25/7/13

Βαλεαρικοί ρυθμοί

Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται πώς και τα τελευταία 4-5 χρόνια ασχολούμαι με τη, λεγόμενη, balearic μουσική. Το έναυσμα δόθηκε από ένα σχετικό hype που αναπτύχθηκε γύρω στο 2008. Στη συνέχεια όμως, το balearic στάθηκε,  μετά από το trip hop των 90s, το επόμενο μεγάλο ραντεβού μου στον κόσμο της electronica. Βέβαια, το… "βαλεαρικό" στιλ ξεπερνά τα σύνορα της ηλεκτρονικής μουσικής. Ακόμα περισσότερο, έχει, όχι μόνο υπερκεράσει τα χρονικά όρια κατά τα οποία δημιουργήθηκε, δηλαδή το τέλος της δεκαετίας του 80 και την αρχή αυτής του 90, αλλά και έχει απλωθεί πέρα του τόπου που του έχει δώσει το όνομά του: το νησί της Ibiza, το "λευκό νησί", όπως το χαρακτηρίζουν οι ακόμα πιο.. άσπροι τουρίστες που συρρέουν κάθε χρόνο από τη χειμωνιάτικη Γηραιά Αλβιόνα.

Ένα από τα πιο βασικά και διαχρονικά στοιχεία του balearic είναι ένα παντελώς εκούσιο γκρέμισμα των συνόρων που διαχωρίζουν μουσικά είδη και ύφη. Αυτό το στοιχείο απαιτεί, αλλά και καλλιεργεί το εκλεκτικό γούστο, την ιδιαίτερη άποψη για τη μουσική. Ένα τέτοιο κολάζ ποικίλων μουσικών χρωμάτων μπορεί να συνοδεύσει επάξια στιγμές της ζωής μας: από ένα άραγμα στο ηλιοβασίλεμα, ως ένα πάρτυ φουλ από χορό. Το γαϊτανάκι που το balearic beat σέρνει, φέρνει ποιότητα, αισθητική και μια αίσθηση μέτρου. Για παράδειγμα, σ’ ένα πιο αραχτό mix, η κουραστική κάποιες φορές αφαιρετικότητα του ambient μπορεί να "σπάσει" με ένα σύντομο dub ταξίδι στο διάστημα ή με μια ψυχεδελική μπαλάντα των late 60s. Τώρα, αν μεταφερθούμε σε σκηνικά πιο χορευτικά, το disco μπορεί να παίξει κολλητά με το deep house, το post punk, ακόμα και με το fusion…

Για αυτό και στην πρώτη και ιδιαίτερα επιδραστική εποχή του balearic, στα clubs της Ibiza, μπορούσες να βρεις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, τους οποίους ένωνε μια κοινή νοοτροπία: να νιώσουν θετικά, να χορέψουν, να περάσουν ωραία τις καλοκαιρινές τους βραδιές. Ωστόσο, από εκείνη τη χρυσή εποχή αλλά και τη συνέχειά της, το δικό μου ενδιαφέρον τουλάχιστον, δεν τραβάει τόσο η "τρελή" (και συχνά μοδάτη και πακεταρισμένη) διασκέδαση, ακόμη και η ατμόσφαιρα ηδονισμού, όσο καταστάσεις άλλες, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως και πνευματικές· όπως ο συγχρονισμός του καλοκαιρινού θαλάσσιου κύματος μ’ έναν midtempo ρυθμό που δανείζεται κάτι από acid house, κάτι από krautrock ή το να ξενυχτάς με καλή παρέα, ζεστά συναισθήματα και χορευτική μουσική γεμάτη ποιότητα, ψυχή και ουσία.

Φυσικά,  στην πόρτα της balearic μουσικής βλέπουν φως και μπαίνουν τραγούδια λησμονημένα, ακόμα και ξεπερασμένα, όπως κάποιες cult disco ή electro νεκραναστάσεις. Αλλά, πέρα από το ακόνισμα κρίσης και γούστου, αυτό το ψάξιμο σκονισμένων διαμαντιών συνδέεται και με το ενδιαφέρον για τις πιο περιθωριακές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, στα πλαίσια μια (μετα)μοντέρνας αξιοποίησης της ευρύτερης ποπ κουλτούρας. Εδώ βρίσκει πρόσφορο έδαφος και η στροφή των φίλων της μουσικής στο βινύλιο: ατέλειωτο ψάξιμο σε παζάρια μεταχειρισμένων δίσκων, αλλά και νέες κυκλοφορίες σε βινυλιακή μορφή.

Το balearic στιλ λοιπόν, προσφέρει μια αίσθηση ισορροπίας, τόσο ως προς το τί ακούς, όσο και προς το πώς το ακούς, ώστε μπορεί να συνδεθεί και με μια άποψη για τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως αυτό το μεσογειακό μαγείρεμα ήχων, εποχών και κόσμων με κριτήριο το καλό γούστο και τη θετική διάθεση, κάνει τον ακροατή να βλέπει διαφορετικά ολόκληρο το γίγνεσθαι της μουσικής: το underground, το mainstream και τις σχέσεις ανάμεσά τους. Αυτή η πιο εναλλακτική και σοφιστικέ στάση απέναντι στη μουσική αποτελεί μια στάση στην ουσία της πολιτική.

Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι στα τέλη των 80s και αρχές των 90, στο πλήθος των παραθεριστών της Ibiza συναντούσες φίλους της χίππυ κουλτούρας, ισόβιους ταξιδιώτες, μποέμ, αλλά και ανθρώπους όπως ο Ιταλός DJ Leo Mas. O Leo Mas, όπως δηλώνει σε συνέντευξη του, πριν βρεθεί στην Ibiza, να παίζει μουσική στο περίφημο Amnesia, παρέα με τον Alfredo Fiorito, τον καιρό που ζούσε στο Μιλάνο, οι έντονα αριστερές του πολιτικές πεποιθήσεις τον έκαναν να αποφεύγει τις κυριλλέ ντισκοτέκ της πόλης, προτιμώντας πιο ροκ χώρους. Αλλά, στο "λευκό νησί", έζησε ξενύχτια κι εμπειρίες που του άλλαξαν τη γνώμη για τη χορευτική μουσική. Άλλωστε, η house και η techno κατά καιρούς περνάνε πολιτικοκοινωνικά μηνύματα

Συμπερασματικά, μια DJ προσέγγιση και ένα για πολλούς παλιακό κομμάτι της χορευτικής σκηνής, δίνει έναυσμα για σκέψεις γύρω από τη μουσική εν γένει, αλλά και την τέχνη, ακόμα και τη ζωή. Φυσικά αυτές οι σκέψεις συγκροτούν μια άποψη υποκειμενική, κάποιος άλλος fan του είδους  θα μπορούσε να αφηγηθεί τη δική του νοερή (και πραγματική) βόλτα στις Βαλεαρίδες Νήσους. Ωστόσο αυτή είναι η πρωταρχική γοητεία του balearic beat: το ξεπέρασμα του chill out και του house, της disco και του ροκ, του παλιού και του νέου, για χάρη της προσωπικής καλλιέργειας και γούστου. 


Άλλωστε, ο πολύς Paul Oakenfold, που στάθηκε από τους πρώτους κήρυκες του balearic ήχου εκτός Ibiza, έχει δηλώσει: «Η δική μου ερμηνεία στο balearic beat είναι ότι μπορείς να παίξεις όλα τα είδη μουσικής μαζί· όχι μόνο κομμάτια που θα άκουγες στο νησί. Έπαιζα λίγα κομμάτια που συνηθιζόταν στην Ibiza, στο υπόλοιπο της βραδιάς μου δινόταν η ευκαιρία να παίξω όλη την εναλλακτική μουσική που μ’ άρεσε τότε» (πηγή, σελ. 108).  Αυτή η δήλωση ενός από τους πάλαι ποτέ άρχοντες του balearic beat μας δίνει την ευκαιρία να μπούμε για τα καλά στο πνεύμα αυτού του ήχου.

Αφού, λοιπόν, ο συγκεκριμένος ήχος επιτάσσει ελευθερία κινήσεων και μια προσωπική σφραγίδα, αλλά και, από τη στιγμή που αρετή όσων ψάχνουν τη μουσική είναι η ανατρεπτική διάθεση, γιατί ένα άτυπο remix ενός κλασικού "βαλεαρικού" άσματος, το οποίο όμως έρχεται από ένα μουσικό χώρο, σε επίπεδο τόσο διάθεσης όσο και άποψης, αντίθετο, να μη μας κάνει να μιλάμε για… balearic black metal;

Προειδοποιώ πως το κομμάτι ξεκινά έπειτα από εξίμιση περίπου λεπτά ομίχλης και ανέμου...



Πηγαίνοντας λίγο κόντρα σε όλο το κείμενο, το οποίο βρίθει από αναφορές στο παρελθόν, ας ακολουθήσουμε για λίγο το βασικό κανόνα των blogs, την παρακολούθηση της τρέχουσας επικαιρότητας, προτείνοντας δύο mixes που ανέβηκαν στο διαδίκτυο, προς ακρόαση και downloading, πριν λίγες μέρες. Το πρώτο, πιο uptempo και χορευτικό, αποτελεί το σετ που επιμελήθηκαν οι Justin Robertson, Balearic Mike και Kelvin Andrews, για το boat party του φετινού φεστιβάλ Electric Festival στις Δαλματικές Ακτές:




 
Το δεύτερο, πιο chill κι ακουστικό, ανήκει στην Nancy Noise, μια από τις παλιότερες και πιο ιδιαίτερες αντιπροσώπους του balearic ήχου.

πηγή εικόνας

15/7/13

Οχτώ τραγούδια, σύννεφα ήχου και άλλα παιχνίδια



Πολλές φορές οι δυνατότητες που δίνει στον φίλο της μουσικής το διαδίκτυο, μοιάζουν μ’ ένα λούνα παρκ: πολύχρωμα παιχνίδια διασκορπισμένα παντού κι ο καθένας από μας μοιάζει με ένα παιδί, το οποίο δεν ξέρει που να πρωτοπάει, σε πιο παιχνίδι ν’ ανέβει. Για παράδειγμα...

Στο 8tracks μπορεί ο καθένας να φτιάξει μια μουσική συλλογή, ένα mixtape, που να εμπεριέχει το λιγότερο οχτώ κομμάτια, χωρίς όμως να υπάρχει δυνατότητα μιξαρίσματος.  Δεν πειράζει, σαν να φτιάχνεις μια συλλογή σε cd ή, παλιότερα, σε κασέτα… Τα δικά μας mixtapes εδώ.

Στο γνωστότερο Soundcloud, με πολύ πυκνό ρυθμό, μουσικοί, συνθέτες, μπάντες, DJs κλπ. ανεβάζουν κυματομορφές με τις συνθέσεις, τα τραγούδια, τα μιξάκια τους. Από διάσημοι, όπως ο Moby, μέχρι εντελώς άγνωστοι καλλιτέχνες επιλέγουν το Soundcloud για να προμοτάρουν τη δουλειά τους. Εκεί, ο απλός χρήστης μπορεί να κολλήσει κυματομορφές,  τη μια δίπλα την άλλη,  φτιάχνοντας μια μικρή τρικυμία μουσικής· ορίστε και οι δικές μας.

Βέβαια, και οι λίστες στο Υoutube δεν έιναι άσχημες, ενώ, για πιο DJ καταστάσεις, υπάρχει και το (εντελώς δωρεάν) Mixcloud.

10/7/13

Lowtronik - Cuts, Edits, Versions (2013, DNA Lab_el)


 Για το συγκεκριμένο άλμπουμ, η όλη διαδικασία ακροάσεων, σκέψεων και κριτικής που καταλήγει σε αυτό εδώ το κείμενο ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Κι αυτό συνέβη επειδή, για πρώτη φορά από τότε που έχω στήσει το blog, ένας καλλιτέχνης με προσέγγισε διαδικτυακά και πρότεινε να ακούσω και να αποτιμήσω τη δουλειά του. Το όνομα του είναι Γιώργος Ραμαντάνης, ωστόσο χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Lowtronik και οι μουσικές που μου πρότεινε να ακούσω εμπεριέχονται στο άλμπουμ Cuts, Edits, Versions, το οποίο κυκλοφόρησε μέσα στο 2013 και αποτελεί την πρώτη full-length δισκογραφική του δουλεία.  Μάλιστα, είμαι ακόμα πιο χαρούμενος, καθώς το Cuts, Edits, Versions είναι ένα πραγματικά δυνατό άλμπουμ.

Το στιλ του Lowtronik συμπεριλαμβάνεται σε όλο αυτόν τον μουσικό κόσμο του trip hop και του downtempo που σφράγισε τα 90s, αλλά συνεχίζει να πλάθεται και να εξελίσσεται ακόμα και σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, ο Έλληνας μουσικός και παραγωγός δείχνει επηρεασμένος από τους πρωτεργάτες του ήχου: από τους Massive Attack έχει δανειστεί την υποβλητικότητα, από τους Portishead τα εκφραστικά γυναικεία φωνητικά (που βρίσκονται διάσπαρτα στο άλμπουμ), από τον DJ Shadow την αξιοποίηση των samples και από τον Moby το ποπ στοιχείο.


Βέβαια, αυτές οι επιρροές αφομοιώνονται σε έναν προσωπικό ήχο, του οποίου το θεμελιώδες χαρακτηριστικό είναι η αντιφατική σχέση ανάμεσα σε ένα αιθέριο μελωδικό στοιχείο και ένα που θα χαρακτηρίζαμε βιομηχανικό και τεχνολογικό. Το πρώτο εκφράζεται με τη χρήση αναλογικών οργάνων, όπως πιάνο, με συναισθηματικά φωνητικά και ζεστά funky beats. Το δεύτερο με ηλεκτρονικά εφέ και υπόγειους ψηφιακούς θορύβους. Έτσι, ακούγοντας το άλμπουμ, ένα συναίσθημα ζεστό και αισιόδοξο, πότε συγκρούεται και πότε συμπνέει με ένα κάμποσο πιο σκοτεινό.


Αυτή η φιλοσοφία της χαρμολύπης εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στο κομμάτι Three Days Hapiness, όπου σε ένα φόντο μουσικής κινηματογραφικού ύφους, ακούμε σκέψεις για το δύσκολο κυνήγι της ευτυχίας. Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι πως οι σκέψεις διατυπώνονται στα ελληνικά. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζουμε ακόμα ένα στοιχείο της μουσικής του Lowtronik, την ελληνικότητα. Στο τραγούδι The Day Of Roses, ο Ραμαντάνης συνεργάζεται με τον Κύπριο τραγουδιστή  Δώρο Δημοσθένους, που έρχεται από το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, καθώς και με τον τσελίστα Γιώργο Καλούδη, τον οποίο ξέρω από τη συνεργασία του με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, που στο συγκεκριμένο κομμάτι παίζει κρητική λύρα. Παρεμπιπτόντως, δείτε το βίντεοκλιπ του τραγουδιού, όπου παρουσιάζεται μια μοντέρνα οδύσσεια, γεμάτη λυρισμό και ειρωνεία:




 
Ωστόσο, η κατεύθυνση του Lowtronik είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό της ηλεκτρονική. Μαζί με το trip hop μπλέκει και άλλα συγγενή είδη, όπως τα breaks, το dub, το IDM. Βέβαια, για να πραγματοποιηθεί όλο αυτό το πάντρεμα ήχων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι το βάρος στη λεπτομέρεια, η εγκεφαλική προσέγγιση· γενικότερα χρειάζεται δουλειά, κάτι που, κατά την ακρόαση του Cuts, Edits, Versions, διακρίνεται άμεσα.

Κλείνοντας θα κάνουμε μια αναφορά σε ακόμα δύο βασικά στοιχεία του άλμπουμ: πρώτον έχουμε την επιλογή και χρήση των samples. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περιμέναμε από έναν εκπρόσωπο της electronica, τα samples δεν είναι αντλημένα μονάχα από την ηλεκτρονική μουσική, αλλά και από το indie rock, με μπάντες όπως οι Arcade Fire και οι Calexico. Χειραγωγούνται και τοποθετούνται σωστά, στην παράδοση του ορχηστρικού hip hop. Δεύτερον, μνείας αξίζουν και οι στίχοι. Τραγουδισμένοι από τη Τζένη Καπάνταη, την Alexandra McKay, τον Δώρο Δημοσθένους και, στο κομμάτι Weekend Mellotron, ίσως από τον ίδιο τον συνθέτη (;), χαρακτηρίζονται από ποιητικότητα, προκαλούν εικόνες και εν τέλει είναι συμβολικοί.

Μπορείτε να ακούσετε το Cuts, Edits, Versions, αλλά και να το κατεβάσετε εδώ:



Για μια καλύτερη γνωριμία με τον Lowtronik και τις μουσικές του, πρωτότυπες και soundtrack για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, μπορείτε να κάνετε μια επίσκεψη στο προσωπικό του site


Τέλος, με αφορμή τη  συγκεκριμένη παρουσίαση, να σημειώσω πως  όσοι μουσικοί, μπάντες, παραγωγοί θέλετε να στείλετε τη δουλειά σας, ευχαρίστως θα την ακούσουμε και θα την κρίνουμε…

4/7/13

Thomas Bullock on the mix

 

Ο DJ, μουσικός και παραγωγός Thomas Bullock δικαίως έχει κατά καιρούς χαρακτηριστεί ως ένας ιδιαίτερος, απρόβλεπτος και εκκεντρικός καλλιτέχνης. Ακόμη πιο ταιριαστοί χαρακτηρισμοί για αυτόν θα ήταν πολυπράγμων και περιπετειώδης. 

Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 80 από το Cambridge, είχε μια παράλληλη πορεία με τον φίλο και συνεργάτη του Harvey Bassett, γνωστότερο ως DJ Harvey. Οι δυο τους χωθήκαν με τα μπούνια στη μεγάλη rave κίνηση της εποχής στη Μεγάλη Βρετανία, πρωταγωνιστές της ομάδας Tonka Crew. Μετά από λίγα χρόνια, αρχές των 90s, ο Thomas βρίσκεται στις ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα στο San Francisco, ευαγγελιστής της rave κουλτούρας, μέσα από την ομάδα Wicked Sound System και τα φημισμένα της πάρτυ, στα οποία η house έπαιρνε μια ψυχεδελική στροφή, αναπάντεχη για την εποχή, αλλά και όχι για τον τόπο διεξαγωγής τους… (εδώ μπορείτε να διαβάσετε ένα πολύ ωραίο άρθρο για τους Wicked Sound System). 


Στα μέσα των 90s, ο Thomas, αντιλαμβανόμενος, προφανώς, ότι το rave κίνημα έπαιρνε τις τελευταίες του ανάσες, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη κι εκεί ανοίγεται σε νέα πελάγη μουσικής. Απ’ τη μία συμμετέχει στην πρώτη μορφή της μπάντας A.R.E. Weapons, η οποία αναβιώνει τον πρώτο noise/punk/electro ήχο, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα την μετέπειτα έκρηξη του electroclash. Από την άλλη, παρέα με τον Eric Duncan φτιάχνει το ντουέτο Rub N’ Tug, προκειμένου να φέρουν στις ολοένα πιο εμποροποιημένες βραδιές χορευτικής electronica τη γνησιότητα και τον αυθορμητισμό των παλιών ημερών, όταν σε club-αποθήκες η disco σταδιακά μεταμορφωνόταν σε house. 



Όλη αυτή την πρωτοπόρα στο χώρο του DJing πορεία του Thomas Bullock μπορεί κανείς να την απολαύσει στο χορταστικό τρίωρο διαδικτυακό mix που επιμελήθηκε τον Σεπτέμβρη του 2012, για λογαριασμό της εκπομπής Just Jam. Πράγματι, ο Thomas, συνδυάζοντας έναν μουσικό εκλεκτισμό με μια ασέβεια σε είδη και στιλ, που έχει τις ρίζες της στο punk, παρουσιάζει ένα πρόγραμμα στο οποίο χωράει φαινομενικά άσχετες μουσικές, με πρώτα κοινά στοιχεία τη βινυλιακή μορφή και τον underground χαρακτήρα.

Χωρίς να του καίγεται καρφί για το τέλειο μιξάρισμα, αλλά παράλληλα καταφέρνοντας αρκετά «κόλπα» στα decks, o ανατρεπτικός DJ παρουσιάζει μια μουσική αλυσίδα με βασικούς κρίκους το electropop/post punk των late 70s – early 80s και ειδικά την πλευρά του που αποκαλείται minimal wave,  την αρκετά obscure disco, αλλά και αφαιρετικό deep house. Όμως τα μουσικά του σύνορα δεν περιορίζονται εκεί, καθώς που και που έχουμε ανοίγματα σε ambient, afrojazz και ψυχεδελικό ροκ, όπως το κορυφαίο Can’t Find My Way Home των Blind Faith. 


Έτσι, ο Thomas Bullock, με άνεση, βάζει μια έντονα προσωπική σφραγίδα στο mix του. Καθώς καταπιάνεται και συνδυάζει τόσα πολλά διαφορετικά στιλ μουσικής, καταφέρνει να απεξαρτηθεί από τη νοοτροπία και αισθητική που επιτάσσει καθένα από αυτά. Τελικά, έχουμε να κάνουμε με έναν DJ ξέφρενης έμπνευσης ο οποίος συνδυάζει τη χορευτική δύναμη ενός Larry Levan, το φευγάτο κέφι ενός hippie και την ανατρεπτική τρέλα του punk. 


Αυτά ακριβώς τα στοιχεία μπορείτε όχι μόνο να τα ακούσετε, αλλά και να τα δείτε, καθώς ολόκληρο το επεισόδιο της εκπομπής Just Jam βρίσκεται «ανεβασμένο», σε δύο μέρη, στο Youtube. Το όλο σκηνικό έχει ένα ενδιαφέρον, καθώς παρακολουθούμε τον Thomas ν’ αλλάζει τους δίσκους και να μιξάρει, στο background να προβάλονται ψυχεδελικότατα visuals, ενώ την ίδια στιγμή στην κάμερα εμφανίζονται διάφοροι συντελεστές της εκπομπής και κάποια ευτράπελα συμβαίνουν. Ωστόσο, προσωπικά απόλαυσα τις επιλογές του Βρετανού συγκεντρώνοντας την ακοή μου, χωρίς να μ’ απασχολεί η εικόνα. Το ίδιο προτείνω να κάνετε κι εσείς:



 Thomas Bullock  - JUST JAM 71: part1 & part2 

 

 Αντί επιλόγου, να σημειώσω πως ο Thomas Bullock, πριν κάποιους μήνες, συγκεκριμένα το τελευταίο Σάββατο των Αποκριών, επισκέφτηκε τη χώρα μας για μια σπανιότατη εμφάνιση, στο Six D.o.g.s., καλεσμένος των Amateurboyz, στην οποία δυστυχώς, αν και το προσπαθησα, δεν κατάφερα να παρευρεθώ. Αλλά, ας ελπίσουμε να μας ξανάρθει, ακόμα καλύτερα παρέα με τον Eric Duncan, ως Rub n’ Tug. Άλλωστε ο Thomas Of England, όπως είναι ένα από τα πολλά του παρατσούκλια, δεν κάθεται καθόλου ήσυχος: περιοδεύει σε ολόκληρο τον κόσμo, αραιά και που κυκλοφορεί δική του μουσική, μάλιστα πρόσφατα έφτιαξε και μια δισκογραφική, με τίτλο STD. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε  πως τελευταία (για να αντιληφθείτε για τι άνθρωπο μιλάμε…) ασχολείται και με την παραγωγή Mezcal!

πηγή εικόνων: πρώτη & δεύτερη