28/5/24

Ελληνικό hip hop: από τη δεκαετία του '90 σ' αυτή του 2020


Το hip hop, όπως και το ροκ, η ηλεκτρονική μουσική και εν μέρει η τζαζ, αποτελεί ένα μουσικό είδος που αφορά σε ένα μεγάλο βαθμό τα νιάτα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια το hip hop, έχει κερδίσει την παρτίδα, εκφράζοντας χιλιάδες νέες και νέους σε όλο τον κόσμο, τόσο ως ακροατές και και ως δημιουργούς.

Έτσι κι εγώ, ακούγοντας που και που hip hop, αισθάνομαι μικρότερος, κάπου ανάμεσα στην εφηβεία και την πρώτη νεοτητα κι ακόμα πιο βαθιά, αναστοχάζομαι αυτή τη φάση της ζωής, σχεδιάζοντας παράλληλα το αύριο. Το ίδιο μου συμβαίνει ακούγοντας metal και dance μουσική. Είμαι καλά γιατρέ μου; 

Anyway, τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν εξαιτίας του παρακάτω YouTube playlist, με μια αρμαθιά από αγαπημένα ελληνόφωνα hip hop τραγούδια, από τα 90s ως και σήμερα. Η λίστα αυτή δεν διεκδικεί δάφνες αντικειμενικότητας, καθώς λείπουν κυκλοφορίες - σταθμοί στον χώρο. Άλλωστε, φανατικός του ελληνικού hip hop δεν είμαι, καθώς με κουράζει συχνά η προβλεπόμενη και συχνά ντεμέκ αλητεία, όσο και η εξίσου προβλεπόμενη κατάθλιψη, δύο χαρακτηριστικά που όχι σπάνια μαστίζουν το hip hop στη χώρα μας. Αλλά, και σε αυτό το είδος, έχουμε φτιάξει σπουδαία κομμάτια. 

Στη λίστα έχουν συμπεριληφθεί και αρκετά βίντεοκλιπ, ώστε η κουλτούρα του ελληνικού hip hop να παρουσιαστεί πιο σφαιρικά. Επίσης, η σειρά των βίντεο είναι, όχι μόνο στιλιστική, αλλά και ως επί το πλείστον χρονολογική. 

 

Η λίστα είναι αφιερωμένη στον ανθό της νεότητας, στις μαθήτριες/ φοιτήτριες και τους μαθητές/ φοιτητές μου, των οποίων τα όνειρα, τις προσδοκίες και τους αγώνες επιβίωσης, σχέσεων, κοινωνίας και ψυχολογίας περιγράφουν, θαρρώ, διαχρονικά τα τραγούδια αυτά.

22/5/24

Επιστρέφοντας στην Τριαρχία των Χαμένων Εραστών


Ένα long read αφιερωμένο στο κορυφαίο 

Triarchy of The Lost Lovers των Rotting Christ


Τελικά αυτό εδώ το blog (σε μια εποχή που έχει περάσει η μόδα της “μπλογκόσφαιρας”) παραμένει πεισματικά ένα ημερολόγιο των μουσικων μου ακροάσεων και ένα πεδίο διοχέτευσης της επιθυμίας να γράφω για μουσική, με έναν τρόπο που θεωρώ ωραίο και ενδιαφέροντα, ακόμα κι αν δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις για το κάθε είδος και ύφος που κατά καιρούς καταπιάνομαι. Αλλά, ακούμε, διαβάζουμε, γράφουμε και μαθαίνουμε. Σαφέστατο παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί το παρακάτω κείμενο, στο οποίο εξωτερικεύω την σχετικά πρόσφατη επιστροφή μου στον metal ήχο, μετά από πολλά χρόνια που ασχολούμουν μαζί του παροδικά και επιλεκτικά. Βέβαια, αυτή η επιλεκτική ενασχόληση συνεχίζεται, αλλά έχει γίνει πολύ πιο πυκνή το τελευταίο καιρό, εξαιτίας της εστίασής μου στο ιδίωμα του black metal. Αλλά, αυτά τα έχουμε πει ήδη

Κεντρικό θέμα αυτού του κειμένου αποτελεί το τρίτο κατά σειρά ολοκληρωμένο άλμπουμ των θρυλικών Ελλήνων black metallers Rotting Christ, το εξίσου περίφημο Triarchy of the Lost Lovers. Ένα άλμπουμ που άκουσα για πρώτη φορά πολύ πρόσφατα, στην ηλικία των 44 χρονών… Κάπως ετεροχρονισμένα, θα έλεγε κανείς, αφού το αναμενόμενο θα ήταν να το είχα ακούσει ήδη από τα 14-15. Αλλά, σε αυτή την ώριμη (;) και σίγουρα προχωρημένη για headbanging ηλικία, η τριαρχία των Rotting Christ μου έκλεψε τα ώτα, το νου και την καρδιά και μ’ έκανε να λατρέψω χωρίς περιστροφές ξανά τη metal μουσική. Έτσι, αποφάσισα να μοιραστώ τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου δημιούργησε αυτό το άλμπουμ.

Ας ξεκινήσουμε με τα γνωστά και μη εξαιρετέα: στο Triarchy of the Lost Lovers οι Rotting Christ, αποτελούμενοι τότε από τον Σάκη Τόλη (Necromayhem) στα φωνητικά και στις κιθάρες, τον Δημήτρη Πατσούρη (Mutilator) στο μπάσο και τον Θέμη Τόλη (Necrosauron) στα τύμπανα, παρουσιάζουν μια στροφή και συνάμα εξέλιξη στον ήχο τους, βαίνοντας σε έναν δρόμο που δίνει έμφαση στη μελωδία, στις midtempo ταχύτητες και σε μια επική μελαγχολία gothic κλίματος. Πράγματι, τα riff που ξεχύνονται στα εννιά τραγούδια του άλμπουμ είναι πρώτης γραμμής, μοιρασμένα ανάμεσα στη μελωδικότητα και την αγριότητα. Παράλληλα, οι αλλαγές των θεμάτων και των ρυθμών έχουν έναν κάπως πολύπλοκο χαρακτήρα, αλλά το σημαντικό είναι ότι πραγματοποιούνται με οργανικότητα. Προσέξτε, για παράδειγμα το πως στο τραγούδι "Shadows Follow", το μελωδικό και groovy μέρος, ξαφνικά μα και με μια φυσικότητα, δίνει τη θέση του σε ένα ταχύ και τραχύ “νορβηγικού” ύφους ξέσπασμα. Ο Σάκης Τόλης στην κιθάρα παίζει δυναμικά μα και αρκετά δεξιοτεχνικά, αλλά κυρίως λιτά, στοιχεία που χαρακτηρίζουν και το παίξιμο και του αδερφού του Θέμη στα ντραμς. Αυτή η κυρίαρχη αίσθηση λιτότητας φτάνει σε επίπεδα μιας έκφρασης απογυμνωμένης από περιττά στολίδια, ωμής, κάμποσο παρανοϊκής, μα και γεμάτης πάθος στο τραγούδισμα του Σάκη, το αναμφίβολα πιο black metal χαρακτηριστικό του άλμπουμ. Όλα αυτά τα συστατικά συγκεράζονται σε ένα αρμονικό σύνολο χάρη στην παραγωγή του Andy Classen, η οποία αναδεικνύει τόσο την ωμότητα - σκληρότητα, όσο και την ατμοσφαιρικότητα - μελωδικότητα του ήχου της μπάντας. 

Τα προαναφερθέντα πιο τεχνικά ή ξεκάθαρα μουσικά στοιχεία του Triarchy of the Lost Lovers πρωταρχικά υπηρετούν το μοναδικό κλίμα αυτού του άλμπουμ. Mέσα σε αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα ένιωσα να χάνομαι δίχως επιστροφή. 

Πρώτα απ’ όλα, ο τίτλος της όλης κυκλοφορίας ήταν, για τα δεδομένα της black metal σκηνής των 90s, παράδοξος: ενώ η κυρίαρχη νοοτροπία, ακόμα και των πιο πειραματικών κυκλοφοριών του ιδιώματος, θεμελιωνόταν πάνω στη μισανθρωπία, τη βία και τον σατανισμό, η ελληνική μπάντα με το προκλητικό όνομα κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που στον τίτλο του φιγουράρει η φράση “χαμένοι εραστές”... Βεβαια, τόσο ο Jim Mutilator, σε μια συνέντευξη του ‘96, όσο και ο Σάκης Τόλης, στο guest που έκανε στο αφιέρωμα της τηλεοπτικής εκπομπής TV War για τα 25 χρόνια από την κυκλοφορία του άλμπουμ, επέμεναν ότι η “τριαρχία των χαμένων εραστών” είναι τα ίδια τα μέλη της μπάντας που κυνηγούσαν γενναία, όχι μόνο ένα καλλιτεχνικό όραμα, αλλά και έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, ο οποίος αισθάνονταν ότι εκείνη την περίοδο ροκανιζόταν από το πέρασμα του metal ήχου στο mainstream. Ωστόσο, αυτός ο τίτλος εισβάλλει τόσο έντονα στο φαντασιακό μας, ειδικά αφού αναφέρεται και στους στίχους των τραγουδιών...

Οι στίχοι, λοιπόν, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο χτίσιμο αυτής της μοναδικής ατμόσφαιρας του Triarcy of the Lost Lovers και συντελούν πολύ στη λογοτεχνική και φιλοσοφική διάστασή του. Στιχουργός όλων των τραγουδιών είναι ο Jim Mutilator, ο οποίος στην προαναφερθείσα συνέντευξη λέει: “it is hard to give a description of our music: it is full of emotions, full of inner freedoms, full of mysticism and wise occultism.” Ακούγοντας αυτούς τους τόσο συναισθηματικούς και ελευθερόφρονες στίχους, μου δημιουργήθηκε η ιδέα πως το άλμπουμ είναι concept, καθώς χαρακτήρες -με τα τόσο αλλόκοτα τους ονόματα- επανεμφανίζονται στους στίχους διαφορετικών τραγουδιών, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μικρές αφηγήσεις κάπου ανάμεσα στον αποκρυφισμό, το fantasy και την επιστημονική φαντασία. Οι επιρροές από συγγραφείς, όπως οι αγαπημένοι Tolkien και Lovecraft, αλλά και από την αρχαιοελληνική μυθολογία, αφομοιώνονται σε ένα ιδιαίτερο σύμπαν του Φανταστικού. 

Κάπως έτσι, βιώνοντας τα σκοτεινά παραμύθια του Triarchy of the Lost Lovers, φαντασιώθηκα πως μιλά για μια οικογένεια αλχημιστών ("Diastric Alchemy") και βασιλιάδων ("A Dynasty From Ice"). Ο Atheron, ο μάγος του οποίου το θνητό σώμα πεθαίνει και η αθάνατη ψυχή του ταξιδεύει, χωρίς όρια πια, στη θάλασσα ("The Opposite Bank") ίσως είναι ο πατέρας του άρχοντα (Archon) Emeron, του βασιλιά του αστρικού πολέμου ("King of A Stellar War").  Έπειτα, ο φτωχός και μαζί μαχητικός βασιλιάς Emeron αποχαιρέτησε, ως παιδί, τον νεκρό  αδερφό του, για να τον ξαναβρεί ένα πρωινό, όταν κι οι δυο θα μεταμορφωθούν σε “μάγους με ανθρώπινη λαλιά” ("Snowing Still"). Χρόνια μετά , θα ξεσηκώσει τους σκλάβους, ως ένας “αετός του κυνηγιού”, για να μπει στο πρώτο πεδίο της μάχης ("First Field of The Battle"). 

Οι στίχοι και η μουσική στο Triarchy διαπλέκονται σε ένα σύνολο ποίησης και στοχασμού, χωρίς όμως ποτέ να χάνεται η σκοτεινή black metal προοπτική. Φανταζόμαστε τις ιστορίες να εξελίσσονται σε τόπους γωνιώδεις και ασπρόμαυρους μα ποτισμένους ως τον πυρήνα τους με ανθρώπινες μνήμες και θνητά συναισθήματα. Οι  ήρωες των ιστοριών αυτών είναι λαμπροί ήρωες, “που ξεκινούν τη μοναρχία” ("King of A Stellar War"), αλλά ταυτόχρονα οδηγούν έναν στρατό από “τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους” ("The First Field of the Battle"), από “απόκοσμες ψυχές” (King of A Stellar War)  σε έναν “αβέβαιο πόλεμο” ("A Dynasty from the Ice"). Με λίγα λόγια, το μεγαλείο προκύπτει μέσα από τη στέρηση και τη δυσκολία. Οι Rotting Christ ακολουθούν μια διαφορετική πορεία τους από αυτή του παγωμένου και μισανθρωπικού νορβηγικού black metal, τραγουδώντας ιστορίες μιας δύσκολης και απέλπιδης αισιοδοξίας, μιας προσδοκίας ότι η δικαίωση θα έρθει στο τέλος, ότι μετά την πίκρα, τις σκιές και τον θάνατο υπάρχει φως και ζωή. 

Η δική τους εκδοχή του ιδιώματος, το λεγόμενο hellenic black metal κουβαλά ένα ισχυρό εντόπιο πολιτισμικό στοιχείο, μεσογειακό ή και, ειδικότερα, ελληνικό. Πρόκειται για μια νοοτροπία, η οποία, αν και κομβική ιστορικά και γεωγραφικά, συνήθως δεν είναι κοινωνικοπολιτικά κυρίαρχη στη χώρα μας, όπου “αξίες” όπως το φλεξάρισμα (ή η ποζεριά, όπως λέγαμε στα 90s), η ευκολία, ο νεοπλουτισμός και το πελατειακό σύστημα έχουν τον πρώτο λόγο. Για να το πούμε με μουσικούς όρους, αυτή η νοοτροπία σπανιότατα έχει γίνει mainstream, όμως εκφράζει ανθρώπους που αγωνίζονται, με δυσκολία κι ελπίδα. Άλλες φορές πετυχαίνουν, άλλες αποτυγχάνουν, έχουν όμως  διδαχθεί πολλά, τόσο από τις σταδιακές εναλλαγές των εποχών, όσο και από τα σκληρά τραύματα της ιστορίας. Αυτό το ανεπιτήδευτο πάντρεμα ανάμεσα στη βία και στη μελωδία, αλλά και η εμμονή σε αυτή τη μουντή επικότητα αναδεικνύουν αυτή την κοσμοαντίληψη. Ακόμα και η επιμονή του Σάκη και του Θέμη Τόλη, αλλά και του Δημήτρη Πατσούρη, να μην εμφανίζονται με corpsepaint, καρφιά και άλλα δαιμονικά στολίδια, πέρα από την προβολή μιας ευρύτερης metal άποψης, σχετίζεται και με μια τέτοια φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που ως κυρίαρχο μότο έχει το "μηδένα προ του τέλους μακάριζε" ή, καλύτερα, “μηδένα προ του τέλους οίκτιρε”. Εύστοχα ο Σάκης, σε μια παλιά του συνέντευξη δήλωνε: “παίζουμε μεσογειακό black metal”. 

Κλείνοντας το αφιέρωμα σε αυτό το κορυφαίο άλμπουμ του black metal ιδιώματος (ένα μεγάλο “μπράβο” για όσ@ς αντέξατε ως εδώ), θα προσπαθήσω να απαντήσω στο πιο δύσκολο ερώτημα που μου προκλήθηκε, ακούγοντας το: ποιες μπάντες και ποιες κυκλοφορίες αποτέλεσαν τις βασικές επιρροές για τη σχηματοποίηση του ήχου στο Triarchy of Lost Lovers; Όπως έγινε κατανοητό, στο συγκεκριμένο άλμπουμ οι Rotting Christ έφτασαν σε ένα πολύ προσωπικό ύφος, ως εκ τούτου είναι δύσκολο να ανιχνευθούν οι επιρροές τους. Στο Triarchy, οι Rotting Christ έχουν εξελίξει τον ήχο τους, από το ακατέργαστο death - black των πρώτων EPs σε μια ολοένα πιο έντονη εκλέπτυνση σε επίπεδο σύνθεσης, ενορχήστρωσης και παραγωγής, χωρίς όμως να στρογγυλέψουν τις αιχμές τους, οδηγούμενοι, τελικά, σε μια εμβάθυνση στην ουσία του προσωπικού τους στιλ. Έτσι, διακρίνουμε στοιχεία ωμά και ακατέργαστα, τα οποία παραπέμπουν ακόμα και black metal των 80s, από  τους Hellhammer και τους Sarcófago ως και το δικό τους Satanas Tedeum (1989), αλλά και τόσο οικείες, παθιασμένες και πιασάρικες μελωδίες, που -δεν θα πω ψέματα- μου θύμισαν ακόμα και τους Iron Maiden. Τελικά,  αυτό το αλλόκοτο αμάλγαμα ανάμεσα στην αγριότητα, την ποίηση και τη γοητεία της παρακμής, που συναντάμε στο Triarchy, έχει κατορθωθεί πρωτύτερα στο αριστουργηματικό Into the Pandemonium των Celtic Frost, ένα άλμπουμ που οι Christ σίγουρα έχουν παντοτινό οδηγό. 

Παράλληλα, απαραίτητος παράγοντας για την κατανόηση του Triarchy αποτελεί η ένταξή του στο ευρύτερο πεδίο του "hellenic black metal", το οποίο έδινε ιδιαίτερο βάρος στη μελωδικότητα και στη μυστικιστική και ποιητική ατμόσφαιρα. Παράλληλα, θα έλεγα ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ ουσιαστικά αποτελεί το τελικό κεφάλαιο της ακμής του ελληνικού black metal, λαμβάνοντας τη σκυτάλη της επικής και οργισμένης μελαγχολίας που αρθρώθηκε υπέροχα στο Walpurgisnacht των Varathron δύο χρόνια πριν. Επομένως, το τρίο των Ελλήνων metallers συγκροτεί μια πραγματική “τριαρχία χαμένων εραστών”, καθώς ορμώνται από τη δεκαετία του ‘80, για να φυτέψουν το ύστατο άνθος της πιο γνήσιας φάσης hellenic black metal, αλλά και να σημαδέψουν ανεξίτηλα την παγκόσμια extreme metal σκηνή του δεύτερου μισού των 90s. 

Η συμφωνία με τη γερμανική δισκογραφική Century Media και η ηχογράφηση του Triarchy of the Lost Lovers αποτέλεσε μια πραγματική περιπέτεια για το συγκρότημα, την οποία διηγείται γλαφυρά ο ίδιος ο Σάκης στην προαναφερθείσα εμφάνιση του στο TV War. Μετά από αυτό το άλμπουμ, οι  Rotting Christ προχωρήσανε δισκογραφικά και προόδευσαν περαιτέρω, διοχετεύοντας τη μεν gothic πλευρά τους στην αμέσως επόμενη δουλειά τους, A Dead Poem, ενώ το πιο επικό κλίμα αλλά και η επαφή με την ελληνική παράδοση, άνθισαν πλήρως στο Theogonia, δέκα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, η τριαρχία των χαμένων εραστών θα μείνει στη μνήμη ακροατών σε όλο τον κόσμο ως ένα αριστούργημα του black metal και του metal ευρύτερα. Πλέον κι εγώ έγινα ένας από αυτούς τους ακροατές.

Το κείμενο αφιερώνεται στον γιο μου, τον αληθινό βασιλιά του αστρικού πολέμου.