Τρεις περιπτώσεις αντίφασης στη μοντέρνα ελληνική μουσική πραγματικότητα
Ο ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς γράφει, «η ελληνική αρμονία, όσες φορές μπόρεσε να επιτευχθεί, ήταν πάντα πολύφωνη. Η ροπή προς τη σύνθεση […] αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά σημάδια της νεοελληνικής πνευματικής ιστορίας». Ακριβώς αυτή η επιτυχημένη σύνθεση αντίρροπων στοιχείων, από την Ανατολή και τη Δύση, από το παρελθόν και το παρόν, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του νεοελληνικού πολιτισμού, φέρνοντας στο φως αριστουργηματικά καλλιτεχνικά έργα. Αλλά τι συμβαίνει όταν αυτή η συνάντηση των ποικίλων στοιχείων δεν πραγματοποιείται με επιτυχία; Τότε μάλλον τα πολιτιστικά μας προϊόντα χαρακτηρίζονται από μια αθεράπευτη αντίφαση. Παρακάτω θα αναφερθώ σε τρεις περιπτώσεις από τη μοντέρνα ελληνική μουσική πραγματικότητα, που επιβεβαιώνουν αυτή την αντίφαση, η οποία ωστόσο έχει μια γοητεία… ποπ κουλτούρας.
Η πρώτη από αυτές τις περιπτώσεις ξεδιπλώθηκε μπροστά στα ματιά μου πριν κάποιες μέρες, όταν εδώ στον Βόλο ήρθε για μία εμφάνιση ο γνωστός house DJ και παραγωγός Dennis Ferrer. Παρακολούθησα το set του με έντονο ενδιαφέρον, αλλά και με μια εξίσου έντονη στωικότητα συμπέρανα πως η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που είχαν έρθει να τον ακούσουν ήταν οι πιο «κυριλέ» και trendy της πόλης. Δεν μπόρεσα, λοιπόν, να μη συγκρίνω αυτό το κοινό με εκείνο που είχε παρευρεθεί στη συναυλία/ DJ set των Asian Dub Foundation στην ίδια μουσική σκηνή πριν λίγους μήνες. Εκείνη τη βραδιά συναντούσες τύπους «εναλλακτικούς», πιθανώς πολιτικά συνειδητοποιημένους και με ένα πιο street στιλ. Κι όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αισθητική και ο ήχος των δύο καλλιτεχνών δεν απέχει τόσο: η underground dance κουλτούρα και οι επιρροές από funk, afro, dub και άλλες κατευθύνσεις της «μαύρης» μουσικής είναι στοιχεία που φέρνουν κοντά τον Dennis Ferrer και τους Asian Dub Foundation. Ωστόσο το κοινό τους στην πόλη του Βόλου μοιάζει βγαλμένο από δύο αντίθετα ως και εχθρικά στρατόπεδα. Και θεωρώ πως αυτός ο διαχωρισμός δεν οφείλεται στους υποτιθέμενους περιορισμένους πνευματικούς ορίζοντες της επαρχίας, αλλά χαρακτηρίζει το σύνολο των Ελλήνων ακροατών ηλεκτρονικής και όχι μόνο μουσικής.
Η δεύτερη περίπτωση έχει να κάνει με μια συναυλία που συζητήθηκε πολύ, με σχόλια τόσο αρνητικά όσο και θετικά. Το Σάββατο 3 Μάιου, ο Σάκης Ρουβάς ερμήνευσε ζωντανά ολόκληρο το Άξιον Εστί των Ελύτη - Θεοδωράκη. Πράγματι αυτή η περίπτωση χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντίθεση, καθώς ένας από τους πιο επιφανείς εκπροσώπους του mainstream pop τραγούδησε ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της (μάλλον κακώς) λεγόμενης «έντεχνης» ελληνικής μουσικής. Παρόλο που ο Ρουβάς τα κατάφερε αρκετά καλά, όπως και να το κάνουμε, η αισθητική και η ιδεολογία που κουβαλά έρχονται σε αντίθεση με αυτές του έργου και των δημιουργών του. Από την άλλη όμως, νομίζω πως μπορούμε πια να απαλλάξουμε τη ματιά μας από αυτόν τον, ως ένα βαθμό, υποχρεωτικό σεβασμό στα «ιερά τέρατα» της μεταπολεμικής Ελλάδας, όπως στον Οδυσσέα Ελύτη, στον Μίκη Θεοδωράκη και στον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Χωρίς να μειώνεται ο θαυμασμός και η αγάπη μας, ας τους δούμε με ένα πιο κριτικό μάτι, καθώς η πορεία και των τριών είχε κάποια μελανά σημεία, περιορίζοντας έτσι και το επιθετικό μας μένος προς τον Ρουβά. Άλλωστε, η στροφή του τελευταίου προς το Άξιον εστί θα έπρεπε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την τρομακτική έλλειψη φρέσκιας ελληνικής μουσικής που να συνδυάζει την πολιτική άποψη με την καλλιτεχνική ουσία.
Για να σκιαγραφήσουμε την τρίτη περίπτωση αντίφασης, θα κάνουμε ένα άλμα από την υψηλή τέχνη του Άξιον Εστί στα λησμονημένα για τους περισσότερους πρώτα βήματα του electropop στη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα, θα κάνουμε μια αναφορά στον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο, έναν από τους πρωταγωνιστές της εντόπιας μουσικής σκηνής στα 80s και στα 90s. Αν κάποιος παρακολουθούσε τα βήματα του ως περίπου το ’87, θα μιλούσε για έναν ενδιαφέροντα εκπρόσωπο της ελληνικής italo disco. Πέρα από το περίφημο Lost In The Night, o Χαριτοδιπλωμένος ήταν υπεύθυνος για κάποια άψογα κομμάτια, όπως τα dub remixes στο What You Gonna Do? των 141 G και στο Talk About Love της Mariana, αλλά και το original Feel My Glass. Όμως, όσο η δεκαετία του 80 παρέδιδε τη σκυτάλη σε αυτή του 90, η καριέρα του στον αγγλικό στίχο, έδωσε τη θέση της στο αμφίβολης ποιότητας ελληνόφωνο pop. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με μια αντιπροσωπευτική περίπτωση καλλιτεχνικής πορείας στην οποία πρώτο λόγο είχε το οικονομικό όφελος και όχι η γνήσια δημιουργία.
Αυτή ακριβώς η αρκετά συχνή στην ελληνική μουσική αντίφαση ανάμεσα στο underground και το mainstream, ανάμεσα στην τέχνη και την εμπορικότητα γίνεται ιδιαίτερα διακριτή σε μια πολύ αξιόλογη συλλογή που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια και παρουσιάζει τα πρώτα βήματα της ηλεκτρονικής μουσικής στη χώρα μας. Πρόκειται για τη συλλογή Into The Light, η οποία αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός για την ομώνυμη δισκογραφική εταιρεία, που «τρέχουν» ο Ηλίας Πίτσιος και ο Ολλανδός Tako Reyenga. Ο πλήρης τίτλος της κυκλοφορίας είναι Into The Light: A Journey Into Greek Electronic Music, Classics & Rarities (1978 – 1991)˙ εκεί, δίπλα σε πρωτοποριακούς συνθέτες της δεκαετίας του 80, όπως η Λένα Πλάτωνος και ο Γιώργος Θεοδωράκης -γιος του Μίκη- παρελαύνουν τόσο καλλιτέχνες που μετέπειτα πρωτοστάτησαν στο «έντεχνο», όπως ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Σταύρος Λογαρίδης, όσο και εκπρόσωποι της ελληνόφωνης pop των 90s, με προεξέχοντες τον Μιχάλη Ρακιντζή και τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο. Σε αυτή ακριβώς τη συλλογή άκουσα πρώτη φορά και ορχηστρικό remix του What You Gonna Do?.
Τι καλύτερο, λοιπόν, να κάνουμε, πέρα από το να παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και καλοπροαίρετη κριτική αυτές τις ακροβασίες ή καλύτερα στραβοπατήματα της μοντέρνας ελληνικής μουσικής; Η δική μας υποψιασμένη ματιά αποτελεί ένα έστω μικρό εφαλτήριο για μια αλλαγή προς το καλύτερο.
Βιβλιογραφικά στοιχεία του αποσπάσματος του Κ. Θ. Δημαρά: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα (εκδόσεις Γνώση) 2000, ιγ’ (πρόλογος)
Η εικόνα αποτελεί δημιουργία του εικαστικού Diogo Machado
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου