Σίγουρα δεν θα πρωτοτυπήσω, αν ξεκινήσω αυτό το άρθρο σημειώνοντας πως η σκιά της πανδημίας σκέπασε κάθε πτυχή της ζωής μας, άρα και της μουσικής. Δυστυχώς (και ευτυχώς, από μία άποψη) τελείωσε και το δεύτερο συναπτό έτος με τη δυσοίωνη παρέα του κορονοϊού και οι επιπτώσεις του στη μουσική έχουν ήδη παρουσιαστεί: η καθυστέρηση ή και η αναβολή κυκλοφοριών, η διστακτικότητα όλων των ανθρώπων που εμπλέκονται στο αλισβερίσι της μουσικής -δημιουργών, παραγωγών, διακινητών και καταναλωτών- και βέβαια η τραγική μείωση των συναυλιών και λοιπών εκδηλώσεων. Όπως πολλοί άλλοι φίλοι της μουσικής, έτσι κι εγώ χώθηκα μεν ως τα μπούνια στην αναζήτηση νέων ενδιαφερόντων καλλιτεχνών, τραγουδιών και άλμπουμ μέσα στο 2021, αλλά συχνά με μια γεύση πικράδας και ματαιότητας…
Δεν είμαι σίγουρος, βέβαια, αν φταίει μονάχα η συνθήκη του κορονοϊού για αυτή τη γενικευμένη κριτική που έκανα κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς. Όσοι διαβάζετε τα κείμενά μου και, ακόμα περισσότερο, όσοι έχετε κουβεντιάσει μαζί μου, γνωρίζετε την αμφισβήτηση που τρέφω για τη mainstream σκηνή. Αλλά, φέτος αυτή η αμφισβήτηση επεκτάθηκε και σε εκείνες τις φωνές που αντιστέκονται στο mainstream: κάπως κουράστηκα με την τάση των εναλλακτικών μουσικόφιλων όχι μόνο να προβάλλουν, αλλά και να αποθεώνουν ελάχιστα γνωστές μουσικές, μια τάση που συχνά μου φαίνεται προϊόν ψυχαναγκασμού και ανασφάλειας. Βέβαια, κι εγώ ο ίδιος σε αυτή την κάστα ως ένα βαθμό ανήκω. Οπότε αναπόδραστα, η μάστιγα της κριτικής στράφηκε κι εναντίον του ίδιου μου του εαυτού: μήπως ακούω μουσική βιαστικά ή -ακόμα χειρότερο- με έναν κίβδηλο ελιτισμό;
Παρόλο που ο κύριος Κόβιντας αλλά και η δεσποινίδα Αυτοκριτική δοκίμασαν την αντοχή μου, μπορώ να πω ότι είχα μια υπέροχη χρονιά, η ζωή μου εξελίχθηκε από πολλές απόψεις και η ευτυχία με επισκέφτηκε συχνά, σε επίπεδο προσωπικό και μαζί μουσικό. Άλλωστε, η ζωή μας είναι δεμένη γερά με τη μουσική, ειδικά όταν σμιλεύουμε συνειδητά μια καθημερινή και βαθιά σχέση μαζί της. Έτσι δέθηκα νοητικά και συναισθηματικά με κάποια άλμπουμ που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2021, έργα που θεωρώ ότι προχωρούν την υπόθεση της μουσικής προς το μέλλον, χωρίς να παραμερίζουν την ανεξάντλητη πηγή του παρελθόντος.
Ξεκινώντας με τα jazz influenced κυκλοφορίες, θα αναφερθώ στη δισκογραφική επιστροφή των Embryo, με το άλμπουμ Auf Auf. Η θρυλική μπάντα βρίσκεται πλέον υπό την ηγεσία, όχι του Christian Burchard, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2018, αλλά της κόρης του Marcia. Σε συνεργασία με μερικούς από τους κορυφαίους μουσικούς της τζαζ και ροκ γερμανικής σκηνής, η Marcia προσφέρει μια σειρά δαιδαλωδών και σαγηνευτικών συνθέσεων που φέρνουν κοντά τη βαθιά παράδοση της Ανατολής με φιδογυριστές jazz-rock, modal και free jazz ατραπούς.
Βέβαια, ισχυρή τζαζ επιρροή εμφανίζει και το project A Divorce From New York του Ισπανού Álvaro Granda, μέλος του ντουέτου Reykjavik606. Στο άλμπουμ This Ain’t Jazz No More πράγματι αναδομεί τη μητέρα της μαύρης μουσικής, παντρεύοντάς την ευφάνταστα με την dance electronica, δηλαδή τα breaks, το house και το drum n bass. Οι δημιουργίες του Álvaro θεμελιώνονται στη χρυσή για τέτοια ειδολογικά αμαλγάματα δεκαετία του ‘90, προτείνοντας όμως μια συναρπαστική εξέλιξη.
Επίσης, στα αγαπημένα μου άλμπουμ του έτους συμπεριλήφθηκαν και κάποιες κυκλοφορίες που φλερτάρουν μεν με τη τζαζ, αλλά περισσότερο ανοίγονται σε ένα πάντα ανοιχτών οριζόντων ροκ. Οι Σουηδοί Time Is A Mountain επέστρεψαν με το τρίτο τους άλμπουμ III, όπου εκσυγχρονίζουν τον ήχο των συμπατριωτών τους Arbete Och Fritid και Archimedes Badkar, δηλαδή αυτό το τρελό folk και ψυχεδελικό jazz-rock, στρεφόμενοι προς ένα ηχόχρωμα διακριτικό και χαμηλόφωνο, ειλικρινές και ζεστό, που όμως δεν χάνει τον περιπετειώδη του χαρακτήρα.
(Δυστυχώς το άλμπουμ ΙΙΙ των Time Is A Mountain δεν διατίθεται προς ακρόαση στη χώρα μας.)
Στο άλμπουμ We're OK. But We're Lost Anyway των Ελβετών Orchestre Tout Puissant Marcel Duchamp, οι αφρικάνικοι υπνωτιστικοί και μαζί ξεσηκωτικοί ρυθμοί, δείγματα μια πλούσιας λαϊκής μουσικής, συναντιούνται με μοτίβα του λόγιου μινιμαλισμού, υπό την σκέπη του “μεικτού αλλά νόμιμου” ροκ ήχου που έχτισαν μπάντες όπως οι Talking Heads και οι Slits.
Οι επίσης Ελβετοί L’ Eclair, στο τέταρτο full-length τους Confusions μοιάζουν λιγότερο μπερδεμένοι από κάθε άλλη φορά: έχοντας αποφύγει τις catchy και τελικά εύκολες και απλοϊκές μελωδίες των προηγούμενων άλμπουμ τους, παρουσιάζουν ένα jazz-rock δεξιοτεχνικό άλλα όχι φλύαρο, ατμοσφαιρικό αλλά όχι πληκτικό, στοχαστικό και ταυτόχρονα παιγνιώδες.
Ας περάσουμε από το κεφάλαιο της τζαζ σε αυτό της electronica. Τελικά, μετά από μπόλικη σκέψη, θεωρώ ότι το καλύτερο άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής που άκουσα φέτος - αν εξαιρέσεις το This Ain't Jazz No More, που αναφέρθηκε παραπάνω- είναι το I'm An Arpeggiator του Φινλανδού Stiletti-Ana, κατά κόσμον Ilari Larjosto. Στο I’m An Appreciator δομείται ένα balearic στιλ πάνω στα επαναληπτικά μοτίβα του techno, τα αναλογικά beats του deep house και τις trippy μελωδίες και ενορχηστρώσεις του κλασικού ψυχεδελικού και προοδευτικού ροκ.
Τα βαλεαρικά κύματα έχουν καβαλήσει και οι Κωνσταντινουπολίτες Islandman, στο τρίτο τους άλμπουμ Godless Ceremony. Ο ήχος του πλέον για όσους τους ακολουθούν είναι γνωστός, ένα πάντρεμα της πολυστρωματικής μουσικής παράδοσης της Πόλης με downtempo, ethno-house και organic house. To ηχητικό χαρμάνι των Islandman αποπνέει μια πιο έντεχνη μεν, αλλά γνήσια λαϊκότητα, που σπάνια συναντάς στην ηλεκτρονική μουσική ανεξαρτήτως εποχής.
Τώρα, το πιο ακραία ηλεκτρονικό άλμπουμ του 2021 που άκουσα περισσότερο, δηλαδή βασισμένο όχι τόσο στη σύνθεση, αλλά στην τεχνική και την αισθητική της παραγωγής ήταν το basement, etc., ντεμπούτο του downstairs J, ψευδώνυμο του Josh Abramovici. Ο νέοπας από τις ΗΠΑ έχει ως αφετηρία το trip hop - downtempo των Κruder & Dorfmeister και των δύο πρώτων άλμπουμ των Thievery Corporation, το οποίο εν συνεχεία μπολιάζει με στοιχεία από το future bass του Burial, για να καταλήξει σε ένα ομιχλώδες και παραισθητικό ταξίδι.
Στις δύο τελευταίες θέσεις της δεκάδας των πιο αγαπημένων full-length κυκλοφοριών του 2021 θα βρείτε αντίστοιχα δύο άλμπουμ βετεράνων καλλιτεχνών που φέτος επέστρεψαν δυναμικά και απολαυστικά. Το ντουέτο των Dzihan & Kamien στο άλμπουμ IV παρουσιάζει ποικιλόμορφες συνθέσεις, τόσο ορχηστρικές όσο και τραγουδιστικές, σε ποικίλα tempi και δυναμικές, με το nu jazz, το downtempo και το deep house στοιχεία κυρίαρχα.
Από την άλλη οι Lanterna του Henry Frayne στο άλμπουμ Hidden Drives επαναλαμβάνουν, με μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια, το ιδιαίτερο ορχηστρικό -ας το πούμε, post- rock τους, με έντονες τις μνήμες από τη folk παράδοση των ΗΠΑ.
Αφήνουμε όμως για λίγο τα full-length άλμπουμ, για να περάσουμε σε μια συλλογή και σε μερικά EPs. Οι διάσημοι στο indie ακροατήριο Khruangbin συγκέντρωσαν σε μία συλλογή τα remixes στο περσινό τους άλμπουμ Mordechai, τα οποία έχουν επιμεληθεί σημαντικοί και αγαπημένοι παραγωγοί. Μερικά από αυτά είναι αριστουργηματικά: συνοπτικά θα ξεχωρίσω το disco έπος Time (You And I) (Put A Smile On DJ's Face Mix) από τον Felix Dickinson και την “όμορφη σουίτα” που κατορθώνει ο Ron Trent στο Shida (Bella Suite). Σε έναν ανάλογο δρόμο χαλαρής και αισιόδοξης χορευτικης ηλεκτρονικής έκφρασης με υψηλή αισθητική κινηθηκαν και τα φετινά EPs των Residentes Balearicos, δηλαδή των Βενετών παραγωγών Ale Doretto και Luca Averna που πλέον ζουν στην Ibiza.
Ας ολοκληρώσουμε τον απολογισμό της μουσικής του 2021 με μία σύντομη παρουσίαση ελληνικών άλμπουμ που ξεχώρισαν. Πραγματικά φέτος η ελληνική σκηνή έδωσε εξαιρετικά δείγματα σε μια ευρεία γκάμα ειδών και στυλ, άλμπουμ που ανταγωνίζονται στα ίσια την ποιότητα της διεθνούς παραγωγής.
Μάλλον το καλύτερο ελληνικό άλμπουμ που άκουσα φέτος ήταν το Τρία των Λάμδα. Το Αθηναϊκό κουιντέτο προτείνει τη δική του λύση στη φαινομενικά εύκολη, αλλά επί της ουσίας δύσκολη εξίσωση του συνδυασμού ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και το ροκ. Έτσι, μια μινιμαλιστική και αρκετά ηλεκτρονική προσέγγιση στο progressive και στο post-rock αλληλεπιδρά γόνιμα με παραδοσιακά μελωδικά, ρυθμικά αλλά και στιχουργικά μοτίβα. Τα τελευταία, βέβαια, μπλέκονται με έναν εντελώς σημερινό σουρεαλιστικό λυρισμό. Η επίδραση του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι παρούσα, αλλά η ατμόσφαιρα είναι πιο αιθέρια, σε σχέση με την πιο γήινη προσέγγιση του Λαρισαίου τραγουδοποιού.
Αξιόλογες δουλειές κυκλοφόρησαν στο χώρο της εντόπιας electronica. Ο Βασίλης Κυρίτσης, κιθαρίστας και βασικός συνθέτης της alt-rock μπάντας Circus Caravan, με το εκκεντρικό μα και λυρικό ψευδώνυμο Occupations Of Uninhabited Space, στο μίνι άλμπουμ του External Monologue συλλέγει ορχηστρικές συνθέσεις, συνοδευόμενες από σύντομα πεζά. Μια, λοιπόν, πολυμεσική προσπάθεια, που φέρνει κοντά τη μουσική και τη λογοτεχνία. Ο εσωστρεφής Συμβολισμός των κειμένων αντιστοιχεί σε ambient και post-rock, που παραμένει ήρεμο, χωρίς όμως να χάνει την σκοτεινιά του, ουσιαστικά μια χαρμολύπη, που εντείνουν τα υπαινικτικά ανοίγματα προς την ελληνική λαϊκή παράδοση.
Δύο μοναχικοί συνθέτες και παραγωγοί ηλεκτρονικής μουσικής μας έδωσαν αντίστοιχα δύο full-length που θα χαρακτήριζα εμπνευσμένα και βαθυστόχαστα. Ο αινιγματικός δημιουργός με το ψευδώνυμο Satori Minayia στο δεύτερο άλμπουμ του Icaro φέρνει ξανά στο προσκήνιο την πιο ονειρική και μελωδική πλευρά του breakbeat, εμπλουτίζοντάς το με στοιχεία από τον πρώιμο Ulrich Schnauss, καθώς και από τη σχετικά νέα τάση του vaporwave. Σκοπός του Satori είναι η έκφραση ψυχολογικών και υπαρξιακών προβληματισμών.
Ενώ, ο Βασίλης Βρακάς, στο τελευταίο μέρος του project του Kamala, δηλαδή στο άλμπουμ Modern Lovers, στοχάζεται γύρω από τον ρόλο και την αξία ενός άπιαστου και ιδανικού ερωτικού αισθήματος στον μεταμοντέρνο κόσμο. Ο Βασίλης υφαίνει προσεκτικά και ευαίσθητα μια downtempo electronica με στοιχεία από τις αχανείς παραδόσεις της Μεσογείου και της Ανατολής.
Κλείνουμε την αναφορα στα ελληνικά άλμπουμ του 2021, με τη μοναδική κυκλοφορία της δισκογραφικής Teranga Beat για τη συγκεκριμένη χρονιά, το Streams του Jan Van Engel, δηλαδή του βετεράνου ντράμερ και περκασιονίστα Γιάννη Αγγελόπουλου. Ο Αγγελόπουλος συμπράττει με τους Παρασκευά Κίτσο στο μπάσο, Βαγγέλη Στεφανόπουλο στο πιάνο και Φώτη Σιώτα στο βιολί, για να παραδώσει μαθήματα κορυφαίας world jazz, στα χνάρια των Mode Plagal και των Greek Fusion Orchestra του Κυριάκου Σφέτσα. Αλλά, υπόψη ότι στο Streams κυριαρχεί η λογική του “ουκ εν τω πολλώ το ευ”, οπότε η αφαίρεση και η ουσιώδης λιτότητα παίζουν κεντρικό ρόλο.
Τα άλμπουμ του 2021 που ξεχώρισα και άκουσα περισσότερο δεν περιορίζονται στα προαναφερθέντα, αλλά θεωρώ πως το συγκεκριμένο άρθρο ήδη επεκτάθηκε με το παραπάνω. Άλλωστε, στη συνέχεια θα βρείτε δύο λίστες, η πρώτη με τα 30 διεθνή άλμπουμ της χρονιάς και η δεύτερη με τα 10 ελληνικά.
Μάλλον το πιο ισχυρό δίδαγμα που πήρα αυτή τη χρονιά, μια σκέψη που συνειδητοποιώ σταδιακά, αλλά μέσα στο 2021 έγινε ξεκάθαρη, είναι ότι η ανθρώπινη πράξη και δράση μετράει περισσότερο. Εκεί διαφαίνεται και κρίνεται η σκέψη και το συναίσθημα. Έτσι, σε μια γεμάτη και αγχωτική καθημερινότητα, πλέον προσπαθώ, μην πω αγωνίζομαι, ώστε η ακρόαση μουσικής να μη είναι μια παθητική, αλλά μια δυναμική και δημιουργική πράξη. Γιατί η ποιοτική μουσική με ειλικρινή και ανθρώπινα εφαλτήρια επηρεάζει τη συνείδηση των ανθρώπων και τελικά τους στρέφει προς το όραμα της εξέλιξης του εαυτού τους και του κόσμου.