31/10/14

Tuatara - Underworld (Sunyata Records, 2014)

  Soundtrack για μια εξωτική περιπέτεια

Οι Tuatara αποτελούν μία από τις μπάντες-διαμάντια της underground σκηνής των Ηνωμένων Πολιτειών. Δημιουργήθηκαν το 1994 στο Seattle, αρχικά ως project αποτελούμενο από μέλη ροκ συγκροτημάτων, με πιο επιφανή τον βασικό κιθαρίστα των R.E.M., Peter Buck και τον drummer των Screaming Trees, Barrett Martin. Από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους Breaking The Ethers το ’97 ως και σήμερα έχουν χαράξει μια πορεία γεμάτη απρόσμενες στροφές και μεταμορφώσεις. Ενώ στα τρία πρώτα άλμπουμ παρουσίασαν ένα χαρμάνι από afro, latin, jazz και funk, στην τέταρτή τους δισκογραφική δουλειά, The Loading Program του 2003 συνεργάστηκαν με DJs, που ρεμίξαραν παλιότερες τους συνθέσεις. Ενώ, στα επόμενα δύο άλμπουμ τους, East Of The Sun και West Of The Moon, για πρώτη φορά άφησαν το καθαρά ορχηστρικό χαρακτήρα της μουσικής τους για χάρη εξομολογητικών folk τραγουδιών βασισμένων στην παράδοση των Η.Π.Α.

World μουσική, jazz, electronica, americana: οι Tuatara έχοντας καταπιαστεί επιτυχώς με ένα εύρος ειδών και στιλ, καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα δόντια της μουσικής βιομηχανίας και να παραμείνουν μια παρέα ευφάνταστων μουσικών, που ελίσσεται (να σημειώσουμε πως Tuatara είναι ένα είδος ερπετού), πειραματίζεται, απλούστατα κάνει το κέφι της.  Στο τελευταίο  τους  άλμπουμ , που τιτλοφορείται Underworld, ο υπόγειος και μυστήριος κόσμος της παρέας των Tuatara έχει εμπλουτιστεί με μουσικούς διόλου τυχαίους: τον μπασίστα των Gnarls Barkley Cedric LeMoyne, αλλά και  τον  Mike McGready, βασικό κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος των Pearl Jam.

Όσο αφορά το μουσικό ύφος του νέου άλμπουμ, η μπάντα από το Seattle επιστρέφει στο στιλ των πρώτων της κυκλοφοριών, κάτι που ο ενημερωμένος ακροατής ψυλλιάζεται ακούγοντας τα πρώτα δευτερόλεπτα του εισαγωγικού Calling The Spirits, το οποίο ξεκινά σχεδόν πανομοιότυπα με το εναρκτήριο κομμάτι του ντεμπούτου του 1997.

Πιο συγκεκριμένα, στο Underworld, οι Tuatara  μέσα από είκοσι περιεκτικές συνθέσεις με μέσο όρο διάρκειας τα τρία λεπτά ξεδιπλώνουν ένα εκλεκτικό μίγμα από ποικίλα είδη με διαφορετικές πολιτισμικές και ψυχολογικές συνδηλώσεις. Κυρίαρχο στοιχείο η αφρικάνικη μουσική, που κάποιες φορές ανοίγεται στην αιθιοπική τζαζ του Mulatu Astatke (The Spider Pimp), ενώ κάποιες άλλες στο νιγηριανό afrobeat του Fela Kuti (Gremlin Chaingang). Από την άλλη έχουμε πιο jazzy κομμάτια, που συνδυάζουν το be bop και το funk με μια νουάρ αισθητική (Streetwalkin) ή ακόμα και λυρικές συνθέσεις καθαρά κινηματογραφικής μουσικής (Enchantment), χωρίς να λείπουν τα ανοίγματα στο blues (At The Crossroads), στο latin (El Brujo), ακόμα και σε ανατολίτικες κλίμακες (Bass Beat Blues).

Ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των φαινομενικά αντιφατικών περιπλανήσεων είναι η κινηματογραφική ατμόσφαιρα, λες και η μπάντα από κομμάτι σε κομμάτι περιφέρει τον πρωταγωνιστή ενός περιπετειώδους φιλμ σε διάφορα μέρη του κόσμου: από τις άγριες και σκοτεινές αφρικάνικες ζούγκλες στα όχι λιγότερο άγρια και κακόφημα σοκάκια των αχανών μεγαλουπόλεων. Κι όπως οι σκηνές μιας πραγματικά σπουδαίας ταινίας παίζουν με τα συναισθήματα του θεατή, έτσι και τα μουσικά επεισόδια του Underworld, αν και καθαρά ορχηστρικά, ρίχνουν τον ακροατή από τον εξωτισμό στον μυστικισμό και από το χιούμορ στη συγκίνηση.

Παράλληλα με την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα ή καλύτερα, συμπληρωματικά με αυτά, οι συνθέσεις περιέχουν υπέροχες μελωδίες, προσεγμένες ενορχηστρώσεις, που αποτελούνται από κιθάρες, πνευστά (σε πρώτο ρόλο το σαξόφωνο του τρελού αυτοσχεδιαστή Skerik) και πολλά κρουστά, αλλά και ένα υψηλό επίπεδο τεχνικής. Με αυτά τα πλεονεκτήματα, οι Tuatara καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον πιο πιθανό σκόπελο που ελλοχεύει σε ένα άλμπουμ όπως το τελευταίο τους: να χαθεί μέσα στην πληθωρικότητα των ειδών και των επιρροών η ταυτότητα του προσωπικού τους ήχου. Αντίθετα, το συγκρότημα διαφυλάσσει το ιδιαίτερο ύφος του, το οποίο άλλωστε καλλιεργεί εδώ και είκοσι χρόνια.

Αλλά, το κατά τ’ άλλα σφιχτοδεμένο και αυτοτελές άλμπουμ που παρουσιάζουν οι Αμερικάνοι έχει δύο μειονεκτήματα. Πρώτον,  μπορεί μεν οι πολλές και μικρές σε διάρκεια συνθέσεις να προσδίδουν κάτι το φρέσκο και το απρόσμενο, αλλά ως ένα βαθμό διασπάνε τη συνεκτικότητα της όλης κυκλοφορίας και, όσο προχωρά το άλμπουμ, πιθανόν να κουράσουν κάπως τον ακροατή. Έπειτα, σε αυτή την άποψη που προβάλλει το γκρουπ, η οποία είναι τόσο underground όσο και κινηματογραφική, ίσως θα ταίριαζε μια παραγωγή λιγότερο «γυαλισμένη», κάπως πιο θολή, σκοτεινή, ακόμη και lo-fi.

Βέβαια, η τελική εντύπωση που αφήνει το Underworld είναι αδιαμφισβήτητα θετική. Οι Tuatara στο έβδομο άλμπουμ τους ακούγονται φρέσκοι, κεφάτοι και εμπνευσμένοι, προσφέροντας μουσική που σε κάνει να χορέψεις, να ταξιδέψεις, να δραπετεύσεις και να σκεφτείς.


βαθμός: 8/10

Η παραπάνω δισκοκριτική αρχικά παρουσιάστηκε στην ιστοσελίδα Progrocks.gr, παρέα με μια ακόμη γνώμη για το άλμπουμ από τον Δημήτρη Αναστασιάδη, που αξίζει να διαβάσετε.

23/10/14

Η τέχνη του DJ: προβληματισμοί και προοπτικές


Κάθε φορά που σκέφτομαι σχετικά με το DJing, στο νου μου παρουσιάζονται αντιθέσεις ή ακόμα και αντιφάσεις, οι περισσότερες προβληματικές. Και νομίζω ότι αρκετοί άνθρωποι προβληματίζονται με παρόμοιο τρόπο, καθώς τελευταία στο διαδίκτυο πετυχαίνω αναρτήσεις και κείμενα αφιερωμένα στο συγκεκριμένο θέμα, η πλειονότητα των οποίων δεν αφορά τεχνικά θέματα, αλλά διατύπωση απόψεων. Με κάποιες από αυτές συμφωνώ, σπανιότερα μου διδάσκουν κάτι, αλλά κάποιες άλλες με βρίσκουν αντίθετο ακόμα και με θυμώνουν. Αλλά, και αυτό το παιχνίδι συμφωνίας και διαφωνίας ανάμεσα σε όσους ασχολούνται ή σχετίζονται με το «άθλημα» αποτελεί ένα από τα πολλά αντιθετικά δίπολα που χαρακτηρίζουν την τέχνη του DJ σήμερα. 

Μια από τις δεσπόζουσες αντιθέσεις είναι αυτή ανάμεσα στον DJ που έχει μια πιο καλλιτεχνική άποψη και σε εκείνον του οποίου η νοοτροπία είναι πιο εμπορική. Χωρίς να θέλω να γίνω απόλυτος, τις περισσότερες φορές ο πρώτος δείχνει μια προτίμηση προς το βινύλιο, έχει περισσότερες μουσικές γνώσεις και στηρίζει ένα μεγάλο μέρος της φήμης και της αξίας του του στο διαδίκτυο. Αναρτά τα sets του σε ιστοσελίδες όπως το Soundcloud και το Mixcloud και επικοινωνεί μέσω των εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης με τους ακροατές του, οι οποίοι πολύ συχνά είναι επίσης γνώστες της μουσικής που παρουσιάζει και μπορούν να εκτιμήσουν την ιδιαίτερη ποιότητά της και τον anti-mainstream χαρακτήρα της. 


Από την άλλη ο «εμπορικός DJ» αξιοποιεί τις ψηφιακές μεθόδους πιο απενεχοποιημένα, ενώ απροβλημάτιστα εντάσσει στο πρόγραμμά του νέες mainstream επιτυχίες, ώστε να ικανοποιήσει τους πελάτες του μαγαζιού στο οποίο παίζει, άνθρωποι που πρώτον παρουσιάζουν μια ποικιλία μουσικών προτιμήσεων και δεύτερον κατά πάσα πιθανότητα δεν ασχολούνται τόσο έντονα με τη μουσική. Εδώ να σημειώσω, πως στην κατηγορία του εμπορικού DJ δεν εντάσσω όσους, χωρίς καμία γνώση και αγάπη για τη μουσική, παίζουν αποκλειστικά τα περιστασιακά hits της εποχής  και μοιραία η σχέση τους με το DJing κλείνει κάπου εκεί τον κύκλο της. Ουσιαστικά, αυτοί δεν με απασχολούν σε αυτό εδώ το άρθρο. 


Όσο αναφορά, λοιπόν, το δίπολο «καλλιτέχνης vs. εμπορικός DJ» καταλήγω στο ότι ο καθένας μπορεί να διδαχτεί πολύτιμα μαθήματα από τον άλλο. Για παράδειγμα, ο καλλιτέχνης DJ θα πρέπει να αποφεύγει τον στείρο ελιτισμό κι ακόμα περισσότερο να δίνει υπερβολική αξία σε κάποια κομμάτια, των οποίων η λάμψη έχει αναπόφευκτα ξεθωριάσει ή, όπως και να το κάνουμε, ενδιαφέρουν κατά κύριο λόγο τους κριτικούς και ιστορικούς της μουσικής. Αυτό χαρακτηριστικά συμβαίνει σε τραγούδια του disco ιδιώματος ή , τελευταία, του ελληνικού ποπ των 60s ή και σε αντίστοιχα παλιά τραγούδια χωρών των Βαλκανίων, της Ασίας και της Αφρικής. Επίσης, ο καλλιτέχνης DJ από τον πιο εμπορικό μπορεί να διδαχτεί τη ζωντανή επικοινωνία και αλληλοεπίδραση με τον κοινό. Από την άλλη πλευρά, ο εμπορικός DJ θα μπορούσε να ανεβάσει τον ποιοτικό πήχη της μουσικής που επιλέγει, καθώς, όπως θα δούμε, η δουλειά του έχει και μια λειτουργία παιδευτική. 


Επόμενο είναι το νήμα της σκέψης να φτάσει στο μέγα δίλλημα: βινύλιο ή ψηφιακά μέσα; Πρώτα απ’ όλα, ας αναφέρω, πως όχι μόνο για μένα, αλλά και για πολλούς άλλους, το βινύλιο έχει μια γοητεία ακαταμάχητη. Σκεφτείτε μονάχα τη χαρακτηριστική μυρωδιά που κυριαρχεί μέσα σε ένα δισκάδικο, μια μυρωδιά που υπόσχεται ακροάσεις, συναισθήματα και συζητήσεις, κοντολογίς μουσικές περιπέτειες γεμάτες ενδιαφέρον.  Συνεπώς και ο DJ που παίζει με δίσκους αξίζει τον σεβασμό. Ωστόσο, το βινύλιο μπορεί να έχει άποψη, αλλά όχι πρακτικότητα. Αντιθέτως, τα ψηφιακά μέσα είναι πιο εύκολα, πρακτικά και βέβαια πιο οικονομικά. Μόνο και μόνο ο χώρος που καταλαμβάνει ο εξοπλισμός του βινυλιακού DJing, με τους μίκτες και τα πικ-απ, είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που πιάνει ένας  υπολογιστής και ένα controller… Μερικές φορές αξίζει να φέρνουμε στο νου μας τέτοιες εικόνες, που έχουν μια αξία σημειωτική. 


Εντέλει, ο πραγματικά καλός DJ δεν κρίνεται τόσο από τα μέσα που χρησιμοποιεί στη δουλειά του. Για παράδειγμα, πόσο βαρετό ακούγεται ένα set μονότονου και προβλέψιμου house ή techno, ακόμα κι αν είναι φτιαγμένο από τέλεια μιξαρισμένα βινύλια; Βέβαια οι DJs  καλό είναι να μην επαφίενται στις ευκολίες των ψηφιακών μέσων, αλλά να διδάσκονται από τον τεχνική και τη μαστοριά όσων επιμένουν στο βινύλιο. Συμπληρωματικά, να σημειώσω ότι δεν κάνω λόγο για τα cd, επειδή με βάση τη σχετικά μικρή μου εμπειρία, θεωρώ πως η αίσθηση που αφήνουν, αλλά και η τεχνική που χρειάζονται δεν απέχουν πολύ από το ψηφιακό DJing. Τέλος, για τα «timestamped vinyls», θεωρώ πως είναι μια καλή λύση, που συμβιβάζει τις πατροπαράδοτες μεθόδους με την τεχνολογική εξέλιξη. 


Αλλά, τελικά ποιόν μπορούμε να θεωρήσουμε έναν πραγματικά καλό DJ; Πιστεύω πως η αξία του έγκειται στην επαφή που έχει με το κοινό του, κατά πόσο μπορεί να το ψυχαγωγήσει με ουσία και ποιότητα· να το κάνει να χορέψει ξέφρενα, να οδηγήσει την προσοχή του στη μουσική, ακόμα και να συνοδέψει ωραίες, ξεκούραστες στιγμές του. Οι DJs που έχουν μείνει στην ιστορία είναι αυτοί που προσέφεραν στους ακροατές τους εμπειρίες έντονες και ξεχωριστές, μια ψυχαγωγία τόσο δυνατή που θα θυμούνται για όλη τους τη ζωή. Βέβαια, για να επιτευχθεί ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο και μουσικές γνώσεις χρειάζονται και βέβαια η καλή τεχνική είναι σχεδόν απαραίτητη.


Ωστόσο, όσο αναφορά την τεχνική, πιστεύω πως ένας πολύ αξιόλογος επιλογέας (selector) μουσικής, ακόμα και αν αλλάζει τα κομμάτια χωρίς καμία μίξη, μπορεί να πετύχει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, οπωσδήποτε αξίζουν τον θαυμασμό μας οι «βιρτουόζοι» DJs, οι οποίοι επιδίδονται σε τεχνικές όπως το scratching και το ταυτόχρονο παίξιμο δύο δίσκων. Για να γίνω πιο σαφής, σε αυτό εδώ το παλιό βίντεο μπορείτε να θαυμάσετε την ιδιοφυία που ακούει στο όνομα Grandmaster Flash κι έπειτα ας αφεθείτε στο ψυχεδελικό και ιδιαίτερο live mix του DJ Harvey, στο οποίο εναλλάσσει τα κομμάτια αμιξάριστα. 



Συμπερασματικά, για την αξιολόγηση ενός DJ προκρίνονται ως αναγκαία δύο στοιχεία. Πρώτα, να έχει αντίληψη του κοινού, να παρατηρεί τις κινήσεις και το βλέμμα των ανθρώπων τους οποίους έχει κληθεί να διασκεδάσει, να διαθέτει φαντασία και ενσυναίσθηση, ώστε να κατανοήσει τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, χωρίς βέβαια να ξεπέσει σε ένα αγοραίο γούστο. Το δεύτερο στοιχείο είναι  ακριβώς η καλλιέργεια ενός εκλεκτικού γούστου, το οποίο αποτελεί απότοκο μια βαθιάς και ουσιαστικής σχέσης με τη μουσική. Ο DJ θα πρέπει να γίνει μουσικός παιδαγωγός του κοινού του, να το φέρνει σε επαφή με φρέσκα ακούσματα, να ανασύρει από το παρελθόν κομμάτια λησμονημένα αλλά αξιόλογα, να συνδυάζει με τρόπο απρόοπτο, ευρηματικό και ειρωνικό το underground με το mainstream· όχι μόνο να ευχαριστεί τα αυτιά των ακροατών του, αλλά να κάνει πιο βαθιά  και ουσιαστική τη σχέση τους με τη μουσική. Πιο απλά, να συμβάλει στην καλλιέργεια ενός  πιο εκλεκτικού γούστου όσων τον ακούνε. 

Αλλά δυστυχώς μια τέτοια βούληση και νοοτροπία, που θα χαρακτηρίζαμε λίγο πιο φιλοσοφημένες και καλλιτεχνικές στις μέρες μας, τουλάχιστον στην Ελλάδα, σπάνια επικρατούν. Αντίθετα, πολλοί και ποικίλοι παράγοντες επιβάλλουν ένα διαφορετικό κλίμα. Ένα πρώτο μερίδιο ευθύνης έχουν οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών, πολλοί από τους οποίος όχι μόνο έχουν ελάχιστη σχέση με τη μουσική, αλλά χειραγωγούν και λογοκρίνουν τον DJ. Συχνά η πιεστική συμπεριφορά τους συνοδεύεται από μια πολύ μικρή αμοιβή. Παράλληλα, πολλές φορές οι χώροι στου οποίους καλείται ένας DJ να παίξει δεν διακρίνονται από καλό επίπεδο όσο αναφορά το ηχητικό σύστημα και την ακουστική.  Προφανώς δεν υποστηρίζω πως όλοι οι ιδιοκτήτες έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, ούτε πως όλοι οι χώροι των μαγαζιών είναι ακατάλληλοι. Υπάρχουν ιδιοκτήτες που αφήνουν τον DJ ελεύθερο να παρουσιάσει τη δουλειά του, ακόμα περισσότερο προωθούν αυτή την ελευθερία, αλλά και χώροι ποιοτικοί και προσεγμένοι από κάθε άποψη, αλλά δυστυχώς αυτές οι καταστάσεις δεν είναι ο κανόνας. 


Εξίσου μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την πτώση της ποιότητας του DJing έχουν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της όλης ιστορίας. Πολύ συχνά, στη λογική μιας ισοπεδωτικής κερδοσκοπίας, ο DJ μεταμορφώνεται σε μια περσόνα, μια φιγούρα της νυχτερινής ζωής της πόλης, που προωθεί περισσότερο τις δημόσιες σχέσεις και ένα μοδάτο στιλ, παρά την κατεξοχήν δουλειά του, που δεν είναι άλλη από το να παίζει μουσική. Την ίδια στιγμή, οι ευκαιριακοί DJs αυξάνονται ολοένα, καθώς ο καθένας μπορεί να έχει φορτωμένο στο laptop του ένα πρόγραμμα μιξαρίσματος, μερικές χιλιάδες mp3s και αν διαθέσει και λίγα χρήματα, ένα ωραιότατο  controller. Φυσικά, δεν ανήκω στους υποστηρικτές του άλλου άκρου, οι οποίοι θεωρούν πως μόνο οι παλιοί DJs, με εμπειρία ακόμα και ιστορία, έχουν και το δικαίωμα να ασχολούνται . Είναι αναμφίβολα πιο σημαντικό νέοι άνθρωποι να ριχτούν στον αγώνα, μονάχα έτσι θα προκύψουν και τα μεγάλα ταλέντα του σήμερα και του αύριο. Αλλά όσοι μπαίνουν στον χώρο χωρίς πάθος, ειλικρίνεια και επιμονή, ας παραμερίσουν. 


Τέλος, σε όλη αυτή την αρνητική κατάσταση συνδράμουν και οι δέκτες, δηλαδή το κοινό. Έχω σχηματίσει την εντύπωση πως στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, το επίπεδο των φίλων της μουσικής, ειδικά όσων αρέσκονται σε μια DJ κουλτούρα, έχει κάπως πέσει. Από τη μία έχουμε την κυριαρχία ενός γούστου ρηχού και ξεπερασμένου, αποτέλεσμα της κενής μόδας και του μιμητισμού, μια έλλειψη αισθητικής που εμποδίζει την άνθιση της καλής μουσικής. Κάποιοι θα σχολίαζαν πως αυτή η ατμόσφαιρα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, επικρατεί σε πιο μικρές πόλεις, αλλά παρατηρώντας εικόνες και καταστάσεις , συμπεραίνω πως υπάρχει και μάλιστα κατά κόρον τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Από την άλλη, διακρίνω μια υπερβολική τάση για έναν δήθεν προοδευτισμό, ένα δήθεν προχωρημένο γούστο, ντύσιμο, στυλ και συμπεριφορά, που έχει τις ρίζες του στην ανούσια ξενομανία του διαδικτύου. Συγκρίνοντας, λοιπόν, αυτές τις δύο φαινομενικά αντίπαλες νοοτροπίες, βλέπω πως ο «κάγκουρας» και ο «hipster» βρίσκονται πιο κοντά απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς… 


Επόμενο λοιπόν είναι πολλές φορές να προβάλλονται ανάξιοι DJs, ενώ κάποιοι άλλοι που είναι πραγματικά αξιόλογοι, να συναντούν μεγάλες δυσκολίες. Σίγουρα μια βαθύτερη αιτία για αυτό αποτελεί  η ίδια η κουλτούρα του DJing και της χορευτικής μουσικής, κουλτούρα η οποία τουλάχιστον στη χώρα μας συνοδεύεται από θεμελιώδη προβλήματα. Επίσης σε αυτή την απαξίωση του DJing συντελεί και η οικονομική κρίση, που έχει τραυματίσει βαριά τον πολιτισμό, την τέχνη και τη μουσική. Όμως, η οικονομική κρίση μπορεί να σταθεί η αφορμή να προσεγγίσουμε με ένα πιο ειλικρινή, πιο δυναμικό και εν τέλει ριζοσπαστικό τρόπο πολλά ζητήματα, ανάμεσα σε αυτά και το συγκεκριμένο.
 

Όσο για τον DJ, νομίζω πως δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψει την αγάπη του για τη μουσική, να παραμείνει ανήσυχος και να διαπλάθει την τέχνη του με μεράκι, θετικότητα, εργατικότητα και φαντασία.

εικόνα τίτλου: Sharon Hodgson, Subrosa DJ

16/10/14

guest 14/ Giannis Tzontzos: Music Takes You [mix]


Που μπορεί να σε πάει η μουσική; Μια απάντηση προτείνει ο Γιάννης Τζόντζος με το mix Music Takes You που επιμελήθηκε εξ’ ολοκλήρου με βινύλια. Ένα απρόσμενο ταξίδι που ξεκινά στη σκιά μιας παραθαλάσσιας φοινικιάς, συνεχίζει στο μεταμεσονύκτιο dancefloor μιας ψυχεδελικής disco και καταλήγει στην άκρη του διαστήματος…

Balearic ατμόσφαιρα, funky ρυθμός και υπερβατική kraut electronica σε ένα από τα καλύτερα guests για το blog Music On Air.


          
tracklist                                                                                                       download
01. Captain Sunshine & The Valley People - Enter The Valley
02. Max Essa - Destination You
03. Roisin Murphy - Ancora Ancora Ancora (Severino & Nico De Ceglia Remix)  
04. Georg Levin - Runaway (Long Version)
05. Steve Mason - Come To Me (Greg Wilson & Derek Kaye Remix)
06. Bohannon - unknown edit
07. Idjut Boys – Music Take You (Mangiami Edits 003)
08. Blase – Breathing Made Easy 
09. Project E – Miramola 
10. Sombrero Galaxy – Journey To The Centre Of The Sun
11.  Montezumas Rache – Wu Du Wu
12.  Carbon Chic – Deep Affection
13.  New York Endless - A Consultant's Agreement

9/10/14

Πέρα από τον χορό

Τρεις αναφορές σε καλλιτέχνες που διεύρυναν τα όρια
της χορευτικής μουσικής
  
Το 1972 ο Timothy Leary συνεργάστηκε με τους Ash Ra Tempel, το γκρουπ του κιθαρίστα  Manuel Göttsching, στο άλμπουμ Seven Up. Στην πρώτη από τις δύο μεγάλες συνθέσεις του άλμπουμ, με τίτλο Space, η μπάντα ή καλύτερα κολλεκτίβα, μέσα στο ψυχεδελικό της trip, εντάσσει στοιχεία αρχικά από blues και στη συνέχεια από rock n roll. Έτσι, συνδυάζοντας τον θαυμασμό με τον σαρκασμό και την υπέρβαση, οι Ash Ra Tempel παρουσιάζουν τη δική τους εκδοχή για την πιο δημοφιλή κατεύθυνση της χορευτικής μουσικής στα 50s και στα 60s.


Την ίδια περίπου περίοδο με την κυκλοφορία του Seven Up, ο DJ David Mancuso ξεκινούσε τα θρυλικά του Loft Parties, επηρεασμένος από τις διδαχές του Timothy Leary, του οποίου είχε υπάρξει μαθητής και οπαδός. Ο Mancuso ονόμαζε αυτές τις ιδιαίτερες μαζώξεις που ξεκίνησαν από το διαμέρισμα του στη Νέα Υόρκη κι έπειτα επηρέασαν καθοριστικά τη disco κι ολόκληρη τη χορευτική μουσική,  Love Saves The Day, παίζοντας ένα παιχνίδι ανάλογο με εκείνο των Beatles στον τίτλο του Lucy In The Sky With Diamonds...

Η άποψή του για τον χορευτικο ήχο είναι ακόμα και για τα  σημερινά δεδομένα πρωτοποριακή, αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως αργά τη νύχτα, μπορεί να παίξει έναν δίσκο σαν αυτόν:


Το 2006, ο Manuel Göttsching συνάντησε  τον σημαντικό house παραγωγό Joaquin Joe Claussell. Οι δυο καλλιτέχνες σε ένα EP παρουσίασαν διασκευές τριών συνθέσεων των Ashra, της μπάντας δηλαδή που διαδέχτηκε τους Ash Ra Tempel. Η εναρκτήρια διασκευή στο Deep Distance του '76, η οποία τιτλοφορείται Deeper Distance και κρατάει πάνω από είκοσι λεπτά, θαρρείς και συνοψίζει τα οράματα ανθρώπων που με τις εμπνεύσεις του άνοιξαν τους ορίζοντες της χορευτικής μουσικής.


Πηγή εικόνας

5/10/14

Quixotic dancing

Ένα μουσικό mix που έγινε αυθόρμητα, με επιλογές από funk, electronica και disco, οι οποίες  παίζουν συχνότατα στα DJ sets μου.  Οι αυστηροί κανόνες του beatmatching και της τέλειας μίξης δεν ακολουθούνται πάντα, περισσότερο κυριαρχεί μια δονκιχωτική φαντασίωση για ξέφρενες νύχτες χορού…

Ένα δώρο για τους αναγνώστες του blog και τους ακροατές της ραδιοφωνικής μου εκπομπής:

 

LISTEN


Η εικόνα του Δον Κιχώτη είναι του Svetlin Vassilev, εικονογράφου από τη Βουλγαρία που ζει στην Ελλάδα. Περισσότερες εικόνες από την εικονογράφηση του για μια παιδική διασκευή του κλασικού αριστουργήματος του Θερβάντες  εδώ.