"I find television very educating. Every time somebody turns on the set, I go into the other room and read a book."
Τον τελευταίο καιρό η παραπάνω σατιρική ατάκα του κωμικού Groucho Marx με εκφράζει ολοένα και περισσότερο. Πράγματι, κάθε φορά που ανοίγω την τηλεόραση, μετά από λίγο την κλείνω, επειδή τις περισσότερες φορές δε βρίσκω τίποτα έστω και λίγο ενδιαφέρον να δω. Και δεν θέλω να πέσω θύμα της εύκολης προκατάληψης του μέσου διανοουμενίζοντος, ο οποίος απορρίπτει γενικά την τηλεόραση ως μέσο, με ατάκες όπως: «εγώ; Εγώ δεν έχω καν τηλεοπτική συσκευή στο σπίτι μου».
Άλλωστε και το διαδίκτυο και ειδικότερα τα social media έχουν για τα καλά μολυνθεί απ’ όλες τις αδυναμίες των παραδοσιακών ΜΜΕ. Η οθόνη του υπολογιστή δείχνει να ζηλεύει αυτή της τηλεόρασης ή τις σελίδες των λιγότερο ποιοτικών εντύπων, όσο αναφορά την προβολή όλων αυτών των τραγελαφικών περσόνων, που αγωνίζονται νυχθημερόν να προβάλουν την εικόνα τους. Και βέβαια στον αγώνα αυτής της προβολής κάθε μέσο είναι θεμιτό: φωτογραφίες της προσωπικής ζωής, ατάκες και σχόλια, διαμάχες και έριδες. Όλος αυτός ο κόσμος μου φαίνεται εντελώς πλαστικός. Για παράδειγμα, τα πλούσια σκηνικά ενός σόου ανάδειξης νέων τραγουδιστικών ταλέντων, αλλά και το πάθος κι η συγκίνηση κριτών και κρινόμενων, συναισθήματα που πηγάζουν με το πρώτο, εύκολο ερέθισμα.
Και το χειρότερο είναι ότι στα social media, απλοί άνθρωποι, φάτσες που, ειδικά αν ζεις σε μια μικρή πόλη, συναντάς συχνότατα, μιμούνται αυτή την πλαστική νοοτροπία. Άλλωστε, η πρωτογενής ιδέα ενός διαδικτυακού προφίλ εμπεριέχει και την προβολή μιας εικόνας του αληθινού προσώπου, μιας αντανάκλασης τις περισσότερες φορές ωραιοποιημένης.
Βέβαια όλες οι παραπάνω σκέψεις έχουν αποτυπωθεί ουκ ολίγες φορές. Απλά, μου φαίνεται κωμικοτραγικό, σε μια χώρα όπως η δική μας και σε μια περίοδο που οικονομικά και πολιτικά μοιάζει με ένα τούνελ, του οποίου την έξοδο δε διακρίνει κανείς, αυτή η τάση για τη μιντιακή προβολή και εικόνα που δεν βρίσκει ανταπόκριση στο πραγματικό να διευρύνεται ολοένα και περισσότερο και πλέον να καλύπτει όχι μόνο χώρους εδώ και πολύ καιρό αλωμένους, βλέπε δημοσιογραφία, αλλά και πιο αυστηρούς ή, καλύτερα, σοβαροφανείς, όπως αυτός της πολιτικής… Αλλά, ευτυχώς, ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ διαφορετικός, έχει κάτι το ευχάριστα σκονισμένο και ατελές, έχει έναν βαθιά υπαρξιακό χαρακτήρα. Ο πραγματικός κόσμος είναι κάτι που βιώνεις, με τις θετικές και τις αρνητικές του στιγμές, και όχι μια απαστράπτουσα παροδική εικόνα.
Βέβαια, θα μου πείτε, ποιά η σχέση αυτών των σκέψεων με τη μουσική; Μα, η μουσική, όπως και κάθε τέχνη μπορεί να γειώσει όσους συμμετέχουν σε αυτή, τόσο τους πομπούς όσο και τους δέκτες, στην πραγματικότητα με ισχυρούς δεσμούς. Αν και τα νοήματα, οι ιδέες, τα μέσα και τα σύμβολα της τέχνης, πιο συγκεκριμένα στην περίπτωσή μας της μουσικής, πολλές φορές είναι δύσκολα και χαμένα σε άλλους γαλαξίες, συχνά η διαδικασία δημιουργίας και διάδοσής της φανερώνει πτυχές και στιγμές της αληθινής ζωής. Κι ευτυχώς το διαδίκτυο έχει συνδράμει πολύ, ώστε να βλέπουμε τέτοιες στιγμές δημιουργίας και πρόσληψης της μουσικής ολοένα συχνότερα. Πλέον, κυρίως οι δημιουργοί, οι μουσικοί, αλλά και οι κριτικοί, ακόμα και οι ακροατές έχουν την επιλογή να βγουν από τον πλαστικότατο λαβύρινθο της μουσικής βιομηχανίας. Πλέον, παρέες ανθρώπων που έχουν έρθει σε επαφή και συνεργασία μέσω του διαδικτύου, φτιάχνουν μπάντες, ομάδες και κολεκτίβες (λέξη μοδάτη, αλλά εδώ χρήσιμη), στα πλαίσια των οποίων πραγματώνεται ένα πηγαίο μουσικό αλισβερίσι.
Τέτοια σκηνικά συνέβαιναν και παλιά και τα αποτελέσματά τους έχουν αποτυπωθεί σε απολαυστικές και ιστορικές πλέον κυκλοφορίες. Για παράδειγμα, τα κοινόβια των kraut-χίππηδων, που εκεί στα τέλη των 60s και στις αρχές των 70s, μέσω τέχνης και ζωής, αγωνίστηκαν να ξεφορτωθούν την σκοτεινή κληρονομιά της γενιάς των πατεράδων τους και, αν κρίνουμε από μια σειρά αριστουργηματικών δίσκων, τα πήγαν πάρα πολύ καλά· ή η βρετανική trip hop παρέα των 90s, με ηγετικές μπάντες τους Massive Attack και τους Portishead, που έδωσε ένα νεόκοπο σχήμα στις πολυπολιτισμικές διαδράσεις οι οποίες έβραζαν στα αστικά κέντρα του δυτικού κόσμου. Και κλείνω με μια ελληνική περίπτωση: την παρέα που στα τέλη της δεκαετίας του 70 μας έδωσε την Εκδίκηση της Γυφτιάς, κοιτώντας από μια εντελώς απροσδόκητη οπτική γωνία το ακόμα και σήμερα για κάποιους "παρακατιανό" ελληνικό λαϊκό τραγούδι των 50s και των 60s.
Μιλώντας πιο γενικά κι αφηρημένα, μπορούμε να πούμε πως τέτοια σκηνικά καλλιτεχνικών κατορθωμάτων μικρών ομάδων και παρεών χάνονται στα βάθη της ιστορίας. Αλλά, πλέον με τις δυνατότητες που παρέχει το διαδίκτυο, τέτοιες δράσεις είναι πολύ πιο εύκολο να πραγματοποιηθούν. Μικρές δισκογραφικές εταιρείες, διαδικτυακές μπάντες, εξειδικευμένες ιστοσελίδες και blogs, αποτελούν όλο και πιο συχνά φαινόμενα. Από την ιστορική επιστήμη, έχουμε μάθει πως, όταν συγγενή φαινόμενα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο πυκνώνουν, τότε είναι ενδεικτικά του περάσματος από μια παλιότερη εποχή και νοοτροπία σε μια νέα.
Έτσι, λοιπόν, από την μια πλευρά απογοητεύομαι και αγανακτώ με όλη αυτή την γενικευμένη μυρωδιά πλαστικού που εδώ και χρόνια έχει φλομώσει την ελληνική πολιτισμική και κοινωνική ζωή. Αλλά, από την άλλη χαίρομαι, επειδή αντικρίζοντας τέτοιες ομάδες νέων ανθρώπων με φρέσκο πνεύμα που προσπαθούν για κάτι ειλικρινές, ανεπιτήδευτο και για αυτό γνήσια εναλλακτικό, συνειδητοποιώ πως η προαναφερθείσα άσχημη μυρωδιά έχει γίνει τελευταία τόσο ανυπόφορη, επειδή απλώς προέρχεται από έναν πλαστικό κόσμο που καίγεται.
Στην εκπομπή της Τετάρτης 12/03, μπορείτε ν' ακούσετε μερικές τέτοιες παρέες μουσικών δημιουργών.
Στην αναφορά στην ιστορική επιστήμη, υποννοώ τον ιστορικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαρά, στου οποίου το έργο Ελληνικός Ρομαντισμός βρήκα πρώτα διατυπωμένη τη συγκεκριμένη σκέψη.
Να ευχαριστήσω τον DK για το κοίταγμα στο κείμενο και για τις διορθώσεις.
Η εικόνα τίτλου είναι έργο του Banksy, ενώ τη φωτογραφία του street DJ την βρήκα εδώ.