16/3/15

Spur - Nowhereland (2015, Antime)

Σε ένα από τα αδιαμφισβήτητα σύγχρονα κέντρα της ηλεκτρονικής και όχι μόνο μουσικής, στο Βερολίνο, το 2011 μία παρέα με μπροστάρη τον Martin Sheer συγκρότησε τη δισκογραφική εταιρία Antime.  Βέβαια, στην ουσία η Antime είναι μια ομάδα καλλιτεχνών, οι οποίοι όχι μόνο έχουν ένα κοινό στόχο, να δημιουργήσουν πραγματικά προοδευτική και μοντέρνα μουσική, αλλά και εμπνέονται από τις ίδιες ιδέες, δηλαδή να καταπιαστούν με την τέχνη τους χωρίς τις εμπορικές δεσμεύσεις του mainstream. Η αρχική μου επαφή με την Antime έγινε με την πρώτη της κυκλοφορία, τη συλλογή Antime V01, η οποία ακόμα είναι διαθέσιμη για free downloading. Προφανώς προτείνω να αδράξετε της ευκαιρίας…

Από το 2011 ως σήμερα, στην Antime έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δέκα άλμπουμ καλλιτεχνών οι οποίοι κυρίως προέρχονται από τον χώρο της electronica, πιο συγκεκριμένα από την πειραματική και εναλλακτική dance electronica, χωρίς βέβαια να λείπουν και δουλειές σε ύφος trip hop, electropop, post rock, ακόμα και progressive rock. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και φρέσκες κυκλοφορίες της αποτελεί το πρώτο άλμπουμ του André Wittmann, ο οποίος χρησιμοποιεί το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Spur. Ο Wittmann πρωτοεμφανίστηκε ως drummer της μπάντας pandoras.box, με επικεφαλής τον Martin Sheer, παρουσιάζοντας ένα παίξιμο ωραία μοιρασμένο ανάμεσα στη τζαζ και τη ροκ. Στο πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, που τιτλοφορείται Nowhereland και κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 2015, o Spur χωρίς να εγκαταλείπει τα κρουστά του, στρέφεται σε έναν προχωρημένο techno ήχο.





Στη συγκεκριμένη περίπτωση, χρησιμοποιούμε τον όρο "techno", όχι για την προβλεπόμενη χορευτική electronica του σωρού, αλλά προκειμένου να καθορίσουμε όλη αυτή την πρόκληση που εμπεριέχει η μουσική δημιουργία με τεχνολογικά μέσα. Πράγματι, στο Nowhereland δεσπόζει η αναζήτηση για ένα ήχο ιδιαίτερο και ασυμβίβαστο. Η όλη δομή των συνθέσεων χαρακτηρίζεται από εγκεφαλικότητα, με πολλές επιρροές από τη free jazz ρυθμολογία, που μας θυμίζουν πως ο Wittmann είναι κατά βάση drummer. Μάλιστα, συχνά η ενορχήστρωση εμπλουτίζεται από καλοπαιγμένα drums και άλλα κρουστά.  

Αυτές οι τζαζ αναφορές εντάσσονται σε ένα περιβάλλον ηλεκτρονικό, που συχνά φέρνει στο νου μια πιο τριπαρισμένη εκδοχή της μουσικής του Bonobo, όπως για παράδειγμα στο κομμάτι Clockwork. Πιο εύστοχη θα ήταν η αναλογία της προσέγγισης του Spur με τον μελωδικό πειραματισμό των Moderat, όπως μπορούμε να διακρίνουμε χαρακτηριστικά στο Miracles. Παράλληλα, τα samples κόβονται και ράβονται στη νοοτροπία του instrumental hip hop και στο τραγούδι Flavoured Green μπλέκονται υπέροχα με τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά της Lucie De Lay.

Ωστόσο αυτή η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική κατάθεση του Spur, ως ένα βαθμό υστερεί σε συνεκτικότητα. Ο Wittmann οργανώνει τη μουσική του, βασισμένος κατά κύριο λόγο στον αυτοσχεδιασμό και προσπαθεί να συγκροτήσει έναν ήχο εκλεκτικό και προσωπικό. Ενώ οι λύσεις που προτείνει στις πολύπλοκες electro-jazz εξισώσεις που ο ίδιος θέτει είναι πολύ ενδιαφέρουσες, κάποιες φορές χάνεται σε έναν λαβύρινθο από ψηφιακά μπλιμπλίκια, που δεν οδηγεί πουθενά, όπως στο κομμάτι All These Things. Αφού δείχνει να έχει αφομοιώσει δημιουργικά τα διδάγματα της τζαζ, γιατί να μην αξιοποιήσει, για παράδειγμα, ένα ωραίο πνευστό ή ένα αναλογικό πιάνο;


Αλλά, ο παράγοντας που τελικά προσδίδει ουσία στη  μουσική του Spur είναι ένας βαθύς συναισθηματισμός, μια διάθεση μελαγχολίας , η οποία όμως δεν γλιστρά στην κατάθλιψη. Εδώ, η επίδραση από την πολύπλευρη παρουσία του Thom Yorke είναι εμφανής, είτε μέσω των Radiohead, είτε στις προσωπικές του δουλειές, είτε προσφέροντας τα φωνητικά του στο ντουέτο των Modeselektor. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ομώνυμο Nowhereland , η μοναδική σύνθεση του άλμπουμ με στίχους, τους οποίους τραγουδά ο Martin Sheer. Τελικά, ο Spur φανερώνεται εξοικειωμένος με όλη αυτή την αίσθηση μοναξιάς, η οποία καταλήγει απελευθερωτική και γεμάτη δημιουργικότητα. Έτσι, στο εκπληκτικό Dancing At A Corner, φανταζόμαστε έναν μοναχικό χορευτή να αφήνεται σε αυτό τον συνδυασμό μελαγχολίας και πειραματισμού, τζαζ πολυρυθμίας και techno φουτουρισμού. 



Συμπερασματικά, το Nowhereland είναι ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ντεμπούτο, μια περιπέτεια ακρόασης.  Εκτίθενται πολλές φρέσκες ιδέες, κάποιες από αυτές εξαιρετικές, αλλά ακόμα λείπει μία αίσθηση πληρότητας. Είμαι σίγουρος πως η επόμενη προσωπική δουλειά του Wittmann θα αποτελέσει ένα βήμα προς την καλλιτεχνική ολοκλήρωση και ωριμότητα

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου