19/5/14

Η downtempo τριλογία του Saru


Ο Steve Branson μας έρχεται από το Los Angeles της California και εδώ και πάνω από δέκα χρόνια δημιουργεί και κυκλοφορεί ambient και downtempo μουσική. Όπως συνηθίζουν πολλοί καλλιτέχνες της ηλεκτρονικής σκηνής, ειδικά όσοι κινούνται στο underground, ο Branson κατά καιρούς έχει χρησιμοποιήσει αρκετά ψευδώνυμα, αλλά το πιο σταθερό και αναγνωρισμένο είναι το Saru, με το οποίο έχει κυκλοφορήσει πέντε EPs, τρία ολοκληρωμένα άλμπουμ και κάμποσα ανεπίσημα demos. Εμείς εδώ θα ασχοληθούμε με τα άλμπουμ επειδή αυτά κρίνονται αρκετά ώστε κάποιος να γνωρίσει και να εξοικειωθεί με το μουσικό του ύφος. Άλλωστε στα ΕPs του o Saru, τις περισσότερες φορές, παρουσιάζει κάποιες από τις συνθέσεις των άλμπουμ συνοδευόμενες από remixes.

Τα τρία full-lenth του καλιφορνέζου συνθέτη και παραγωγού συγκροτούν μια άτυπη τριλογία, τρεις διαφορετικές μεν, συγγενείς δε οπτικές πάνω στην downtempo electronica, αλλά και τρεις ματιές πάνω στον άνθρωπο και την πραγματικότητα. Επομένως η μουσική του συνθέτει μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική πρόταση, ιδιαίτερη σε ύφος και πλούσια σε περιεχόμενο. 


Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της δραστηριότητας του Branson είναι ο αργός ρυθμός με τον οποίο κυκλοφορεί μουσική. Έτσι, το ντεμπούτο του Saru, Downtempo Dojo κυκλοφόρησε το 2001, το δεύτερο άλμπουμ, Machine το 2007 και το τρίτο, The Pearl το 2010. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο καλλιτέχνης μας δίνει ιδιαίτερο βάρος και προσοχή σε κάθε full-length κυκλοφορία του, στοιχεία που νομίζω θα αναδειχτούν παρουσιάζοντας  το κάθε άλμπουμ ξεχωριστά.

Downtempo Dojo (2001, Shadow Records)


Ο τίτλος του πρώτου άλμπουμ του Saru είναι αντιπροσωπευτικός του περιεχομένου του· ήδη από το εναρκτήριο κομμάτι με τίτλο Posterity εισχωρούμε σε ένα νοερό dojo που είναι αφιερωμένο στην μουσική τέχνη του downtempo. Ολόκληρο το άλμπουμ, το οποίο κυλάει σαν μια αφήγηση ή πιο απλά σαν ένα DJ set, με τα κομμάτια μιξαρισμένα ώστε να μην υπάρχει κενό ανάμεσά τους, αποπνέει την όλη ατμόσφαιρα της ακμής που είχε η downtempo electronica από τα μέσα των 90s ως και τις αρχές των 00s, με καλλιτέχνες όπως οι Massive Attack, o DJ Shadow και οι Kruder & Dorfmeister. 

Έτσι, έχουμε να κάνουμε με μουσική βαθιά, υπνωτική και ψυχεδελική που σκοπεύει στην υπέρ-χαλάρωση του ακροατή. Η δομή των κομματιών είναι μινιμαλιστική και αφηρημένη, καθώς μικρά μελωδικά θέματα, εφέ, samples και διάφοροι άλλοι ήχοι θαρρείς επαναλαμβάνονται παραλλασσόμενοι ελαφρώς στο διηνεκές. Φυσικά, το μπάσο και το beat είναι κυρίαρχα, θυμίζοντας όχι μόνο trip hop, αλλά και το hip hop των ΗΠΑ. Συναντάμε ακόμη και κομμάτια που θα χαρακτηρίζαμε breaks, όπως το Waking Up, τα οποία βρίσκονται σε ωραία αντίθεση με τη γενικότερη ambient κατεύθυνση του άλμπουμ.
 

Όσο αναφορά την παραγωγή, ο Saru ακολουθεί τα διδάγματα της dub αξιοποιώντας πολύ συχνά εφέ όπως το delay και το flange. Ακόμα μια φορά επιβεβαιώνουμε  ότι στην πρώτη του δουλειά παρουσιάζεται έντονα επηρεασμένος από τον υπόγειο, αστικό σύμπαν της bass μουσικής της δεκαετίας του 90. Μάλιστα στο κομμάτι Contact έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρον drum n bass γύρισμα. 


Επίσης το  στοιχείο της μελωδικότητας εντάσσεται μέσα σε αυτό το σκονισμένο μουσικό κλίμα, ειδικά μέσω της αρκετά συχνής παρουσίας της κιθάρας, η οποία αποτελεί το έναυσμα για πιο έντονα συναισθήματα, όπως στο τελευταίο κομμάτι με τον ενδεικτικό τίτλο Suck In Love. Η κυρίαρχη ψυχολογία που προκαλεί η ακρόαση αυτού του άλμπουμ είναι, μαζί με την ηρεμία και την χαλάρωση, μια αίσθηση ηθελημένης μοναχικότητας και εσωτερικότητας. Σαν να αντικρίζεις, μέσα σ’ ένα πραγματικό dojo, έναν αθλητή πολεμικών τεχνών να κάνει μειλίχιος ασκήσεις  αυτοσυγκέντρωσης. 


Το Downtempo Dojo επανακυκλοφόρησε το 2008 σε cd από τη δισκογραφική Taking Brooklyn Music. 



Machine (2007, Tranquility Base)


Η θεματολογία του δεύτερου άλμπουμ του Saru καθορίζει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό τη μουσική του κατεύθυνση. Βέβαια, και το Machine εντάσσεται στην downtempo electronica, αλλά σε σχέση με το Downtempo Dojo οι αλλαγές είναι πολλές και αξιοπρόσεχτες. 

Όπως φανερώνει και ο τίτλος του, στο Machine, o Saru στοχάζεται γύρω από τη σχέση ανάμεσα στη μηχανή, ευρύτερα στην τεχνολογία και στον άνθρωπο. Αν στο πρώτο του άλμπουμ είχε ως σκοπό το βύθισμα του ακροατή σε ένα σύμπαν ζεν αρμονίας, στο δεύτερο θέλει να μας παρασύρει σε έναν κόσμο φουτουριστικό και δυστοπικό, στον οποίο φανταζόμαστε απροσδιόριστα μηχανικά πλάσματα να αγωνίζονται να θυμηθούν το πια λησμονημένο ανθρώπινό τους παρελθόν…


Προκειμένου να μεταδώσει μια τέτοια ατμόσφαιρα, ο Saru δημιουργεί ψυχρή και αρκετά εγκεφαλική electronica που φέρνει στο νου τις πιο ambient δουλειές καλλιτεχνών όπως ο Aphex Twin και οι Autechre, χωρίς την πολύπλοκη δομή των συνθέσεων των τελευταίων. Ωστόσο σχεδόν όλα τα κομμάτια του  Machine είναι φορτωμένα με samples, εφέ, παραμορφωμένες φωνές, ήχους από μηχανές που μοιάζουν να αγκομαχούν και άλλα «μπλιμπλίκια», στοιχεία που προσδίδουν και ένα πνεύμα πειραματισμού. Ακούστε για παράδειγμα το σχεδόν techno beat του Decompression που ανοίγει το άλμπουμ ή το δυσοίωνο Sub-orbital Spy.  



Αλλά, κόντρα σε αυτή την σκοτεινή τεχνολογική ατμόσφαιρα,  η μελωδικότητα για ακόμη μια φορά δίνει το παρόν, μέσω θεμάτων που μπορεί μεν να είναι μινιμαλιστικά, αλλά διακρίνονται από συναισθηματισμό. Αυτή η μελωδικότητα συχνότερα υφέρπει, αλλά που και που κυριαρχεί, όπως στο υπέροχο Internal Diagnostic


Βέβαια και σε αυτό το άλμπουμ o Saru δεν ξεχνά την dub, καθώς για ακόμη μια φορά δείχνει επηρεασμένος από το αφαιρετικό και ψυχεδελικό της ύφος, σε βαθμό του να μας δώσει ένα, θα λέγαμε, sci-fi  dub κομμάτι, το Soul Collector


Γενικότερα, το Machine είναι το πιο πειραματικό και «δύσκολο» μέρος από την άτυπη τριλογία του Saru, ωστόσο ακούγοντάς το με υπομονή και χαλαρότητα, ανταμείβεσαι με μια αλλόκοτη αίσθηση αρμονίας και ελπίδας. 



The Pearl (2009, Taking Brooklyn Music)


Αν με το Machine μπήκαμε σε έναν σκοτεινό post-apocalyptic κόσμο, με το Pearl, το τρίτο full-length του Saru, βγαίνουμε σε ένα παραμυθένιο δάσος την ώρα του απογεύματος: το φως είναι ζεστό, η ατμόσφαιρα ονειρική αλλά και πάλι σαν να παραμονεύουν ανάμεσα στα δέντρα κάποιες σκιές…

Ο Branson στο τελευταίο του, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ολοκληρωμένο άλμπουμ στρέφεται σε έναν ήχο πιο καθαρό και εξωστρεφή. Οι επιρροές από το downtempo των 90s επανέρχονται, εμπλουτισμένες με τις φρέσκιες εξελίξεις στον χώρο του instrumental hip hop (βλέπε Gramatik ή Chinese Man). Samples φυσικών οργάνων κυριαρχούν, όπως πιάνο στο εναρκτήριο Forever Changed, ακουστική κιθάρα στο Drab Drastic, άταστο μπάσο στο The Trap, ακόμα και μπάντζο στο Slippery Hope. Οι όμορφες και στρωτές μελωδίες μπλέκονται ωραία με τα χαλαρά beats και η μουσική που προκύπτει μοιάζει να προσκαλεί τον ακροατή να χαθεί στη σκέψη και στην ανάμνηση, όπως φανερώνει και ο τίτλος του κομματιού Distant Recollection. Όμως και οι πιο σκοτεινές πινελιές δεν λείπουν, με συνθέσεις όπως το Transitions, όπου κρύβεται κάτι το στοιχειωμένο.



Το  Pearl θα μπορούσε να αποτελέσει το soundtrack για ένα κινηματογραφικό παραμύθι, που θα σκηνοθετούσε ο Terry Gilliam ή το Tim Burton. Πράγματι ο Branson, όπως φανερώνει ο επιμελητής του artwork του άλμπουμ Blaine Fontana, είχε στο νου του μια συγκεκριμένη ιστορία, που λαμβάνει μέρος σε ένα εγκαταλελειμένο κάστρο του Puerto Rico.  Βέβαια, καθώς έχουμε να κάνουμε με εξολοκλήρου ορχηστρική μουσική, είναι αδύνατο να καταλάβουμε την ιστορία την ίδια, ωστόσο εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα μεταφέρονται πολύ γλαφυρά, κάτι στο οποίο συνδράμει και η εικονογράφηση του Fontana. Μάλιστα στην κεντρική εικόνα του εξώφυλλου του άλμπουμ, όπου παρουσιάζεται μια σουρεαλιστική και γκροτέσκα παρέλαση, κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει και ένα κομμάτι. Δύσκολο, λοιπόν, να ξεφύγουμε από το παιχνίδι να μαντέψουμε ποιος χαρακτήρας αντιστοιχεί σε κάθε κομμάτι…  

Ας το επιχειρήσουμε:  

 










Επιλογικά, να εξομολογηθώ πως αυτήν την παρουσίαση είχα σκοπό να την κάνω εδώ και κανένα χρόνο και επιτέλους την έφερα σε πέρας. Επίσης, ψάχνοντας για τη δισκογραφία του Steve Branson, ανακάλυψα πως έχει συμμετάσχει στο αυτοσχεδιαστικό γκρουπ Dael, που το 2007 κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα το άλμπουμ The Soundcheck Sessions, το οποίο μπορείτε να ακούσετε σε streaming στην πλούσια σε υλικό επίσημη ιστοσελίδα του Saru:



Η εικόνα που συνοδεύει τον τίτλο του άρθρου είναι ένα από τα σκίτσα του Blaine Fontana που οδήγησε στο εξώφυλλο του Pearl. Ας σημειώσουμε πως ένα ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί κατα καιρούς ο Branson είναι Spooky Monkey...

12/5/14

guest 12/ Sakis Pitsavas on air [live mix]


Την Τετάρτη 7 Μαίου, στην Εκπομπή που ψάχνει τίτλο φιλοξενήσαμε στο στούντιο τον DJ Σάκη Πιτσάβα

Ο Σάκης είναι ένας από τους αγαπημένους μου DJs στην πόλη του Βόλου και, νομίζω, ένας από τους διαχρονικά και αντικειμενικά καλύτερους. Όσα sets του έχει τύχει να ακούσω διακρίνονται από γούστο και άποψη, πολύ καλή τεχνική και αίσθηση του κοινού. Τόσο οι επιλογές του, όσο και ο τρόπος που μιξάρει φέρνουν μια ζεστή συναισθηματική διάθεση, αλλά και την επιθυμία για χορό. Στα ίδια συμπεράσματα ελπίζω να φτάσετε και εσείς, απολαμβάνοντας το ραδιοφωνικό set που επιμελήθηκε για την εκπομπή.
 

Όπως θα ακούσετε, ο Σάκης κατά τη διάρκεια της εκπομπής ήταν εξαιρετικά λιγομίλητος. Υπόσχομαι πως θα επανέλθουμε με ένα δεύτερο guest, το οποίο χωρίς βέβαια να υστερεί σε  μουσική θα περιέχει και λίγο περισσότερη κουβέντα.
 

Καλή σας ακρόαση ή όπως ο ίδιος ο ίδιος συνηθίζει να λέει: 

BE THERE AND RELAXXXX YOUR F........EARS!!!!
Εδώ μπορείτε να κάνετε download την εκπομπή. 

2/5/14

Gazpacho - Demon (2014, KScope)


Το νέο άλμπουμ των φίλτατων Νορβηγών Gazpacho, με τίτλο Demon έμελε να είναι η δεύτερη δισκοκριτική που πραγματοποίησα για το site Progrocks.gr.

Καλή σας ανάγνωση:



Στοιχειωμένο δημιουργικό δαιμόνιο
 
Αναζητώντας πληροφορίες και πηγές έμπνευσης για το καινούργιο, όγδοο άλμπουμ των Gazpacho που τιτλοφορείται Demon, «έπεσα» πάνω σε μια ιστορική αναφορά που νομίζω πως εκφράζει με πληρότητα το υπόβαθρο των ιδεών και των συναισθημάτων, το οποίο εν πολλοίς καθορίζει τη νέα κυκλοφορία των Νορβηγών. Το δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ έχει τον περίεργο  τίτλο The Wizard of The Altai Mountains. Παρόμοιο τίτλο, δηλαδή Τhe Wizard From Altay Mountains, έχει και το ανέκδοτο και χαμένο πλέον μυθιστόρημα του Τσέχου Petr Ginz (1928-1944), ο οποίος μετά από μια πολύ σύντομη και ταραγμένη ζωή αλλά και μια πρώιμη και εκρηκτική πνευματική δημιουργικότητα, έπεσε στα δεκαέξι του χρόνια θύμα της ναζιστικής βίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Η πολύ ενδιαφέρουσα αλλά και τραγική ιστορία ζωής του Petr Ginz μπορεί να σταθεί ως ένα σύμβολο των συμφορών που προκαλεί η ανθρώπινη κτηνωδία, το Κακό που βρίσκεται ριζωμένο στην ανθρώπινη φύση.

Αυτή ακριβώς τη φύση του Κακού πραγματεύονται και οι Gazpacho στο άλμπουμ τους Demon, προσπαθούν να αναμετρηθούν μαζί της, με όπλο την τέχνη και πιο συγκεκριμένα τη μουσική. Άλλωστε, εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία, η οποία αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία του άλμπουμ, μια ιστορία που μπλέκει τον μύθο με την πραγματικότητα και μπορείτε να τη διαβάσετε, όπως την αφηγείται ο κιμπορντίστας και ιδρυτικό μέλος της μπάντας Thomas Anderson.

Προκειμένου, λοιπόν, να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μιας τόσο φιλόδοξης προσπάθειας, αυτής του προβληματισμού γύρω από το Κακό, οι Gazpacho επιστρατεύουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τους έχουν αναδείξει σε μια από τις σημαντικότερες μπάντες στον χώρο του σύγχρονου progressive rock και όχι μόνο. Η σύνθεση, η ενορχήστρωση και η παραγωγή της μουσικής είναι, όπως πάντα, προσεγμένες· δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη μεγάλη προσπάθεια του συγκροτήματος να δώσει μια αξιομνημόνευτη δουλειά. Και ως ένα μεγάλο βαθμό, πετυχαίνουν τον στόχο τους.  Σε αυτό συντελεί και η προσέγγιση των Gazpacho στο prog rock ιδίωμα: δεν αναλώνονται σε γεμάτες ναρκισσισμό επιδείξεις των αναμφισβήτητων τεχνικών τους δυνατοτήτων, αλλά ούτε και σε πυροτεχνήματα ανούσιων πειραματισμών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, συνδυάζουν ιδιώματα της ροκ μουσικής και όχι μόνο, τα οποία εκ πρώτης όψης μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους. Η περιγραφή ενός κριτικού, αν και εκκεντρική, είναι εύστοχη: “classical post ambient nocturnal atmospheric neo-progressive folk world rock” (πηγή).

Στο δημιουργικό της χωνευτήρι, η μπάντα έχει οικειωθεί τα πιο ουσιώδη στοιχεία των Radiohead, των Marillion με τραγουδιστή τον Steve Hogarth, των Talk Talk των δύο τελευταίων άλμπουμ, αλλά και των Sigur Ros και του Philip Glass, στοιχεία που έχει φιλτράρει μέσα από τη δική της προσωπική οπτική. Αναπόσπαστο συμπλήρωμα αποτελούν και οι πινελιές από folk, καθώς στο Demon ακούμε περάσματα ακόμα και τσιγγάνικης ή Yiddish μουσικής της Κεντρικής Ευρώπης, που ταιριάζουν γάντι στο άτυπο concept του άλμπουμ, μια ιστορία που ξεκινά από ένα παλιό διαμέρισμα της Πράγας. Τέλος, απαραίτητο καρύκευμα της μουσικής συνταγής των Gazpacho είναι τα ηλεκτρονικά στοιχεία, με πιο χαρακτηριστικά τα samples από στοιχειωμένα γυναικεία οπερατικά φωνητικά που βρίσκονται διάσπαρτα στο άλμπουμ.




 Τα παραπάνω χαρακτηριστικά απλώνονται σε τέσσερα κομμάτια, τρία από τα οποία έχουν μέσο όρο διάρκειας τα δέκα λεπτά, με το τελευταίο, που έχει τίτλο  Death Room, να φτάνει σχεδόν τα είκοσι. Αυτές οι μεγαλόπνοες συνθέσεις έχουν μια καλειδοσκοπική δομή καθώς θέματα και μελωδίες, στιχουργικές και μουσικές εικόνες επανέρχονται και ανακυκλώνονται με μια λογική συνειρμού και ονείρου, από την οποία όμως δεν λείπει η εγκεφαλικότητα. Μέσα από την κυριαρχία των πλήκτρων και των εκπληκτικών φωνητικών του Jan-Henrik Ohme και από τις συχνότερα ακουστικές και σπανιότερα ηλεκτρικές κιθάρες, μέσα από το μετρημένο και στιβαρό rhythm section αλλά και από πιο folk οργάνα, με πιο σταθερό το βιολί, οι Gazpacho χτίζουν μια συναισθηματική ατμόσφαιρα ταξιδιού και γλυκόπικρης μελαγχολίας, που συχνά με πολύ πετυχημένο τρόπο -ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το concept του άλμπουμ- ανοίγεται σε μια ψυχολογία πιο σκοτεινή και στοιχειωμένη.

Ωστόσο, θα λέγαμε πως το Demon δεν στοιχειώνει μόνο αυτή η υπαρξιακή αίσθηση του Κακού, αλλά μιλώντας μεταφορικά, το φάντασμα από τις προηγούμενες δουλειές της μπάντας. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, οι Gazpacho από το 1996 που δημιουργήθηκαν, έχουν κυκλοφορήσει οχτώ άλμπουμ. Στο τέταρτο και στο πέμπτο, με τίτλους Night και Tick Tock αντίστοιχα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, άγγιξαν την απόλυτη καλλιτεχνική τους ακμή, προσφέροντας δύο άριστα δείγματα του ιδιαίτερου μουσικού τους ύφους. Οι δουλειές που έδωσαν στη συνέχεια, αν και δεν στερούνται σημασίας και ενδιαφέροντος, δεν εξελίσσουν ακόμα περισσότερο ανανεώνουν με ουσιαστικό τρόπο την πορεία τους. Παρόμοια εντύπωση αφήνει και το Demon:  μια εξαιρετική δουλειά, η οποία όμως κάπως υστερεί από άποψη πρωτοτυπίας και εξέλιξης.

Αν αυτή η έλλειψη αποτελεί το ένα μειονέκτημα του άλμπουμ, το άλλο είναι μια διάχυτη αίσθηση πως οι Gazpacho, αν και επιδιώκουν βάθος και ουσία με τη μουσική τους, δεν το πετυχαίνουν πάντα. Παρόλο που, οι μουσικές τους συνθέσεις έχουν οργανωθεί με έμπνευση και προσοχή, κάποιες φορές γίνεται δύσκολο για τον ακροατή να τις παρακολουθήσει, με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή και προσήλωσή του. Ο φιλόδοξος συνδυασμός ειδών και ιδιωμάτων της μουσικής, αλλά και οι φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναφορές  στις  οποίες επιδίδεται η μπάντα, απαιτούν λεπτούς χειρισμούς. Για ακόμα μια φορά, αισθανόμαστε πως στο Night και στο Tick Tock είχαν καταφέρει μια πιο ολοκληρωμένη σύνθεση.

Έτσι, αν οι δύο προαναφερθέντες δίσκοι αξίζουν σχεδόν το άριστα, το  πολύ καλό Demon δεν μπορούμε παρά να το βαθμολογήσουμε με…

8 / 10



Εδώ θα βρείτε το κείμενο στο Progrocks.gr, παρέα με την πολύ διεισδυτική παρουσίαση της Lila Pause. 

Εικόνα: πίνακας του Petr Ginz, κατά τι διάρκεια της αιχμαλωσίας του από τους Ναζιστές (πηγή)