Πριν λίγες μέρες ολοκλήρωσα την ανάγνωση του κλασικού έργου του Thomas More, Ουτοπία, σε μια παλιά αλλά προσεγμένη έκδοση του 1970, από τις εκδόσεις Κάλβος σε μετάφραση Γιώργου Καραγιάννη. Μου προκάλεσε έκπληξη κι έπειτα ενδιαφέρον η σκέψη, αλλά και το συγγραφικό ύφος του More. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι το 1516, τη χρονιά της πρώτης έκδοσης του έργου, κάποιος άνθρωπος μπορούσε να έχει τόσο πρωτοποριακές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ιδέες. Αν και ο Μαρξ είχε τεθεί κατά του ουτοπικού σοσιαλισμού, στο πλάνο του για την κομουνιστική κοινωνία σίγουρα επηρεάστηκε από την περιγραφή της φανταστικής χώρας της Ουτοπίας. Αλλά, το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο More χειρίζεται αριστοτεχνικά την ειρωνεία και τον σαρκασμό. Δεν σαρκάζει μονάχα την καταστρεπτική μανία των ανθρώπων για χρήμα και εξουσία ή ακόμα και τη διαφθορά των αριστοκρατών και της εκκλησίας, αλλά ειρωνεύεται και την ίδια του την λογοτεχνική κατασκευή, την ίδια του την κοσμοαντίληψη. Η ουτοπική του σκέψη δεν είναι μονολιθική, αντίθετα δέχεται τα βέλη ενός ισορροπημένου, ανθρώπινου, αναγεννησιακού, θα λέγαμε, χιούμορ.
Η ανάγνωση αυτού του αριστουργήματος, μου έδωσε το έναυσμα να σκεφτώ για τον ρόλο της ουτοπίας στην τέχνη. Πρόσφατα ολοκλήρωσα τη σειρά anime Cowboy Bebop του 1998. Επίσης μου προκάλεσε έκπληξη η καλλιτεχνική ποιότητα αυτής της δουλειάς. Ο σκηνοθέτης της, Shinichirō Watanabe, παρουσιάζει ένα φανταστικό μέλλον, χτισμένο σε αναφορές τόσο στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας, όσο και στην ποπ κουλτούρα. Για παράδειγμα, παρακολουθούμε διαστημόπλοια να χορεύουν όπως στην Οδύσσεια του Διαστήματος του Stanley Kubrick, αλλά τη βαριά κλασική μουσική έχουν αντικαταστήσει παιχνιδιάρικα jazz, blues και electrofunk θέματα, για τα οποία υπεύθυνη είναι η Yoko Kanno. Οι αστρικές πόλεις που επισκέπτονται οι νοσταλγικοί , αγωνιστικοί και παράλληλα χιουμοριστικοί πρωταγωνιστές πότε θυμίζουν noir ταινία των 50s, άλλες φορές το Blade Runner, ενώ κάποιες άλλες, φτωχές τσιμεντούπολεις του πρώην ανατολικού μπλοκ. Στο Cowboy Bebop, ο Watanabe δημιουργεί μία δική του ουτοπία, ένα διακειμενικό φουτουριστικό κόσμο, με υπαρξιακό και μεταμοντέρνο χαρακτήρα.
Μήπως και ο DJ David Mancuso, που μας άφησε πριν λίγες μέρες στα 72 του χρόνια, με τα ξακουστά Loft parties του μια παρόμοια ουτοπία δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει; Το διαμέρισμά του, στο οποίο λάμβαναν χώρα οι βραδιές με την ονομασία Love Saves The Day, μεταμορφωνόταν σε έναν κόσμο που άνθρωποι με διαφορετικό χρώμα δέρματος, με διαφορετικό φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, άνθρωποι ποικίλων ταυτοτήτων χόρευαν και περνούσαν υπέροχα με οδηγό τους τη μουσική, ένα μίγμα από disco, funk, jazz, dub, deep house και ψυχεδελικό ροκ. Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο της χορευτικής μουσικής και όχι το εμπορικό κιτς κατασκεύασμα που προπαγανδίζεται τόσο έντονα.
Ο Nicolas Jaar σε συνέντευξη που έδωσε για το νέο του άλμπουμ Sirens, δήλωσε το εξής: «I feel an affinity with the political aspect of dance music—maybe it can increasingly become a place of protest.» (πηγή)
Αυτός ο «τόπος διαμαρτυρίας» αποτελεί μία ακόμα ου-τοπία.
Η ανάγνωση αυτού του αριστουργήματος, μου έδωσε το έναυσμα να σκεφτώ για τον ρόλο της ουτοπίας στην τέχνη. Πρόσφατα ολοκλήρωσα τη σειρά anime Cowboy Bebop του 1998. Επίσης μου προκάλεσε έκπληξη η καλλιτεχνική ποιότητα αυτής της δουλειάς. Ο σκηνοθέτης της, Shinichirō Watanabe, παρουσιάζει ένα φανταστικό μέλλον, χτισμένο σε αναφορές τόσο στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας, όσο και στην ποπ κουλτούρα. Για παράδειγμα, παρακολουθούμε διαστημόπλοια να χορεύουν όπως στην Οδύσσεια του Διαστήματος του Stanley Kubrick, αλλά τη βαριά κλασική μουσική έχουν αντικαταστήσει παιχνιδιάρικα jazz, blues και electrofunk θέματα, για τα οποία υπεύθυνη είναι η Yoko Kanno. Οι αστρικές πόλεις που επισκέπτονται οι νοσταλγικοί , αγωνιστικοί και παράλληλα χιουμοριστικοί πρωταγωνιστές πότε θυμίζουν noir ταινία των 50s, άλλες φορές το Blade Runner, ενώ κάποιες άλλες, φτωχές τσιμεντούπολεις του πρώην ανατολικού μπλοκ. Στο Cowboy Bebop, ο Watanabe δημιουργεί μία δική του ουτοπία, ένα διακειμενικό φουτουριστικό κόσμο, με υπαρξιακό και μεταμοντέρνο χαρακτήρα.
Τέλος, αυτή η ουτοπική διάσταση της τέχνης απλώνεται και στη μουσική (για να δικαιολογήσουμε, συν τοις άλλοις, την παρουσία αυτού του άρθρου σε ένα μουσικό blog). Προτείνω, λοιπόν, να ακούσετε την μπάντα Archimedes Badkar. Μας έρχονται από τη Σουηδία, δραστηριοποιήθηκαν τη δεκαετία του ’70, κυκλοφορώντας συνολικά τέσσερα άλμπουμ, με πιο αντιπροσωπευτικό το τρίτο του 1977 με τον λιτό τίτλο Tre. Οι Archimedes Badkar ουσιαστικά κατορθώνουν να πλάσουν τη δική τους ηχητική ουτοπία, συνδυάζοντας προοδευτικό και ψυχεδελικό ροκ, free jazz, πειραματισμό, τη σουηδική παράδοση, αλλά και γενικότερα τις μουσικές παραδόσεις από διάφορα μέρη της Γης, κυρίως από την Αφρική. Η τέχνη τους έχει πολιτική διάσταση, βασίζεται στα θεμελιώδη για τη γενιά των 60s κοινοβιακά και αναρχικά ιδεώδη αλληλεγγύης και αποδοχής του διαφορετικού. Η τρελή παρέα των Σουηδών παρουσιάζει έναν μουσικό κόσμο συναδελφωμένο, αισιόδοξο και γεμάτο ανθρωπιά.
Μήπως και ο DJ David Mancuso, που μας άφησε πριν λίγες μέρες στα 72 του χρόνια, με τα ξακουστά Loft parties του μια παρόμοια ουτοπία δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει; Το διαμέρισμά του, στο οποίο λάμβαναν χώρα οι βραδιές με την ονομασία Love Saves The Day, μεταμορφωνόταν σε έναν κόσμο που άνθρωποι με διαφορετικό χρώμα δέρματος, με διαφορετικό φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό, άνθρωποι ποικίλων ταυτοτήτων χόρευαν και περνούσαν υπέροχα με οδηγό τους τη μουσική, ένα μίγμα από disco, funk, jazz, dub, deep house και ψυχεδελικό ροκ. Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο της χορευτικής μουσικής και όχι το εμπορικό κιτς κατασκεύασμα που προπαγανδίζεται τόσο έντονα.
Ο Nicolas Jaar σε συνέντευξη που έδωσε για το νέο του άλμπουμ Sirens, δήλωσε το εξής: «I feel an affinity with the political aspect of dance music—maybe it can increasingly become a place of protest.» (πηγή)
Αυτός ο «τόπος διαμαρτυρίας» αποτελεί μία ακόμα ου-τοπία.