Κριτική παρουσίαση του νέου άλμπουμ του Steven Wilson, η οποία αρχικά αναρτήθηκε στο Progrocks.gr. Η εισαγωγή είναι γραμμένη από μένα και από τον Αλέξανδρο Τοπιντζή, που επίσης εκφράζει μια δεύτερη γνώμη για το άλμπουμ, την οποία αξίζει να διαβάσετε.
Πάνω από είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τις αρχές των 90s, την περίοδο δηλαδή που ένας εσωστρεφής και υπερβολικά μακρυμάλλης neo-hippie ονόματι Steven Wilson άρχισε να γίνεται γνωστός στους underground κύκλους των φίλων της μουσικής, τόσο με την εκλεκτική pop των No Man, όσο και με το αινιγματικό προσωπικό project των Porcupine Tree. Από τότε, ο κ. Wilson έχει ωριμάσει καλλιτεχνικά, έχοντας καθιερωθεί ως ο καθολικά αποδεκτός μπροστάρης της ανάκαμψης του progressive rock ιδιώματος στον 21ο αι. Στο τελευταίο του προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο Hand.Cannot.Erase για ακόμα μία φορά παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τη rock μουσική εν γένει.
Όταν έχεις φτάσει να αποκαλείσαι ως ο βασικός πρωταγωνιστής του σύγχρονου progressive rock ήχου, σίγουρα έχεις πάρει σωστές αποφάσεις για την καριέρα σου, πέρα από το ομολογουμένως αστείρευτο ταλέντο που διαθέτεις. Λέγεσαι Steven Wilson και εκ του αποτελέσματος, μια από αυτές ήταν με βεβαιότητα το πάγωμα των Porcupine Tree και η ενασχόληση με τα προσωπικά projects, τις μίξεις κλασικών αριστουργημάτων των 70s μακριά από τις γνωστές υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που απαιτεί η ζωή σε ένα γκρουπ. Αν αποδεχτούμε ότι η φήμη που ακολουθεί τα solo albums γενικότερα δεν είναι και η καλύτερη, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η απόφαση του Wilson να δισκογραφήσει σε πλήρη αυτονομία ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη. Όταν μάλιστα κυκλοφόρησε ένα από τα σημαντικότερα prog albums της εικοσαετίας και βάλε (The Raven That Refused to Sing and Other Stories), είναι αυτονόητο ότι έχει ακουμπήσει την κορυφή. Όμως ποιο είναι το επόμενο βήμα του; Και τώρα που το έκανε, πώς αποτιμάται;
Το Hand.Cannot.Erase αποτελεί την αισίως τέταρτη καθαρά προσωπική δουλειά του πολυπράγμονος κύριου Steven Wilson, μια δουλειά που επιβεβαιώνει την καλλιτεχνική ωριμότητα την οποία έχει κατορθώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Έχουμε να κάνουμε με ένα φιλόδοξο concept άλμπουμ, το οποίο βασίζεται στα αληθινά γεγονότα της ζωής και του θανάτου της Βρετανίδας Joyce Vincent. Η Vincent, κάτοικος Λονδίνου, σταδιακά απομονώθηκε σε τέτοιο βαθμό από τους συνανθρώπους της, ώστε κανείς δεν κατάλαβε πως τον Δεκέμβρη του 2003 πέθανε στο διαμέρισμά της, με αποτέλεσμα το πτώμα της να βρεθεί τρία ολόκληρα χρόνια μετά. Και το πιο λυπηρό, γύρω της παρέμεναν απακετάριστα χριστουγεννιάτικα δώρα… Βασισμένος σε αυτό το υλικό, ο Wilson πλάθει μια φανταστική ηρωίδα με παρόμοια πορεία ζωής με αυτή της Vincent, η οποία ονομάζεται «H». Στη διάρκεια του άλμπουμ, παρακολουθούμε τη ζωή της, που τελειώνει μέσα στην απομόνωση, αλλά και σε μια, όπως θα δούμε, αμφιλεγόμενη λησμονιά.
Πάνω σε αυτό τον θεματικό καμβά, ο Βρετανός καλλιτέχνης ξεδιπλώνει το πλέον αναγνωρίσιμο μουσικό του ύφος, το οποίο σφραγίζεται από μία δημιουργική και δεξιοτεχνική αξιοποίηση ποικίλων στοιχείων του progressive rock ιδιώματος, κυρίως της χρυσής περιόδου 1967-1977. Ένας χαρακτηριστικός συνδυασμός της εγκεφαλικότητας με τη μελωδικότητα κυριαρχεί, συνεπώς δεν έχει τόσο νόημα να προσπαθούμε να εντοπίσουμε συγκεκριμένες επιρροές. Ωστόσο, ενδίδουμε στον πειρασμό να αναγνωρίσουμε τη σφραγίδα των πολύχρωμων synths των Yes στο εναρκτήριο 3 Years Older ή του οξέος, πειραματικού ήχου των King Crimson στο Home Invasion. Επίσης, ο Wilson, συνεχίζοντας τη νοοτροπία του προηγούμενού του άλμπουμ The Raven That Refused To Sing And Other Stories, αφήνει τους κορυφαίους μουσικούς της μπάντας του ελεύθερους να αυτοσχεδιάσουν, δομώντας έναν ήχο πληθωρικό και ενδιαφέροντα. Το ορχηστρικό Regret #9 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Αυτή η γνήσια progressive rock προσέγγιση σφραγίζει και την παραγωγή του άλμπουμ. Ο ήχος είναι κατά βάση αναλογικός, σχεδόν ρετρό, θυμίζοντας ξανά το Raven…, αλλά και ως ένα βαθμό το Lightbulb Sun των Porcupine Tree.
Αλλά, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του καλλιτεχνικού ύφους του Steven Wilson έγκειται και σε επιδράσεις από ποικίλα μουσικά στιλ. Έτσι, το Perfect Life αποτελεί το τιμητικό του αφιέρωμα στον ambient και ethereal ήχο συγκροτημάτων όπως οι This Mortal Coil και δισκογραφικών, όπως η 4AD. Άλλωστε και κατά τη λυρική απαγγελία της H, η οποία κυριαρχεί στο κομμάτι, γίνεται ρητή αναφορά σε τέτοιους καλλιτέχνες. Στο τραγούδι Routine κυριαρχεί η θεατρικότητα, με τους τραγουδιστικούς διαλόγους του ίδιου του αφηγητή της ιστορίας Steven Wilson και της ηρωίδας, που ενσαρκώνει η Ισραηλινή τραγουδίστρια Ninet Tayeb, να φέρνουν ένα στοιχείο ροκ όπερας, πολύ ταιριαστό στην ψυχολογική σκιαγράφηση της πρωταγωνίστριας. Τέλος στο επικό Ancestral, ένα στοιχειωμένο trip hop beat συναντά ακόμα πιο σκοτεινά metal riffs.
Αυτό το πετυχημένο κράμα των πολυσυλλεκτικών επιρροών εξυπηρετεί το concept του άλμπουμ, που δεν είναι άλλο από το βύθισμα στον εύθραυστο ψυχολογικό κόσμο της H. Ο ακροατής παρακολουθεί το μόνιμο αίσθημα μοναξιάς που στοιχειώνει την ηρωίδα σταδιακά να μετατρέπεται σε μια πνιγηρή απομόνωση από τον έξω κόσμο, κάτι που την οδηγεί σε ένα απελπισμένο, σιωπηλό τέλος. Παράλληλα, προβάλλεται ένας ευρύτερος προβληματισμός για τα αδιέξοδα της μοντέρνας εποχής, όπως η ζωή στις μεγαλουπόλεις, οι επιφανειακές ερωτικές σχέσεις και ο αποξενωτικός ρόλος του διαδικτύου.
Αναμφίβολα, λοιπόν, ο Steven Wilson στο Hand.Cannot.Erase παρουσιάζει ένα μουσικό έργο υψηλής αισθητικής, με αναφορές τόσο στο καλλιτεχνικό, όσο και στο κοινωνικό γίγνεσθαι του καιρού του. Αλλά, αυτή ακριβώς η εικόνα της ωριμότητας παρουσιάζει κάποιες ραγισματιές. Πρώτα απ’ όλα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, το άλμπουμ έχει μεγάλη διάρκεια και προς το τέλος γίνεται κουραστικό. Συγκεκριμένα, στο Ancestral αυτή η αρχικά εύστοχη σύζευξη ανάμεσα στην electronica και το metal, τελικά διακρίνεται από κάποια υπερβολή, θα έλεγα ως και φλυαρία. Ακόμα περισσότερο, η μπαλάντα Happy Returns, που λειτουργεί ως ο επίλογος της ιστορίας της H, αποτελεί το πιο αδύναμο σημείο του άλμπουμ. Μπορεί μεν, η ιδέα του «ανοιχτού» αινιγματώδους τέλους, στο πλαίσιο του οποίου η ηρωίδα επιστρέφει ως ένα υπερβατικό πλάσμα ή απλά ως μια ανάμνηση, να έχει ενδιαφέρον, αλλά από την πραγμάτωση αυτή της ιδέας λείπει ο βαθιά εξομολογητικός τόνος αντίστοιχων τραγουδιών του Wilson, όπως το Fadeaway ή το In Formaldehyde, που προκαλούν ατόφια συγκίνηση.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως στο Hand.Cannot.Erase, o Steven Wilson ως ένα βαθμό πέφτει στην παγίδα της καλλιτεχνικής ωρίμανσης: ολοκληρώνει μα και εκμεταλλεύεται ιδέες και μοτίβα που έχει ήδη αρκετές φορές παρουσιάσει στη μακρά του δισκογραφία, τόσο μέσα από τους Porcupine Tree, όσο και με τα πολλά project του. Πλέον εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως ένας δημιουργός με κοινωνικές και υπαρξιακές ανησυχίες, παρά ως ένας εσωστρεφής, μα ρηξικέλευθος καλλιτέχνης, ο οποίος είναι διατεθειμένος να δώσει έναν απογυμνωτικά προσωπικό χαρακτήρα στη μουσική του.
Βαθμός: 8 / 10
Μπορείτε να βρείτε την αντίστοιχη ανάρτηση στο Progrocks.gr, εδώ.
Το σκίτσο του Steven Wilson προέρχεται από αυτή την κυκλοφορία.
Πάνω από είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τις αρχές των 90s, την περίοδο δηλαδή που ένας εσωστρεφής και υπερβολικά μακρυμάλλης neo-hippie ονόματι Steven Wilson άρχισε να γίνεται γνωστός στους underground κύκλους των φίλων της μουσικής, τόσο με την εκλεκτική pop των No Man, όσο και με το αινιγματικό προσωπικό project των Porcupine Tree. Από τότε, ο κ. Wilson έχει ωριμάσει καλλιτεχνικά, έχοντας καθιερωθεί ως ο καθολικά αποδεκτός μπροστάρης της ανάκαμψης του progressive rock ιδιώματος στον 21ο αι. Στο τελευταίο του προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο Hand.Cannot.Erase για ακόμα μία φορά παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τη rock μουσική εν γένει.
Όταν έχεις φτάσει να αποκαλείσαι ως ο βασικός πρωταγωνιστής του σύγχρονου progressive rock ήχου, σίγουρα έχεις πάρει σωστές αποφάσεις για την καριέρα σου, πέρα από το ομολογουμένως αστείρευτο ταλέντο που διαθέτεις. Λέγεσαι Steven Wilson και εκ του αποτελέσματος, μια από αυτές ήταν με βεβαιότητα το πάγωμα των Porcupine Tree και η ενασχόληση με τα προσωπικά projects, τις μίξεις κλασικών αριστουργημάτων των 70s μακριά από τις γνωστές υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που απαιτεί η ζωή σε ένα γκρουπ. Αν αποδεχτούμε ότι η φήμη που ακολουθεί τα solo albums γενικότερα δεν είναι και η καλύτερη, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι η απόφαση του Wilson να δισκογραφήσει σε πλήρη αυτονομία ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη. Όταν μάλιστα κυκλοφόρησε ένα από τα σημαντικότερα prog albums της εικοσαετίας και βάλε (The Raven That Refused to Sing and Other Stories), είναι αυτονόητο ότι έχει ακουμπήσει την κορυφή. Όμως ποιο είναι το επόμενο βήμα του; Και τώρα που το έκανε, πώς αποτιμάται;
Η δίσημη καλλιτεχνική ωρίμανση του Steven Wilson
Το Hand.Cannot.Erase αποτελεί την αισίως τέταρτη καθαρά προσωπική δουλειά του πολυπράγμονος κύριου Steven Wilson, μια δουλειά που επιβεβαιώνει την καλλιτεχνική ωριμότητα την οποία έχει κατορθώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Έχουμε να κάνουμε με ένα φιλόδοξο concept άλμπουμ, το οποίο βασίζεται στα αληθινά γεγονότα της ζωής και του θανάτου της Βρετανίδας Joyce Vincent. Η Vincent, κάτοικος Λονδίνου, σταδιακά απομονώθηκε σε τέτοιο βαθμό από τους συνανθρώπους της, ώστε κανείς δεν κατάλαβε πως τον Δεκέμβρη του 2003 πέθανε στο διαμέρισμά της, με αποτέλεσμα το πτώμα της να βρεθεί τρία ολόκληρα χρόνια μετά. Και το πιο λυπηρό, γύρω της παρέμεναν απακετάριστα χριστουγεννιάτικα δώρα… Βασισμένος σε αυτό το υλικό, ο Wilson πλάθει μια φανταστική ηρωίδα με παρόμοια πορεία ζωής με αυτή της Vincent, η οποία ονομάζεται «H». Στη διάρκεια του άλμπουμ, παρακολουθούμε τη ζωή της, που τελειώνει μέσα στην απομόνωση, αλλά και σε μια, όπως θα δούμε, αμφιλεγόμενη λησμονιά.
Πάνω σε αυτό τον θεματικό καμβά, ο Βρετανός καλλιτέχνης ξεδιπλώνει το πλέον αναγνωρίσιμο μουσικό του ύφος, το οποίο σφραγίζεται από μία δημιουργική και δεξιοτεχνική αξιοποίηση ποικίλων στοιχείων του progressive rock ιδιώματος, κυρίως της χρυσής περιόδου 1967-1977. Ένας χαρακτηριστικός συνδυασμός της εγκεφαλικότητας με τη μελωδικότητα κυριαρχεί, συνεπώς δεν έχει τόσο νόημα να προσπαθούμε να εντοπίσουμε συγκεκριμένες επιρροές. Ωστόσο, ενδίδουμε στον πειρασμό να αναγνωρίσουμε τη σφραγίδα των πολύχρωμων synths των Yes στο εναρκτήριο 3 Years Older ή του οξέος, πειραματικού ήχου των King Crimson στο Home Invasion. Επίσης, ο Wilson, συνεχίζοντας τη νοοτροπία του προηγούμενού του άλμπουμ The Raven That Refused To Sing And Other Stories, αφήνει τους κορυφαίους μουσικούς της μπάντας του ελεύθερους να αυτοσχεδιάσουν, δομώντας έναν ήχο πληθωρικό και ενδιαφέροντα. Το ορχηστρικό Regret #9 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Αυτή η γνήσια progressive rock προσέγγιση σφραγίζει και την παραγωγή του άλμπουμ. Ο ήχος είναι κατά βάση αναλογικός, σχεδόν ρετρό, θυμίζοντας ξανά το Raven…, αλλά και ως ένα βαθμό το Lightbulb Sun των Porcupine Tree.
Αλλά, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του καλλιτεχνικού ύφους του Steven Wilson έγκειται και σε επιδράσεις από ποικίλα μουσικά στιλ. Έτσι, το Perfect Life αποτελεί το τιμητικό του αφιέρωμα στον ambient και ethereal ήχο συγκροτημάτων όπως οι This Mortal Coil και δισκογραφικών, όπως η 4AD. Άλλωστε και κατά τη λυρική απαγγελία της H, η οποία κυριαρχεί στο κομμάτι, γίνεται ρητή αναφορά σε τέτοιους καλλιτέχνες. Στο τραγούδι Routine κυριαρχεί η θεατρικότητα, με τους τραγουδιστικούς διαλόγους του ίδιου του αφηγητή της ιστορίας Steven Wilson και της ηρωίδας, που ενσαρκώνει η Ισραηλινή τραγουδίστρια Ninet Tayeb, να φέρνουν ένα στοιχείο ροκ όπερας, πολύ ταιριαστό στην ψυχολογική σκιαγράφηση της πρωταγωνίστριας. Τέλος στο επικό Ancestral, ένα στοιχειωμένο trip hop beat συναντά ακόμα πιο σκοτεινά metal riffs.
Αυτό το πετυχημένο κράμα των πολυσυλλεκτικών επιρροών εξυπηρετεί το concept του άλμπουμ, που δεν είναι άλλο από το βύθισμα στον εύθραυστο ψυχολογικό κόσμο της H. Ο ακροατής παρακολουθεί το μόνιμο αίσθημα μοναξιάς που στοιχειώνει την ηρωίδα σταδιακά να μετατρέπεται σε μια πνιγηρή απομόνωση από τον έξω κόσμο, κάτι που την οδηγεί σε ένα απελπισμένο, σιωπηλό τέλος. Παράλληλα, προβάλλεται ένας ευρύτερος προβληματισμός για τα αδιέξοδα της μοντέρνας εποχής, όπως η ζωή στις μεγαλουπόλεις, οι επιφανειακές ερωτικές σχέσεις και ο αποξενωτικός ρόλος του διαδικτύου.
Αναμφίβολα, λοιπόν, ο Steven Wilson στο Hand.Cannot.Erase παρουσιάζει ένα μουσικό έργο υψηλής αισθητικής, με αναφορές τόσο στο καλλιτεχνικό, όσο και στο κοινωνικό γίγνεσθαι του καιρού του. Αλλά, αυτή ακριβώς η εικόνα της ωριμότητας παρουσιάζει κάποιες ραγισματιές. Πρώτα απ’ όλα, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, το άλμπουμ έχει μεγάλη διάρκεια και προς το τέλος γίνεται κουραστικό. Συγκεκριμένα, στο Ancestral αυτή η αρχικά εύστοχη σύζευξη ανάμεσα στην electronica και το metal, τελικά διακρίνεται από κάποια υπερβολή, θα έλεγα ως και φλυαρία. Ακόμα περισσότερο, η μπαλάντα Happy Returns, που λειτουργεί ως ο επίλογος της ιστορίας της H, αποτελεί το πιο αδύναμο σημείο του άλμπουμ. Μπορεί μεν, η ιδέα του «ανοιχτού» αινιγματώδους τέλους, στο πλαίσιο του οποίου η ηρωίδα επιστρέφει ως ένα υπερβατικό πλάσμα ή απλά ως μια ανάμνηση, να έχει ενδιαφέρον, αλλά από την πραγμάτωση αυτή της ιδέας λείπει ο βαθιά εξομολογητικός τόνος αντίστοιχων τραγουδιών του Wilson, όπως το Fadeaway ή το In Formaldehyde, που προκαλούν ατόφια συγκίνηση.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως στο Hand.Cannot.Erase, o Steven Wilson ως ένα βαθμό πέφτει στην παγίδα της καλλιτεχνικής ωρίμανσης: ολοκληρώνει μα και εκμεταλλεύεται ιδέες και μοτίβα που έχει ήδη αρκετές φορές παρουσιάσει στη μακρά του δισκογραφία, τόσο μέσα από τους Porcupine Tree, όσο και με τα πολλά project του. Πλέον εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως ένας δημιουργός με κοινωνικές και υπαρξιακές ανησυχίες, παρά ως ένας εσωστρεφής, μα ρηξικέλευθος καλλιτέχνης, ο οποίος είναι διατεθειμένος να δώσει έναν απογυμνωτικά προσωπικό χαρακτήρα στη μουσική του.
Βαθμός: 8 / 10
Μπορείτε να βρείτε την αντίστοιχη ανάρτηση στο Progrocks.gr, εδώ.
Το σκίτσο του Steven Wilson προέρχεται από αυτή την κυκλοφορία.