Soundtrack για μια εξωτική περιπέτεια
Οι Tuatara αποτελούν μία από τις μπάντες-διαμάντια της underground σκηνής των Ηνωμένων Πολιτειών. Δημιουργήθηκαν το 1994 στο Seattle, αρχικά ως project αποτελούμενο από μέλη ροκ συγκροτημάτων, με πιο επιφανή τον βασικό κιθαρίστα των R.E.M., Peter Buck και τον drummer των Screaming Trees, Barrett Martin. Από την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους Breaking The Ethers το ’97 ως και σήμερα έχουν χαράξει μια πορεία γεμάτη απρόσμενες στροφές και μεταμορφώσεις. Ενώ στα τρία πρώτα άλμπουμ παρουσίασαν ένα χαρμάνι από afro, latin, jazz και funk, στην τέταρτή τους δισκογραφική δουλειά, The Loading Program του 2003 συνεργάστηκαν με DJs, που ρεμίξαραν παλιότερες τους συνθέσεις. Ενώ, στα επόμενα δύο άλμπουμ τους, East Of The Sun και West Of The Moon, για πρώτη φορά άφησαν το καθαρά ορχηστρικό χαρακτήρα της μουσικής τους για χάρη εξομολογητικών folk τραγουδιών βασισμένων στην παράδοση των Η.Π.Α.
World μουσική, jazz, electronica, americana: οι Tuatara έχοντας καταπιαστεί επιτυχώς με ένα εύρος ειδών και στιλ, καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα δόντια της μουσικής βιομηχανίας και να παραμείνουν μια παρέα ευφάνταστων μουσικών, που ελίσσεται (να σημειώσουμε πως Tuatara είναι ένα είδος ερπετού), πειραματίζεται, απλούστατα κάνει το κέφι της. Στο τελευταίο τους άλμπουμ , που τιτλοφορείται Underworld, ο υπόγειος και μυστήριος κόσμος της παρέας των Tuatara έχει εμπλουτιστεί με μουσικούς διόλου τυχαίους: τον μπασίστα των Gnarls Barkley Cedric LeMoyne, αλλά και τον Mike McGready, βασικό κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος των Pearl Jam.
Όσο αφορά το μουσικό ύφος του νέου άλμπουμ, η μπάντα από το Seattle επιστρέφει στο στιλ των πρώτων της κυκλοφοριών, κάτι που ο ενημερωμένος ακροατής ψυλλιάζεται ακούγοντας τα πρώτα δευτερόλεπτα του εισαγωγικού Calling The Spirits, το οποίο ξεκινά σχεδόν πανομοιότυπα με το εναρκτήριο κομμάτι του ντεμπούτου του 1997.
Πιο συγκεκριμένα, στο Underworld, οι Tuatara μέσα από είκοσι περιεκτικές συνθέσεις με μέσο όρο διάρκειας τα τρία λεπτά ξεδιπλώνουν ένα εκλεκτικό μίγμα από ποικίλα είδη με διαφορετικές πολιτισμικές και ψυχολογικές συνδηλώσεις. Κυρίαρχο στοιχείο η αφρικάνικη μουσική, που κάποιες φορές ανοίγεται στην αιθιοπική τζαζ του Mulatu Astatke (The Spider Pimp), ενώ κάποιες άλλες στο νιγηριανό afrobeat του Fela Kuti (Gremlin Chaingang). Από την άλλη έχουμε πιο jazzy κομμάτια, που συνδυάζουν το be bop και το funk με μια νουάρ αισθητική (Streetwalkin) ή ακόμα και λυρικές συνθέσεις καθαρά κινηματογραφικής μουσικής (Enchantment), χωρίς να λείπουν τα ανοίγματα στο blues (At The Crossroads), στο latin (El Brujo), ακόμα και σε ανατολίτικες κλίμακες (Bass Beat Blues).
Ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των φαινομενικά αντιφατικών περιπλανήσεων είναι η κινηματογραφική ατμόσφαιρα, λες και η μπάντα από κομμάτι σε κομμάτι περιφέρει τον πρωταγωνιστή ενός περιπετειώδους φιλμ σε διάφορα μέρη του κόσμου: από τις άγριες και σκοτεινές αφρικάνικες ζούγκλες στα όχι λιγότερο άγρια και κακόφημα σοκάκια των αχανών μεγαλουπόλεων. Κι όπως οι σκηνές μιας πραγματικά σπουδαίας ταινίας παίζουν με τα συναισθήματα του θεατή, έτσι και τα μουσικά επεισόδια του Underworld, αν και καθαρά ορχηστρικά, ρίχνουν τον ακροατή από τον εξωτισμό στον μυστικισμό και από το χιούμορ στη συγκίνηση.
Παράλληλα με την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα ή καλύτερα, συμπληρωματικά με αυτά, οι συνθέσεις περιέχουν υπέροχες μελωδίες, προσεγμένες ενορχηστρώσεις, που αποτελούνται από κιθάρες, πνευστά (σε πρώτο ρόλο το σαξόφωνο του τρελού αυτοσχεδιαστή Skerik) και πολλά κρουστά, αλλά και ένα υψηλό επίπεδο τεχνικής. Με αυτά τα πλεονεκτήματα, οι Tuatara καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον πιο πιθανό σκόπελο που ελλοχεύει σε ένα άλμπουμ όπως το τελευταίο τους: να χαθεί μέσα στην πληθωρικότητα των ειδών και των επιρροών η ταυτότητα του προσωπικού τους ήχου. Αντίθετα, το συγκρότημα διαφυλάσσει το ιδιαίτερο ύφος του, το οποίο άλλωστε καλλιεργεί εδώ και είκοσι χρόνια.
Αλλά, το κατά τ’ άλλα σφιχτοδεμένο και αυτοτελές άλμπουμ που παρουσιάζουν οι Αμερικάνοι έχει δύο μειονεκτήματα. Πρώτον, μπορεί μεν οι πολλές και μικρές σε διάρκεια συνθέσεις να προσδίδουν κάτι το φρέσκο και το απρόσμενο, αλλά ως ένα βαθμό διασπάνε τη συνεκτικότητα της όλης κυκλοφορίας και, όσο προχωρά το άλμπουμ, πιθανόν να κουράσουν κάπως τον ακροατή. Έπειτα, σε αυτή την άποψη που προβάλλει το γκρουπ, η οποία είναι τόσο underground όσο και κινηματογραφική, ίσως θα ταίριαζε μια παραγωγή λιγότερο «γυαλισμένη», κάπως πιο θολή, σκοτεινή, ακόμη και lo-fi.
Βέβαια, η τελική εντύπωση που αφήνει το Underworld είναι αδιαμφισβήτητα θετική. Οι Tuatara στο έβδομο άλμπουμ τους ακούγονται φρέσκοι, κεφάτοι και εμπνευσμένοι, προσφέροντας μουσική που σε κάνει να χορέψεις, να ταξιδέψεις, να δραπετεύσεις και να σκεφτείς.
βαθμός: 8/10
Η παραπάνω δισκοκριτική αρχικά παρουσιάστηκε στην ιστοσελίδα Progrocks.gr, παρέα με μια ακόμη γνώμη για το άλμπουμ από τον Δημήτρη Αναστασιάδη, που αξίζει να διαβάσετε.