23/12/24

Δέκα μουσικές επισκέψεις από το 2024: μέρος β'


Η πρώτη βεγγέρα των μουσικών μας καλεσμένων για το 2024 πραγματοποιήθηκε εδώ. Πάμε στο μέρος β', όπου ακόμα πέντε δια ζώσης/ διαδικτύου φίλ@, αλλά και άνθρωποι χωμένοι ως τα μπούνια στο σύμπαν της μουσικής, επιλέγουν 5 αγαπημένες τους κυκλοφορίες από τη χρονιά, γράφοντας ένα σύντομο κείμενο για την πρώτη τους επιλογή. Σε αυτό το β' μέρος, τα bio των συμμετεχόντων είναι γραμμένα από τ@ς ίδι@ς, ενώ η σειρά της παρουσίασης τους είναι αλφαβητική βάσει του ονόματός τους.


01. Δημήτρης Αυγέρος

Ο Δημήτρης Αυγέρος είναι εραστής της Μουσικής από τις αρχές των 80s. Δημοσιογράφος, DJ, ραδιοφωνικός παραγωγός και συνιδρυτής -πριν από 10 χρόνια- του Home Radio 89.1 στη Χαλκίδα όπου κάνει κάθε πρωί τις εκπομπές του, φυσικά χωρίς playlists και μουσικές παρωπίδες.

1. Glass Beams - Mahal


Οι Αυστραλοί Glass Beams ήταν, κατά τη γνώμη μου, το πιο σημαντικό μουσικό breakthrough του 2024. Έχοντας ηχογραφήσει μέχρι σήμερα μόλις δύο EP, κυκλοφόρησαν το δεύτερό τους το Μάρτιο για λογαριασμό της-πάντα σπουδαίας- Ninja Tune, δημιουργώντας ένα τεράστιο hype γύρω από το όνομά τους, όχι μόνο χάρη στον υπέροχο ήχο τους, αλλά και στη μοναδική τους αισθητική -ακόμη και το τόσο προσεγμένο styling τους- και τα ξεχωριστά live τους που έγιναν sold out οπουδήποτε έχουν εμφανιστεί, χωρίς ν' αποκαλύπτουν ποτέ τα πρόσωπά τους. Ευτυχώς, θα τους δούμε το καλοκαίρι και στην Αθήνα. Το "Mahal", ήταν για μένα το απόλυτα εθιστικό track του 2024.

2. Raphael Schoen - Sometimes I miss you

3. Jack J - Wrong again

4. Metronomy - Nice town

5.  Killowen - Rita Ora


02. Δημήτρης Λιλής

Ο Δημήτρης Λιλής είναι Marketing Manager της Warner music στην Ελλάδα, resident DJ στα Wild Poppies, Pharaoh (vinyl only sets) , Κύριος (Πλ. Μαβίλλη)  και σαν ραδιοφωνικός παραγωγός έχει στο παρελθόν συνδεθεί με σταθμούς όπως Athens Voice radio, Off Radio και προσφάτως με το Fade.radio. Από τα μέσα των 00s δεν έχει σταματήσει να τροφοδοτεί με μουσικά κείμενα και τελευταία με podcast τον φορέα εναλλακτικής μουσικής από τον ιστότοπο avopolis.gr

1. Charli XCX - Brat 


Θα αρκούσε να γράψω την λέξη BRAT 100 φορές για να δικαιολογήσω το πιο ανατρεπτικό ποπ κόνσεπτ της χρονιάς. Όσοι μεγαλώσαμε με το περιοδικό ΠΟΠ & ΡΟΚ  μάθαμε ότι η ποπ των Pet Shop Boys δεν ήταν guilty pleasure, αλλά κυριολεκτικά ένας ολόκληρος μηχανισμός από το songwriting και την παραγωγή μέχρι το marketing όπου ο τελικός στόχος της ήταν να βάλει υποσυνείδητα στις μάζες αυτό που γενικευμένα θα λέγαμε “καλή” μουσική. Και αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του Brat. Καλογραμμένα αλλά όχι καλογυαλισμένα κομμάτια συνδέθηκαν με την πιο out of the box καμπάνια της χρονιάς και γέννησαν ένα φαινόμενο για την ποπ κουλτούρα, που ναι μεν, από το underground μέχρι το big indie φάσμα ίσως είχε εκατοντάδες άλλους ακόμα και καλύτερους δίσκους σε συναγωνισμό, αλλά η ποπ αμεσότητα του υπήρξε καταλύτης για να καπελώσει την 1η θέση. Ναι, μέσα στο 2024 έγινα από αυτούς που προτιμούν έναν σχετικά καλό δίσκο με καλό branding, παρά έναν σπουδαίο μουσικά δίσκο με φτωχό ή μη επαρκώς φροντισμένο περιτύλιγμα. 

2. Tyler The Creator - Chromakopia

3. Clairo - Charm 

4. Fred Again.. - Ten Days

5. Floating Points - Cascade


03. Κλαίρη Σπερελάκη

Το ταξίδι της μουσικής μου ξεκίνησε από το βρεφικό μουσικό κουτί στην κούνια μου σαν μωρό και συνεχίστηκε με τις μουσικές των Πειρατικών σταθμών στα Χανιά που ήταν παράνομοι χωρίς άδειες και κυνηγούνταν , όμως έδιναν την ευκαιρία στον καθένα μας να ακούσει , να δώσει αφιερώσεις στα φιλαράκια του και στην καψούρα του απολαμβάνοντας τα μουσικά του γούστα . Μουσική εκπομπή στην τηλεόραση άκουγα τον Γιώργο Γκουτη από το 1982 με την εκπομπή του Μουσικοραμα που στις τρεις πρώτες εκπομπές ονομαζόταν "Μουσική πόπ" και μετά "Μουσικοραμα".
 
Στο ραδιόφωνο είχαμε τον Γιάννη Πετριδη , τον Ακη ´Εβενη και στον τύπο είχαμε τη δυνατότητα μέσω του "Ποπ και Rοκ" περιοδικού, αλλά και άλλων, να ενημερωθούμε για την πορεία της μουσικής σκηνής . Όλα αυτά πρώιμα χρόνια της εφηβείας μας έδωσαν μουσικές αποκαλύψεις για συγκροτήματα και μουσικούς που αν δεν τα ακούγαμε και διαβάζαμε θα είχαμε παντελή άγνοια .. Έτσι καλλιεργήθηκε μουσική παιδεία και η χημεία μας με αυτή μας έσωσε από λογής λογής σκουπίδια που και σήμερα δρουν ανενόχλητοι στη μουσική. H δεκαετία του 60-70 για μένα είναι η πιο παραγωγική μουσικά σκηνή που έφερε στο φως δεκάδες συγκροτήματα και μουσικούς πολύ αξιόλογους . Βέβαια, τώρα ακούω απ' αυτά ότι δεν είχα πάρει χαμπάρι τότε, γιατί δεν ήταν εμπορικά και δεν προωθούνταν από κανένα... 

Σήμερα έχω βρει την ψυχική μου υγεία και το δρόμο μου στη μουσική και δυστυχώς δεν με πείθουν οι σημερινοί αλλά ούτε και το παίξιμο των λογιών λογιών ντι τζέι μ' ένα στικάκι να βάζουν μουσικές στα μαγαζιά. Να τονίσω ότι είχα καλούς δισκοθετες μέντορες και τότε και τώρα αλλά αυτό που μετράει είναι η  προσωπικότητα του καθενός μας και τι είδους φωτιές ανάβουν στις ψυχές μας όπου ανάλογα καλλιεργούμε

1. Molchat Doma - Belaya  Polosa


Με τυμπανοκινητο μίγμα post-punk, coldwave και dark synthpop επιρροές των 80s, οι φίλοι μας κατάγονται από το Μινσκ της Λευκορωσίας. Στίχοι για την καταπίεση τη ζωή και τη μοναξιά έγιναν γνωστοί από ένα πρώην κομμουνιστικό κράτος  Ο τραγουδιστής Egor Shkutko, o Roman Komogortser στην κιθάρα το συνθεσάϊζερ και drum machine και o Palev Kozlov στο μπάσο και συνθεσάϊζερ ξεκίνησαν να συνθέτουν το 2017. Επιρροές από την εποχή της Περεστρόικα και από γνωστά γκρουπάκια πανκ και synth pop staples Καλλιώρα σαν τους Depeche Mode , Human League κ α φανερώνουν ομοιότητες αλλά η χροιά τους είναι αναγνωρίσιμη μόλις τους ακούσεις τους αγαπάς κιόλας.

Η "Belaya Polosa" είναι το τέταρτο ολοκληρωμένο έργο τους για το 2024  με επιρροές απο το EBM , το trip hop της δεκαετίας του 90 με ελάχιστο post-punk. Με τον καιρό, τα δύο πρώτα άλμπουμ κέρδισαν δημοτικότητα από το Γιουτιουμποφωνο και το Bandcamp και στη συνέχεια μέχρι το 2019 κέρδισαν πάνω από δύο εκατομμύρια ακροατές μέσω των άλμπουμ τους.

2. Hermanos Gutiérrez - Sonido Cosmico

3. Four Tet - Three

4. Ray LaMontage - Step into your power

5 Berlioz - Open this wall

 
04. Κωστής Παπαθανασίου

Μ' αρέσει η πολύ η μουσική. Προσπαθώ να ακούω όσο το δυνατόν περισσότερη. Μ' αρέσει επίσης να συζητάω για την μουσική, να διαβάζω για αυτήν και τελικά να ανακαλύπτω καινούρια (για μένα) πράγματα από το παρόν και το παρελθόν. Μ' αρέσει επίσης να αγοράζω μουσική αλλά αυτό είναι μάλλον μειονέκτημα 

(Ο Κωστής -που μας έρχεται από Θεσσαλονίκη- κατά παράβαση του κανόνος και μετά από δικό του request, έγραψε από ένα σύντομο review για τις δύο πρώτες του επιλογές)

1. Griffure - Paratonnerre 


Ένα πραγματικό έργο τέχνης που ξεκινάει από τη modern classical και αγγίζει ένα απίστευτο εύρος μουσικών από την αραβική παράδοση και τα σερφαδίτικα τραγούδια μέχρι την παραδοσιακή μουσική του Auvergne της Γαλλίας, μεσαιωνικούς θρησκευτικούς ύμνους και τη soul.

2. Atomizador - Haz

Επτά μικρής διάρκειας συνθέσεις που θα μπορούσε να τις πει κανείς απλές ασκήσεις ύφους αν δεν ήταν τόσο όμορφα δομημένες και αρμονικά θαυμάσιες. Άλλοτε στις κιθάρες (ακουστικές και ηλεκτρικές) και άλλοτε στο μπουζούκι ο Μαδριλένος επισκέπτεται το american primitivism στυλ, τους Tuareg της Β. Αφρικής, την Αναγεννησιακή μουσική,  τη Mέση Ανατολή, τον Sir Richard Bishop και την μπάντα του τους Sun City Girls (οι οποίοι ούτως οι άλλως ήταν και οι ίδιοι μουσικοί εξερευνητές), το Νεοζηλανδέζικο indie (στη διασκευή του στο τραγούδι των The Clean), ενώ στα σημεία όπου εισέρχονται οι (trademark πλέον) φωνητικές πολυφωνίες του πάει μια βόλτα μέχρι τους (ψυχεδελικούς) Beach Boys

3. Beth Gibbons - Lives Outgrown

4. Nicolas Jáar - Archivos de Radio Piedras

5. Maya Shenfeld - Under The Sun


05. Νίκος Μπαρπάκης (Espeekay)

Ο Νίκος Espeekay Μπαρπάκης είναι ακροατής και φίλος της μουσικής... Από το 2000 και κάτι επιλέγει ως DJ,  διοργανώνει μουσικές εκδηλώσεις και ενώνει τις τελείες μεταξύ σύγχρονου πολιτισμού και τάσεων.

1 . Jimi Tenor & Aura Safari – Sensory Blend


Ο Jimi Tenor είναι διοπτροφόρος πνευστός από τη Φινλανδία, με καριέρα 3 δεκαετίες και πάντα με άνεση στο  jazz και ψυχεδελικό. Κυκλοφόρησε φέτος μέσα στην ίδια χρονιά έναν solo δίσκο (αξίζει να το τσεκάρετε) και αυτό το release σε συνεργασία αυτή τη φορά με τους Ιταλούς Aura Safari. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικό easy listening soundtrack για ημέρες και νύχτες όλου του χρόνου, πολύ ευγενές στο άκουσμα, με μελωδικές έως και balearic στιγμές.

2. Hermanos Gutierrez – Sonido Cosmico

3. Future & Metro Boomin- We don’t trust you / We still don’t trust you

4. Glass Beams – Μahal

5. Georgie Greep – The New Sound


Ευχαριστώ όλες και όλ@ς το@ς guest μας για τη καλή τους διάθεση, αλλά και την όρεξη να διασπείρουν στον λαό την πραγματικά καλή μουσική, χωρίς παρωπίδες. Του χρόνου και εις ανώτερα, μουσικά και όχι μόνο!


21/12/24

Δέκα μουσικές επισκέψεις από το 2024: μέρος α'


Καθώς το 2024 κλείνει πια τον κύκλο του, ζήτησα από δέκα πραγματικ@ς ή/και διαδικτυακ@ς φίλ@, οι οποί@ βέβαια τρέφουν μια βαθιά και αθεράπευτη αγάπη για τη μουσική, να επιλέξουν πέντε κυκλοφορίες του έτους, για να τις παρουσιάσουμε εδώ. 

Οι μουσαφίρηδες μας έρχονται από την Αθήνα, από τη Θεσσαλονίκη, από τον Βόλο, από τα Χανιά, από τη Χαλκίδα και από την Κέρκυρα και η καθεμία/ ο καθένας ξεδιπλώνει ένα μοναδικό γούστο, αλλά και μια φοβερή μουσική και ευρύτερα πολιτιστική καλλιέργεια, στοιχεία που διαφαίνονται και από το κείμενο που έχουν στείλει και για την νο1 επιλογή τους.  

Εννοείται ότι θα βρείτε ανακατεμένα γεμάτους πάθος επαγγελματίες στον χώρο της μουσικής μαζί με εκείνους/ εκείνες που την αγαπάνε απλά, αλλά το ίδιο παθιασμένα. Κάθε συμμετοχή συνοδεύεται από ένα μικρό bio, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις έχει γραφτεί από μένα, ενώ σε κάποιες άλλες από τ@ς ίδι@ς τ@ς καλεσμέν@ς. Η σειρά παρουσίασης είναι αλφαβητική βάσει κυρίως το μικρό όνομα της καθεμίας/ του καθενός guest. 


01. Αχιλλέας Δημητρακόπουλος (Cheapedits/ Fog/ Elastic)

Ορμώμενος από την Κέρκυρα με την τόσο σπουδαία μουσική και γενικότερα καλλιτεχνική παράδοση, ο Αχιλλέας έχει κυκλοφορήσει τις δικές του deep house, techno, dark disco και balearic δημιουργίες σε σημαντικές δισκογραφικές, όπως η Music For Dreams και η Yoruba Records, υπό τα ψευδώνυμα Fog και Cheapedits, χωρίς να παραμελεί το ambient kai drone στιλ, ως Elastic. Παράλληλα, ασχολείται ως DJ σε bar και club εντός και εκτός Ελλάδας.

 1. Sven Wunder & Drumetrics - Free Time

 

Θα μπορούσα να μιλάω για αυτόν τον δίσκο ώρες αμέτρητες. Όλες οι συνθέσεις του αγαπητού Wunder αφήνουν κάτι πάνω μας και ο καθένας το ερμηνεύει όπως το βιώνει. Είναι ένα κράμα που, από τη μια σε αγγίζει σαν το πιο απαλό ύφασμα με τα ονειρικά του strings και τις νωχελικές drum sequences, έως την πιο “απελευθερωτική” ατμόσφαιρα που σου αφαιρεί” ότι σε βαραίνει. Ενδεχόμενος ο παράγωγος που ακούστηκε περισσότερο στο πικαπ για την αποφόρτιση, αλλά και την πυροδότηση ιδεών και έμπνευσης. Προφανώς και αυτός ο καλλιτέχνης έχει κάτι να “δηλώσει” και ευτυχώς που υπάρχουν αυτές οι ηχητικές “ανάσες” εναντίον της κακοφωνίας που επικρατεί στα ποπ στερεώματα.

2. Tiger & Woods - Dancing Without Headphones

3. Hania Rani - Nostalgia

4. Payfone - Wild Butterfly EP

5. Gerardo Frisina - Mystical Funk 45’


02. Γιώργος Ζούκας

Ένας από τους πιο ευγενικούς, πολυμαθείς και ανήσυχους πνευματικά ακροατές που έχω γνωρίσει, ο Γιώργος ελίσσεται ανάμεσα σε μουσικά είδη και εποχές, ανιχνεύοντας διαλεκτικές σχέσεις, αλλά και έχοντας πάντα στο νου την κοινωνικοπολιτική διάσταση της μουσικής και ευρύτερα της τέχνης. Εδώ και σχεδόν 15 χρόνια, επιμελείται και παρουσιάζει την εκπομπή "And Now For Something Completely Different" στον Nova Fm 106 του Βόλου, ενώ παράλληλα συμμετέχει με μουσικοκριτικές του σε ιστοσελίδες και fanzines. Παλαιότερα είχαμε συνυπάρξει ως DJ partners στο δίδυμο Brkn Glssz. Που θα πάει, θα επανέλθουμε!

1. Meshell Ndegeocello - No More Water: The Gospel Of James Baldwin



Χρόνος! Ξεκάθαρα εμπορεύσιμο προϊόν, υψηλής αξίας. Σπουδαία εφεύρεση και παγίδα ονείρων, ενίοτε άπιαστων. Όσο κι αν ξεγλιστράει και ξεφεύγει, ωστόσο, πάντα θα ξεκλέβουμε λίγο για τις απολαύσεις μας. Τούτη είναι και η ακρόαση δίσκων και μάλιστα μια από τις τελευταίες που διατηρούμε με ευλάβεια! Κι αφού είναι τόσο δύσκολο και πολύτιμο να βρούμε τον απαιτούμενο χρόνο για να τον επενδύσουμε στα σωστά έργα, όταν το πετυχαίνουμε η απόλαυση αλλάζει επίπεδο.

Συνθετικός πλουραλισμός, κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες και ακτιβισμός, σ’ έναν μοναδικό συνδυασμό με διεθνή αναγνώριση, επιτυχίες και βραβεύσεις. Αυτή θα μπορούσε να είναι σε ελάχιστες γραμμές η περίληψη για το ποια είναι η Meshell Ndegeocello που κατέχει την πρωτιά στη φετινή λίστα με τα καλύτερα. Και θα ήταν μια ελλιπής περίληψη, καθώς περιγράφει ελάχιστα.

Με καριέρα που ξεκινάει από τα 80ς και παραμένει ενημερωμένη σε όλα τα επίπεδα, η θεματολογία του φετινού πονήματος της Ndegeocello αποτελεί έναν φόρο τιμής στον James Baldwin, τον αφροαμερικανό συγγραφέα και αγωνιστή που αφιέρωσε τη ζωή του σε ζητήματα σεξουαλικότητας και χειραφέτησης της gay κοινότητας, χωρίς να παραγνωρίζει και να τα ξεχωρίζει από τον ταξικό και φυλετικό αγώνα. Επενδύοντας κανείς στο δίσκο, αυτό που παρατηρεί είναι πόσο επίκαιρο είναι το μήνυμα, που παρουσιάζεται σ’ ένα πλαίσιο στο οποίο χωράει από τζαζ αυτοσχεδιασμούς, soul - funk ρυθμούς, μέχρι και ambient ηχοτοπία, με τους συμμετέχοντες να δίνουν την ψυχή τους. Αν μένει κάτι από όλη αυτή την εμπειρία, είναι η επιτακτικότητα της ισότητας και ισοτιμίας όλων των ανθρώπων ανεξαιρέτως, κάτι που επιτυγχάνεται με εγγύτητα και συντροφικότητα.

Να και μια ευχή για τη νέα χρονιά!

2. Soren Skov Orbit - Adrift

3. Ballake Sissoko & Derek Gripper - s/t

4. The Cure – Songs of a Lost World

5. Robert Leiner - Analogue Days


03. Γιώργος Φλούδας

Μουσικόφιλος και queer folklorist, πρωτοάκουσα το "Boys don’t cry" των Cure στα 12 το 1980 από 90άρα κασσέτα. TDK. Το "Real to real cacophony" των Simple minds έπαιζε στην άλλη πλευρά. Έκτοτε, φανατικά στις χαραμάδες μεταξύ post punk και disco προχωράω στο χρόνο και τους ήχους χωρίς αιδώ και τώρα.

(Ο Γιώργος επέλεξε να γράψει ένα περιεκτικό και ευφυές -θα προσέθετα- σημείωμα για καθεμία από τις κυκλοφορίες του 2024 που επέλεξε)

1. Alfie Templeman - Radiosoul
Το πιο Εγώ  άλμπουμ της χρονιάς



2. Little Simz - Drop 7
Το πιο Speechless! άλμπουμ της χρονιάς

3. Julianna Gattas - Maquillada en la cama
Το πιο Εξαρτησιογόνα Telenovela άλμπουμ της χρονιάς

4. Charli XCX - Brat
Το πιο Brat άλμπουμ της χρονιάς

5. Boys’ shorts - Desire EP
Το πιο Patrick Cowley άλμπουμ της χρονιάς 


04. Δήμητρα AKA Mitsi Zogo

Η μουσική συνόδευε πάντα τη ζωή μου από πολύ μικρή. Μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου ψαχνόμασταν στους ήχους του ροκ του ΄60  -΄70, στα blues και στη jazz. O πρώτος δίσκος που μπήκε σπίτι από το χαρτζιλίκι μας ήταν το "Animals" των Pink Floyd, που λατρεύαμε, σε real time. 'Ηταν η εποχή των βινυλίων, της κασσέτας και των fanzine όπου μαθαίναμε τις νέες κυκλοφορίες. Οι δίσκοι αργούσαν να κατέβουν από το πικαπ αν δεν είχαν κατανοηθεί πλήρως! Έπειτα τα γούστα τροποποιήθηκαν, punk και new wave κι έπειτα indie σκηνή, για να χαθούμε σε πιο πειραματικά ηλεκτρονικά μονοπάτια. 

Η γνωριμία μου με το hip hop έγινε σε ένα σπίτι φίλου, που κάναμε ραδιοφωνικές εκπομπές και έπαιξε ο πρώτος δίσκος των Public Enemy. Ένιωσα σφυριά στο στομάχι και μια σιγουριά ότι εδώ υπάρχει κάτι καινούργιο και πολύ σπουδαίο. Την επόμενη δεκαετία, που ήταν και η "χρυσή" του είδους, αφιερώθηκα σχεδόν αποκλειστικά στην αποδελτίωση της μουσικής, αλλά και της κουλτούρας του hip hop. Μην  ξεχνάμε ότι μετά των συναυλία των P. Enemy στο Κατράκειο ξεκίνησε και η εγχώρια σκηνή, οπότε υπήρχε υλικό για πολλά χρόνια. 

Σήμερα θεωρώ ότι τα διάφορα είδη συνομιλούν πολύ δημιουργικά μεταξύ τους και δεν προσκολλούμαι σε ένα είδος. Μερικές φορές, βέβαια, μου λείπει αυτή η απόλυτη αίσθηση της νεότητας ότι ανήκουμε κάπου, σε ένα μουσικό κίνημα ή σχολή. 

(στη θέση #4 της λίστας της, η Δήμητρα είχε το δίλημμα επιλογής ανάμεσα σε δύο άλμπουμ. Φυσικά, συμφώνησα να συμπεριλάβει και τα δύο!)


1. Shabaka - Perceive Its Beauty, Acknowledge Its Grace


O Shabaka την περίοδο του αναγκαστικού εγκλεισμού λόγω της πανδημίας και, παρά την απόλυτα επιτυχή πορεία του με τα σχήματα που είχε δημιουργήσει ή συμμετείχε ως σαξοφωνίστας, ανακαλύπτει το γιαπωνέζικο φλάουτο και αποφασίζει να το μελετήσει. Ο δίσκος αυτός είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδρομής, η οποία ξεκινά εσωτερικά, αλλά έχω την αίσθηση ότι απευθύνεται και οραματίζεται έναν κόσμο διαφορετικό, είναι σαν να μας τον συστήνει εκ νέου, με έναν τρόπο ποιητικό. Το μόνο που χρειάζεται είναι να σταθούμε στις λεπτομέρειες του δίσκου:  τα χαμηλόφωνα κρουστά, τα ιδιαίτερα φωνητικά, τις ωραίες παύσεις, τις χίλιες όψεις του φλάουτου. Είχαμε την ευκαιρία να μοιραστούμε ζωντανά αυτό το όνειρο στην πρόσφατη εμφάνισή του στο Ωδείο Αθηνών, όπου καταλάβαμε πόσο ξεχωριστός, ευγενής και προσηνής είναι 

2. BEAK - BEAK >>>>

3. Cindy Lee - Diamond Jubilee 

4. Amaro Freitas - Y'Y ή KA - The thief next to Jesus

5 Glass Beams - Mahal EP


05. Demitri AFrnd

Ο Demitri Afrnd είναι ένας φανατικός φίλος της μουσικής και ερασιτέχνης -με την αρχική και γνήσια έννοια της λέξης- DJ, που ξεκίνησε να μιξάρει το ‘97 στο θρυλικό Toons (cafe - bar, στο οποίο ως έφηβος ήμουν κι εγώ θαμώνας). Έπειτα έφυγε για σπουδές στην Αγγλία, όπου γνώρισε την ηλεκτρονική μουσική. Από την επιστροφή του κι έπειτα, ασχολείται με το DJing σε bar του Βόλου και της Αθήνας, αλλά και ως guest σε sites και ραδιόφωνα. 

1. Golden Bug - Piscolabis II


Ένα άλμπουμ γεμάτο ηλεκτρονικούς ρυθμούς που συνδυάζουν vintage synths και funky grooves με μια φρέσκια, ψυχεδελική αισθητική. Κάθε κομμάτι μοιάζει να σε μεταφέρει σε μια φουτουριστική disco με πειραματικά στοιχεία που κρατούν το ενδιαφέρον αμείωτο. Οι συνεργασίες με διάφορους καλλιτέχνες προσθέτουν ποικιλία και βάθος στον ήχο, δίνοντας μια πολυδιάστατη εμπειρία ακρόασης. Είναι μια απόλαυση για όσους αγαπούν την avant-garde electronica με ρετρό πινελιές και ιδιαίτερη προσοχή στη λεπτομέρεια.

2. Patrick Cowley - From Behind 

3. Arab Strap - I'm Totally Fine With It Don't Give a Fuck Anymore 

4. Red Axes - One More City

5. Woodleigh Research Facility - Vous Du Music


Το άρθρο συνεχίζεται εδώ.


29/11/24

Conifére - L'Impôt du Sang: επαναστατικό, παθιασμένο και νοσταλγικό black metal από το Μόντρεαλ του Καναδά

Δεν είμαι βέβαιoς αν το L'Impôt du Sang των Conifére είναι το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς... αυτός όμως που μπορώ να δηλώσω με βεβαιότητα είναι πως πρόκειται για το πιο απολαυστικό άλμπουμ της χρονιάς. Μια δισκογραφική κατάθεση που έχω ακούσει πολλές φορές ήδη, περισσότερο από κάθε άλλη κυκλοφορία του 2024- ανεξαρτήτως είδους και ύφους- και συνεχίζω να ακούω με μεγάλη ευχαρίστηση. Κι αυτό επειδή το black metal συγκρότημα από το Μόντρεαλ του Καναδά παντρεύει αλλόκοτα και γοητευτικά τη μελωδία και την αγριότητα, την οργή και το πανηγύρι. 

Βέβαια, το άρθρο που ακολουθεί δεν έχει μονάχα διθυραμβικό, αλλά και κριτικό χαρακτήρα, καθώς το μουσικό ύφος, το  πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο οι Conifére κινούνται, καθώς και οι ευρύτερες επιρροές τους σχηματίζουν ένα υλικό ταμάμ για αισθητικό, αλλά και πολιτικοκοινωνικό σχολιασμο. Ας μπούμε, λοιπόν -όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι Emperor- στο μαγικό emperium των Conifére.

Πρώτα απ’ όλα, ο ιδιοσυγκρασιακός ήχος της μπάντας αξίζει την προσοχή μας: από τη μια πλευρά έχουμε ένα ενεργητικό, μελωδικό και επικό black metal, με μικρά μα ουσιαστικά ακουστικά διαλείμματα, ένας ήχος που χρωστά πολλά στην νορβηγική σκηνή των 90s, ειδικότερα στα folk, ψυχεδελικά και επικολυρικά πειράματα των πρώτων άλμπουμ των Enslaved και των In The Woods. Παράλληλα, όμως, διακρίνουμε και σαφείς επιρροές από τον ευρύτερο χώρο του punk, ακόμα και του hardcore, θα έλεγα κυρίως από neocrust μπάντες, όπως οι προ δεκαπενταετίας - εικοσαετίας θεμελιωτές της crust αναβίωσης Fall Of Efrafa. Ωστόσο, οι Conifére διαφοροποιούνται, καθώς ξεφεύγουν αφενός από αυτόν τον κραυγαλέο ηχητικό όγκο που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο μέρος του ακραίου metal σήμερα, ακόμα και στις πιο underground πλευρές του και αφετέρου από την κατήφεια που διακατέχει το crust από τα γεννοφάσκια του. 

Δηλαδή, από τη μία πλευρά ο ήχος τους είναι πιο messy και fuzz-αριστός, με την απαραίτητη και διακριτική προσθήκη των πλήκτρων, στοιχεία βέβαια που παραπέμπουν στο λεγόμενο atmospheric black metal, αλλά από την άλλη πλευρά στηρίζεται σε έξυπνα και τσαμπουκαλεμένα riffs, που βγάζουν μια οργισμένη χαρά. Συνεπώς στο L'Impôt du Sang θα βρείτε μουσική που προκαλεί νοσταλγία αλλά και διάθεση για ένα σούπερ δυνατό live. Η παραγωγή του Patrick McDowall των Spectral Wound αναδεικνύει όλη αυτή την ηχητική ιδιαιτερότητα. Θεωρώ πως το δεύτερο τραγούδι του άλμπουμ, "Le Grand Ηyver", εμπεριέχει ισόποσα όλα τα παραπάνω στοιχεία˙ ειδικά το γύρισμα στo 3'.29'' από μια μυστικιστική απαγγελία βυθισμένη στο crustened black metal σε ένα παιχνιδιάρικο classic metal solo του Nakkabre, πάνω σε ένα κεφάτο d-beat παιγμένο από τους Garoth (drums) και Martyr (μπάσο) φτιάχνει ένα πραγματικό αριστούργημα. 

Η θεματολογία των αποκλειστικά γαλλικών στίχων στο L'Impôt du Sang μπλέκει την ιστορία με τον τον μύθο και τον συμβολισμό. Το άλμπουμ ξεκινά εκπληκτικά με την απαγγελία του ποιήματος “Liberté” του Πωλ Ελυάρ, από τον ίδιο τον ποιητή. Πρόκειται για ένα ποίημα που γράφτηκε το 1942 κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής της Γαλλίας και έχει επομένως έντονη αντιφασιστική και Αριστερή χροιά, ειδικά αν αναλογιστούμε την πολιτική ταυτότητα του ίδιου του δημιουργού του. Στα καπάκια ο τραγουδιστής Cauchemar ξεκινά τα ωραία του ουρλιαχτά, συνοδεία του απαραίτητου οργανικού ορυμαγδού. Μας τραγουδά για τον ανελέητο πόλεμο, για “τα αρπακτικά πουλιά που γλεντούν σε μια μαύρη γιορτή σάρκας” (“Régalent les rapaces d’un noir festin de chair”). Το “Le Grand Hyver” παρουσιάζει μια τραγική κατάσταση ένδειας, ακόμα και πείνας που φέρνει ο χειμώνας στους χωρικούς του Μεσαίωνα ή της πρώιμης νεωτερικότητας, ενώ το  “Décombres Fumants” είναι αφιερωμένο στους χριστιανούς κατακτητές των παγανιστικών κοινοτήτων της Ευρώπης και της Αμερικής, ίσως και του Καναδά ακόμα… 

Last but not least, στο δωδεκάλεπτο “Rêve de Nos Ancêtres” ξεδιπλώνεται μια λυρική εξιστόρηση της πορείας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος παρουσιάζεται αντιφατικά: από τη μια γνήσιο τέκνο της Γαλλικής Επανάστασης και του απελευθερωμένο γαλλικού λαού, αλλά από την άλλη ένας ιμπεριαλιστής κατακτητής, ζωσμένος από κόλακες και δολοπλόκους, ένα “πολίτης τύραννος”: “Citoyen Tyran”. Μετά από ένα ψάξιμο στο διαδίκτυο αυτός ο οπωσδήποτε μειωτικός χαρακτηρισμός, παραφθορά του τίτλου “Le Roi Citoyen” (πολίτης βασιλιάς) διατυπώθηκε από τον δημοσιογράφο Eugène Desmares σε σατιρικό του βιβλίο του 1830 εναντίον του βασιλιά της Γαλλίας, Louis Philippe I, ως κριτική της τάσης του για απολυταρχισμό. Ο Louis Philippe I ανατράπηκε το 1848, στο πλαίσιο μεγάλων αντιμοναρχικών και δημοκρατικών επαναστατικών κινήσεων στη Γαλλία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Δεν γνωρίζω αν ο στιχουργός του γκρουπ, Cauchemar, έχει υπόψη του το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά -όπως και να ‘χει- η διακειμενική αναφορά είναι πολύ ενδιαφέρουσα. 

Συνεπώς, βλέπουμε ότι τα κοινωνικοπολιτικά και τελικά ιδεολογικά αποτυπώματα των Conifére, τουλάχιστον στο L'Impôt du Sang, φανερώνουν μια προοδευτική πορεία, με μια -γνήσια γαλλική- επαναστατική εστίαση στον λαό ως φορέα της εθνικής και κοινωνικής ελευθερίας, από τη Γαλλική Επανάσταση ως και τον φλογερό ποιητικό λόγο του Πωλ Ελυάρ. Ωστόσο, μια πιο ενδελεχή έρευνα των κινήσεων του γκρουπ, από τότε που σχηματίστηκαν ως και σήμερα, αποκαλύπτει μια πιο αντιφατική πορεία, που έχει προφανώς μια θετική πολιτικά κατάληξη. 

Το πρώτο άλμπουμ των Conifére ονομάζεται Noblesse D'Épée και κυκλοφόρησε το 2020. Πρώτα απ’ όλα, ας ομολογήσουμε ότι είναι μια δουλειά πολύ κατώτερη του L'Impôt du Sang: ατμοσφαιρικότατο ambient black metal μεν, που τείνει έντονα προς το dungeon synth, αλλά υστερεί τόσο σε συνθέσεις, όσο και σε παραγωγή, η οποία είναι τόσο επιτηδευμένα lo-fi, που καταντά κάπως απρόσεκτη. Επίσης, το Noblesse D'Épée κυκλοφόρησε στην καναδική δισκογραφική Corde Raide, η οποία έχει φιλοξενήσει και κάποιους ξεκάθαρα εθνικοσοσιαλιστές black metal καλλιτέχνες. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα αν το γκρουπ είχε υπόψη του το ποιόν της συγκεκριμένης δισκογραφικής, αλλά στο διαδικτυακό μας κόσμο δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο... Παράλληλα όμως, αυτό το ασφυκτικό περιτριγύρισμα της μπάντας από έναν ακραία συντηρητικό πολιτικό κλοιό είναι ακόμα πιο σύνθετο. 

Όσες και όσοι ασχολούμαστε με το black metal ξέρουμε πολύ καλά πως δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών του ιδιώματος ανήκει στον συντηρητικό πολιτικό χώρο, από μια ήπια δεξιά κατεύθυνση ως και πλήρως συνειδητοποιημένες νεοναζιστικές θέσεις. Έτσι και στην ευρύτερη περιοχή του Κεμπέκ του Καναδά όπου ζουν και δραστηριοποιούνται οι Conifére (συγκεκριμένα τα μέλη της μπάντας ζουν στο Μόντρεαλ),  έχει αναπτυχθεί ένα ολόκληρο κύμα black metal μπαντών που εκφράζουν το γαλλοθρεμμένο αυτονομιστικό εθνικιστικό κινημα της περιοχης, το οποίο έχει τις ρίζες  στον 19ο αι., ενώ εδώ και πολλά χρόνια έχει στραφεί προς μια καθαρά συντηρητική και επικίνδυνα φυλετική κατεύθυνση. Οι φίλοι μας οι Conifére είναι αναμφίβολα επηρεασμένοι από αυτή την τάση, καθώς στον ήχο τους συναντάμε πολλές επιρροές από την μπάντα - σήμα κατατεθέν της, δηλαδή τους Forteresse, οι οποίοι παίζουν ένα επικό, δυναμικό και αγέρωχο atmospheric black metal και αφετέρου είδαμε ήδη πως έχουν μια εμμονή με τη γαλλική ιστορία και κουλτούρα. 

Όμως, στο L'Impôt du Sang, το συγκρότημα από το Μόντρεαλ κάνει μια ανεπαίσθητη αλλά παράλληλα ανεξίτηλη ιδεολογική στροφή, ενισχύοντας τις δημοκρατικές και (πολιτικά) φιλελεύθερες του τάσεις, χωρίς να απαρνείται τη γαλλική επίδραση. Αυτή η αλλαγή αντικατοπτρίζεται και στον ανανεωμένο, πλουσιότερο και σαφώς βελτιωμένο ήχο του πιο πρόσφατου δισκογραφικού του πονήματος. Παράλληλα, η βινυλιακή έκδοση του άλμπουμ τους κυκλοφορεί από τη δισκογραφική Phantom Lure, στο roaster της οποίας συμπεριλαμβάνονται Αμερικάνοι καλλιτέχνες, όπως οι Old Nick  και οι Bloody Keep, οι οποίοι έχουν πάρει ξεκάθαρα αντιφασιστική στάση. Τέλος, ο κιθαρίστας των Conifére, Nakkabre, κατά κόσμον Mathias Fortier, φαίνεται ένας ωραίος τύπος, tattoo artist και γραφίστας, με ευρύ μουσικό γούστο και, κυρίως, με διασυνδέσεις στον χώρο του αντιφασιστικού πανκ της καναδικής μεγαλούπολης. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε πως οι Conifére πλέον βαδίζουν δημοκρατικά, ακόμα περισσότερο διαμορφώνουν μια πιο προοδευτική οπτική για το metal noir quebecois, όπως ονομάζεται αυτή η εντόπια εκδοχή του μαύρου μετάλλου. 

Κατά τη διάρκεια του 2024, άκουσα black metal περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο της πορείας μου ως ακροατής. Σίγουρα οι εσωτερικές και οι εξωτερικές εμπειρίες δημιουργούν κάθε φορά τις συνθήκες για την έφεση προς ένα συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα. Στο L'Impôt du Sang των Conifére βρήκα έναν φίλο που με παρέσερνε σε ένα ενδογενές (ή και κανονικότατο) headbanging, αλλά παράλληλα μου προσέφερε στοχασμό, νοσταλγία και ψυχοθεραπεία! Πιστεύω πως στις επόμενες της κυκλοφορίες η μπάντα θα κινηθεί ακόμα πιο συναρπαστικά σε μουσικό επίπεδο και ακόμα πιο προοδευτικά σε πολιτικό. 

15/11/24

Music is my fuel 2024: IV

Η τέταρτη συνέχεια της σειράς Music is my fuel για το 2024 διαρκεί περίπου δυόμιση ώρες και ομολογώ πως παίδεψε κάμποσο τον δημιουργό της... Αποτελείται από νέες μουσικές, οι οποίες παρουσιάζονται με την εξής σκηνοθεσία: από  αφαιρετική dub electronica σε soul, trip hop και downtempo και ολίγον τι από hip hop, για να ολοκληρώσουμε τη βόλτα μας με ατμοσφαιρικό deep house. Πίσω όμως από όλες αυτές τις αλλαγές, χαμογελά η τζαζ μουσική, ενώ στις αστικές σκιές χορεύουν ποπ μελωδίες. Καλή ακρόαση!

4/11/24

10 trip hop κυκλοφορίες του 2024: μια υποβρύχια αστική βόλτα


Για πολλούς ακροατές, το trip hop άνθισε και μαράθηκε εντός της σπουδαίας μουσικής δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, οι περικοκλάδες αυτού του αλλόκοτου υποβρύχιου φυτού απλώθηκαν και στις αρχές των 00s μέσα από την ακμή του downtempo, αλλά και στη συνέχεια ξεφύτρωναν απρόσμενα μπλεγμένες με άλλα είδη και στιλ, από το deep house ως το indie rock. Επομένως, και και το 2024 το trip hop δεν αναβιώνει απλά, αντιθέτως συνεχίζει αδιάκοπα μια τρομερά ενδιαφέρουσα πορεία, η οποία συμπλέει με τις πιο προωθημένες τάσεις της σημερινής ηλεκτρονικής σκηνής.
Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα κι ας βουτήξουμε σε 10 υπέροχα φετινά trip hop άλμπουμ: τα έξι ανήκουν σε νέους καλλιτέχνες, ενώ τα άλλα τέσσερα σε πλέον κλασικούς παίκτες.


Α. ΟΙ ΝΕΟΠΕΣ

Birdsnake - Birdsnake Begins (Bathtub Music)

Στο ντεμπούτο EP τους αυτοί οι νεαροί από τη Μελβούρνη παρουσιάζουν ένα πειραματικό, ημί-αυτοσχεδιαστικό και tribal trip hop, που οπωσδήποτε εξελίσσει το συγκεκριμένο υπό-είδος σε άγνωστες ως τώρα γαίες, δανειζόμενο στοιχεία από το krautrock και το folk, ενώ ακολουθεί την περιπετειωδώς αυτοσχεδιαστική λογική της τζαζ. Παρόλες όμως αυτές τις πρωτότυπες προσμείξεις, έχουμε να κάνουμε με ένα ξεκάθαρα dubby trip hop άλμπουμ, με έντονο υφέρπον groove: άλλωστε οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται -λίγο παράδοξα, είναι η αλήθεια- ως jazz-funk!


Monoplay - Nine Lives (trueColors)

Ο Ρώσος Monoplay (Raha Medzhidov) στο δεύτερο full-length του, Nine Lives, προσφέρει εσωστρεφές και ηχητικά ψυχρό trip hop, το οποίο δανείζεται πολλά στοιχεία από το minimal techno - microhouse, ειδικά στα επίπεδα της ενορχήστρωσης και της παραγωγής. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, συλλέγονται τραγούδια αφιερωμένα σε προσωπικές εξομολογήσεις και ζεστά συναισθήματα μελαγχολίας, ενώ οι μελωδίες, ειδικά των φωνητικών, ακολουθούν blues δρόμους. Οι επιρροές εντοπίζονται σε Massive Attack, Morcheeba και Nicolas Jaar. Τελικά ο Monoplay είναι ένας singer-songwriter της electronica, του οποίου η μουσική αιχμαλωτίζει το φαντασιακό μιας νυχτερινής αχανούς μεγαλούπολης... σίγουρα ρωσικής. 


Starsiren - All Dust (self-released)

Στο ντεμπούτο των Starsiren από την Atlanta, θα βρείτε trip hop, ενός συχνά αδυσώπητα μελαγχολικού αστικού κλίματος, άλλωστε και ο τίτλος του άλμπουμ είναι ιδιαίτερα γλαφυρός... Αλλά αυτό το 4AD, σχεδόν goth στιλ εμπλουτίζεται, τόσο με ένα μαύρο groove όσο και μια alt-pop ευαισθησία, που μου θύμισε jj (του πλέον κλασικού "Still i Got Summer On My Mind"). Τελικά, στο βάθος μας κλείνει το μάτι η Kate Bush, όπως φαίνεται και από τη διασκευή στο αθάνατο "Running Up That Hill".


Travel Plans (self-released)

Το Τεξανό ντουέτο, με το υπέροχο όνομα, μέσα στο 2024 έχει παρουσιάσει περίπου 20 singles και EPs, που συγκροτούν άνετα ένα διπλό άλμπουμ. Με επιρροές, όπως αναφέρουν οι ίδιοι, από Brakestra, DJ Shadow, Heliocentrics, Beta Band και Phish, βαδίζουν πότε πιο χαμηλόφωνα, πότε πιο funky, αλλά πάντα αισιόδοξα και αθεράπευτα cool. Οι επιρροές από dub και rock πλούσιες και σαφείς, από Thievery Corporation ως Calexico, αλλά και από τους συμπατριώτες τους Khruangbin. Το αποτέλεσμα: μια χειροποίητη και σκονισμένη desert ατμόσφαιρα, "straight out from Texas", που λέμε εκεί στον Νότο!


Dawn Again - Every Dog's Hotel (Hell Yeah Recordings)

Ο Dawn Again μας έρχεται από την Μελβούρνη (όπως και οι Birdsnake) με ένα full-length ντεμπούτο γεμάτο με καλοφτιαγμένο ορχηστρικό downtempo που φέρνει στο νου τις δοξασμένες στιγμές των 90s (βλ. πρώιμους Thievery, K&D, Fila Brazilia), με επιρροές από τις πιο πρόσφατες εξελίξεις της bass music, όπως αυτή έχει συνταιριαστεί με το ορχηστρικό hip hop και την midtempo house. Κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα επιφανειακά ψυχρή και φουτουριστική, αλλά στην ουσία ζεστή και γνώριμη, ειδικά για τους ακροατές του trip hop/ downtempo ιδιώματος. Αλλά, η καθεμία και ο καθένας που θα αφεθεί στα χέρια του Mr. Dawn Again θα απολαύσει μια αισιόδοξη και υπογείως γκρουβάτη ενατένιση. 


Trickpony - Pillow Talk (Step Ball Chain)

Το Αυστραλιανό - Φιλανδικό γκρουπ των Trickpony μας γυρνάει πίσω στις ρίζες της μουσικής που αγαπάμε: ψυχεδελικό, λυσεργικό και- θα λέγαμε- αισθησιακό παλιομοδίτικο trip hop, με atmospheric drum & bass γυρίσματα ("Shiver"), αλλά και μια ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε shoegaze των 90s. Τα φωνητικά της Maria Korkeila είναι, πρώτον, δροσερά και νεανικά, δεύτερον, μυστηριακά και διονυσιακά, τρίτον, αθεράπευτα ρετρό. Οι φίλοι των Massive Attack, Tricky, Portishead και Sneaker Pimps ας επενδύσουν άφοβα. 


Β. ΟΙ ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ

Moby - always centered at night (Always Centered At Night)

Στο νέο άλμπουμ του Moby -το 22ο της καριέρας του:

1. τα μισά περίπου από τα τραγούδια μπορούν άνετα να ενταχθούν σε ένα νυκτικό (όπως φανερώνει και ο τίτλος του άλμπουμ) trip hop ζεστής μελαγχολίας

2. Τα τα άλλα μισά άσματα μοιράζονται σε deep house και breaks, με αποτέλεσμα όλο το άλμπουμ να αποπνέει έναν οικείο 90s αέρα, αλλά…

3. Παράλληλα η συνθετική, ηχητική και αισθητική προσέγγιση είναι φρέσκες και σημερινές, κυρίως επειδή ο Moby συνεργάζεται με μία σειρά νέων φοβερών soulful φωνών, που τα δίνουν όλα ώστε να εκφράσουν τη διαχρονική ανησυχία του παλαίμαχου δημιουργού για τα περιβαλλοντικά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα της εποχής μας. 

Μετά από πολύ καιρό ακούω ένα full-length του κύριου Richard Melville Hall απνευστί ξανά και ξανά.


Steve Cobby - FUCK NO (Déclassé)

Για το τρομερό άλμπουμ του Steve Cobby τα έχουμε πει αναλυτικά εδώ. Επομένως, περιληπτικά εδώ να θυμίσουμε ότι ο σπουδαίος παραγωγός της electronica, ιδρυτικό μέλος των Fila Brazilia, φτιάχνει ένα σαφώς πολιτικό άλμπουμ, όπου μέσα από ένα jazzy και dubby χαλαρό μα και ρυθμικό jamming, αρθρώνει ένα γ******ο ΌΧΙ σε κάθε πρόσωπο, τάση και νοοτροπία που κοντράρει τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και της αρμονικής συνύπαρξης των πολιτισμών. 


Jon Kennedy - My Technology (Jon Kennedy Federation)

Ακόμα ένα πολύ δυνατό άλμπουμ προστίθεται στη μακρά μουσική παραγωγή του Jon Kennedy: κυρίως συναισθηματικό και ταξιδιάρικο, σχεδόν out of this world trip hop, αλλά και breaks, καθώς και drum & bass σε ορχηστρικές ή τραγουδιστικές εκδοχές, στις οποίες εναλλάσσονται οι αισθαντικές και ζεστές γυναικείες φωνές με τις λίγο τρελούτσικες μα εξίσου συναισθηματικές ανδρικές. Η παραγωγή και η ενορχήστρωση είναι σύνθετες, αλλά καθόλου αυτάρεσκες και προσεγμένες μέχρι κεραίας. 


Deep Dive Corp. - Medusa (Scuba Music)


Από το πάλαι ποτέ ντουέτο των Deep Dive Corp. εδώ και χρόνια έχει μείνει ο κιθαρίστας, συνθέτης και παραγωγός Peter Musebrink.  Ο Peter, λοιπόν, επιστρέφει μετά από χρόνια με ένα ιδιαίτερα ισορροπημένο άλμπουμ: εσωστρεφές και σχεδόν αναστοχαστικό chill out με έντονα στοιχεία trip hop, αλλά και world samples, στο κλασικό γκρουβάτο και trippy ήχο των Deep Dive Corp. Ίσως το πιο εσωτερικό άλμπουμ του πλέον one man's band, με μια κατασταλαγμένη άποψη, τόσο μουσική - ηχητική, όσο και ψυχολογική. Αυτή η τάση διακρίνεται και από την ένταξη αρκετών τραγουδιών στο άλμπουμ, τα οποία ακολουθούν την αντίληψη του folk singing - songwriting. Σε αυτά τα τραγούδια θα βρούμε και συνεργασίες με πολύ καλούς τραγουδιστές, ενδεικτικές μιας δημιουργικής εξωστρέφειας. 


Η νέα σκήνη του trip hop, λοιπόν, απλώνεται σε Ευρώπη, Αμερική και- όπως βλέπουμε- κυρίως στην Αυστραλία, παραμένοντας ένα παγκοσμιοποιημένο φαινόμενο. Παράλληλα, η ανάμειξη με deep house και drum & bass αποτελεί κοινό τόπο και, βέβαια, δεν είναι τυχαία, καθώς αυτές οι δύο κατευθύνσεις της ηλεκτρονικής μουσικής έχουν μεγάλη απήχηση. Ειδικά, το 2024 το drum & bass έχει κάνει ένα μεγάλο comeback, τόσο στο underground,όσο και στο mainstream. Οι σημερινοί trip hoppers έχουν ευαίσθητες καλλιτεχνικές, πολιτισμικές και κοινωνικές κεραίες και αυτό που μου αρέσει πολύ είναι πως νέοι άνθρωποι συναρπάζονται με αυτή την στοχαστική, εκλεκτική, ατμοσφαιρική και γεμάτη groove αστική electronica. 


η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο είναι τραβηγμένη στο Παρίσι το 2018.

9/10/24

Steve Cobby - FUCK NO (2024, Déclassé)

 


Ο Steve Cobby είναι ένας από τους υπόγειους ήρωες της βρετανικής και ευρύτερα ευρωπαϊκής electronica. Ήδη από τις αρχές των 90s, παρέα με τον Dave “Porky” Brennand σχημάτισαν τους Fila Brazilia, ένα από τα πιο επιδραστικά σχήματα στον χώρο της acid jazz, του trip hop και του downtempo. Το συγκεκριμένο ντουέτο φιλοξενήθηκε στη -δημιουργημένη επίσης από τους Cobby και Brennard- Pork Recordings, την indie δισκογραφική που σταδιακά έγινε το καταφύγιο, όχι μόνο των πολλών project του δαιμόνιου Βρετανού (Solid Doctor, Heights of Abraham), αλλά και άλλων συνοδοιπόρων του, όπως οι Baby Mammoth και ο Leggo Beast. Φυσικά, ο Steve Cobby δεν επαναπαύτηκε από τότε, αντιθέτως συνεχίζει να κυκλοφορεί συχνά άλμπουμ στον γνωστό του ήχο, τον οποίο όμως προσαρμόζει στα σημερινά στιλιστικά και ηχητικά δεδομένα

Φέτος, λοιπόν, κυκλοφόρησε το νέο του full-length, με τον κάμποσο προκλητικό τίτλο FUCK NO, που με ιντρίγκαρε να ακούσω. Και έπραξα πολύ καλά, επειδή η μουσική του γραφή είναι πιο ώριμη από ποτέ. Πρώτα απ’ όλα, αυτή η υπέρ το δέον χαλαρότητα και η έλλειψη έντασης που χαρακτηρίζουν κάποιες από τις προηγούμενες κυκλοφορίες του, ήδη από τα 90s, έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα πιο σκληρό και υπόγεια οργισμένο funky groove το οποίο υφέρπει ακόμα και στα πιο ράθυμα track αυτού του καθ’ όλα ορχηστρικού άλμπουμ.

Το FUCK NO ξεκινά δυναμικά, με το κομμάτι "Silent Windmills", στο οποίο κυριαρχούν ρετρό 80s synths και ένα στιβαρό old school hip hop beat, όπως σημειώνει και ο Robbert Harris στην κριτική του. Άρα, οι ανεμόμυλοι με τους οποίους ο κ. Cobby μας καλωσορίζει μόνο σιωπηλοί δεν είναι. Το αμέσως επόμενο κομμάτι έχει τον τίτλο "Sepulveda" και είναι αφιερωμένο προφανώς στον φοβερό Χιλιανό συγγραφέα Luis Sepulveda (1949-2020), με τη βαθιά Αριστερή και οικολογική, αγωνιστική και ανθρώπινη του πένα. Αυτό το track θυμίζει ένα χαλαρό μα γκρουβάτο jamming ενός ψυχεδελικού ροκ συγκροτήματος. Κάπου εκεί, λοιπόν, άρχισα να ψυλλιάζομαι το θεματικό και ουσιαστικά ιδεολογικό concept του άλμπουμ: ο Steve Cobby αρθρώνει ένα συνειδητό “fuck no” στις ολοένα και περισσότερες πλευρές της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ζωής που κοντράρουν τις αξίες της ισότητας και της δημοκρατίας. Οι τίτλοι των tracks στέκονται ως οδηγοί σε μια τέτοια ερμηνεία του άλμπουμ.

Το "United States of Africa" με το ζεστό jazzy φλάουτο και τον ανάλαφρο μα στακάτο ρυθμό σαν να διαυγάζει τις ουτοπικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αφρικής, όπου κάθε ίχνος φυλετικού ρατσισμού θα έχει σβηστεί και η αναζήτηση για μια πρωτόλεια ανθρωπιά θα κυριαρχεί. Στο midtempo reggae "Owl of Minerva" η κουκουβάγια της θεάς Αθηνάς ανάγεται σε ένα σύμβολο της μαχόμενης σοφίας. Τώρα, η λέξη Chūgi που δίνει τον τίτλο στο επόμενο track του άλμπουμ έχει ιαπωνική προέλευση και μάλλον δείχνει την ανόσια, θα έλεγα, ειρωνεία του δημιουργού μας. Σας αφήνω να το ψάξετε από μον@ σας. 

Το FUCK NO κλείνει με δύο αργά και ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά κομμάτια, το dubby "Mind Dem Doorstep" και το jazzy "It's Raining Diamonds on Neptune". Ειδικά το τελευταίο δημιουργεί ένα συναίσθημα ήρεμο ακόμα και καθησυχαστικό. Ίσως στο τέλος του άλμπουμ του, ο Steve θέλει να περιγράψει με τα δικά του καλλιτεχνικά μέσα την πολιτική και κοινωνική ουτοπία για την οποία πολεμά σε όλη τη διάρκεια του. 

Βέβαια, όλη αυτή η πολεμική δεν συνοδεύεται από τον αρκετά συνήθη πεσιμισμό τέτοιων καλλιτεχνικών εκφράσεων, αλλά από ένα διαολεμένο κέφι, που ο Steve Cobby επιστρατεύει ώστε να υποβάλλει πως αξίζει να παλέψουμε για τέτοιες αλλαγές στο επίπεδο της ζωής και της νοοτροπίας μας. Το εξώφυλλο του άλμπουμ αναδεικνύει αυτή την κεφάτη και, βέβαια, σαρκαστική αγωνιστικότητα: εμπνευσμένο από τη street αλλά και την pop art των 80s και των 90s, δείχνει τρεις γελοιογραφικά σχεδιασμένες φιγούρες, έναν ήλιο, ένα φεγγάρι και ένα μπουκάλι (αναφορά στην οικολογική καταστροφή, στον υπερκαταναλωτισμό ή, απλά, στη διασκέδαση;) να περπατάνε χαμογελαστές χέρι χέρι, ενώ βλέπουμε καθαρά και ξάστερα την επιγραφή: FUCK NO


5/10/24

Για τον Μίμη Πλέσσα (1924-2024)

Για τη σημαντική και γοητευτική μουσική του Μίμη Πλέσσα (1924-2024), αλλά και για τη προσηνή, αισιόδοξη και στοχαστική του προσωπικότητα έμαθα μεγαλύτερος σε ηλικία, όταν πια είχα ξεπεράσει τις ανασφάλειες μιας συγκεκριμένης και οριοθετημένης μουσικής ταυτότητας: "είμαι ρόκας", "ακούω μόνο ηλεκτρονική", "έντεχνο και ξερό ψωμί" κοκ... Άλλωστε και το ίδιο του το πολύπλευρο μουσικό έργο ταιριάζει με μια δίχως σύνορα προσέγγιση: μερικές από τις ποιοτικότερες στιγμές του ελαφρού τραγουδιού, ήδη από τα 50s ως και τα middle 60s, με έντονες τζαζ πινελιές· ένα πλήρες άνοιγμα σε μια εμπνευσμένη, έντεχνη και γεμάτη ζεστά συναισθήματα ορχηστρική τζαζ, κινηματογραφική και όχι μόνο· ευφυή παιχνίδια με την παράδοση μας και βέβαια σπουδαία λαϊκά τραγούδια και άλμπουμ. Τώρα, η ωραία και πλούσια ανθρώπινη πλευρά του θεωρώ πως έλαμψε στην τηλεοπτική εκπομπή Καλλιτεχνικό Καφενείο, που παρουσίαζε με τον Βασίλη Τσιβιλίκα την περίοδο 1986-88. 

Τελικά, ο Μίμης Πλέσσας ως καλλιτέχνης και άνθρωπος φαίνεται στον τρόπο που έπαιζε το πιάνο, στην ευαισθησία χάρη στην οποία χάιδευε ουσιαστικά τα πλήκτρα. Ένας αταξινόμητος, πηγαίος, μαστόρικος και πάντα εμπνευσμένος Έλληνας μουσικοσυνθέτης, σίγουρα στη μικρή και εκλεκτή χορεία των μεγαλύτερων. 

Επέλεξα ένα από τα αγαπημένα μου δικά του τραγούδια, ερμηνευμένο όχι από τη θεά Τζένη Βάνου, αλλά από τον θεό Κώστα Χατζή:
 

29/8/24

Music is my fuel 2024 III: Hasta La Vista Beyond Evil


Η τρίτη συνέχεια της σειράς Music is My Fuel 2024, με επιλεγμένα πρόσφατα tracks κατά βάση της λεγόμενης leftfield electronica ήρθε γρήγορα, καθώς ο αγαπημένος σας μουσικός επιλογεύς είναι on fire! Αρκετά τα ενδιαφέροντα κομμάτια, EPs και full-lenghts μέσα στο 2024, για τα οποία θα μιλήσουμε εν ευθέτω χρόνω, βέβαια πριν τελειώσει η χρονιά. Προς το παρόν απολαμβάνουμε μουσική και, όποια/ όποιος θέλει ψάχνει περαιτέρω.

Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως σε αυτή την έντονη καταφυγή στην τέχνη της μουσικής συντέλεσε κατά πολύ η τραγική αποκορύφωση της καταστροφικής παρακμής που βιώνει η πόλη μας, ο Βόλος. Έτσι, φτιάξαμε μια αφήγηση τραγουδιών και ορχηστρικών από το 2024 που κρατά δυόμιση ώρες και είναι αφιερωμένη σε όσες/ όσους κατοίκους του Βόλου και της Μαγνησίας αντιστέκονται στην οικολογική, πολιτική, κοινωνική, αισθητική και νοοτροπική, τελικά, σήψη της πόλης και της περιοχής μας: hasta la vista beyond evil


Η εικόνα προέρχεται από καρτ-ποστάλ του λιμανιού του Βόλου, από τις αρχές του 20ού αι. 

21/8/24

Από δίσκο σε δίσκο...


 Πριν περίπου ένα χρόνο ο φίλος Κωστής ανέβασε στο YouTube ένα βίντεο με τίτλο Album Chain. Σε αυτό, παρουσίαζε δίσκους βινυλίου και cd της συλλογής του, συνδέοντας το ένα με τον άλλο μέσα από κοινούς τους συμμετέχοντες. Για παράδειγμα ο κιθαρίστας σε ένα LP/ cd έπαιζε επίσης σε ένα άλλο LP/cd ή έκανε μια άλλη άσχετη εργασία, π.χ. να φωτογραφίσει το γκρουπ, ή το κοινό στοιχείο που συνέδεε δύο άλμπουμ ήταν ο κοινός τους παραγωγός! Αυτό το ταξίδι από δίσκο σε δίσκο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ομφαλοσκοπικό, αλλά τελικά είναι συναρπαστικό. Κι εγώ το ξεκίνησα για χαβαλέ, με μόνο όρο να αξιοποιήσω δίσκους (LPs / EPs / singles) της σχετικά μικρής συλλογής μου, πραγματοποιώντας παράλληλα συσχετισμούς λίγο πιο free (θα καταλάβατε παρακάτω). Πάντως, το σημαντικό είναι πως επανάφερα στο νου μου info για μουσικούς που αγαπώ και, ακόμα περισσότερο, να μάθω νέες πληροφορίες, Έτσι, για ακόμη μια φορά συνειδητοποίησα πως είδη και εποχες της μουσικής σχετίζονται μεταξύ τους μέσα από δρόμους συχνά απρόσμενους. 

(Ο τίτλος στο κάθε δίσκου είναι link που οδηγεί σε streaming όλου του άλμπουμ ή ενός track που ενδιαφέρει περισσότερο)

Για πάμε! 

01. Blod - Missväxt (2021)

Ο επικεφαλής του πειραματικού και (κατά τη γνώμη μου) παρωδιακού project Blod, Gustaf Dicksson είναι συνιδιοκτήτης, μαζί με τον Mathias Nilsson, της εκπληκτικής ανεξάρτητης δισκογραφικής του Γκέτεμποργκ Höga Nord Records, στην οποία κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους οι πολύ ιδιαίτεροι ηχητικά Kanot

02. Kanot - Textile Fantasies (2022) 

O ένας εκ των δύο Kanot είναι ο Jesper Harold, που έπαιζε μπάσο και βιολί στους αναβιωτες του σουηδικού ψυχεδελικού folk rock Grovjobb

03. Grovjobb – Landet Leverpastej (1998 - LP reissue: 2016) 

Βέβαια, ο Jesper Harold έχει φτιάξει μαζί με τον Johan Melin τους αγαπημένους electro-rockers Föntan

04. Fontän – Fontän (2017)

Το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, "Shadows" έχει ρεμιξαριστεί από τους Pardon Moi, ως μέρος του EP Convenanza Remixes, αφιερωμένο στο ομώνυμο φεστιβάλ που ξεκίνησε ο αείμνηστος Andrew Weatherall 

05. The Grid - Electric Head (1990)

Στις ένδοξες μέρες στο acid house, ο Weatherall παρουσίασε ένα υπέροχο balearic remix του "Floatation", του καταληκτήριου track αυτού του άλμπουμ των Grid. Παράλληλα, οι Grid έχουν συνεργαστεί με τον τεράστιο Robert Fripp, ιθύνοντα νου των King Crimson

06. King Crimson - In the Court of the Crimson King (1969 - reissue: 1970) 

Βέβαια, ο Fripp έχει συμπράξει με τον Brian Eno, στο ιστορικό πλέον άλμπουμ (No Pussyfooting) του 1973. O Eno επίσης έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το συλλογικό ambient άλμπουμ με τις πολύ δυνατές συμμετοχές:

07. Music For Films III (1988)

Δέκα χρόνια μετά, το 1998 ο Eno πραγματοποίησε ένα και μοναδικό αυτοσχεδιαστικό live με τον επικεφαλής των Can, Holger Czukay, το οποίο μάλιστα κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό. Ο Czukay, λοιπόν, το 1981, με τον φίλο του Jaki Liebezeit, ντράμερ των Can, και με τον μπασίστα, συνθέτη και ποιητή Jah Wobble ηχογράφησαν το άλμπουμ Full Circle. Το κομμάτι "How Much Are They?" αυτού του άλμπουμ εμπεριέχεται στην εξής… dub disco συλλογή, η οποία ουσιαστικά χτίζει ένα πολύ εκλεκτικό dance ύφος

08. Dream Green Island (2003)

Ωστόσο, στην ύστερη του καλλιτεχνική φάση, ο μακαρίτης Czukay συνεργάστηκε με το ντουέτο των Smith & Mudd, σχηματίζοντας το project Bison, το οποίο φιλοξενήθηκε στη δισκογραφική Claremont 56. Ορίστε, λοιπόν, το τρίτο άλμπουμ των Smith & Mudd, όπου οι δύο καλλιτέχνες συνδυάζουν downtempo, folk και disco:

09. Smith & Mudd – Gorthleck (2016) 

Ο Mudd (Paul Murphy), ιδιοκτήτης της Claremont 56, συνέπραξε με τον ήρωα της  ποπ της Λιβύης, Ahmed Fakroun στο παρακάτω καταπληκτικό single:

10. Mudd & Ahmed Fakroun – Drago (2009) 

To "Drago" έχει επίσης ρεμιξαριστεί από το disco - house - dub ντουέτο των Idjut Boys, το πρώτο full-length των οποίων είναι αυτό εδώ: 

11. Idjut Boys – Noid Long Player (1998)

Οι Idjut Boys είχαν την τιμή να συμπεριληφθούν από τον άρχοντα του chill out Jose Padilla στην 3η συνέχεια της συλλογής Cafe Del Mar, με το παραλλαγμένο όνομα Fazed Idjuts και το τραγούδι "Dust of Life" - στα φωνητικά η Sally Rodgers των A Man Called Adam.

12. Café Del Mar - Volumen Tres (1996)

Στην ίδια συλλογή εμπεριέχεται το "Sueno Con Mexico" του Pat Metheny, κομμάτι που ανοίγει μια συλλογή του σπουδαίου τζαζ κιθαρίστα

13. Pat Metheny – Works (1984)

Ο πρόωρα χαμένος Γιαπωνέζος βασιλιάς του jazzy hip hop Nujabes σάμπλαρε το κομμάτι του Metheny "September Fifteenth", για να δημιουργήσει το δικό του ορχηστρικο "A Day by Atmosphere Supreme", το οποίο εμπεριέχεται στο ντεμπούτο του, Metaphorical Music 

14. Nujabes - Metaphorical Music (2003 - LP reissue: 2018) 

Σε αυτό το άλμπουμ, ο Nujabes αποτίνει ένα φόρο τιμής στους καλλιτέχνες που τον έχουν επηρεάσει, που βέβαια μόνο τυχαίοι δεν είναι. Έτσι, στο ξεκίνημα του track "Horn in the Middle", ακούμε τον John Coltrane να μιλά σε απόσπασμα από μια συνέντευξη του το 1960. Άρα, δεν μπορούμε παρά να συνεχίσουμε με το παρακάτω αθάνατο αριστούργημα: 

15. John Coltrane - A Love Supreme (1965 - reissue: 2018)

Η σχεδόν αυτονόητη συνέχεια που έρχεται στο νου είναι ένα από τα ρηξικέλευθα άλμπουμ του Miles Davis, με τον οποίο ο John Coltrane συνεργάστηκε, κυρίως στο αντάξιο της φήμης του Kind of Blue (1959)

16. Miles Davis - In A Silent Way (1969 - reissue: 2009)

Ένας από τους δασκάλους του Miles Davis στον bebop στιλ ήταν ο Dizzy Gillespie. Οι δύο μεγάλοι τζαζίστες συναντήθηκαν ζωντανά τουλάχιστον μια φορά, παρέα με τον Charlie Parker, το 1948 στο Σικάγο. Οπότε, ακολουθεί μια περίεργη -θα έλεγα- επανακυκλοφορία του κλασικού "Manteca" του Gillespie:

17. Dizzy Gillespie – Manteca (The Funky Lowlives Remix) (2003)

Στην α’ πλευρά έχουμε το remix των Funky Lowlives στο standard του D. Gillespie, ενώ στη β’ πλευρά την πρωτότυπη σύνθεση, όπως παίχτηκε στις 4 Μαρτίου το 1961 στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. 

18. The Funky Lowlives – Time Traveller Man / Float Through Stars EP (2006)

Σε αυτό το EP, κυκλοφορία των Funky Lowlives (φοβερό downbeat - breaks - latin - house ντουέτο εκ Μεγάλης Βρετανίας), η trip hop μπαλάντα "Float Through Stars" σερβίρεται σε κοσμικές dub διαστάσεις, ρεμιξαρισμένη από τους Boozoo Bayou. Αλλά, οι Boozoo Bayou έχουν ρεμιξαριστεί, με τη σειρά τους,  από τους Thievery Corporation, συγκεκριμένα το κομμάτι "Under My Sensi" από το ντεμπούτο τους Satta (2001). Ως εκ τούτου…

19. Thievery Corporation – The Mirror Conspiracy (2000)

Στο άλμπουμ τους Cosmic Game (2004), οι φίλοι μας, οι Thievery είχαν ως προσκεκλημένο τον David Byrne, που τραγούδησε σε ένα από τα καλύτερά τους τραγούδια, το "Heart's A Lonely Hunter". Ο David Byrne έχει επιμεληθεί αυτή τη samba συλλογή, στη δική του δισκογραφική Luaka Bop :

20. Brazil Classics 2: O Samba (1989)

Άλλωστε, οι Eric Hilton και Rob Garza (Thievery Corporation) έχουν επηρεαστεί πολύ από τη μουσική της Βραζιλίας, κυρίως τη bossa nova…

Όπως κατανοείτε, αυτο το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ!

2/8/24

Music is my fuel 2024: II


Σερβίρουμε ζεστό ζεστό και καλοκαιρινό το δεύτερο μέρος της σειράς "Music is my fuel": μία Spotify λίστα με 34 tracks του 2024 -διάρκειας 3 ωρών, από τον χώρο της "leftfield electronica", πιο συγκεκριμένα ακούμε downtempo, slo-mo, χαλαρά breaksdeep house και σύγχρονη disco


Η ένταση ξεκινά χαμηλά, αλλά κλιμακωτά ανεβαίνει, το tempo γρηγορεύει και η διάθεση γίνεται ολοένα πιο χορευτική. Η συναισθηματική ατμόσφαιρα είναι, τελικά, αντιφατική: ρεμβαστική και καλοκαιρινή, ευφορική και μελαγχολική, στοχαστική κι ανέμελη. Σε αντίθεση με το α' μέρος της μουσικής μας σειράς, το οποίο συνοδευόταν από ένα αρκετά εκτενές κριτικό άρθρο, αυτή τη φορά σας αφήνω μόνες και μόνους στα λαβυρινθώδη κύματα της μουσικής. 

Η άψογη φωτογραφία είναι του Ιταλού Claude Nori κι αποτελεί μέρος αυτού του λευκώματος

28/5/24

Ελληνικό hip hop: από τη δεκαετία του '90 σ' αυτή του 2020


Το hip hop, όπως και το ροκ, η ηλεκτρονική μουσική και εν μέρει η τζαζ, αποτελεί ένα μουσικό είδος που αφορά σε ένα μεγάλο βαθμό τα νιάτα. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια το hip hop, έχει κερδίσει την παρτίδα, εκφράζοντας χιλιάδες νέες και νέους σε όλο τον κόσμο, τόσο ως ακροατές και και ως δημιουργούς.

Έτσι κι εγώ, ακούγοντας που και που hip hop, αισθάνομαι μικρότερος, κάπου ανάμεσα στην εφηβεία και την πρώτη νεοτητα κι ακόμα πιο βαθιά, αναστοχάζομαι αυτή τη φάση της ζωής, σχεδιάζοντας παράλληλα το αύριο. Το ίδιο μου συμβαίνει ακούγοντας metal και dance μουσική. Είμαι καλά γιατρέ μου; 

Anyway, τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν εξαιτίας του παρακάτω YouTube playlist, με μια αρμαθιά από αγαπημένα ελληνόφωνα hip hop τραγούδια, από τα 90s ως και σήμερα. Η λίστα αυτή δεν διεκδικεί δάφνες αντικειμενικότητας, καθώς λείπουν κυκλοφορίες - σταθμοί στον χώρο. Άλλωστε, φανατικός του ελληνικού hip hop δεν είμαι, καθώς με κουράζει συχνά η προβλεπόμενη και συχνά ντεμέκ αλητεία, όσο και η εξίσου προβλεπόμενη κατάθλιψη, δύο χαρακτηριστικά που όχι σπάνια μαστίζουν το hip hop στη χώρα μας. Αλλά, και σε αυτό το είδος, έχουμε φτιάξει σπουδαία κομμάτια. 

Στη λίστα έχουν συμπεριληφθεί και αρκετά βίντεοκλιπ, ώστε η κουλτούρα του ελληνικού hip hop να παρουσιαστεί πιο σφαιρικά. Επίσης, η σειρά των βίντεο είναι, όχι μόνο στιλιστική, αλλά και ως επί το πλείστον χρονολογική. 

 

Η λίστα είναι αφιερωμένη στον ανθό της νεότητας, στις μαθήτριες/ φοιτήτριες και τους μαθητές/ φοιτητές μου, των οποίων τα όνειρα, τις προσδοκίες και τους αγώνες επιβίωσης, σχέσεων, κοινωνίας και ψυχολογίας περιγράφουν, θαρρώ, διαχρονικά τα τραγούδια αυτά.

22/5/24

Επιστρέφοντας στην Τριαρχία των Χαμένων Εραστών


Ένα long read αφιερωμένο στο κορυφαίο 

Triarchy of The Lost Lovers των Rotting Christ


Τελικά αυτό εδώ το blog (σε μια εποχή που έχει περάσει η μόδα της “μπλογκόσφαιρας”) παραμένει πεισματικά ένα ημερολόγιο των μουσικων μου ακροάσεων και ένα πεδίο διοχέτευσης της επιθυμίας να γράφω για μουσική, με έναν τρόπο που θεωρώ ωραίο και ενδιαφέροντα, ακόμα κι αν δεν έχω τις απαραίτητες γνώσεις για το κάθε είδος και ύφος που κατά καιρούς καταπιάνομαι. Αλλά, ακούμε, διαβάζουμε, γράφουμε και μαθαίνουμε. Σαφέστατο παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί το παρακάτω κείμενο, στο οποίο εξωτερικεύω την σχετικά πρόσφατη επιστροφή μου στον metal ήχο, μετά από πολλά χρόνια που ασχολούμουν μαζί του παροδικά και επιλεκτικά. Βέβαια, αυτή η επιλεκτική ενασχόληση συνεχίζεται, αλλά έχει γίνει πολύ πιο πυκνή το τελευταίο καιρό, εξαιτίας της εστίασής μου στο ιδίωμα του black metal. Αλλά, αυτά τα έχουμε πει ήδη

Κεντρικό θέμα αυτού του κειμένου αποτελεί το τρίτο κατά σειρά ολοκληρωμένο άλμπουμ των θρυλικών Ελλήνων black metallers Rotting Christ, το εξίσου περίφημο Triarchy of the Lost Lovers. Ένα άλμπουμ που άκουσα για πρώτη φορά πολύ πρόσφατα, στην ηλικία των 44 χρονών… Κάπως ετεροχρονισμένα, θα έλεγε κανείς, αφού το αναμενόμενο θα ήταν να το είχα ακούσει ήδη από τα 14-15. Αλλά, σε αυτή την ώριμη (;) και σίγουρα προχωρημένη για headbanging ηλικία, η τριαρχία των Rotting Christ μου έκλεψε τα ώτα, το νου και την καρδιά και μ’ έκανε να λατρέψω χωρίς περιστροφές ξανά τη metal μουσική. Έτσι, αποφάσισα να μοιραστώ τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου δημιούργησε αυτό το άλμπουμ.

Ας ξεκινήσουμε με τα γνωστά και μη εξαιρετέα: στο Triarchy of the Lost Lovers οι Rotting Christ, αποτελούμενοι τότε από τον Σάκη Τόλη (Necromayhem) στα φωνητικά και στις κιθάρες, τον Δημήτρη Πατσούρη (Mutilator) στο μπάσο και τον Θέμη Τόλη (Necrosauron) στα τύμπανα, παρουσιάζουν μια στροφή και συνάμα εξέλιξη στον ήχο τους, βαίνοντας σε έναν δρόμο που δίνει έμφαση στη μελωδία, στις midtempo ταχύτητες και σε μια επική μελαγχολία gothic κλίματος. Πράγματι, τα riff που ξεχύνονται στα εννιά τραγούδια του άλμπουμ είναι πρώτης γραμμής, μοιρασμένα ανάμεσα στη μελωδικότητα και την αγριότητα. Παράλληλα, οι αλλαγές των θεμάτων και των ρυθμών έχουν έναν κάπως πολύπλοκο χαρακτήρα, αλλά το σημαντικό είναι ότι πραγματοποιούνται με οργανικότητα. Προσέξτε, για παράδειγμα το πως στο τραγούδι "Shadows Follow", το μελωδικό και groovy μέρος, ξαφνικά μα και με μια φυσικότητα, δίνει τη θέση του σε ένα ταχύ και τραχύ “νορβηγικού” ύφους ξέσπασμα. Ο Σάκης Τόλης στην κιθάρα παίζει δυναμικά μα και αρκετά δεξιοτεχνικά, αλλά κυρίως λιτά, στοιχεία που χαρακτηρίζουν και το παίξιμο και του αδερφού του Θέμη στα ντραμς. Αυτή η κυρίαρχη αίσθηση λιτότητας φτάνει σε επίπεδα μιας έκφρασης απογυμνωμένης από περιττά στολίδια, ωμής, κάμποσο παρανοϊκής, μα και γεμάτης πάθος στο τραγούδισμα του Σάκη, το αναμφίβολα πιο black metal χαρακτηριστικό του άλμπουμ. Όλα αυτά τα συστατικά συγκεράζονται σε ένα αρμονικό σύνολο χάρη στην παραγωγή του Andy Classen, η οποία αναδεικνύει τόσο την ωμότητα - σκληρότητα, όσο και την ατμοσφαιρικότητα - μελωδικότητα του ήχου της μπάντας. 

Τα προαναφερθέντα πιο τεχνικά ή ξεκάθαρα μουσικά στοιχεία του Triarchy of the Lost Lovers πρωταρχικά υπηρετούν το μοναδικό κλίμα αυτού του άλμπουμ. Mέσα σε αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα ένιωσα να χάνομαι δίχως επιστροφή. 

Πρώτα απ’ όλα, ο τίτλος της όλης κυκλοφορίας ήταν, για τα δεδομένα της black metal σκηνής των 90s, παράδοξος: ενώ η κυρίαρχη νοοτροπία, ακόμα και των πιο πειραματικών κυκλοφοριών του ιδιώματος, θεμελιωνόταν πάνω στη μισανθρωπία, τη βία και τον σατανισμό, η ελληνική μπάντα με το προκλητικό όνομα κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που στον τίτλο του φιγουράρει η φράση “χαμένοι εραστές”... Βεβαια, τόσο ο Jim Mutilator, σε μια συνέντευξη του ‘96, όσο και ο Σάκης Τόλης, στο guest που έκανε στο αφιέρωμα της τηλεοπτικής εκπομπής TV War για τα 25 χρόνια από την κυκλοφορία του άλμπουμ, επέμεναν ότι η “τριαρχία των χαμένων εραστών” είναι τα ίδια τα μέλη της μπάντας που κυνηγούσαν γενναία, όχι μόνο ένα καλλιτεχνικό όραμα, αλλά και έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, ο οποίος αισθάνονταν ότι εκείνη την περίοδο ροκανιζόταν από το πέρασμα του metal ήχου στο mainstream. Ωστόσο, αυτός ο τίτλος εισβάλλει τόσο έντονα στο φαντασιακό μας, ειδικά αφού αναφέρεται και στους στίχους των τραγουδιών...

Οι στίχοι, λοιπόν, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο χτίσιμο αυτής της μοναδικής ατμόσφαιρας του Triarcy of the Lost Lovers και συντελούν πολύ στη λογοτεχνική και φιλοσοφική διάστασή του. Στιχουργός όλων των τραγουδιών είναι ο Jim Mutilator, ο οποίος στην προαναφερθείσα συνέντευξη λέει: “it is hard to give a description of our music: it is full of emotions, full of inner freedoms, full of mysticism and wise occultism.” Ακούγοντας αυτούς τους τόσο συναισθηματικούς και ελευθερόφρονες στίχους, μου δημιουργήθηκε η ιδέα πως το άλμπουμ είναι concept, καθώς χαρακτήρες -με τα τόσο αλλόκοτα τους ονόματα- επανεμφανίζονται στους στίχους διαφορετικών τραγουδιών, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μικρές αφηγήσεις κάπου ανάμεσα στον αποκρυφισμό, το fantasy και την επιστημονική φαντασία. Οι επιρροές από συγγραφείς, όπως οι αγαπημένοι Tolkien και Lovecraft, αλλά και από την αρχαιοελληνική μυθολογία, αφομοιώνονται σε ένα ιδιαίτερο σύμπαν του Φανταστικού. 

Κάπως έτσι, βιώνοντας τα σκοτεινά παραμύθια του Triarchy of the Lost Lovers, φαντασιώθηκα πως μιλά για μια οικογένεια αλχημιστών ("Diastric Alchemy") και βασιλιάδων ("A Dynasty From Ice"). Ο Atheron, ο μάγος του οποίου το θνητό σώμα πεθαίνει και η αθάνατη ψυχή του ταξιδεύει, χωρίς όρια πια, στη θάλασσα ("The Opposite Bank") ίσως είναι ο πατέρας του άρχοντα (Archon) Emeron, του βασιλιά του αστρικού πολέμου ("King of A Stellar War").  Έπειτα, ο φτωχός και μαζί μαχητικός βασιλιάς Emeron αποχαιρέτησε, ως παιδί, τον νεκρό  αδερφό του, για να τον ξαναβρεί ένα πρωινό, όταν κι οι δυο θα μεταμορφωθούν σε “μάγους με ανθρώπινη λαλιά” ("Snowing Still"). Χρόνια μετά , θα ξεσηκώσει τους σκλάβους, ως ένας “αετός του κυνηγιού”, για να μπει στο πρώτο πεδίο της μάχης ("First Field of The Battle"). 

Οι στίχοι και η μουσική στο Triarchy διαπλέκονται σε ένα σύνολο ποίησης και στοχασμού, χωρίς όμως ποτέ να χάνεται η σκοτεινή black metal προοπτική. Φανταζόμαστε τις ιστορίες να εξελίσσονται σε τόπους γωνιώδεις και ασπρόμαυρους μα ποτισμένους ως τον πυρήνα τους με ανθρώπινες μνήμες και θνητά συναισθήματα. Οι  ήρωες των ιστοριών αυτών είναι λαμπροί ήρωες, “που ξεκινούν τη μοναρχία” ("King of A Stellar War"), αλλά ταυτόχρονα οδηγούν έναν στρατό από “τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους” ("The First Field of the Battle"), από “απόκοσμες ψυχές” (King of A Stellar War)  σε έναν “αβέβαιο πόλεμο” ("A Dynasty from the Ice"). Με λίγα λόγια, το μεγαλείο προκύπτει μέσα από τη στέρηση και τη δυσκολία. Οι Rotting Christ ακολουθούν μια διαφορετική πορεία τους από αυτή του παγωμένου και μισανθρωπικού νορβηγικού black metal, τραγουδώντας ιστορίες μιας δύσκολης και απέλπιδης αισιοδοξίας, μιας προσδοκίας ότι η δικαίωση θα έρθει στο τέλος, ότι μετά την πίκρα, τις σκιές και τον θάνατο υπάρχει φως και ζωή. 

Η δική τους εκδοχή του ιδιώματος, το λεγόμενο hellenic black metal κουβαλά ένα ισχυρό εντόπιο πολιτισμικό στοιχείο, μεσογειακό ή και, ειδικότερα, ελληνικό. Πρόκειται για μια νοοτροπία, η οποία, αν και κομβική ιστορικά και γεωγραφικά, συνήθως δεν είναι κοινωνικοπολιτικά κυρίαρχη στη χώρα μας, όπου “αξίες” όπως το φλεξάρισμα (ή η ποζεριά, όπως λέγαμε στα 90s), η ευκολία, ο νεοπλουτισμός και το πελατειακό σύστημα έχουν τον πρώτο λόγο. Για να το πούμε με μουσικούς όρους, αυτή η νοοτροπία σπανιότατα έχει γίνει mainstream, όμως εκφράζει ανθρώπους που αγωνίζονται, με δυσκολία κι ελπίδα. Άλλες φορές πετυχαίνουν, άλλες αποτυγχάνουν, έχουν όμως  διδαχθεί πολλά, τόσο από τις σταδιακές εναλλαγές των εποχών, όσο και από τα σκληρά τραύματα της ιστορίας. Αυτό το ανεπιτήδευτο πάντρεμα ανάμεσα στη βία και στη μελωδία, αλλά και η εμμονή σε αυτή τη μουντή επικότητα αναδεικνύουν αυτή την κοσμοαντίληψη. Ακόμα και η επιμονή του Σάκη και του Θέμη Τόλη, αλλά και του Δημήτρη Πατσούρη, να μην εμφανίζονται με corpsepaint, καρφιά και άλλα δαιμονικά στολίδια, πέρα από την προβολή μιας ευρύτερης metal άποψης, σχετίζεται και με μια τέτοια φιλοσοφία, μια φιλοσοφία που ως κυρίαρχο μότο έχει το "μηδένα προ του τέλους μακάριζε" ή, καλύτερα, “μηδένα προ του τέλους οίκτιρε”. Εύστοχα ο Σάκης, σε μια παλιά του συνέντευξη δήλωνε: “παίζουμε μεσογειακό black metal”. 

Κλείνοντας το αφιέρωμα σε αυτό το κορυφαίο άλμπουμ του black metal ιδιώματος (ένα μεγάλο “μπράβο” για όσ@ς αντέξατε ως εδώ), θα προσπαθήσω να απαντήσω στο πιο δύσκολο ερώτημα που μου προκλήθηκε, ακούγοντας το: ποιες μπάντες και ποιες κυκλοφορίες αποτέλεσαν τις βασικές επιρροές για τη σχηματοποίηση του ήχου στο Triarchy of Lost Lovers; Όπως έγινε κατανοητό, στο συγκεκριμένο άλμπουμ οι Rotting Christ έφτασαν σε ένα πολύ προσωπικό ύφος, ως εκ τούτου είναι δύσκολο να ανιχνευθούν οι επιρροές τους. Στο Triarchy, οι Rotting Christ έχουν εξελίξει τον ήχο τους, από το ακατέργαστο death - black των πρώτων EPs σε μια ολοένα πιο έντονη εκλέπτυνση σε επίπεδο σύνθεσης, ενορχήστρωσης και παραγωγής, χωρίς όμως να στρογγυλέψουν τις αιχμές τους, οδηγούμενοι, τελικά, σε μια εμβάθυνση στην ουσία του προσωπικού τους στιλ. Έτσι, διακρίνουμε στοιχεία ωμά και ακατέργαστα, τα οποία παραπέμπουν ακόμα και black metal των 80s, από  τους Hellhammer και τους Sarcófago ως και το δικό τους Satanas Tedeum (1989), αλλά και τόσο οικείες, παθιασμένες και πιασάρικες μελωδίες, που -δεν θα πω ψέματα- μου θύμισαν ακόμα και τους Iron Maiden. Τελικά,  αυτό το αλλόκοτο αμάλγαμα ανάμεσα στην αγριότητα, την ποίηση και τη γοητεία της παρακμής, που συναντάμε στο Triarchy, έχει κατορθωθεί πρωτύτερα στο αριστουργηματικό Into the Pandemonium των Celtic Frost, ένα άλμπουμ που οι Christ σίγουρα έχουν παντοτινό οδηγό. 

Παράλληλα, απαραίτητος παράγοντας για την κατανόηση του Triarchy αποτελεί η ένταξή του στο ευρύτερο πεδίο του "hellenic black metal", το οποίο έδινε ιδιαίτερο βάρος στη μελωδικότητα και στη μυστικιστική και ποιητική ατμόσφαιρα. Παράλληλα, θα έλεγα ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ ουσιαστικά αποτελεί το τελικό κεφάλαιο της ακμής του ελληνικού black metal, λαμβάνοντας τη σκυτάλη της επικής και οργισμένης μελαγχολίας που αρθρώθηκε υπέροχα στο Walpurgisnacht των Varathron δύο χρόνια πριν. Επομένως, το τρίο των Ελλήνων metallers συγκροτεί μια πραγματική “τριαρχία χαμένων εραστών”, καθώς ορμώνται από τη δεκαετία του ‘80, για να φυτέψουν το ύστατο άνθος της πιο γνήσιας φάσης hellenic black metal, αλλά και να σημαδέψουν ανεξίτηλα την παγκόσμια extreme metal σκηνή του δεύτερου μισού των 90s. 

Η συμφωνία με τη γερμανική δισκογραφική Century Media και η ηχογράφηση του Triarchy of the Lost Lovers αποτέλεσε μια πραγματική περιπέτεια για το συγκρότημα, την οποία διηγείται γλαφυρά ο ίδιος ο Σάκης στην προαναφερθείσα εμφάνιση του στο TV War. Μετά από αυτό το άλμπουμ, οι  Rotting Christ προχωρήσανε δισκογραφικά και προόδευσαν περαιτέρω, διοχετεύοντας τη μεν gothic πλευρά τους στην αμέσως επόμενη δουλειά τους, A Dead Poem, ενώ το πιο επικό κλίμα αλλά και η επαφή με την ελληνική παράδοση, άνθισαν πλήρως στο Theogonia, δέκα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, η τριαρχία των χαμένων εραστών θα μείνει στη μνήμη ακροατών σε όλο τον κόσμο ως ένα αριστούργημα του black metal και του metal ευρύτερα. Πλέον κι εγώ έγινα ένας από αυτούς τους ακροατές.

Το κείμενο αφιερώνεται στον γιο μου, τον αληθινό βασιλιά του αστρικού πολέμου.