One of the main reasons for making this blog was to promote artists and releases that escaped the attention even of the most alternative and sophisticated music media. Now if an album, after many listens, leaves a solid mark to our mental and emotional world, there is no choice but to make a presentation of it. The first and only album of the US band Edison Electrics, called Oneironautics, released in 2012, observes these two conditions: although it’s characterized by high quality and hence musical value, it hasn’t become more widely know. It has been long time ago since I listened to an album with almost no flaws. The man behind Edison Electrics is Dustin W. Warren, who usually uses the alias Godfrey At Large. Warren has composed nearly the entire music and wrote the lyrics for the album, he also played all the keyboards and of course he undertook the vocals. But he is joined by a group of fine musicians, who manage to carry out his complex and multilevel artistic vision.
I described the vision presented in Oneironautics as complex and multilevel, because first of all we deal with a special blend of various musical styles. The first main ingredient is ambient music, most times in its beatless form, and the second one are the wonderful soulful vocals, reminiscent of great interpreters of the past such as Marvin Gaye and Bill Withers, but also of their worthy successor in our days, John Legend. The deepness and experimentation of ambient in one hand and the emotional directness of soul on the other, are enriched by new elements: psychedelic guitars, tribal percussion, horns that sometimes lean towards folk, such as flute, and sometimes towards jazz, such as trumpet and saxophone, as well as cloudy and turbid samples, for example of the crowd at a beach in Summer or of a departure of a plane. An associative flow of sounds, images and allusions characterized by the fragmentation of real experience. Generally speaking, the experiment pursued in this album is crowned with success, reminding us the sonic adventures of the last two Talk Talk albums. But here, the difficulties of an avant-garde approach are smoothed by the memorable soulful melodies, especially of the vocals. The first song of the album, titled In Between Two Dawns, will remind you of Richie Havens’ confessional expression and the next one, Wonder If She Knows, Nick Drake’s nostalgic psychedelia. A free jazz style dominates the track with the imaginative compound word Aromastalgia as its title, while Yekermo Sew, which borrows its name from the classic ethio-jazz composition by Mulatu Astatke, is the most uptempo track of the album, in which influences from African music are well assimilated. In a lyrical level, Oneironautics seems to be a poetic narrative of a romance, which, we suppose, had a bad end or remained unfulfilled. Godfrey At Large himself comes to strengthen this conjecture, as he dedicates the album, not only to his relatives and friends, but also to a woman who was special to him (“The woman I used to love for breaking my heart and teaching something truly valuable about life and love and relationships “). As we can understand, the emotions are captured with a powerful directness, but the melodramatic exaggeration is avoided, both because of the experimental nature of the music, and the preponderant poetic and existential element. The final track of the album is also called Oneironautics. This specific term is common in psychology, even more in sci-fi and means the interaction between two subjects who dream, the intersection of dreams. Indeed in the last song, the combination between ambient and soul music sets the perfect scene for a dreamlike encounter. Even though the two lovers didn’t make it in the real world, they meet in an imaginary and utopian dream world, achieving a harmony that defies the boundaries of place and time.
You have the great opportunity to download the whole Oneironautics album for free, with the blessings of the creators and participants:
Recently, Godfrey At Large collaborated with music producer Bleehouse, creating the project HAUS. In Spring of 2014, HAUS released a very interesting mini album, entitled Holy Ghosts, which you also can also download for free. Thanks to L. for her help with the translation.
Μουσικοί δημιουργοί της χορευτικής ηλεκτρονικής σκηνής προσεγγίζουν την παράδοση του προοδευτικού & ψυχεδελικού ροκ.
Την πρώτη φορά που άκουσα το Dark Side of The Moon και μάλιστα σε βινύλιο ήμουν πάνω-κάτω δεκαέξι χρονών. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, η πρώτη ακρόαση δεν με ενθουσίασε και πολύ. Τελικά αποφάσισα να αντιγράψω το άλμπουμ σε κασέτα, για να του δώσω ακόμα μια ευκαιρία… Φυσικά η συνέχεια ήταν κοινή με αυτή πολλών φίλων της μουσικής: η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού με γοήτευσε και επηρέασε καθοριστικά την αισθητική και την νοοτροπία μου.
Αυτή ακριβώς η αναμέτρηση με τραγούδια, δίσκους και καλλιτέχνες είναι ένα από τα πιο σημαντικά οφέλη της μουσικής: να εκτιμάς, να απορρίπτεις, να επανεκτιμάς, κοντολογίς να βιώνεις μια, θα λέγαμε, περιπέτεια ακρόασης. Και μερικές από τις πιο ωραίες… ακροαστικές περιπέτειες προσφέρουν άλμπουμ και καλλιτέχνες του progressive rock, καθώς εγγενές χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ιδιώματος είναι μια νοοτροπία εκλεκτισμού και πολυσυλλεκτικότητας, που φέρνει κοντά μουσικά είδη και στιλ εκ πρώτης άποψης αταίριαστα και αντιφατικά. Έτσι και οι Pink Floyd, τους οποίους θα αναφέρουμε ουκ ολίγες φορές σε αυτό το άρθρο, στο Dark Side Of The Moon λες και περάσανε το αργό και συναισθηματικό blues μέσα από τα παραμορφωτικά φίλτρα του ψυχεδελικού ροκ, του ambient και την πρώιμης ηλεκτρονικής μουσικής.
Κατά καιρούς, λοιπόν, από τα 70s μέχρι και σήμερα, μουσικοί και μπάντες από ποικίλα στιλιστικά backgrounds ήρθαν σε μια δημιουργικότατη επαφή με το progressive rock , προσφέροντας πολύ αξιόλογες crossover δουλειές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι Cardiacs που με τα άλμπουμ τους κατάφεραν μια δυνατή ανακωχή ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα του punk και του progressive rock.
Αλλά ακόμα ένας απρόσμενος συνδυασμός που πιθανότατα οι περισσότεροι ακροατές του progressive rock ιδιώματος δεν έχουν υπόψη, καθώς ξεφεύγει σε χωράφια που είτε εκούσια είτε ακούσια δύσκολα προσεγγίζουν, είναι αυτός ανάμεσα στο progressive rock και την ηλεκτρονική μουσική. Δεν αναφέρομαι βέβαια στους αναγνωρισμένους πρωτεργάτες του λεγόμενου progressive electronic, όπως του πειραματιστές της kosmische musik και του ρυθμού motorik ή τον «δικό μας» Βαγγέλη Παπαθανασίου. Αντιθέτως, έχω κατά νου μια νέα γενιά μουσικών δημιουργών που προέρχονται από την dance electronica και έχουν διακριθεί περίπου την τελευταία δεκαετία. Παραγωγοί, DJs και μουσικοί που έχει κερδίσει ο ηλεκτρονικός χορευτικός ρυθμός των 4/4, απλώνουν το χέρι στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού: στη μεγάλη περιπέτεια του προοδευτικού και ψυχεδελικού ροκ. Μάλιστα, μια τέτοια χειρονομία προς έναν ήχο παλιότερο και αναλογικό αποτελεί μια έντονα κριτική ματιά των συγκεκριμένων ανθρώπων σε αυτή την ιλλουστρασιόν, μοδάτη και βιομηχανοποιημένη πλευρά της τρέχουσας χορευτικής μουσικής.
Φυσικά, το ενδιαφέρον αυτών των καλλιτεχνών έχει τραβήξει κυρίως η σκηνή των 60s και των 70s, όταν ο χαρακτηρισμός progressive εξέφραζε εύστοχα μια πραγματικά προοδευτική οπτική στην ροκ μουσική. Πολλοί από αυτούς κατέληξαν να σκαλίζουν το progressive και το ψυχεδελικό ροκ, αναζητώντας τις καταβολές της χορευτικής μουσικής, οι οποίες γενικότερα εντοπίζονται τόσο στην τζαζ όσο και στο ροκ. Κάποιοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στις απαρχές της ηλεκτρονικής μουσικής, ανακαλύπτοντας δίσκους-σταθμούς, όπως αυτοί του Klaus Schulze, του Manuel Gottsching και των Neu!. Αυτή η στροφή επίσης σχετίζεται με τη μεγάλη αγάπη αυτών των καλλιτεχνών για το βινύλιο, άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς είναι και DJs, γνωστοί για τις ιδιαίτερες και ασυμβίβαστες επιλογές τους στα decks. Βέβαια, αυτές οι επιλογές συχνά συμπεριλαμβάνουν και συνθέσεις λησμονημένες και με αμφιλεγόμενη διαχρονικότητα και αξία, οι οποίες χρονολογούνται στα τέλη της δεκαετίας του 70, όταν η disco είχε κυριαρχήσει στο μουσικό σκηνικό. Πράγματι, η πλειοψηφία των εν λόγω καλλιτεχνών ευρύτερα συμπεριλαμβάνεται στην αναβίωση του disco ήχου, που άκμασε την πρώτη δεκαετία του 21ου αι, αλλά συνεχίζεται με επιτυχία και σήμερα, αν αναλογιστούμε κυκλοφορίες όπως το περσινό εμπορικά και ποιοτικά επιτυχημένο άλμπουμ των Daft Punk, Random Access Memories.
Ωστόσο, οι κυρίαρχες επιρροές των καλλιτεχνών στους οποίους αναφερόμαστε δεν εντοπίζονται τόσο στην εμπορική disco, όσο στο πιο πειραματικό και underground παρακλάδι της, την cosmic disco. H cosmic disco αναπτύχθηκε από τα τέλη των 70s ως τα μέσα των 80s, σε clubs της βόρειας Ιταλίας, όπως το Cosmic το οποίο ονοματοδότησε και τον όλο ήχο. Εκεί, DJs όπως ο Danielle Baldeli, όχι μόνο «πείραζαν» ορχηστρικές εκδοχές disco τραγουδιών, που συνήθως καταλάμβαναν τη δεύτερη πλευρά των βινυλιακών singles, αλλά γενικότερα σέρβιραν στους θαμώνες των club, οι οποίοι τις περισσότερες φορές βρίσκονταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, ένα χορευτικό ψυχεδελικό trip. Ο ίδιος ο Baldelli σε συνέντευξή του περιγράφει το πως μίξαρε το Bolero του Ravel με μια abstract σύνθεση του Steve Reich ή ένα κομμάτι των Dieter Moebius και Hans Joachim Roedelius με μια επιτυχία της funk μπάντας Τ Connection, προσθέτοντας έναν world tribal ρυθμό.
Οι δύο άνθρωποι που συντέλεσαν στην επιστροφή του cosmic disco στη σύγχρονη μουσική σκηνή είναι οι Νορβηγοί Lindstrom και Prins Thomas. Βέβαια, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, πιο περιορισμένες underground κινήσεις είχαν ήδη από τις αρχές των 90s προετοιμάσει αυτήν την επιστροφή, αλλά οι δύο καλλιτέχνες, μέσω των επιλογών τους ως DJs, των προσωπικών τους κυκλοφοριών, αλλά κυρίως με τους δύο δίσκους, στους οποίους ένωσαν τις δυνάμεις τους, εδραίωσαν την επιστροφή του cosmic disco. Προτείνω αυτές τις δύο δουλειές, ως δείγματα αυτοσχεδιαστικής μουσικής που διατηρεί κάτι από το πνεύμα των ελεύθερων αναζητήσεων των 60s και 70s.
Κοντά στο ντουέτο αναπτύσσει τη μουσική του δράση ο επίσης Νορβηγός Todd Terje, γνωστός για τα αντισυμβατικά του remixes. Αλλά, οι prog ή καλύτερα jazz fusion τάσεις του διακρίνονται στο κομμάτι του Alfonso Muskedunder, που συμπεριλαμβάνεται στο φετινό του άλμπουμ It’s Album Time.
Σε παρόμοιο πνεύμα με τους Lindstrom, Prins Thomas και Todd Terje κινούνται οι Meanderthals, ένα project που αποτελείται από τον Νορβηγό μουσικό Rune Lindbæk και το βρετανικό ντουέτο DJs και παραγωγών Idjut Boys. Οι Meanderthals απλώνουν τους θερινούς και ράθυμους πειραματισμούς τους στο άλμπουμ Desire Lines του 2009. Δύο χρόνια νωρίτερα, δηλαδή το ’07, κυκλοφόρησε και το μοναδικό άλμπουμ των Map Of Africa, του project των DJ Harvey και Thomas Bullock, στα πλαίσια του οποίου οι δυο παλαίμαχοι DJs ξεσπούν σε ένα ευφάνταστο freak out ψυχεδελικού ροκ.
Επίσης, οι Beyond The Wizards Sleeve από την Βρετανία έδωσαν μια πιο ηλεκτρονική και χορευτική εκδοχή στο prog folk τραγούδι Roscoe των Midlake, ένα remix που το περιοδικό NME συμπεριέλαβε στα 50 καλύτερα remixes όλων των εποχών. Ουσιαστικά, πίσω από το εν λόγω remix βρίσκεται ο πολυπράγμων Richard Norris, μέλος των Grid, ενός ντουέτου που στα 90s συνεργάστηκε με τον Robert Fripp. Από τη Βρετανία ορμάται και ο πολύς Andrew Weatherall, του οποίου οι περισσότερες δουλειές μεταφέρουν ένα ανεξίτηλο ψυχεδελικό κλίμα.
Βέβαια, αν κάποιοι καλλιτέχνες από τη σύγχρονη dance electronica με αναφορές στο προοδευτικό και ψυχεδελικό ροκ βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα του cosmic disco ήχου, αρκετοί άλλοι χαρακτηρίζονται ως balearic. Η σύνδεση με το νησί της Ibiza είναι αυτονόητη, αλλά προκειμένου να κατανοηθεί αυτός ο όρος, χρειάζεται να γυρίσουμε περίπου 25 με 30 χρόνια πίσω, πριν η Ibiza μεταμορφωθεί σε μια τουριστική υπερπαραγωγή. Κατά τη δεκαετία του 80, στο ισπανικό νησί οι ξένοι επισκέπτες ήταν λίγοι, κυρίως καλλιτέχνες, μποέμ και hippies, ενώ στα τοπικά bars και clubs DJs, με επιφανέστερο τον Alfredo Fiorito, έπαιζαν όχι house και techno, αλλά ένα εκλεκτικό μείγμα από πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη, όπως disco, new wave και latin jazz, στο οποίο δόθηκε η ονομασία balearic beat. Γενικότερα, η ατμόσφαιρα του νησιού κρατούσε ακόμα κάτι από τα 60s και τα 70s, όταν η Ibiza ενέπνεε μπάντες όπως τους Pink Floyd να συνθέσουν το Ibiza Bar και τους King Crimson το Formentera Lady.
Σημειωτέον πως αυτούς τους ντόπιους DJs των late 80s άκουσαν οι Βρετανοί και με ενθουσιασμό μετάφεραν τη νοοτροπία τους στη Γηραιά Αλβιόνα, όπου στα μετέπειτα χρόνια είχαμε την άνθιση του acid house και γενικότερα της rave κουλτούρας.
Η χώρα που τα τελευταία χρόνια μας έχει δώσει κάμποσα ενδιαφέροντα συγκροτήματα, τα οποία επιστρέφουν σε αυτή την εκλεκτικότητα και πολυσυλλεκτικότητα, αντιλήψεις που, όπως είδαμε, είναι κοινές τόσο στην balearic νοοτροπία, όσο και στο progressive rock είναι η Σουηδία. Η Σουηδία έχει μια σημαντική παρουσία στην ποιοτική pop μουσική, όποτε αυτή η άνθιση του λεγόμενου nu balearic ήχου δεν είναι εντελώς απρόσμενη. Τώρα, αν αναλογιστούμε και την ακμάζουσα underground σκηνή του σουηδικού προοδευτικού και ψυχεδελικού ροκ στα 60s-70s, ακόμα μια συνάντηση ανάμεσα στον αναλογικό και ηλεκτρονικό ήχο φαντάζει μοιραία… Ας ρίξουμε μια ματιά σε τρεις αντιπροσωπευτικές μπάντες: τους Tiedye, τους Fontan και τους Bandjo.
Οι κυκλοφορίες των Tiedye είναι σπάνιες και αραιές. Πρωτοεμφανίστηκαν με μια ιδιαίτερη διασκευή στο Nothing Else Matters των Metallica, συνέχισαν με το μελωδικό folk τραγούδι Fisherman’s Bend και το 2013 επέστρεψαν με το Road Less Travelled, που αποπνέει μια 70s ποπ ευφορία.
Οι Fontan και οι Bandjo, πάλι, στρέφονται σε έναν ήχο πιο ατμοσφαιρικό και σκοτεινό. Οι πρώτοι, το 2009 κυκλοφόρησαν το δεύτερο full-length τους, Winterhwila. Οι πιο ενημερωμένοι και προσεκτικοί ακροατές στο κομμάτι Early Morning, θα ακούσουν μια άτυπη και πολύ ελεύθερη διασκευή στο ομώνυμο τραγούδι των Γερμανών Epitaph.
Οι Bandjo παρουσίασαν το μοναδικό ομώνυμο άλμπουμ τους το 2010, με ένα μουσικό ύφος επηρεασμένο από τους επίσης Σουηδούς Studio, αντικαθιστώντας όμως το pop στοιχείο των τελευταίων με krautrock επιρροές, χωρίς να λείπουν και κάποιες πινελιές από darkwave.
Κοντά σε αυτές τις μπάντες από τη Σουηδία, κινούνται και οι κάπως γνωστότεροι Βρετανοί A Mountain Of One, με μια σειρά εξαιρετικών singles που συγκέντρωσαν στο άλμπουμ Collected Works το 2007.
Βέβαια, μέσα σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, το μπολιασμένο με πολλά prog/psych rock στοιχεία «κίνημα» της cosmic disco και του balearic έχει βρει κήρυκες σε αρκετά μέρη του πλανήτη. Έτσι, ωραία δείγματα δουλειάς έχουν δώσει οι Καλιφορνέζοι Pacific Horizons, αλλά και το ντουέτο των Almunia από την Ιταλία, οι οποίοι μπλέκουν τα χαλαρά beats με έναν ηλεκτρικό κιθαριστικό ήχο που θυμίζει David Gilmour.
Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τον Ισπανό Tiago Miranda, πρώην μέλος του συγκροτήματος Gala Drop, ο οποίος χρησιμοποιώντας ένα πλήθος ψευδωνύμων μας έχει δώσει πρωτότυπες συνθέσεις, αλλά και ενδιαφέροντα remixes.
Όπως καταλαβαίνετε, η λίστα με τους μουσικούς και παραγωγούς αυτής της σχετικά νέας κατεύθυνσης στη παγκόσμια σκηνή μπορεί να μεγαλώσει, ανάλογα βέβαια με την ενημέρωση, το αισθητήριο και τα γούστα του καθενός. Και αν ακόμα θεωρείτε αυτόν τον συσχετισμό ανάμεσα σε progressive rock και disco αταίριαστο, σκεφτείτε πως οι πρώτοι μουσικοί απεσταλμένοι από τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, οι Pink Floyd, στα 1979 κυκλοφόρησαν ένα τραγούδι που συνδύαζε progressive rock και disco, ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία τους.
Πηγή εικόνας τίτλου Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Progrocks.gr.
Πέντε βήματα στην καλοκαιρινή ακρογιαλιά, στη νυχτερινή πόλη, στην σκιά της αυλής σας ή και μέσα στο νου σας.
1. Harold Budd – Arabesque 2
Ο H. Budd αποτίνει φόρο τιμής στον Claude Debussy: αισθαντικά μελωδικά θέματα πιάνου και σαξόφωνου δεν ολοκληρώνονται, αλλά χάνονται μέσα σε διαστήματα ανεπαίσθητων ambient ήχων, ακόμα και μέσα στη σιωπή.
2. Steve Roach – The Continent
Συνεχίζουμε με τον επικό ρεμβασμό του Steve Roach. Η σύνθεση The Continent εμπεριέχεται στο κλασικό άλμπουμ Dreamtime Return του ’88, όπου ο Roach για πρώτη δορά πειραματίζεται με world και ritual μουσική. Στα κρουστά ο Robert Rich.
3. Coyote – The Cat’s Asleep
Δύο Βρετανοί κοιμούνται και τα όνειρό τους λιάζεται σε μια ακτή της παλιάς Ibiza. Οι Coyote κλείνουν το δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους Half Man, Half Coyote (2011) με το θερινό ambient κομμάτι The Cat’s Asleep. Εκεί θα βρείτε έναν κουρασμένο κύριο να διαλογίζεται παρέα με μια γάτα.
4. Jose
Padilla – La Mar
Μουσική για ένα χαλαρωτικό καλοκαίρι χωρίς μια αναφορά στον Jose Padilla δεν γίνεται. Ένας από τους πρωτεργάτες του chill out σε μια λυρική απαγγελία αφιερωμένη στη θάλασσα, υπό τη συνοδεία της flamenco κιθάρας του Paco Fernandez.
5. Ludovico
Einaudi & Ballaké Sissoko – Chanson D’ Amour
Ο αγαπημένος Ιταλός συνθέτης σε μια συνεργασία με τον εκ του Μαλί ορμώμενο αριστοτέχνη του kora, Ballaké Sissoko. Ένα φαινομενικά ήρεμο, αλλά στην ουσία του γεμάτο πάθος τραγούδι αγάπης φέρνει κοντά την μινιμαλιστική παράδοση της Δύσης με τις βαθιές ρίζες της αφρικάνικης μουσικής.
Η φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτηση έχει τίτλο Dawn of an old empire, την είχα βρει καιρό πριν στο δίκτυο και πλέον έχω χάσει το link...