23/1/17

Δύο ελληνικές disco μπαλάντες των late 70s


 Αρκετοί ακροατές, ειδικά όσοι προτιμούν πιο κλασικά ροκ ακούσματα, αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’70 με μία απαξίωση. Από την άλλη, από το 2000 περίπου έχει αναπτυχθεί μία τάση επανεκτίμησης και αναβίωσης της disco και της πρώιμης χορευτικής ηλεκτρονικής μουσικής των late 70s. Βέβαια, ένας φίλος του post punk και του new wave πάντα θα συνδέει αυτή την περίοδο με τις αγαπημένες του μουσικές. Επομένως, παρόλο που τα τέλη των 70s αναμφίβολα χαρακτηρίζονταν από την ασφυκτική πλέον επιρροή των οικονομικών συμφερόντων στην καλλιτεχνική δημιουργία, αποτέλεσαν μία πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο, κυρίως επειδή ο ακόμα πρώιμος ηλεκτρονικός ήχος άρχισε να εισβάλει παντού, στο rock, στη disco, ακόμα και στο ελαφρύ τραγούδι, εισβολή που γιγαντώθηκε  στην επόμενη δεκαετία.

Στη συγκριτικά μικρή μουσική σκηνή της χώρας μας, οι εντόπιοι καλλιτέχνες ακολουθούσαν με θάρρος και δημιουργικότητα τις εξελίξεις στο εξωτερικό, όσο βέβαια τους επέτρεπαν οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες των διόλου εύκολων μεταπολεμικών ετών. Έτσι και στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μία αξιοπρόσεκτη disco σκηνή, την οποία ειδικά οι φίλοι του συγκεκριμένου είδους έχουν ψάξει ελάχιστα, χάνοντας μερικά καταπληκτικά τραγούδια και, σπανιότερα, ολόκληρα άλμπουμ. Μάλιστα, κάποιοι συνθέτες πρωτοπόρησαν ακόμα περισσότερο, παντρεύοντας το electrodisco στιλ με στοιχεία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, το οποίο στα 70s είχε τις δικές του κορυφαίες στιγμές. 

Ως αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της ελληνικής disco άνθησης, πιο συγκεκριμένα της λιγότερο χορευτικής και πιο «μπαλαντοειδούς» πλευράς της, παρουσιάζω δύο τραγούδια που έχω ξεχωρίσει. Όπως θα διαβάσετε στη συνέχεια, υπεύθυνοι για αυτά είναι σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες.

Το πρώτο είναι το Loves Fool της Sigma Fay, από το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ της που κυκλοφόρησε το 1979. Όπως πληροφορούμαστε από το Discogs, το πραγματικό όνομα της Sigma Fay είναι Ευγενία Αθανίτη, είναι αδερφή της διάσημης ηθοποιού Κατιάνας Μπαλανίκα και σύζυγος του πάλαι ποτέ drummer των Aphrodites Child, Λουκά Σιδερά. Στη διάρκεια μίας κουβέντας με έναν φίλο, γνώστη των 70s, έμαθα ότι η Sigma Fay προωθήθηκε στην ελληνική μουσική σκηνή με σκοπό να κάνει μεγάλη εμπορική επιτυχία, ανταγωνιζόμενη, στο πλαίσιο της ντόπιας αγοράς, μεγάλα ονόματα του εξωτερικού. Δεν νομίζω να το πέτυχε, αν και κάποια τραγούδια της ακούστηκαν στις ντισκοτέκ της εποχής. Πάντως το ντεμπούτο της είναι ένα αξιοπρεπέστατο disco άλμπουμ, με ωραίες μελωδίες και προσεγμένη παραγωγή και ενορχήστρωση, κάτι αναμενόμενο αφού στο τιμόνι είναι ο Λουκάς Σιδεράς.


Το τραγούδι Loves Fool αποτελεί την κλασική μπαλάντα του δίσκου και, κατά τη γνώμη μου, ξεχωρίζει. Ένα pop διαμάντι, που με έναν περίεργο τρόπο θυμίζει Kate Bush. Η φωνή της Sigma Fay αποπνέει φρεσκάδα και αθωότητα, καθώς δηλώνει μετανιωμένη που άφησε το amore της να της φύγει. Ωστόσο, κάτω από την pop επιφάνεια χτυπά μία αδιαμφισβήτητα rock καρδιά. Η σύνθεση και οι στίχοι του τραγουδιού ανήκουν στην Ariadne MacKinnon Andrew, μία περίεργη περίπτωση στην ελληνική μουσική. Πέρα από τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στο ντεμπούτο της Sigma Fay, η MacKinnon Andrew έχει συνεργαστεί με την αφρόκρεμα του ελληνικού rock των 70s  (Γιώργος Ρωμανός, Δημήτρης  Πουλικάκος, Ακρίτας, P.L.J. Band κ.α.) Το ’81 κυκλοφόρησε ένα προσωπικό άλμπουμ, Naughty Dreams, ενώ το ’93 συμμετείχε στο συγκρότημα Cool-S. Η μουσική της, όπως διακρίνεται ήδη από τους τίτλους,  έχει ένα σατιρικό πνεύμα. Μία πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτέχνιδα, για την οποία γνωρίζουμε πολύ λίγα. Πιθανότατα οι παλιότεροι μουσικοκριτικοί μπορούν να βοηθήσουν.

Το δεύτερο τραγούδι που επέλεξα αποτελεί επίσης μία ερωτική μπαλάντα, αλλά διαφοροποιείται αρκετά από το Loves Fool της Sigma Fay, τίτλος του Τι να μας κάνει η νύχτα, με τραγουδίστρια τη Χριστιάνα σε σύνθεση και στίχους του Κώστα Τουρνά. Το συγκεκριμένο τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στο ομώνυμο άλμπουμ της Χριστιάνας, που κυκλοφόρησε το 1980. 

Αν το Loves Fool αφήνει τη γεύση μίας ρομαντικής ερωτικής μελαγχολίας, το Τι να μας κάνει η νύχτα αναδεικνύει μία ανατολίτικη ηδυπάθεια, στοιχείο που οφείλεται, θεωρώ, σε τρία συστατικά: στον απλό αλλά ποιοτικό ελληνικό στίχο, που δίνει μία διάσταση κισμέτ στον έρωτα, στην εξαιρετική ερμηνεία της Χριστιάνας και τέλος στην αρμονία που κατόρθωσε ο Τουρνάς ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και τον synth ήχο της εποχής. Αν και πολλές ανάλογες απόπειρες της ίδιας περιόδου κατέληγαν σε τραγούδια που τουλάχιστον σήμερα ακούγονται παρωχημένα, το Τι να μας κάνει η νύχτα κουβαλά όχι μόνο μία ρετρό γοητεία αλλά και συναισθηματική ειλικρίνεια.


Η Χριστιάνα θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λαϊκές φωνές της δεκαετίας του ’70, με πρώτη της εμφάνιση στο πλευρό του Δημήτρη Μητροπάνου στο «θεοδωρακικό» Τα Κήθυρα ποτέ δεν θα τα βρούμε (1973) σε μουσική του Γιώργου Κατσαρου και στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου. Ο Κώστας Τουρνάς πάλι, οχτώ χρόνια μετά το κορυφαίο του ντεμπούτο Απέραντα Χωράφια (1972), έχει ήδη εξοικειωθεί με το disco στιλ φτάνοντας σε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Έτσι, για ένα τραγούδι ξεκάθαρα λαϊκό ως προς τη σύνθεσή του επιλέγει μία ενορχήστρωση που χαρακτηρίζαμε ως electro reggae, θυμίζοντας το Private Life της Grace Jones, το οποίο κυκλοφόρησε το 1980, δηλαδή την ίδια χρονιά με το Τι να μας κάνει η νύχτα. Άλλωστε, αν και η Χριστιάνα τραγουδά καταπληκτικά, σκεφτόμαστε να το αποδίδει η μοναδική φωνή του Κώστα Τουρνά. Θα ήθελα, λοιπόν, μία ωραία στουντιακή slow εκτέλεση από τον ίδιο, καθώς συχνά το συμπεριλαμβάνει στις live εμφανίσεις του.

Αυτά τα δύο τραγούδια, αν και αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, σαν να αλληλοσυμπληρώνονται, καθώς το μεν Loves Fool κοιτά στη Δύση και αναφέρεται σε ένα χαμένο ιδανικό, ενώ το Τι να μας κάνει η νύχτα έχει τις ρίζες του στην δική μας μουσική παράδοση κι έτσι έχει μια οικεία συναισθηματική ζεστασιά. Φαντάζομαι σε κάποιο μπαρ έναν DJ τις μεταμεσονύκτιες ώρες να επιλέγει τα δύο κομμάτια back-to-back, χωρίς καμία διάθεση για ρετρό kitsch παιχνίδια. Άλλωστε, οι προθέσεις σε αυτό το κείμενο δεν σχετίζονται ούτε με την εξύμνηση της μουσικής του παρελθόντος, ούτε με την κυρίως hipster αναβίωση αναμνηστικών μιας παλιάς φάσης της pop κουλτούρας. Αντιθέτως, βασικός σκοπός του άρθρου είναι να στρέψω την προσοχή σας σε δύο αξιόλογα ελληνικά τραγούδια. 

Εικόνα