29/10/18

Τζαζ για μια παραθαλάσσια καταιγίδα: η περίπτωση των Bato Bato


Έχω αναφερθεί ξανά στην πρόσφατη νέα στροφή του ενδιαφέροντος αρκετών νέων μουσικών και παραγωγών προς τη τζαζ μουσική, ένα φαινόμενο ανάλογο της nu jazz σκηνής των 90s, σε αντιστοιχία φυσικά με τα τρέχοντα ηχητικά, πολιτισμικά και κοινωνικά δεδομένα.  Μέρος αυτού του ευρύτερου δεύτερου nu jazz κύματος αποτελεί και το project Bato Bato, που αποτελείται από τους ηλεκτρονικούς παραγωγούς  Julian Smith από τις ΗΠΑ και Henrik Jakobsson από τη Σουηδία, με τη συνδρομή του Ισπανού τρομπετίστα Nestor Casas Oché.



Αυτή η πολυεθνική καλλιτεχνική συμμαχία πετυχαίνει ένα δύσκολο κατόρθωμα: να προσφέρει αρκετά πρωτότυπη και ιδιαίτερη τζαζ άποψη, η οποία καθορίζεται από χαλαρότητα, λιτότητα και μινιμαλισμό. Αφαιρετικά και χαμηλόφωνα μα χορευτικά ρυθμικά μοτίβα βρίσκονται στο επίκεντρο, δομημένα με ηλεκτρονικά και με, ακόμα πιο ενδιαφέροντα, αναλογικά κρουστά, τα οποία προσδίδουν ένα αδιαμφισβήτητο εξωτικό χρώμα. Ωστόσο, αυτός ο εξωτισμός παντρεύεται με μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που επιτείνει τόσο η κάπως lo-fi παραγωγή, όσο και τα συχνά επανερχόμενα ηχητικά εφέ μίας καταιγίδας…

Απαραίτητη όμως προσθήκη στην όλη μουσική πρόταση των Bato Bato αποτελούν οι εκπληκτικοί αυτοσχεδιασμοί της τρομπέτας του Nestor Casas Oché, ο οποίος αξιοποιεί την ανεξάντλητη latin jazz παράδοση, έχοντας επιρροές ακόμα και από εντελώς κλασικούς παίχτες και συνθέτες όπως ο Perez Prado. Παράλληλα, το παίξιμο του Oché έχει και κάτι το κινηματογραφικό, φέρνοντας στο νου το κορυφαίο soundtrack του Jerry Goldsmith για το αριστουργηματικό Chinatown. Άλλωστε και το όλο άλμπουμ σαν να κρύβει ένα στόρι, το  οποίο υπαινίσσονται οι τίτλοι των κομματιών και αφορά μία κατάβαση σε έναν υπόγειο, σπηλαιώδη κόσμο. Με το ίδιο concept σχετίζεται και το όνομα του project, καθώς bato στα ισπανικά σημαίνει πέτρα.

Η εκλεκτική τζαζ των Bato Bato συνδυάζει μία αρχέγονη latin ακόμα και afro ρυθμική άποψη, με μία αστική noir μουντάδα. Ακούστε, για παράδειγμα το πέρασμα από το moody Subtarreneo στο groovy Frustrado Por El Sol.  Βέβαια, αυτή περίεργη μουσική αφήγηση ποτέ δεν χάνει τον ήπιο θαλασσινό της προσανατολισμό που απαλύνει τις παραπάνω αντιθέσεις. Άλλωστε,  δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ έχει ηχογραφηθεί στη Μαγιόρκα και mastering έχει γίνει στην Καλιφόρνια, απ’ όπου κατάγεται ο επικεφαλής του σχήματος Julian Smith, ο οποίος πέρα από μουσικός είναι και εικαστικός.  

Το άλμπουμ των Bato Bato προβάλλει εμφατικά ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του πολιτισμού των τόπων που βρίσκονται πλάι στη θάλασσα, αυτό της αρμονικής μείξης χαρακτηριστικών εκ πρώτης άποψης αντιφατικών, ανάμεσα στην παραδοσιακή και την αστική ζωή , ανάμεσα στο ιθαγενές στοιχείο και ένα πλέον παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό. Άρα, η καταιγίδα, της οποίας οι ήχοι ακούγονται καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ δεν μπορεί παρά να ξεσπά σε έναν υγρό, θαλασσινό τόπο. 

10/10/18

Ηλεκτρονικά Καλά Νερά: το ντεμπούτο των Les Cyclades



«Τα ηλεκτρονικά και τα ηλεκτρικά μάλλον θα πρέπει να είναι 
η προσδοκία μου».


Το άλμπουμ ξεκινά με μία μπάσα γυναικεία φωνή που βγάζει έναν σνομπ αέρα – φανταζόμαστε να ανήκει σε μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα- να λέει την παραπάνω ατάκα… Παράλληλα, βλέποντας τη σελίδα των/του/ της Les Cyclades στο Bandcamp, πληροφορούμαστε πως μας έρχονται (ή μας έρχεται) από τα Καλά Νερά Μαγνησίας. 

Κάπως έτσι κανείς εισχωρεί στον σουρεαλιστικό κόσμο μια μυστηριώδους καλλιτεχνικής οντότητας, που αρνείται να μας αποκαλύψει ακόμα και βασικά στοιχεία της ταυτότητας της: είναι άντρας ή γυναίκα; Μιλάμε για έναν άνθρωπο ή για ολόκληρη μπάντα; Τελικά, πράγματι εδρεύει στα γειτονικά Καλά Νερά;

Όπως και να ‘χει, αυτό το παραθαλάσσιο χωριό της Μαγνησίας, το οποίο σε παλιότερες δεκαετίες γνώρισε τουριστικές δόξες, τουλάχιστον από τον εντόπιο πληθυσμό, και πλέον ανακαλεί ήσυχα και γραφικά τα περασμένα του μεγαλεία, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για το μουσικό ύφος των Les Cyclades (ε ναι, μέχρι νεωτέρας, ας του θεωρήσουμε συγκρότημα).




Όπως φανερώνει η παραπάνω εναρκτήρια ατάκα, οι Les Cyclades ανήκουν στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής, πιο συγκεκριμένα στο revival της underground αισθητικής, η οποία διαμορφώθηκε περίπου κατά τη δεκαετία 1985-1995, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πρώτες παραγωγές του Larry Heard. Πράγματι, ακούγοντας το ομώνυμο άλμπουμ των Les Cyclades μου ήρθε κατευθείαν στο νου το πρώτο αριστουργηματικό full-length του Larry Heard, Sceneries Not Songs Vol. 1 (1994). Γενικότερα, περιτριγυριζόμαστε  από έναν κύκλο επιρροών που ενώνει επιλεκτικά τον χορευτικό ηλεκτρονικό ήχο του Chicago με αυτόν του Detroit.

Βέβαια, οι Les Cyclades έχουν απεμπολήσει την επιθετικότητα του Detroit techno, αλλά έχουν κρατήσει τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα και ένα κλίμα τεχνοκρατισμού που εισβάλει στην καθημερινή ζωή. Μια ματιά στους τίτλους των tracks αρκεί για να κατανοηθεί αυτή η ειρωνική αναδόμηση μιας οικείας καθημερινότητας μέσα από την ηλεκτρονική μουσική. Το En Attendant Le Ferry που κλείνει το άλμπουμ ξεκινά με field recordings ενός πλήθους που περιμένει για να αποβιβαστεί στο φέρυ-μποτ.

Η ηχητική, αλλά και συναισθηματική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο ντεμπούτο των Les Cyclades είναι χαλαρή  και ελαφρώς χορευτική. Το beat επιμένει στα 4/4 ενώ μινιμαλιστικά και ambient θέματα παιγμένα από ζεστά synths συμπληρώνονται από αυτοσχεδιασμούς άλτο σαξοφώνου, οι οποίοι προσδίδουν μια free jazz γοητεία. Έτσι, οι Les Cylcades δεν παγιδεύονται σε ένα πληκτικό ορχηστρικό synthpop, ή ακόμα χειρότερα, στο εν πολλοίς αδιάφορο chill out, καθώς συχνά οι ήρεμες μελωδίες καταλήγουν σε οξείς πειραματικές αιχμές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελούν τα κομμάτια A Night in Chora και Mini Golf

Το ντεμπούτο των Les Cyclades, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί μία από τις καλύτερες ανεξάρτητες κυκλοφορίες της χρονιάς, καθώς παρουσιάζει μία μουσική πρόταση προχωρημένη, συγκροτημένη, πλούσια σε επιρροές, αλλά και πρωτότυπη. Αναρωτιέμαι πως δισκογραφικές, όπως η Music From Memory ή η Growing Bin, ή ακόμα περισσότερο η ελληνική Echovolt Records δεν έχουν ανακαλύψει τους φίλους μας από τα Καλά Νερά. 

Θεωρώ πως ήρθε ο καιρός.