30/3/15

Steven Wilson - Hand.Cannot.Erase (2015, KScope)

Κριτική παρουσίαση του νέου άλμπουμ του Steven Wilson, η οποία αρχικά αναρτήθηκε στο Progrocks.gr. Η εισαγωγή είναι γραμμένη από μένα και από τον Αλέξανδρο Τοπιντζή, που επίσης εκφράζει μια δεύτερη γνώμη για το άλμπουμ, την οποία αξίζει να διαβάσετε.


Πάνω από είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τις αρχές των 90s, την περίοδο δηλαδή που ένας εσωστρεφής και υπερβολικά μακρυμάλλης neo-hippie ονόματι Steven Wilson άρχισε να γίνεται γνωστός στους underground κύκλους των φίλων της μουσικής, τόσο με την εκλεκτική pop των No Man, όσο και με το αινιγματικό προσωπικό project των Porcupine Tree. Από τότε, ο κ. Wilson έχει ωριμάσει καλλιτεχνικά, έχοντας καθιερωθεί ως ο καθολικά αποδεκτός μπροστάρης της ανάκαμψης του progressive rock ιδιώματος στον 21ο αι. Στο τελευταίο του προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο Hand.Cannot.Erase για ακόμα μία φορά παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τη rock μουσική εν γένει.

Όταν έχεις φτάσει να αποκαλείσαι ως ο βασικός πρωταγωνιστής του σύγχρονου progressive rock ήχου, σίγουρα έχεις πάρει σωστές αποφάσεις για την καριέρα σου, πέρα από το ομολογουμένως αστείρευτο ταλέντο που διαθέτεις. Λέγεσαι Steven Wilson και εκ του αποτελέσματος, μια από αυτές ήταν με βεβαιότητα το πάγωμα των Porcupine Tree και η ενασχόληση με τα προσωπικά projects, τις μίξεις κλασικών αριστουργημάτων των 70s μακριά από τις γνωστές υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που απαιτεί η ζωή σε ένα γκρουπ. Αν αποδεχτούμε ότι η φήμη που ακολουθεί τα solo albums γενικότερα δεν είναι και η καλύτερη, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η απόφαση του Wilson να δισκογραφήσει σε πλήρη αυτονομία ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη. Όταν μάλιστα κυκλοφόρησε ένα από τα σημαντικότερα prog albums της εικοσαετίας και βάλε (The Raven That Refused to Sing and Other Stories), είναι αυτονόητο ότι έχει ακουμπήσει την κορυφή. Όμως ποιο είναι το επόμενο βήμα του; Και τώρα που το έκανε, πώς αποτιμάται;


 Η δίσημη καλλιτεχνική ωρίμανση του Steven Wilson

 

Το Hand.Cannot.Erase αποτελεί την αισίως τέταρτη καθαρά προσωπική δουλειά του πολυπράγμονος κύριου Steven Wilson, μια δουλειά που επιβεβαιώνει την καλλιτεχνική ωριμότητα την οποία έχει κατορθώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών.  Έχουμε να κάνουμε με ένα φιλόδοξο concept άλμπουμ, το οποίο βασίζεται στα αληθινά γεγονότα της ζωής και του θανάτου της Βρετανίδας Joyce Vincent. Η Vincent, κάτοικος Λονδίνου, σταδιακά απομονώθηκε σε τέτοιο βαθμό από τους συνανθρώπους της, ώστε κανείς δεν κατάλαβε πως τον Δεκέμβρη του 2003 πέθανε στο διαμέρισμά της, με αποτέλεσμα το πτώμα της να βρεθεί τρία ολόκληρα χρόνια μετά. Και το πιο λυπηρό, γύρω της παρέμεναν απακετάριστα χριστουγεννιάτικα δώρα… Βασισμένος σε αυτό το υλικό, ο Wilson πλάθει μια φανταστική ηρωίδα με παρόμοια πορεία ζωής με αυτή της Vincent, η οποία ονομάζεται «H». Στη διάρκεια του άλμπουμ, παρακολουθούμε τη ζωή της, που τελειώνει μέσα στην απομόνωση, αλλά και σε μια, όπως θα δούμε, αμφιλεγόμενη λησμονιά.

Πάνω σε αυτό τον θεματικό καμβά, ο Βρετανός καλλιτέχνης ξεδιπλώνει το πλέον αναγνωρίσιμο μουσικό του ύφος, το οποίο σφραγίζεται από μία δημιουργική και δεξιοτεχνική αξιοποίηση ποικίλων στοιχείων του progressive rock ιδιώματος, κυρίως της χρυσής περιόδου 1967-1977. Ένας χαρακτηριστικός συνδυασμός της εγκεφαλικότητας με τη μελωδικότητα κυριαρχεί, συνεπώς δεν έχει τόσο νόημα να προσπαθούμε να εντοπίσουμε συγκεκριμένες επιρροές. Ωστόσο, ενδίδουμε στον πειρασμό να αναγνωρίσουμε τη σφραγίδα των πολύχρωμων synths των Yes στο εναρκτήριο 3 Years Older ή του οξέος, πειραματικού ήχου των King Crimson στο Home Invasion. Επίσης, ο Wilson, συνεχίζοντας τη νοοτροπία του προηγούμενού του άλμπουμ The Raven That Refused To Sing And Other Stories, αφήνει τους κορυφαίους μουσικούς της μπάντας του ελεύθερους να αυτοσχεδιάσουν, δομώντας έναν ήχο πληθωρικό και ενδιαφέροντα. Το ορχηστρικό Regret #9 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής.  Αυτή η γνήσια progressive rock προσέγγιση σφραγίζει και την παραγωγή του άλμπουμ. Ο ήχος είναι κατά βάση αναλογικός, σχεδόν ρετρό, θυμίζοντας ξανά το Raven…, αλλά και ως ένα βαθμό το Lightbulb Sun των Porcupine Tree.



Αλλά, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του καλλιτεχνικού ύφους του Steven Wilson έγκειται και σε επιδράσεις από ποικίλα μουσικά στιλ. Έτσι, το Perfect Life αποτελεί το τιμητικό του αφιέρωμα στον ambient και ethereal ήχο συγκροτημάτων όπως οι This Mortal Coil και δισκογραφικών, όπως η 4AD. Άλλωστε και κατά τη λυρική απαγγελία της H,  η οποία κυριαρχεί στο κομμάτι, γίνεται ρητή αναφορά σε τέτοιους καλλιτέχνες. Στο τραγούδι Routine κυριαρχεί η θεατρικότητα, με τους τραγουδιστικούς διαλόγους του ίδιου του αφηγητή της ιστορίας Steven Wilson και της ηρωίδας, που ενσαρκώνει η Ισραηλινή τραγουδίστρια Ninet Tayeb,  να φέρνουν ένα στοιχείο ροκ όπερας, πολύ ταιριαστό στην ψυχολογική σκιαγράφηση της πρωταγωνίστριας. Τέλος στο επικό Ancestral, ένα στοιχειωμένο trip hop beat συναντά ακόμα πιο σκοτεινά metal riffs. 

Αυτό το πετυχημένο κράμα των πολυσυλλεκτικών επιρροών εξυπηρετεί το concept του άλμπουμ, που δεν είναι άλλο από το βύθισμα στον εύθραυστο ψυχολογικό κόσμο της H. Ο ακροατής παρακολουθεί το μόνιμο αίσθημα μοναξιάς που στοιχειώνει την ηρωίδα σταδιακά να μετατρέπεται σε μια πνιγηρή απομόνωση από τον έξω κόσμο, κάτι που την οδηγεί σε ένα απελπισμένο, σιωπηλό τέλος. Παράλληλα, προβάλλεται ένας ευρύτερος προβληματισμός για τα αδιέξοδα της μοντέρνας εποχής, όπως η ζωή στις μεγαλουπόλεις, οι επιφανειακές ερωτικές σχέσεις και ο αποξενωτικός ρόλος του διαδικτύου.



Αναμφίβολα, λοιπόν, ο Steven Wilson στο Hand.Cannot.Erase παρουσιάζει ένα μουσικό έργο υψηλής αισθητικής, με αναφορές τόσο στο καλλιτεχνικό, όσο και στο κοινωνικό γίγνεσθαι του καιρού του. Αλλά, αυτή ακριβώς η εικόνα της ωριμότητας παρουσιάζει κάποιες ραγισματιές. Πρώτα απ’ όλα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, το άλμπουμ έχει μεγάλη διάρκεια και προς το τέλος γίνεται κουραστικό. Συγκεκριμένα, στο Ancestral αυτή η αρχικά εύστοχη σύζευξη ανάμεσα στην electronica και το metal, τελικά διακρίνεται από κάποια υπερβολή, θα έλεγα ως και φλυαρία. Ακόμα περισσότερο, η μπαλάντα Happy Returns, που λειτουργεί ως ο επίλογος της ιστορίας της H, αποτελεί το πιο αδύναμο σημείο του άλμπουμ. Μπορεί μεν, η ιδέα του «ανοιχτού» αινιγματώδους τέλους, στο πλαίσιο του οποίου η ηρωίδα επιστρέφει ως ένα υπερβατικό πλάσμα ή απλά ως μια ανάμνηση, να έχει ενδιαφέρον, αλλά από την πραγμάτωση αυτή της ιδέας λείπει ο βαθιά εξομολογητικός τόνος αντίστοιχων τραγουδιών του Wilson, όπως το Fadeaway ή το In Formaldehyde, που προκαλούν ατόφια συγκίνηση.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως στο Hand.Cannot.Erase, o Steven Wilson ως ένα βαθμό πέφτει στην παγίδα της καλλιτεχνικής ωρίμανσης: ολοκληρώνει μα και εκμεταλλεύεται ιδέες και μοτίβα που έχει ήδη αρκετές φορές παρουσιάσει στη μακρά του δισκογραφία, τόσο μέσα από τους Porcupine Tree, όσο και με τα πολλά project του. Πλέον εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως ένας δημιουργός με κοινωνικές και υπαρξιακές ανησυχίες, παρά ως ένας εσωστρεφής, μα ρηξικέλευθος καλλιτέχνης, ο οποίος είναι διατεθειμένος να δώσει έναν απογυμνωτικά προσωπικό χαρακτήρα στη μουσική του.

Βαθμός: 8 / 10


Μπορείτε να βρείτε την αντίστοιχη ανάρτηση στο Progrocks.gr, εδώ.
Το σκίτσο του Steven Wilson προέρχεται από αυτή την κυκλοφορία.

28/3/15

Spur - Nowhereland (2015, Antime) [english review]

During 2011, in one of the indisputable centers, not only of contemporary electronica, but of music in general, Berlin, some friends, led by Martin Sheer, created the record label Antime. But, more than a simple label, Antime is a gathering of artists who, in one hand have a common goal, to create truly progressive and modern music, and in the other, are inspired by the same ideas, to engage with their art without the commercial entrenchments of the mainstream. Firstly I came in touch with Antime via their first collection, Antime 01, which is still available as a free download. Of course I suggest seizing the opportunity to listen to this gem

From 2011 until today, more than ten albums have been released in Antime, made by artists that mainly come from the world of experimental dance electronic music. But, the label has also become a home for a few interesting creators in the styles of trip hop, electropop, post rock, even progressive rock. One of the most notable and fresh Antime’s releases is André Wittmann’s debut, who is better known by his artistic nickname, Spur. Wittmann firstly appeared as drummer of the band pandoras.box, led by Martin Sheer. His playing style is influenced both by rock and jazz music. In his first solo album, called Nowhereland and released in March 2015, Spur, without abandoning his drum set, creates advanced techno music.


   
In this case, we use the term "techno", not for dance electronica that ends up predicted and boring, but in order to define this whole challenge of combining music and technology. Indeed, the fundamental mentality in Nowhereland is the search for a unique and uncompromising sound. The structure of most compositions is characterized by acuity, also a strong influence of the free jazz rhythmology is evident, an element which reminds us that Wittmann is basically a drummer. In fact, orchestration is often enriched by well-played drums and other percussion. 

All these jazz references are integrated in an electronic context, which frequently brings to mind a trippier version of Bonobo’s music, for example in the track Clockwork. But, more than downtempo electronica, Spur seems to be related with Moderat’s melodic experimentation, as we can discern in Miracles.  At the same time, the samples are “cut and sewn” in the mindset of instrumental hip hop and particularly in the song Flavoured Green they are beautifully entangled with the ethereal female vocals of Lucie De Lay.


However, Spur’s first complete recording, to some extent, lacks consistency.  Wittmann organizes his compositions based mainly on improvisation and he tries to establish an eclectic and personal style.  While the solutions that he proposes for  his complex electro-jazz equations are very interesting, sometimes he gets lost in a maze of aimless digital details and noises, as in the track All These Things. After proving that he has creatively assimilated the essence of jazz, why doesn’t he adopt, for example, a nice wind instrument or an analog piano?


But the factor that adds an unquestionable value to Spur’s music is a deep emotion, a mood of melancholy, which does not slide into depression. Here, the influence of Thom Yorke’s rich and multifarious activity is apparent, either via Radiohead, or as a solo artist, or as a guest vocalist in Modeselektor’s albums. A characteristic example is the homonymous track Nowhereland, the only composition of the album with lyrics, which are sung by Martin Sheer. Eventually, Spur becomes familiar with this loneliness, which finally transforms into a liberating feeling, full of creativity. Thereby, in the stunning track called Dancing At A Corner, we vividly imagine a lonely dancer loses his/herself in this combination of melancholy and experimentation, of jazz polyrhythm and techno futurism. 



In conclusion, Nowhereland is a very interesting debut, a real listening adventure. Many fresh ideas are exposed, some of them are excellent, but a sense of fullness is still missing. I am sure that Wittman’s next personal release will be a step towards artistic integration and maturity.

Merci à Nicolette, pour son aide à la traduction de cette présentation. :-)

16/3/15

Spur - Nowhereland (2015, Antime)

Σε ένα από τα αδιαμφισβήτητα σύγχρονα κέντρα της ηλεκτρονικής και όχι μόνο μουσικής, στο Βερολίνο, το 2011 μία παρέα με μπροστάρη τον Martin Sheer συγκρότησε τη δισκογραφική εταιρία Antime.  Βέβαια, στην ουσία η Antime είναι μια ομάδα καλλιτεχνών, οι οποίοι όχι μόνο έχουν ένα κοινό στόχο, να δημιουργήσουν πραγματικά προοδευτική και μοντέρνα μουσική, αλλά και εμπνέονται από τις ίδιες ιδέες, δηλαδή να καταπιαστούν με την τέχνη τους χωρίς τις εμπορικές δεσμεύσεις του mainstream. Η αρχική μου επαφή με την Antime έγινε με την πρώτη της κυκλοφορία, τη συλλογή Antime V01, η οποία ακόμα είναι διαθέσιμη για free downloading. Προφανώς προτείνω να αδράξετε της ευκαιρίας…

Από το 2011 ως σήμερα, στην Antime έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δέκα άλμπουμ καλλιτεχνών οι οποίοι κυρίως προέρχονται από τον χώρο της electronica, πιο συγκεκριμένα από την πειραματική και εναλλακτική dance electronica, χωρίς βέβαια να λείπουν και δουλειές σε ύφος trip hop, electropop, post rock, ακόμα και progressive rock. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και φρέσκες κυκλοφορίες της αποτελεί το πρώτο άλμπουμ του André Wittmann, ο οποίος χρησιμοποιεί το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Spur. Ο Wittmann πρωτοεμφανίστηκε ως drummer της μπάντας pandoras.box, με επικεφαλής τον Martin Sheer, παρουσιάζοντας ένα παίξιμο ωραία μοιρασμένο ανάμεσα στη τζαζ και τη ροκ. Στο πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, που τιτλοφορείται Nowhereland και κυκλοφόρησε τον Μάρτη του 2015, o Spur χωρίς να εγκαταλείπει τα κρουστά του, στρέφεται σε έναν προχωρημένο techno ήχο.





Στη συγκεκριμένη περίπτωση, χρησιμοποιούμε τον όρο "techno", όχι για την προβλεπόμενη χορευτική electronica του σωρού, αλλά προκειμένου να καθορίσουμε όλη αυτή την πρόκληση που εμπεριέχει η μουσική δημιουργία με τεχνολογικά μέσα. Πράγματι, στο Nowhereland δεσπόζει η αναζήτηση για ένα ήχο ιδιαίτερο και ασυμβίβαστο. Η όλη δομή των συνθέσεων χαρακτηρίζεται από εγκεφαλικότητα, με πολλές επιρροές από τη free jazz ρυθμολογία, που μας θυμίζουν πως ο Wittmann είναι κατά βάση drummer. Μάλιστα, συχνά η ενορχήστρωση εμπλουτίζεται από καλοπαιγμένα drums και άλλα κρουστά.  

Αυτές οι τζαζ αναφορές εντάσσονται σε ένα περιβάλλον ηλεκτρονικό, που συχνά φέρνει στο νου μια πιο τριπαρισμένη εκδοχή της μουσικής του Bonobo, όπως για παράδειγμα στο κομμάτι Clockwork. Πιο εύστοχη θα ήταν η αναλογία της προσέγγισης του Spur με τον μελωδικό πειραματισμό των Moderat, όπως μπορούμε να διακρίνουμε χαρακτηριστικά στο Miracles. Παράλληλα, τα samples κόβονται και ράβονται στη νοοτροπία του instrumental hip hop και στο τραγούδι Flavoured Green μπλέκονται υπέροχα με τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά της Lucie De Lay.

Ωστόσο αυτή η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική κατάθεση του Spur, ως ένα βαθμό υστερεί σε συνεκτικότητα. Ο Wittmann οργανώνει τη μουσική του, βασισμένος κατά κύριο λόγο στον αυτοσχεδιασμό και προσπαθεί να συγκροτήσει έναν ήχο εκλεκτικό και προσωπικό. Ενώ οι λύσεις που προτείνει στις πολύπλοκες electro-jazz εξισώσεις που ο ίδιος θέτει είναι πολύ ενδιαφέρουσες, κάποιες φορές χάνεται σε έναν λαβύρινθο από ψηφιακά μπλιμπλίκια, που δεν οδηγεί πουθενά, όπως στο κομμάτι All These Things. Αφού δείχνει να έχει αφομοιώσει δημιουργικά τα διδάγματα της τζαζ, γιατί να μην αξιοποιήσει, για παράδειγμα, ένα ωραίο πνευστό ή ένα αναλογικό πιάνο;


Αλλά, ο παράγοντας που τελικά προσδίδει ουσία στη  μουσική του Spur είναι ένας βαθύς συναισθηματισμός, μια διάθεση μελαγχολίας , η οποία όμως δεν γλιστρά στην κατάθλιψη. Εδώ, η επίδραση από την πολύπλευρη παρουσία του Thom Yorke είναι εμφανής, είτε μέσω των Radiohead, είτε στις προσωπικές του δουλειές, είτε προσφέροντας τα φωνητικά του στο ντουέτο των Modeselektor. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ομώνυμο Nowhereland , η μοναδική σύνθεση του άλμπουμ με στίχους, τους οποίους τραγουδά ο Martin Sheer. Τελικά, ο Spur φανερώνεται εξοικειωμένος με όλη αυτή την αίσθηση μοναξιάς, η οποία καταλήγει απελευθερωτική και γεμάτη δημιουργικότητα. Έτσι, στο εκπληκτικό Dancing At A Corner, φανταζόμαστε έναν μοναχικό χορευτή να αφήνεται σε αυτό τον συνδυασμό μελαγχολίας και πειραματισμού, τζαζ πολυρυθμίας και techno φουτουρισμού. 



Συμπερασματικά, το Nowhereland είναι ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ντεμπούτο, μια περιπέτεια ακρόασης.  Εκτίθενται πολλές φρέσκες ιδέες, κάποιες από αυτές εξαιρετικές, αλλά ακόμα λείπει μία αίσθηση πληρότητας. Είμαι σίγουρος πως η επόμενη προσωπική δουλειά του Wittmann θα αποτελέσει ένα βήμα προς την καλλιτεχνική ολοκλήρωση και ωριμότητα

14/3/15

Με τον τρόπο του L.H.


  

                                                                                                            Γ.Σ.


Η πρώτη εικόνα προέρχεται από αυτή εδώ τη σελίδα στο fb και η τρίτη αποτελεί στιγμιότυπο από την εμφάνιση των Pink Floyd στο club UFO.