Η συνέχεια του Early Summer mix ακολουθεί την ίδια συνταγή, μονάχα που εδώ έχουμε μουσική ταυτόχρονα νοσταλγική, σαρκαστική και αισιόδοξη, δηλαδή ταιριαστή στα ωραία ανάκατα συναισθήματα που αφήνει το καλοκαίρι καθώς πλησιάζει στο τέλος του.
Αυτό το καλοκαίρι, για πρώτη φορά απασχολούμαι ως DJ τις μεσημεριανές-απογευματινές ώρες σε ένα beach bar λίγο έξω από τον Βόλο. Σκηνικό για μένα πρωτόγνωρο, αφού μέχρι τώρα σχεδόν όλη μου η εμπειρία ως DJ αφορούσε τις βραδινές ή ακόμα και τις πρώτες πρωινές ώρες. Ξεπερνώντας, τις… συχνά αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες, οι οποίες μπορούν να περιγραφούν λακωνικά μέσα από το τον τίτλο του κομματιού Sunshine & Mosquitos των Ιταλών Doomwork, αναλογίζομαι το καθαρά μουσικό κομμάτι του όλου σκηνικού, το οποίο άλλωστε είναι και το πιο ενδιαφέρον. Πριν μερικά βράδια, βρεθήκαμε στο σπίτι μου με έναν φίλο, μέγα γνώστη της psych και prog rock σκηνής των 60s και 70s κι ακούγαμε μερικά βινύλια που είχε φέρει. Τα ονόματα που μου έχουν μείνει είναι αυτά των Circus 2000 και Junipher Greene. Μπάντες παλιές, αλλά νέες για μένα, οι οποίες αναμφίβολα ανήκουν στο underground και, όπως και να το κάνουμε, είναι προορισμένες για ένα πιο υποψιασμένο κοινό ακροατών. Οι δίσκοι έπαιζαν στο πικ-απ, χτίζοντας μια ζεστή και χαλαρότατη ατμόσφαιρα…
Το αμέσως επόμενο μεσημέρι, βρισκόμουν πίσω από τα decks του beach bar, με το εξής σχέδιο: χωρίς να προδώσω το ωραίο, ειλικρινές και αρτίστικο πνεύμα της προηγούμενης νύχτας, να κάνω επιλογές πιο οικείες στα αυτιά ανθρώπων που ήρθαν, όχι για αφοσιωθούν στη μουσική, αλλά για να κάνουν το μπάνιο τους και να αράξουν.Οι επιλογές μου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο κομμάτι του εφτάωρου που έπαιξα, επικεντρώθηκαν σε deep house και nu disco, σε αξιόλογα κομμάτια τα οποία διακρίνονται από ένα στοιχείο καλοκαιριού: κάποιο latin sample, κανένα afro percussion κοκ. Σε γενικά πλαίσια, κάθε φορά που παίζω μουσική εκεί, θέλω χτίσω ένα soundtrack για τις ξεκούραστες κι ανέμελες θερινές ώρες σε μια ακρογιαλιά λίγο έξω απ’ την πόλη. Βέβαια, κάποια λαθάκια στις μίξεις έγιναν, αλλά πριν κάποιους μήνες είχα λάβει διαδικτυακά την εξής συμβουλή: «καν’ το με πάθος κι ας είναι λάθος». Ωστόσο, το ακροατήριο των λιαζομένων, δεν φάνηκε να ενοχλείται απ’ τις απροσεξίες μου. Εδώ που τα λέμε, έδειχναν να μην επηρεάζονται ιδιαίτερα, είτε θετικά είτε αρνητικά, απ’ τη μουσική που έβγαινε απ’ τα ηχεία. Αλλά, σκέφτομαι πως, αν έστω κι ένας ακούσει, για παράδειγμα, το νέο υπέροχο τραγούδι του Caribou και, ακόμα περισσότερο, αν το I Can’t Do Without You γίνει αφορμή ώστε να εισχωρήσει στον κόσμο του φοβερού αυτού καλλιτέχνη, το σχέδιο που προανέφερα έχει έρθει σε πέρας… Αυτές είναι, λοιπόν, οι ωραίες αντιφάσεις της μουσικής: με κάποιες ώρες διαφορά, από την κλασική περίοδο psych/prog rock να φτάνεις στη σύγχρονη dance electronica. Πριν λίγο καιρό, έγραψα ένα άρθρο για καλλιτέχνες που συνδυάζουν αυτές τις δύο τάσεις και περιόδους της μουσικής, το οποίο διαβάζετε είτε στο site progrocks.gr, είτε στο blog μας.
Μετά απ’ όλα αυτά, η συχνότατη παρουσία στα sets μου remixes όπως το παρακάτω, είναι παραπάνω από αναμενόμενη. Θαρρώ πως αυτή η μωβ αχλή δημιουργεί ωραία σκιά στον θερινό ήλιο, αφήστε που μπορεί να κρατά τα κουνούπια μακριά…
Μόλις πριν λίγες, ο Caribou προσέφερε προς ακρόαση το τραγούδι Our Love που είναι και το ομώνυμο του νέου του άλμπουμ. πηγή εικόνας
Σε παλιότερες αναρτήσεις αυτού εδώ του blog έχω γράψει πως μέσα από την ενασχόλησή μου με τη μουσική, είτε ως ραδιοφωνικός παραγωγός, είτε ως blogger, είτε ως DJ, έχω γνωρίσει ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να μοιραστώ αυτό το μεράκι, μέσα από μια γόνιμη αλληλεπίδραση. Πιο απλά, τα τελευταία χρόνια, αισθάνομαι ολοένα και περισσότερο κομμάτι μιας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων, που είτε δημιουργούν μουσική, είτε γράφουν για αυτή, είτε την επιλέγουν σε μαγαζιά, είτε απλά είναι φανατικοί της φίλοι και ακροατές. Βέβαια, όπως και να το κάνουμε, την πιο έντονη δράση και κινητικότητα σε αυτή την άτυπη ομάδα έχουν οι κατεξοχήν καλλιτέχνες, όσοι δηλαδή δημιουργούν δική τους μουσική. Αν τώρα αυτοί συμβαίνει να είναι από την πόλη μας, τον Βόλο, τότε χωρίς αμφιβολία αξίζει να γράψουμε δυο λόγια. Πιο συγκεκριμένα, στα χέρια μου τον τελευταίο καιρό βρέθηκαν δύο πολύ καλά άλμπουμ, εντελώς διαφορετικού ύφους, με μόνα κοινά στοιχεία την προέλευσή τους από την πόλη του Βόλου αφενός και το ότι αποτελούν ντεμπούτα και μάλιστα self-released, αφετέρου. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο επέλεξα να τα παρουσιάσω από κοινού. Με δύναμη από τον Βόλο, λοιπόν…
Ocean Blossom – Lost In Sound
Ο Ocean Blossom ή Νίκος Κατσούνας πέρασε σχετικά πρόσφατα μια βόλτα από τη ραδιοφωνική Εκπομπή που ψάχνει τίτλο ως καλεσμένος, όπου επιμελήθηκε ένα ωραιότατο live DJ set, το οποίο και μπορείτε να ακούσετε εδώ, διαβάζοντας τις σχετικές και απαραίτητες πληροφορίες.
Έτσι έχουμε το ελεύθερο να ασχοληθούμε με το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του, με τίτλο Lost In Music, το οποίο από τις αρχές του Ιουλίου διατίθεται σε δωρεάν downloading στην ιστοσελίδα Bandcamp:
Με τον μουσικό κόσμο του Ocean Blossom είμαστε ιδιαίτερα εξοικειωμένοι: ένα χαρμάνι από downtempo, dub ακόμα και dubstep, που συνδυάζει τη θερινή ραστώνη με μια κινηματογραφική σκοτεινιά. Ο Νίκος έχει μπει για τα καλά στην παράδοση της λεγόμενης "bass music", που ξεκινά απ’ το trip hop των 90s και φτάνει μέχρι τους τρέχοντες παραγωγούς, οι οποίοι από την κριτική χαρακτηρίζονται ως “post-dustep” και “future garage”. Αλλά, για να ξεφύγουμε κάπως από μια εξεζητημένη ορολογία, προσπαθώντας να περιγράψουμε τη μουσική του Ocean Blossom, θα λέγαμε πως κυριαρχείται από το στοιχείο της εγκεφαλικότητας, καθώς τα μεγάλης διάρκειας κομμάτια εξελίσσονται ή καλύτερα ελίσσονται αργά και ατμοσφαιρικά μέσα από εναλλαγές ρυθμών, μελωδιών, samples και εφέ. Κάποιες φορές, όπως στα κομμάτια Funky my Dub και Dubsessions, όλος αυτός ο ψυχεδελικός λαβύρινθος καταλήγει σε ένα εκρηκτικό μα και υποχθόνιο φινάλε πιο αγριεμένου dubstep. Ο Ocean Blossom με έναν συχνά συναρπαστικό τρόπο μας μεταφέρει από φωτεινά σε σκιερά ηχοτοπία και τούμπαλιν, αλλά συχνά-πυκνά περνάει και ένα πνεύμα σαρκασμού ή καλύτερα αστεϊσμού, στοιχείο που σε γενικά πλαίσια εντάσσεται δύσκολα σε μια μουσική σύνθεση, ειδικά όταν αυτή είναι ορχηστρική και για αυτό και το εκτιμάμε ιδιαίτερα. Για παράδειγμα, ακούστε το θέμα του μπάσου στο Based To Bass ή το Egyptian Nights. Άλλωστε, ο Νίκος και ως άνθρωπος διακρίνεται από κέφι, χιούμορ και παρεΐστικη διάθεση. Για να ακονίσουμε ωστόσο το κριτικό μας πνεύμα, στο Lost In Sound βρήκαμε και κάποιες αδυναμίες. Πρώτα απ’ όλα, ο ήχος είναι κάπως μονοεπίπεδος, κάτι που είναι βέβαια λογικό, αν σκεφτεί κάνεις πως όλη η παραγωγή του άλμπουμ πραγματοποιήθηκε σε ένα λάπτοπ. Επίσης, από τις συνθέσεις κάποιες φορές λείπει μια χαρακτηριστική μελωδική γραμμή, ένα μουσικό θέμα που θα έλξει τον ακροατή. Αλλά, το στοιχείο της μελωδικότητας είναι αυτό που δυσκολεύει, νομίζω, κάθε παραγωγό ηλεκτρονικής μουσικής.
Επιλογικά, να σημειώσω πως ο Νίκος δεν μένει καθόλου ήσυχος, καθώς κάθε λίγο από τη σελίδα του στο Soundcloud παρουσιάζει νέα κομμάτια, τα οποία φανερώνουν και τη σταδιακή του εξέλιξη. Οπότε, η κυκλοφορία ενός νέου full-length είναι απλά θέμα χρόνου…
Tommy Gunn – Tommy Gunn
Με αυτή την πενταμελή μπάντα από το Βόλο περνάμε σε εντελώς διαφορετικά μουσικά μονοπάτια. Στο πρώτο τους ομώνυμο άλμπουμ παρουσιάζουν δώδεκα τραγούδια που κινούνται ανάμεσα στο alternative/indie και το funk ροκ. Ωστόσο, το πιο προσωπικό στοιχείο του στιλ τους έγκειται στον συνειδητά ακουστικό ήχο τους. Οι κιθάρες , που άλλωστε κυριαρχούν, έχουν ακουστικό χαρακτήρα, καθοδηγώντας όλη την ενορχήστρωση προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, η μπάντα δεν προδίδει την ροκ φύση της, αντιθέτως την προβάλλει εμφατικά. Σε αυτό βοηθάνε οι φοβερές μελωδίες, η υψηλή τεχνική κατάρτιση όλων των μουσικών και τα δυναμικά και εκφραστικά γυναικεία φωνητικά, τα οποία πότε γίνονται άγρια, οργισμένα και ειρωνικά, πότε ευαίσθητα. Βέβαια, στο προσωπικό στιλ των Tommy Gunn έχουν συνδράμει πολυποίκιλες επιρροές. Για τη σύμπραξη του funk και του ροκ, η οποία πραγματοποιείται υποδειγματικά στα δύο πρώτα τραγούδια του άλμπουμ, Pull Me Out και Superman, η μπάντα από τον Βόλο έχει φυσικά ως οδηγούς τους Red Hot Chili Peppers. Γενικότερα, οι επιρροές της από το alternative rock των ΗΠΑ είναι εμφανείς, για παράδειγμα από τους Audioslave ή από τις πιο ακουστικές στιγμές των μεγάλων του grunge, όπως το River of Deceit των Mad Season, που επ’ ευκαιρία αξίζει να θυμηθούμε. Ωστόσο από το μίγμα της μουσικής των Tommy Gunn δεν λείπουν και σαφείς βρετανικές αναφορές, πιο συγκεκριμένα στο εσωστρεφές progressive rock των Pink Floyd ή ακόμα και των Porcupine Tree. Εκεί έχουν την προέλευση τους και τα αρκετά retro synthesizers που εμπλουτίζουν την ενορχήστρωση. Χαρακτηριστικά αυτών των επιρροών είναι τα κομμάτια I Am You και The Palace. Εδώ ταιριάζει να αναφερθεί και η συμμετοχή του Σπύρου Χαρμάνη στην μπάντα, ο οποίος έχει αναλάβει την ρυθμική κιθάρα. Ο Σπύρος, με τα δύο προσωπικά του άλμπουμ, έχει δώσει το δικό του στίγμα στην ολοένα και πιο ανερχόμενη σκηνή του ελληνικού progressive rock. Όλα τα παραπάνω συστατικά συμπληρώνει ένα υπέροχο DIY punk attitude, που σιγοβράζει σε ολόκληρο το άλμπουμ, αλλά ξεδιπλώνεται εκρηκτικά στο τελευταίο κομμάτι, Dustbin, το οποίο, όπως κάθε punk τραγούδι που σέβεται τον εαυτό του, κρατάει λίγο παραπάνω από δυόμιση λεπτά. Σε στιχουργικό επίπεδο, κυριαρχεί ένας προσωπικός εξομολογητικός τόνος, με ένα συγκεκριμένο μοτίβο στα περισσότερα τραγούδια, αυτό του έντονου, ειλικρινούς, ακόμα και σκληρού διαλόγου ανάμεσα σε ένα «εγώ» και ένα «εσύ», που κατά κύριο λόγο αφορά τη βίωση μιας ερωτικής σχέσης, με τα θετικά και τα αρνητικά της. Και η ταιριαστή ψυχολογία σε αυτή τη βουτιά στον εσωτερικό κόσμο δεν είναι άλλη από μια γλυκόπικρη μελαγχολία. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η υπερβολική έκθεση σε αυτή την ψυχολογία κάπως με κούρασε. Το ζήτημα όμως θεωρώ πως δεν αφορά μονάχα το προσωπικό μου γούστο. Ίσως θα ήταν, όχι μόνο πιο ισορροπημένη, αλλά και πιο ταιριαστή για έναν ζωντανό funk rock ήχο, μια ψυχολογία λίγο πιο «ανεβασμένη». Από την άλλη, δεν μπορούμε να αρνηθούμε σε έναν καλλιτέχνη, στην περίπτωσή μας σε μία μπάντα, να εκδηλώνεται άμεσα, ειλικρινά και συναισθηματικά. Πάντως όπως και να ‘χει, κομμάτια που κάπως ανατρέπουν αυτή την μουντάδα, όπως το Love Inside Hate, με την ψυχεδελική reggae προσέγγιση, αποτελούν ευχάριστη έκπληξη. Πριν κλείσω, να αναφέρω πως το πακέτο του ντεμπούτου των Tommy Gunn συμπληρώνει το φροντισμένο και καλλιτεχνικό artwork που συνοδεύει το cd τους, το οποίο μπορείτε να προμηθευτείτε από εδώ… αφού βέβαια ακούσετε:
Το κολάζ της εικόνας τίτλου αποτελεί έργο της Felix Felis και το βρήκα στο facebook event για την πρώτη ζωντανή εμφάνιση των Tommy Gunn, το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε λόγω βροχής. Επομένως, εξυπακούεται πως αναμένουμε για ένα νέο live ραντεβού...