29/11/24

Conifére - L'Impôt du Sang: επαναστατικό, παθιασμένο και νοσταλγικό black metal από το Μόντρεαλ του Καναδά

Δεν είμαι βέβαιoς αν το L'Impôt du Sang των Conifére είναι το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς... αυτός όμως που μπορώ να δηλώσω με βεβαιότητα είναι πως πρόκειται για το πιο απολαυστικό άλμπουμ της χρονιάς. Μια δισκογραφική κατάθεση που έχω ακούσει πολλές φορές ήδη, περισσότερο από κάθε άλλη κυκλοφορία του 2024- ανεξαρτήτως είδους και ύφους- και συνεχίζω να ακούω με μεγάλη ευχαρίστηση. Κι αυτό επειδή το black metal συγκρότημα από το Μόντρεαλ του Καναδά παντρεύει αλλόκοτα και γοητευτικά τη μελωδία και την αγριότητα, την οργή και το πανηγύρι. 

Βέβαια, το άρθρο που ακολουθεί δεν έχει μονάχα διθυραμβικό, αλλά και κριτικό χαρακτήρα, καθώς το μουσικό ύφος, το  πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο οι Conifére κινούνται, καθώς και οι ευρύτερες επιρροές τους σχηματίζουν ένα υλικό ταμάμ για αισθητικό, αλλά και πολιτικοκοινωνικό σχολιασμο. Ας μπούμε, λοιπόν -όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι Emperor- στο μαγικό emperium των Conifére.

Πρώτα απ’ όλα, ο ιδιοσυγκρασιακός ήχος της μπάντας αξίζει την προσοχή μας: από τη μια πλευρά έχουμε ένα ενεργητικό, μελωδικό και επικό black metal, με μικρά μα ουσιαστικά ακουστικά διαλείμματα, ένας ήχος που χρωστά πολλά στην νορβηγική σκηνή των 90s, ειδικότερα στα folk, ψυχεδελικά και επικολυρικά πειράματα των πρώτων άλμπουμ των Enslaved και των In The Woods. Παράλληλα, όμως, διακρίνουμε και σαφείς επιρροές από τον ευρύτερο χώρο του punk, ακόμα και του hardcore, θα έλεγα κυρίως από neocrust μπάντες, όπως οι προ δεκαπενταετίας - εικοσαετίας θεμελιωτές της crust αναβίωσης Fall Of Efrafa. Ωστόσο, οι Conifére διαφοροποιούνται, καθώς ξεφεύγουν αφενός από αυτόν τον κραυγαλέο ηχητικό όγκο που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο μέρος του ακραίου metal σήμερα, ακόμα και στις πιο underground πλευρές του και αφετέρου από την κατήφεια που διακατέχει το crust από τα γεννοφάσκια του. 

Δηλαδή, από τη μία πλευρά ο ήχος τους είναι πιο messy και fuzz-αριστός, με την απαραίτητη και διακριτική προσθήκη των πλήκτρων, στοιχεία βέβαια που παραπέμπουν στο λεγόμενο atmospheric black metal, αλλά από την άλλη πλευρά στηρίζεται σε έξυπνα και τσαμπουκαλεμένα riffs, που βγάζουν μια οργισμένη χαρά. Συνεπώς στο L'Impôt du Sang θα βρείτε μουσική που προκαλεί νοσταλγία αλλά και διάθεση για ένα σούπερ δυνατό live. Η παραγωγή του Patrick McDowall των Spectral Wound αναδεικνύει όλη αυτή την ηχητική ιδιαιτερότητα. Θεωρώ πως το δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ, "Le Grand Ηyver", εμπεριέχει ισόποσα όλα τα παραπάνω στοιχεία˙ ειδικά το γύρισμα στo 3'.29'' από μια μυστικιστική απαγγελία βυθισμένη στο crustened black metal σε ένα παιχνιδιάρικο classic metal solo του Nakkabre, πάνω σε ένα κεφάτο d-beat παιγμένο από τους Garoth (drums) και Martyr (μπάσο) φτιάχνει ένα πραγματικό αριστούργημα. 

Η θεματολογία των αποκλειστικά γαλλικών στίχων στο L'Impôt du Sang μπλέκει την ιστορία με τον τον μύθο και τον συμβολισμό. Το άλμπουμ ξεκινά εκπληκτικά με την απαγγελία του ποιήματος “Liberté” του Πωλ Ελυάρ, από τον ίδιο τον ποιητή. Πρόκειται για ένα ποίημα που γράφτηκε το 1942 κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής της Γαλλίας και έχει επομένως έντονη αντιφασιστική και Αριστερή χροιά, ειδικά αν αναλογιστούμε την πολιτική ταυτότητα του ίδιου του δημιουργού του. Στα καπάκια ο τραγουδιστής Cauchemar ξεκινά τα ωραία του ουρλιαχτά, συνοδεία του απαραίτητου οργανικού ορυμαγδού. Μας τραγουδά για τον ανελέητο πόλεμο, για “τα αρπακτικά πουλιά που γλεντούν σε μια μαύρη γιορτή σάρκας” (“Régalent les rapaces d’un noir festin de chair”). Το “Le Grand Hyver” παρουσιάζει μια τραγική κατάσταση ένδειας, ακόμα και πείνας που φέρνει ο χειμώνας στους χωρικούς του Μεσαίωνα ή της πρώιμης νεωτερικότητας, ενώ το  “Décombres Fumants” είναι αφιερωμένο στους χριστιανούς κατακτητές των παγανιστικών κοινοτήτων της Ευρώπης και της Αμερικής, ίσως και του Καναδά ακόμα… 

Last but not least, στο δωδεκάλεπτο “Rêve de Nos Ancêtres” ξεδιπλώνεται μια λυρική εξιστόρηση της πορείας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος παρουσιάζεται αντιφατικά: από τη μια γνήσιο τέκνο της Γαλλικής Επανάστασης και του απελευθερωμένο γαλλικού λαού, αλλά από την άλλη ένας ιμπεριαλιστής κατακτητής, ζωσμένος από κόλακες και δολοπλόκους, ένα “πολίτης τύραννος”: “Citoyen Tyran”. Μετά από ένα ψάξιμο στο διαδίκτυο αυτός ο οπωσδήποτε μειωτικός χαρακτηρισμός, παραφθορά του τίτλου “Le Roi Citoyen” (πολίτης βασιλιάς) διατυπώθηκε από τον δημοσιογράφο Eugène Desmares σε σατιρικό του βιβλίο του 1830 εναντίον του βασιλιά της Γαλλίας, Louis Philippe I, ως κριτική της τάσης του για απολυταρχισμό. Ο Louis Philippe I ανατράπηκε το 1848, στο πλαίσιο μεγάλων αντιμοναρχικών και δημοκρατικών επαναστατικών κινήσεων στη Γαλλία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Δεν γνωρίζω αν ο στιχουργός του γκρουπ, Cauchemar, έχει υπόψη του το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά -όπως και να ‘χει- η διακειμενική αναφορά είναι πολύ ενδιαφέρουσα. 

Συνεπώς, βλέπουμε ότι τα κοινωνικοπολιτικά και τελικά ιδεολογικά αποτυπώματα των Conifére, τουλάχιστον στο L'Impôt du Sang, φανερώνουν μια προοδευτική πορεία, με μια -γνήσια γαλλική- επαναστατική εστίαση στον λαό ως φορέα της εθνικής και κοινωνικής ελευθερίας, από τη Γαλλική Επανάσταση ως και τον φλογερό ποιητικό λόγο του Πωλ Ελυάρ. Ωστόσο, μια πιο ενδελεχή έρευνα των κινήσεων του γκρουπ, από τότε που σχηματίστηκαν ως και σήμερα, αποκαλύπτει μια πιο αντιφατική πορεία, που έχει προφανώς μια θετική πολιτικά κατάληξη. 

Το πρώτο άλμπουμ των Conifére ονομάζεται Noblesse D'Épée και κυκλοφόρησε το 2020. Πρώτα απ’ όλα, ας ομολογήσουμε ότι είναι μια δουλειά πολύ κατώτερη του L'Impôt du Sang: ατμοσφαιρικότατο ambient black metal μεν, που τείνει έντονα προς το dungeon synth, αλλά υστερεί τόσο σε συνθέσεις, όσο και σε παραγωγή, η οποία είναι τόσο επιτηδευμένα lo-fi, που καταντά κάπως απρόσεκτη. Επίσης, το Noblesse D'Épée κυκλοφόρησε στην καναδική δισκογραφική Corde Raide, η οποία έχει φιλοξενήσει και κάποιους ξεκάθαρα εθνικοσοσιαλιστές black metal καλλιτέχνες. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα αν το γκρουπ είχε υπόψη του το ποιόν της συγκεκριμένης δισκογραφικής, αλλά στο διαδικτυακό μας κόσμο δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο... Παράλληλα όμως, αυτό το ασφυκτικό περιτριγύρισμα της μπάντας από έναν ακραία συντηρητικό πολιτικό κλοιό είναι ακόμα πιο σύνθετο. 

Όσες και όσοι ασχολούμαστε με το black metal ξέρουμε πολύ καλά πως δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών του ιδιώματος ανήκει στον συντηρητικό πολιτικό χώρο, από μια ήπια δεξιά κατεύθυνση ως και πλήρως συνειδητοποιημένες νεοναζιστικές θέσεις. Έτσι και στην ευρύτερη περιοχή του Κεμπέκ του Καναδά όπου ζουν και δραστηριοποιούνται οι Conifére (συγκεκριμένα τα μέλη της μπάντας ζουν στο Μόντρεαλ),  έχει αναπτυχθεί ένα ολόκληρο κύμα black metal μπαντών που εκφράζουν το γαλλοθρεμμένο αυτονομιστικό εθνικιστικό κινημα της περιοχης, το οποίο έχει τις ρίζες  στον 19ο αι., ενώ εδώ και πολλά χρόνια έχει στραφεί προς μια καθαρά συντηρητική και επικίνδυνα φυλετική κατεύθυνση. Οι φίλοι μας οι Conifére είναι αναμφίβολα επηρεασμένοι από αυτή την τάση, καθώς στον ήχο τους συναντάμε πολλές επιρροές από την μπάντα - σήμα κατατεθέν της, δηλαδή τους Forteresse, οι οποίοι παίζουν ένα επικό, δυναμικό και αγέρωχο atmospheric black metal και αφετέρου είδαμε ήδη πως έχουν μια εμμονή με τη γαλλική ιστορία και κουλτούρα. 

Όμως, στο L'Impôt du Sang, το συγκρότημα από το Μόντρεαλ κάνει μια ανεπαίσθητη αλλά παράλληλα ανεξίτηλη ιδεολογική στροφή, ενισχύοντας τις δημοκρατικές και (πολιτικά) φιλελεύθερες του τάσεις, χωρίς να απαρνείται τη γαλλική επίδραση. Αυτή η αλλαγή αντικατοπτρίζεται και στον ανανεωμένο, πλουσιότερο και σαφώς βελτιωμένο ήχο του πιο πρόσφατου δισκογραφικού του πονήματος. Παράλληλα, η βινυλιακή έκδοση του άλμπουμ τους κυκλοφορεί από τη δισκογραφική Phantom Lure, στο roaster της οποίας συμπεριλαμβάνονται Αμερικάνοι καλλιτέχνες, όπως οι Old Nick  και οι Bloody Keep, οι οποίοι έχουν πάρει ξεκάθαρα αντιφασιστική στάση. Τέλος, ο κιθαρίστας των Conifére, Nakkabre, κατά κόσμον Mathias Fortier, φαίνεται ένας ωραίος τύπος, tattoo artist και γραφίστας, με ευρύ μουσικό γούστο και, κυρίως, με διασυνδέσεις στον χώρο του αντιφασιστικού πανκ της καναδικής μεγαλούπολης. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε πως οι Conifére πλέον βαδίζουν δημοκρατικά, ακόμα περισσότερο διαμορφώνουν μια πιο προοδευτική οπτική για το metal noir quebecois, όπως ονομάζεται αυτή η εντόπια εκδοχή του μαύρου μετάλλου. 

Κατά τη διάρκεια του 2024, άκουσα black metal περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο της πορείας μου ως ακροατής. Σίγουρα οι εσωτερικές και οι εξωτερικές εμπειρίες δημιουργούν κάθε φορά τις συνθήκες για την έφεση προς ένα συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα. Στο L'Impôt du Sang των Conifére βρήκα έναν φίλο που με παρέσερνε σε ένα ενδογενές (ή και κανονικότατο) headbanging, αλλά παράλληλα μου προσέφερε στοχασμό, νοσταλγία και ψυχοθεραπεία! Πιστεύω πως στις επόμενες της κυκλοφορίες η μπάντα θα κινηθεί ακόμα πιο συναρπαστικά σε μουσικό επίπεδο και ακόμα πιο προοδευτικά σε πολιτικό. 

15/11/24

Music is my fuel 2024: IV

Η τέταρτη συνέχεια της σειράς Music is my fuel για το 2024 διαρκεί περίπου δυόμιση ώρες και ομολογώ πως παίδεψε κάμποσο τον δημιουργό της... Αποτελείται από νέες μουσικές, οι οποίες παρουσιάζονται με την εξής σκηνοθεσία: από  αφαιρετική dub electronica σε soul, trip hop και downtempo και ολίγον τι από hip hop, για να ολοκληρώσουμε τη βόλτα μας με ατμοσφαιρικό deep house. Πίσω όμως από όλες αυτές τις αλλαγές, χαμογελά η τζαζ μουσική, ενώ στις αστικές σκιές χορεύουν ποπ μελωδίες. Καλή ακρόαση!

4/11/24

10 trip hop κυκλοφορίες του 2024: μια υποβρύχια αστική βόλτα


Για πολλούς ακροατές, το trip hop άνθισε και μαράθηκε εντός της σπουδαίας μουσικής δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, οι περικοκλάδες αυτού του αλλόκοτου υποβρύχιου φυτού απλώθηκαν και στις αρχές των 00s μέσα από την ακμή του downtempo, αλλά και στη συνέχεια ξεφύτρωναν απρόσμενα μπλεγμένες με άλλα είδη και στιλ, από το deep house ως το indie rock. Επομένως, και και το 2024 το trip hop δεν αναβιώνει απλά, αντιθέτως συνεχίζει αδιάκοπα μια τρομερά ενδιαφέρουσα πορεία, η οποία συμπλέει με τις πιο προωθημένες τάσεις της σημερινής ηλεκτρονικής σκηνής.
Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα κι ας βουτήξουμε σε 10 υπέροχα φετινά trip hop άλμπουμ: τα έξι ανήκουν σε νέους καλλιτέχνες, ενώ τα άλλα τέσσερα σε πλέον κλασικούς παίκτες.


Α. ΟΙ ΝΕΟΠΕΣ

Birdsnake - Birdsnake Begins (Bathtub Music)

Στο ντεμπούτο EP τους αυτοί οι νεαροί από τη Μελβούρνη παρουσιάζουν ένα πειραματικό, ημί-αυτοσχεδιαστικό και tribal trip hop, που οπωσδήποτε εξελίσσει το συγκεκριμένο υπό-είδος σε άγνωστες ως τώρα γαίες, δανειζόμενο στοιχεία από το krautrock και το folk, ενώ ακολουθεί την περιπετειωδώς αυτοσχεδιαστική λογική της τζαζ. Παρόλες όμως αυτές τις πρωτότυπες προσμείξεις, έχουμε να κάνουμε με ένα ξεκάθαρα dubby trip hop άλμπουμ, με έντονο υφέρπον groove: άλλωστε οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται -λίγο παράδοξα, είναι η αλήθεια- ως jazz-funk!


Monoplay - Nine Lives (trueColors)

Ο Ρώσος Monoplay (Raha Medzhidov) στο δεύτερο full-length του, Nine Lives, προσφέρει εσωστρεφές και ηχητικά ψυχρό trip hop, το οποίο δανείζεται πολλά στοιχεία από το minimal techno - microhouse, ειδικά στα επίπεδα της ενορχήστρωσης και της παραγωγής. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, συλλέγονται τραγούδια αφιερωμένα σε προσωπικές εξομολογήσεις και ζεστά συναισθήματα μελαγχολίας, ενώ οι μελωδίες, ειδικά των φωνητικών, ακολουθούν blues δρόμους. Οι επιρροές εντοπίζονται σε Massive Attack, Morcheeba και Nicolas Jaar. Τελικά ο Monoplay είναι ένας singer-songwriter της electronica, του οποίου η μουσική αιχμαλωτίζει το φαντασιακό μιας νυχτερινής αχανούς μεγαλούπολης... σίγουρα ρωσικής. 


Starsiren - All Dust (self-released)

Στο ντεμπούτο των Starsiren από την Atlanta, θα βρείτε trip hop, ενός συχνά αδυσώπητα μελαγχολικού αστικού κλίματος, άλλωστε και ο τίτλος του άλμπουμ είναι ιδιαίτερα γλαφυρός... Αλλά αυτό το 4AD, σχεδόν goth στιλ εμπλουτίζεται, τόσο με ένα μαύρο groove όσο και μια alt-pop ευαισθησία, που μου θύμισε jj (του πλέον κλασικού "Still i Got Summer On My Mind"). Τελικά, στο βάθος μας κλείνει το μάτι η Kate Bush, όπως φαίνεται και από τη διασκευή στο αθάνατο "Running Up That Hill".


Travel Plans (self-released)

Το Τεξανό ντουέτο, με το υπέροχο όνομα, μέσα στο 2024 έχει παρουσιάσει περίπου 20 singles και EPs, που συγκροτούν άνετα ένα διπλό άλμπουμ. Με επιρροές, όπως αναφέρουν οι ίδιοι, από Brakestra, DJ Shadow, Heliocentrics, Beta Band και Phish, βαδίζουν πότε πιο χαμηλόφωνα, πότε πιο funky, αλλά πάντα αισιόδοξα και αθεράπευτα cool. Οι επιρροές από dub και rock πλούσιες και σαφείς, από Thievery Corporation ως Calexico, αλλά και από τους συμπατριώτες τους Khruangbin. Το αποτέλεσμα: μια χειροποίητη και σκονισμένη desert ατμόσφαιρα, "straight out from Texas", που λέμε εκεί στον Νότο!


Dawn Again - Every Dog's Hotel (Hell Yeah Recordings)

Ο Dawn Again μας έρχεται από την Μελβούρνη (όπως και οι Birdsnake) με ένα full-length ντεμπούτο γεμάτο με καλοφτιαγμένο ορχηστρικό downtempo που φέρνει στο νου τις δοξασμένες στιγμές των 90s (βλ. πρώιμους Thievery, K&D, Fila Brazilia), με επιρροές από τις πιο πρόσφατες εξελίξεις της bass music, όπως αυτή έχει συνταιριαστεί με το ορχηστρικό hip hop και την midtempo house. Κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα επιφανειακά ψυχρή και φουτουριστική, αλλά στην ουσία ζεστή και γνώριμη, ειδικά για τους ακροατές του trip hop/ downtempo ιδιώματος. Αλλά, η καθεμία και ο καθένας που θα αφεθεί στα χέρια του Mr. Dawn Again θα απολαύσει μια αισιόδοξη και υπογείως γκρουβάτη ενατένιση. 


Trickpony - Pillow Talk (Step Ball Chain)

Το Αυστραλιανό - Φιλανδικό γκρουπ των Trickpony μας γυρνάει πίσω στις ρίζες της μουσικής που αγαπάμε: ψυχεδελικό, λυσεργικό και- θα λέγαμε- αισθησιακό παλιομοδίτικο trip hop, με atmospheric drum & bass γυρίσματα ("Shiver"), αλλά και μια ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε shoegaze των 90s. Τα φωνητικά της Maria Korkeila είναι, πρώτον, δροσερά και νεανικά, δεύτερον, μυστηριακά και διονυσιακά, τρίτον, αθεράπευτα ρετρό. Οι φίλοι των Massive Attack, Tricky, Portishead και Sneaker Pimps ας επενδύσουν άφοβα. 


Β. ΟΙ ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ

Moby - always centered at night (Always Centered At Night)

Στο νέο άλμπουμ του Moby -το 22ο της καριέρας του:

1. τα μισά περίπου από τα τραγούδια μπορούν άνετα να ενταχθούν σε ένα νυκτικό (όπως φανερώνει και ο τίτλος του άλμπουμ) trip hop ζεστής μελαγχολίας

2. Τα τα άλλα μισά άσματα μοιράζονται σε deep house και breaks, με αποτέλεσμα όλο το άλμπουμ να αποπνέει έναν οικείο 90s αέρα, αλλά…

3. Παράλληλα η συνθετική, ηχητική και αισθητική προσέγγιση είναι φρέσκες και σημερινές, κυρίως επειδή ο Moby συνεργάζεται με μία σειρά νέων φοβερών soulful φωνών, που τα δίνουν όλα ώστε να εκφράσουν τη διαχρονική ανησυχία του παλαίμαχου δημιουργού για τα περιβαλλοντικά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα της εποχής μας. 

Μετά από πολύ καιρό ακούω ένα full-length του κύριου Richard Melville Hall απνευστί ξανά και ξανά.


Steve Cobby - FUCK NO (Déclassé)

Για το τρομερό άλμπουμ του Steve Cobby τα έχουμε πει αναλυτικά εδώ. Επομένως, περιληπτικά εδώ να θυμίσουμε ότι ο σπουδαίος παραγωγός της electronica, ιδρυτικό μέλος των Fila Brazilia, φτιάχνει ένα σαφώς πολιτικό άλμπουμ, όπου μέσα από ένα jazzy και dubby χαλαρό μα και ρυθμικό jamming, αρθρώνει ένα γ******ο ΌΧΙ σε κάθε πρόσωπο, τάση και νοοτροπία που κοντράρει τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και της αρμονικής συνύπαρξης των πολιτισμών. 


Jon Kennedy - My Technology (Jon Kennedy Federation)

Ακόμα ένα πολύ δυνατό άλμπουμ προστίθεται στη μακρά μουσική παραγωγή του Jon Kennedy: κυρίως συναισθηματικό και ταξιδιάρικο, σχεδόν out of this world trip hop, αλλά και breaks, καθώς και drum & bass σε ορχηστρικές ή τραγουδιστικές εκδοχές, στις οποίες εναλλάσσονται οι αισθαντικές και ζεστές γυναικείες φωνές με τις λίγο τρελούτσικες μα εξίσου συναισθηματικές ανδρικές. Η παραγωγή και η ενορχήστρωση είναι σύνθετες, αλλά καθόλου αυτάρεσκες και προσεγμένες μέχρι κεραίας. 


Deep Dive Corp. - Medusa (Scuba Music)


Από το πάλαι ποτέ ντουέτο των Deep Dive Corp. εδώ και χρόνια έχει μείνει ο κιθαρίστας, συνθέτης και παραγωγός Peter Musebrink.  Ο Peter, λοιπόν, επιστρέφει μετά από χρόνια με ένα ιδιαίτερα ισορροπημένο άλμπουμ: εσωστρεφές και σχεδόν αναστοχαστικό chill out με έντονα στοιχεία trip hop, αλλά και world samples, στο κλασικό γκρουβάτο και trippy ήχο των Deep Dive Corp. Ίσως το πιο εσωτερικό άλμπουμ του πλέον one man's band, με μια κατασταλαγμένη άποψη, τόσο μουσική - ηχητική, όσο και ψυχολογική. Αυτή η τάση διακρίνεται και από την ένταξη αρκετών τραγουδιών στο άλμπουμ, τα οποία ακολουθούν την αντίληψη του folk singing - songwriting. Σε αυτά τα τραγούδια θα βρούμε και συνεργασίες με πολύ καλούς τραγουδιστές, ενδεικτικές μιας δημιουργικής εξωστρέφειας. 


Η νέα σκήνη του trip hop, λοιπόν, απλώνεται σε Ευρώπη, Αμερική και- όπως βλέπουμε- κυρίως στην Αυστραλία, παραμένοντας ένα παγκοσμιοποιημένο φαινόμενο. Παράλληλα, η ανάμειξη με deep house και drum & bass αποτελεί κοινό τόπο και, βέβαια, δεν είναι τυχαία, καθώς αυτές οι δύο κατευθύνσεις της ηλεκτρονικής μουσικής έχουν μεγάλη απήχηση. Ειδικά, το 2024 το drum & bass έχει κάνει ένα μεγάλο comeback, τόσο στο underground,όσο και στο mainstream. Οι σημερινοί trip hoppers έχουν ευαίσθητες καλλιτεχνικές, πολιτισμικές και κοινωνικές κεραίες και αυτό που μου αρέσει πολύ είναι πως νέοι άνθρωποι συναρπάζονται με αυτή την στοχαστική, εκλεκτική, ατμοσφαιρική και γεμάτη groove αστική electronica. 


η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο είναι τραβηγμένη στο Παρίσι το 2018.