The KLF – Chill Out (1990, KLF Communications)
Αν οι αρχές της δεκαετίας του 70, όταν δηλαδή κυκλοφόρησε το L'Apocalypse Des Animaux του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ουσιαστικά αποτέλεσαν την απόληξη της πλούσιας σε πολιτιστικές, μα και κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές των τελών της δεκαετίας του 60, οι αρχές των 90s στάθηκαν η κορύφωση μιας αναβίωσης των προθέσεων και των αιτημάτων των late 60s, αλλά με διαφορετικά συμφραζόμενα: η άνθιση της rave κουλτούρας και της acid house electronica.
Οι Bill Drummord και Jimmy Cauty, δηλαδή οι KLF, αποτέλεσαν ένα σχήμα - σήμα κατατεθέν της acid house σκηνής. Αλλά την περίοδο του χορευτικού ύμνου What Time Is Love, το ντουέτο εκφράζει την πιο εσωστρεφή και χαμηλόφωνη διάσταση των πρώτων raver, κυκλοφορώντας, το 1990, το άλμπουμ Chill Out. Για αυτό άλμπουμ έχουν γραφτεί πολλά, καθώς θεωρείται ένα από τα must του ambient ήχου. Αξίζει να διαβάσετε ένα άρθρο της εποχής που παρουσιάζει τις chill out βραδιές των KLF και των Orb, με πειραματισμούς, οι οποίοι και οδήγησαν στην πετυχημένη συνταγή του Chill Out.
Τώρα, σε αυτή τη συνταγή θα μπορούσαμε να δώσουμε τους χαρακτηρισμούς «ταξιδιάρικο» (ίσως πιο ταιριαστή είναι η αγγλική λέξη: trippy), ακόμα και «σουρεαλιστικό». Βέβαια, ειδικά στον προσεκτικό ακροατή, το Chill Out προσφέρει μια βαθιά και προσωπική συναισθηματική εμπειρία…
Οι KLF περιγράφουν ηχητικά τη διαδρομή στις δυτικές ακτές των ΗΠΑ, ένα μυστήριο νυχτερινό ταξίδι από το Τέξας ως τη Λουιζιάνα. Το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ αποτελείται από ένα κολάζ πρωτότυπων μελωδιών, samples και ήχων από τις πιο ποικίλες πηγές, ένα απρόσμενο παζλ: φωνές ραδιοφωνικών παραγωγών, ήχοι του τραίνου που αναχωρεί, ένα θολό απόσπασμα από τραγούδι του Presley ως και throats singers της Σιβηρίας και πολλά άλλα... Κάποιοι ήχοι και μελωδίες μάλιστα επανέρχονται, με χαρακτηριστικότερες αυτές της steel guitar (που έχουν παιχτεί από τον κιθαρίστα Graham Lee) και φέρνουν έναν αέρα παλιάς αμερικάνικης folk. Έτσι επισφραγίζεται και ο concept χαρακτήρας του άλμπουμ. Ο πειραματισμός, γενικότερα, είναι κυρίαρχος και οι αναφορές τόσο στον cosmic/kraut ήχο, όσο και στο new age, το οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του 70 είχε γνωρίσει μεγάλη διάδοση, είναι αισθητές.
Το κομμάτι Dream Time in Lake Jackson είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό. Ακόμα, μέσα στο χάος των ήχων, θα εντοπίσετε και τη βασική μελωδία του Karmakoma των Massive Attack…
Maxxi & Zeus – American Dreamer – The Shell/ The Struggle (2010, International Feel Recordings)
Το τέταρτο και τελευταίο κομμάτι της ambient παρουσίασής μας δεν αφορά ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, αλλά, στην ουσία τρεις συνθέσεις: το American Dreamer, που αποτελεί την πρώτη πλευρά ενός EP, καθώς και ένα ολοκληρωμένο EP το οποίο συγκροτείται από τις συνθέσεις The Shell και The Struggle. Αυτά τα τρία μεγάλης διάρκειας instrumentals στέκονται ως μια άτυπη τριλογία.
Υπεύθυνοι για τη δημιουργία τους είναι δύο Βρετανοί παραγωγοί, ο Matthew Edwards και ο Joel Martin, οι οποίοι χρησιμοποιούν συχνά-πυκνά τα ψευδώνυμα Maxxi και Zeus, αντίστοιχα. Το συγκεκριμένο ντουέτο είναι γνωστό και ως Quiet Village και, με αυτό το όνομα, το 2008 κυκλοφόρησαν ένα αξιόλογο άλμπουμ, το Silent Movie, στο οποίο συλλέγουν remixes τραγουδιών και ορχηστρικών κατάλληλων για ήσυχο άραγμα στην παραλία το καλοκαίρι.
Ως Maxxi & Zeus όμως, οι δύο συνεργάτες καταπιάνονται με κάτι διαφορετικό, με την ambient μουσική παράδοση κι ειδικά με την πιο χαλαρωτική και «θεραπευτική» πλευρά της. Και το αποτέλεσμα είναι αρκετά αξιόλογο, ώστε να σταθούν ως πρωτοπόροι της αναβίωσης της new age αισθητικής, που παίζει στο underground τα τελευταία χρόνια. Για αυτή την αναβίωση, κοιτάξτε εδώ και εδώ.
Αλλά, η προσέγγιση των Maxxi & Zeus στην new age είναι ιδιαίτερα συνειδητοποιημένη, ώστε το γραφικό στοιχείο των σωρηδόν «reiki» και «spa» κυκλοφοριών να αντικαθίσταται από μια εντελώς καλλιτεχνική άποψη. Βέβαια και οι επιρροές της μουσικής τους βοηθάνε σε αυτό: ο cosmic ήχος του Βερολίνου, τα πρώτα άλμπουμ του Steve Roach και τα soundtrack του Angelo Badalamenti για τις ταινίες του David Lynch.
Οι δύο καλλιτέχνες λοιπόν δημιουργούν ambient βαθιά, μυστηριακή και ψυχεδελική. Ο επικός ήχος των synthesizer συνδυάζεται με τα tribal κρουστά και τα κοσμικά εφέ με τα αλλόκοτα samples. Όπως φανερώνει και ο τίτλος του American Dreamer, η θεματική είναι αντλημένη από μια φθαρμένη, σκονισμένη και γι’ αυτό ειρωνική οπτική για το αμερικάνικο όνειρο. Η αφιέρωση στον Dennis Hopper δεν είναι τυχαία, ακόμα περισσότερο το απόσπασμα από την απαγγελία του Jim Morrison του ποιήματός του, Search On Man ενισχύει αυτή την αφήγηση. Η δεύτερη πλευρά του πρώτου EP των Maxxi & Zeus συμπληρώνεται από μια απρόσμενη συρραφή από edits σε garage disco τραγούδια, δίνοντας μας έτσι μια νοσταλγική, αλλά και πάλι ειρωνική εικόνα της uptempo, χορευτικής Αμερικής των late 70s.
Το Cell, πρώτο κομμάτι του δεύτερου EP, συνεχίζει από εκεί που μας άφησε το American Dreamer, διατηρώντας την ίδια εικονοπλαστική δύναμη. Οι slide κιθάρες ανακαλούν την ιδιαίτερη άποψη των KLF για το folk και το country, που αναφέραμε παραπάνω. Τέλος, το Struggle μπορεί να σταθεί ως το αποκορύφωμα της τριλογίας, καθώς το υπαρξιακό και ψυχολογικό βάθος κορυφώνεται και η μουσική είναι πιο αφαιρετική κι απλή στη δομή. Το κομμάτι κλείνει με το χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομιλία ενός Αμερικάνου δασκάλου του πνευματισμού που δρα στην Καλιφόρνια και ονομάζεται Adyashanti, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ζωή ως μια διαρκή «μάχη».