προχωρά σε νέα συναρπαστικά μονοπάτια.

Σε ένα σύνολο ορχηστρικών συνθέσεων δουλεμένων σε κάθε λεπτομέρεια, ο Δημητριάδης ενώνει το minimal techno και το microhouse -στιλ που παίζει στα δάχτυλα- με γόνιμα στοιχεία από την kosmische σκηνή. Οι απόηχοι από τα αριστουργήματα του Klaus Schulche, των Cluster και του Harald Grosskopf προσδίδουν αδιαμφισβήτητη ποιότητα. Αυτή η μουσική φαντασμαγορία αποτελεί μία αναπαράσταση κοσμικών και υπαρξιακών ανησυχιών που συνδυάζουν τον συμβολισμό της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, ειδικότερα τον μύθο της θανάτωσης της Μέδουσας από τον Περσέα, με την παρατήρηση του αχανούς σύμπαντος:

Ένα ηχητικό ταξίδι μέσα από το "beaτ" της μουσικής, με προσοχή και αμεσότητα, μια ευκαιρία να μοιραστούμε και να αναγνωρίσουμε τη μοναδικότητά και την εξέλιξή μας.

Πράγματι, αυτή η στοχαστική και μεταφυσική διάσταση της μουσικής του アルゴルパラドックス (Algol Paradox στα ιαπωνικά) είναι εμφανής σε κάθε επίπεδο: τα μινιμαλιστικά μελωδικά θέματα επαναλαμβάνονται υπνωτιστικά, καθώς μπλέκονται με διαστημικά εφέ, πάνω σε στιβαρές μπασογραμμές και σε ένα χορευτικό 4/4 beat. Επίσης, αξιοσημείωτο είναι και ένα ευφυές τζαζ στοιχείο, που πιθανότατα οφείλεται στους συνοδοιπόρους του Δημητριάδη: τον Τάσο Κορκοβέλο στα keyboards  και τον James Wylie -μια μορφή της θεσσαλονικιώτικης σκηνής- στο σαξόφωνο. 

Το ντεμπούτο των Algol Paradox θα βρισκόταν πολύ ψηλότερα στη λίστα των είκοσι καλύτερων άλμπουμ του 2020, αν υπήρχε μεγαλύτερη φροντίδα για τη συγκρότηση και ανάπτυξη αξιομνημόνευτων μελωδιών και ευρύτερα σταθερών δομών, χωρίς να δίνεται τόσο βάρος σε μια κατά βάση αυτοσχεδιαστική minimal techno προσέγγιση. Οπωσδήποτε το μεγαλείο του συγκεκριμένου project ξεδιπλώνεται στη συναυλία που μεταδόθηκε σε live streaming στο πλαίσιο του φετινού διαδικτυακού φεστιβάλ Reworks Connect. Εδώ, ο Δημητριάδης και οι συνεργάτες του συμπράττουν με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Θεσσαλονίκης υπό τη διεύθυνση της Λίζας Ξανθοπούλου, σε ενορχήστρωση Πάνου Κοσμίδη. Το αποτέλεσμα, ένα συναρπαστικό ηλεκτρονικό avant-garde κονσέρτο:

 

Αναμένουμε πως και πως την επόμενη κυκλοφορία των Algol Paradox.

2/12/20

Top-20 | 2020: #19. AKSK - Things We Do (Running Back)

O επικεφαλής της ανεξάρτητης δισκογραφικής Running Back, DJ και παραγωγός Gerd Janson αφηγείται το σκηνικό της πρώτης ακρόασης του ντουέτου AKSK:

Κατά τη διάρκεια μιας βόλτας με το αυτοκίνητο στο Λος Άντζελες, συνοδευόμενη από new age μουσική και από την αυστραλιανή μελαγχολία των The Reels, το τραγούδι "Breaking" από τους AKSK ταίριαξε απόλυτα. Η φωνή της Adda και οι μελωδίες και το groove της μουσικής θα μπορούσαν να ταιριάξουν στο soundtrack ενός φιλμ, σκηνοθετημένου τόσο από τον John Hughes όσο και τον Michael Mann.

Οι AKSK αποτελούνται από τον Ολλανδό μαέστρο της ambient-downtempo Suzanne Kraft (Diego Herrera) και τη Ρουμάνα τραγουδίστρια Adda Kaleh. Μια καλλιτεχνική συμμαχία ανάμεσα στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, λοιπόν, με το ντουέτο να συνεργάζεται κυρίως από απόσταση.  Κάπως έτσι προέκυψε το πολύ όμορφο φετινό synthpop άλμπουμ, Things We Do

Σ΄ όλη τη διάρκεια του full-length, οι τόνοι διατηρούνται χαμηλοί και η συναισθηματική ατμόσφαιρα εσωστρεφής, όμως το beat παραμένει στακάτο και χορευτικό, καθώς μπλέκεται με τα αιθέρια και γλυκά φωνητικά της Adda. Μπορεί οι επιρροές να εντοπίζονται κατά βάση στα 80s, από Kate Bush μέχρι Tears For Fears, ωστόσο η synthpop των AKSK είναι απαλλαγμένη από παρελθοντολαγνικά στοιχεία, όπως το τρελό reverb ή τα εκκωφαντικά synths. Η ευρύτερη ηχητική προσέγγιση είναι ζεστή και γήινη, λες και προορίζεται για ακρόαση σε μια μεσογειακή ακρογιαλιά παρά σε μια μεταμεσονύκτια disco. Τέλος, οι λυρικοί, ερωτικοί και συχνά αινιγματικοί στίχοι δένονται άρρηκτα με τη διάχυτη ατμόσφαιρα τη νοσταλγίας. 

Όπως γίνεται μάλλον εύκολα κατανοητό, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιο τραγούδι από αυτό το τόσο λακωνικό άλμπουμ… αλλά, η κεντρική μελωδία του Four Lonely Words παίζει συχνά στο κεφάλι μου τους τελευταίους μήνες. 

Τα πέντε original τραγούδια συμπληρώνονται και από δύο dub remixes από τους The Coober Pedy University Band (Tornado Wallace και Willie Paxton). Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν, αλλά συμπεριλαμβάνονται με άνεση σε ένα πιο χορευτικό- αλλά πάντα βαλεαρικό- DJ set. 

Συνεπώς και σχεδόν αναπόδραστα, ως πιο κατάλληλο στιλιστικό tag για το Things We Do στο νου έρχεται το “balearic beat”.