Invisible Lines είναι το όνομα του σόλο project του Βασίλη Βρακά, Έλληνα μουσικού που, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, ζει στην Νέα Ζηλανδία. Τουλάχιστον απ’ όσο έψαξα, ο Βρακάς πρωτοεμφανίστηκε μόλις πέρσι, το 2013, μέσα από την ιστοσελίδα Bandcamp, με δύο προσωπικά άλμπουμ ambient μουσικής. Το πρώτο, με τίτλο Anypsosis, θα το χαρακτήριζα πιο κλασικότροπο, ενώ το δέυτερο, Particles Of Being, πιο ηλεκτρονικό. Ακούγοντας αυτές τις δύο δουλειές, διακρίνει κανείς το προσωπικό μεράκι του συγκεκριμένου ανθρώπου για τη μουσική δημιουργία, έναν ερασιτεχνισμό, με την αρχική θετική έννοιας της λέξης, μια ανιδιοτελή αγάπη για την τέχνη, η οποία βέβαια διακρίνεται και στο ότι όλες οι κυκλοφορίες του προσφέρονται δωρεάν στο διαδίκτυο.
Στα πλαίσια του project Invisible Lines, ο Βρακάς, επίσης μέσα στο 2013, κυκλοφόρησε ένα EP με τίτλο The Last Warrior. Στη συγκεκριμένη ανάρτηση θα κάνουμε ένα focus σε αυτή την κυκλοφορία. Γιατί; Επειδή, εδώ και 5-6 μέρες που ανακάλυψα το εν λόγω EP, πρέπει να το έχω ακούσει πάνω από δέκα φορές… η προσπάθεια για τη διάδοση καλής μουσικής πάντα αξίζει.
Το Last Warrior EP αποτελείται από πέντε ορχηστρικές συνθέσεις, οι οποίες, σε γενικά πλαίσια, κινούνται στον χώρο της downtempo electronica. Η πρώτη και η τελευταία από αυτές αποτελούν παραλλαγές του ίδιου μελωδικού θέματος, σηματοδοτώντας αντίστοιχα την εισαγωγή και τον επίλογο του EP. Εδώ, όπως δηλώνει και ο ίδιος ο συνθέτης, έχουμε μια πιο soft και ηλεκτρονική εκδοχή του shoegaze των 90s. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η επιρροή από Ulrich Schnauss είναι κυρίαρχη, χωρίς να λείπει και μια πινελιά από τα διαστημικά synths του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Για το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο κομμάτι του άλμπουμ, ο Βρακάς σημειώνει πως εμπνεύστηκε από το πρώιμο Γαλλικό hip hop των 90s. Η αλήθεια είναι πως εδώ με βρίσκει αδιάβαστο, καθώς δεν έχω καλή ενημέρωση για τη συγκεκριμένη σκηνή, πέρα από κάποια τραγούδια του MC Solaar. Πάντως το κοινό στοιχείο και των τριών συνθέσεων είναι το χαρακτηριστικό trip hop beat, το οποίο βέβαια έχει τις ρίζες του στο hip hop.
Στην πρώτη σύνθεση, που τιτλοφορείται Bring It Home, μια σκοτεινή και έντονα ηλεκτρονική ατμόσφαιρα χτίζεται με funky κιθάρες, breakbeats και ένα βαρύ sequence. Έτσι αυτό το track, ακόμα περισσότερο ένα κάπως πιο dance remix του, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στα εκλεκτικά sets του Andrew Weatherall.
Στα αλλά δύο κομμάτια, όμως, το σκηνικό αλλάζει αρκετά. Τόσο, στο Brothers And Sisters, όσο και στο March to Freedom, το downtempo και το trip hop μπλέκονται με μουσικές της μεσογειακής Ανατολής. Ούτι, σαντούρι και tribal κρουστά φέρνουν όχι μονάχα ένα μυστηριακό και τελετουργικό χρώμα, αλλά, ειδικά στους ακροατές από την Ελλάδα ή, ευρύτερα, από τα Βαλκάνια και την Ανατολή, κάτι το οικείο. Σκεφτείτε την εντύπωση που αφήνει η ακρόαση του κλασικού remix των Massive Attack στο Face à la Mer των Les Négresses Vertes.
Γενικά, λοιπόν, στο Last Warrior EP συναντάμε τη φρέσκια νοοτροπία μιας underground προσέγγισης. Η όρεξη και το μεράκι, όπως έγραψα και στην αρχή, είναι παρόντα, η DIY αισθητική κυρίαρχη. Ακόμα και η απειρία που προδίδουν κάποιες αδυναμίες στην παραγωγή του ήχου, προσδίδουν κάτι το ανεπιτήδευτο και ειλικρινές. Αυτή ακριβώς την ειλικρίνεια μπορεί να διακρίνει κανείς και στη τελική σημείωση που συνοδεύει το EP στο Bandcamp: “ To the minority as always”. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η δήλωση ούτε στείρο ελιτισμό, ούτε απογοήτευση δείχνει, αντίθετα αναδεικνύει την πρόθεση του καλλιτέχνη να επικοινωνήσει με ένα κοινό που αναζητά μουσική έξω από τα δεδομένα του mainstream, που δεν διστάζει να ανοιχτεί σε μια πιο γνήσια καλλιτεχνική έκφραση. Κοντολογίς, αυτή η ατάκα, όπως άλλωστε και ολόκληρο το EP απευθύνεται σε τέτοιες παρέες "μάχιμων" ακροατών. Έτσι και ο τίτλος του αποκτά ένα συμβολικό νόημα.
Αυτή η ατμόσφαιρα μυστηρίου, τελετουργίας, αναμνήσεων και συμβολισμού αποτυπώνεται και στο εξώφυλλο του EP, σε ένα πίνακα ανατολίτικης θεματικής και προραφαηλιτικού ύφους.