28/4/11

guest 01/ Mod Coffee Bar [playlist]


Τη Δευτέρα 18 Απριλίου, την λίστα για την Εκπομπή που ψάχνει τίτλο ανέλαβε ο Κώστας Κούρβας συνιδιοκτήτης του Mod Cοffee Bar, ενός από τους καλύτερους χώρους για καφέ και ποτό στην πόλη του Βόλου. 

Ο Κώστας λοιπόν, ως πρώτος καλεσμένος μας,  ανέλαβε τα ηνία της εκπομπής. Εμείς, κάνοντας ελάχιστα σχόλια ακούσαμε και ενημερωθήκαμε περί μουσικής...



playlist:

jj – Still
The xx – Infinity
Aeroplane – We Can't Fly
Crystal Castles feat. Robert Smith – Not In Love
The Radio Dept. – Heaven’s On Fire
Transistor – Living
Kasabian – Fire (Radio Edit)
Bloc Party – I Still Remember
The Vaccines – Post Break-Up Sex
Mark Ronson – Somebody To Love Me
Monsieur Minimal – Love Story
The Drums – Let’s Go Surfing
Belle And Sebastian – Dog On Wheels
The Asteroids Galaxy Tour – The Golden Age

Φυσικά, τέτοιες συνεργασίες θα συνεχιστούν: djs, μέλη συγκροτημάτων, εν γένει άνθρωποι που ασχολούνται με την μουσική πιο έντονα από την πόλη μας, τον Βόλο −και όχι μόνο−, θα έρχονται ως guests στην Εκπομπή που Ψάχνει Τίτλο, με δικές του μουσικές επιλογές. Έτσι… ιδέες να ανταλλάσσονται, προτάσεις να γίνονται και οι φίλοι της καλής μουσικής να έρχονται σε επαφή.

εικόνα:  Josh Agle, Cocktail Delivery

25/4/11

Lindstrøm - Where You Go I Go Too (2008 - Smalltown Supersound)


Παρόλο που σήμερα η μουσική παραγωγή είναι τόσο πληθωρική που οπωσδήποτε δεν γίνεται να παρακολουθηθεί ολοκληρωτικά, δύσκολα βρίσκει κανείς μία τόσο καλή κυκλοφορία, ώστε να αξίζει κάποιας ιδιαίτερης αναφοράς. Από την άλλη, αφού ένα καλό και ολοκληρωμένο άλμπουμ ανακαλυφθεί, έπειτα θεωρώ αναγκαίο να ακουστεί πολλές φορές, ώστε να κατανοηθεί πλήρως και –γιατί όχι; να γίνει κομμάτι της ζωής μας.  Αλλά, ευτυχώς καλή μουσική υπάρχει πάντα, μουσική που γοητεύει, συναρπάζει, μουσική που τελικά περισσότερο την βιώνεις, παρά απλά την ακούς.

Ένας καλλιτέχνης που προσφέρει τέτοιου επιπέδου μουσική είναι και ο Νορβηγός Hans-Peter Lindstrøm, του οποίου το άλμπουμ Where You Go I Go Too θα παρουσιάσουμε.

 To  Where You Go I Go Too κυκλοφόρησε το 2008. Ειδικά κατά την περίοδο της κυκλοφορίας του είχε προξενήσει ντόρο σε όλα τα εναλλακτικά μέσα μουσικής ενημέρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, είτε μιλάμε για τον Τύπο, είτε για το διαδίκτυο. Πράγματι η συγκεκριμένη δουλειά του Lindstrom άξιζε αυτής της προσοχής, καθώς μιλάμε για ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ της πρώτης δεκαετία του 21ου αι. Ξέρω πως αυτός ο χαρακτηρισμός ίσως σας φαίνεται υπερβολικός… Για να δούμε μήπως σας πείσω να ακούσετε πρώτα το άλμπουμ και έπειτα να το αξιολογήσετε. 

Το Where You Go I Go Too ανήκει στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής, στην οποία μάλιστα ο Νορβηγός συνθέτης και παραγωγός δίνει νέα πνοή. Το άλμπουμ αν και διαρκεί κοντά μία ώρα αποτελείται από τρεις φιλόδοξες συνθέσεις με μέσο όσο διάρκειας το ένα τέταρτο. Πράγματι ο Lindstrom με αυτή μονάχα την επιλογή του μοιάζει ξεχασμένος στην ομίχλη των 60s και των 70s, όπου οι πρωτοπόροι της ηλεκτρονικής μουσικής είχαν την ελευθερία να χτίζουν επικά και περιπετειώδη μουσικά έργα. Η αλήθεια είναι ότι ως ένα βαθμό βρίσκεται εκεί, καθώς σε αυτή τη δουλειά διασώζεται η ουσία της ηλεκτρονικής μουσικής.  Προετοιμαστείτε για έναν συνδυασμό από ηλεκτρονικά παραγόμενη μουσική, samples, αλλά και πινελιές από αναλογικά όργανα, όπως τύμπανα και κιθάρες. Υπεύθυνος για τη σύνθεση, την ενορχήστρωση και την εκτέλεση ο ίδιος ο Lindstrom, ο οποίος μεταμορφώνεται στον καπετάνιο ενός ταξιδιού: ambient μέρη εμπνευσμένα από τον Brian Eno και το krautrock δίνουν τη θέση τους σε νωχελικές synthpop  και disco στιγμές. Βέβαια από το μείγμα δεν λείπουν και τα στοιχεία από πιο σύγχρονα ρεύματα, όπως house και techno.


Ο  Lindstrom σε αρκετές συνεντεύξεις του έχει δηλώσει ότι είναι φανατικός ακροατής μουσικής και αυτή ακριβώς η ιδιότητά του διακρίνεται και στο Where You Go I Go Too. Το εύρος των επιρροών και των στοιχείων που δανείζεται τόσο από την ηλεκτρονική, αλλά και από την πιο πειραματική πλευρά της μουσικής είναι πραγματικά τεράστιο. Ακούγοντας το άλμπουμ είναι να απορεί κανείς πως η ιδιοφυία του Νορβηγού μπορεί να αναμιγνύει τόσο αρμονικά την disco ενός Giorgio Moroder με την ambient ενός Klaus Schulze.

Οι πολυποίκιλες επιρροές, συνδυασμός ηλεκτρονικής και αναλογικής μουσικής, και η πολύπλοκη και πλούσια ενορχήστρωση και παραγωγή οργανώνονται από τον ταλαντούχο Νορβηγό μουσικό και το αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από πληρότητα και αυτονομία. Μουσική που χαλαρώνει, ταξιδεύει, δημιουργεί μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων, σε καλεί να συγκινηθείς, να σκεφτείς, αλλά και απλά να σηκωθείς για χορό! Ακόμα και ο τίτλος, ιδιαίτερα συναισθηματικός, γεμάτος θετικότητα, ακόμα και με έναν ερωτικό υπαινιγμό, προετοιμάζει για ένα μαγικό ταξίδι: Where You Go I Go Too.


πρώτη δημοσίευση: Οκτώβριος 2010

21/4/11

Αφιέρωμα: Quentin Tarantino (11 & 13 Οκτωβρίου 2010)


Το φθινόπωρο που μας πέρασε, η Εκπομπή που ψάχνει τίτλο πραγματοποίησε ένα αφιέρωμα στα ιδιαίτερα soundtrack που συνοδεύουν τις ταινίες του Quentin Tarantino.  Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που στην εκπομπή, η μουσική συναντά τον κινηματογράφο. 

Αυτό είναι το κείμενο που συνόδευε το αφιέρωμα...

Ας ξαναθυμηθούμε το αφιέρωμα που πραγματοποιήθηκε πριν περίπου μία βδομάδα  από την Εκπομπή που ψάχνει τίτλο σε ξεχωριστές μουσικές από soundtrack ταινιών του Quentin Tarantino. Ας αδράξουμε όμως και της ευκαιρίας, να κάνουμε μια αναφορά στους λόγους για τους οποίους μας αρέσουν τόσο οι ταινίες του κορυφαίου Αμερικάνου σκηνοθέτη. Τι να πρωτογράψει κανείς για τον Tarantino; Δεν πρόκειται να σας κουράσω με αναλύσεις και σινεφιλικά σχόλια, σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι πολύ πιο ειδικοί από μένα για να κάνουν κάτι τέτοιο, από απλοί κινηματογραφόφιλοι ως κριτικοί κινηματογράφου.

Ωστόσο, δεν μπορώ να μην σημειώσω κάποια στοιχεία του που μου αρέσουν αφάνταστα και μένουν αναλλοίωτα σε όλες τις ταινίες του: οι φοβερές μαεστρίες στην αφήγηση, με τα συνεχή flashback, οι παρεκβάσεις και την εν γένει σπονδυλωτή δομή˙ οι εκρήξεις βίας, οι οποίες μπορεί να διακρίνονται από μία επιτηδευμένη γραφικότητα, αλλά είναι απίστευτα στιλιζαρισμένες. Ενθουσιάζομαι ακόμη με τις αριστοτεχνικές του αναφορές που ξεκινάνε από συγκεκριμένες σκηνές άλλων ταινιών και φτάνουν ως τις ταινίες-αφιερώματα σε ολόκληρα κινηματογραφικά είδη που συχνά θεωρούνται ευτελή και παραγκωνίζονται. Παράδειγμα στο Jackie Brown, ο Tarantino με μία διάθεση νοσταλγίας, αλλά και παρωδίας, αποτίνει ένα φόρο τιμής στο αμερικάνικο blaxploitation cinema που άνθησε κατά τη δεκαετία του 70.

Όλα τα παραπάνω σίγουρα προκαλούν σκέψεις και μπορούν να σταθούν ως αφορμές για ατέλειωτες κουβέντες πάνω στον κινηματογράφο του Tarantino και όχι μόνο… Αλλά, πάντα το βίωμα έχει μεγαλύτερη αξία. Και μιλάω για ένα βίωμα που είμαι σχεδόν σίγουρος πως θα είχαν όλοι όσοι από σας ηλικιακά βρίσκονται κοντά στα 30 (λίγο πάνω, λίγο κάτω δεν παίζει τόσο ρόλο) και τους αρέσει το σινεμά. Κάπου εκεί στην εφηβεία πρωτοείδα το Pulp Fiction: ο ενθουσιασμός για μία καταπληκτική γκανγκστερική ταινία με ανεξίτηλους χαρακτήρες ήταν μπλεγμένος με απορίες και αμηχανία. Πως γίνεται τόσο macho γκάνγκστερ και πληρωμένοι δολοφόνοι, αλλά και γυναίκες με τόσο σκοτεινή γοητεία, να σατιρίζονται τόσο ανελέητα; Για να μην πλατειάζω, η ταινία Pulp Fiction, στάθηκε για μένα μία από τις αφορμές να ψάξω την παραλογοτεχνική τάση που φέρει το ίδιο όνομα…


Αλλά, εδώ στο Nova Fm, την προηγούμενη βδομάδα πραγματοποιήσαμε ένα αφιέρωμα σε τραγούδια από τα soundtrack του Quentin Tarantino. Το «παιδί θαύμα» του Αμερικάνικου σινεμά πρωτοτυπεί και εκεί, καθώς δεν προτιμά νέες συνθέσεις για να επενδύσει τις ταινίες του, αλλά επιλέγει ήδη υπάρχοντες, κάποιες από τις οποίες αποτελούν μέρη soundtrack παλιότερων ταινιών. Έτσι κλασικό ροκ, παλιά funk και soul, garage, surf, αλλά και μουσικά θέματα αντλημένα από τον μεγάλο Ennio Morricone και άλλους συνθέτες κυρίως παλιών spaghetti western, συγκροτούν τις εκλεκτές επιλογές της πλειονότητες των ταινιών του Tarantino. Σίγουρα δεν θα διαφωνήσετε στο ότι τα τραγούδια και οι συνθέσεις που επιλέγονται δένουν τέλεια με τις σκηνές που συνοδεύουν. Να θυμηθούμε την σκηνή του χορού ανάμεσα στον John Travolta και την Uma Thurman στο Pulp Fiction, πάνω στο κλασικότατο You Never Can Tell του Chuck Berry, ή την είσοδο της Lucy Liu ως  O-Ren Shii στο Kill Bill με τη μουσική συνοδεία του Battle Without Honour or Humanity;

Μοντέρνα ρετρό ματιά με άριστη αισθητική, αγάπη για το σινεμά και ειδικά για τις πιο παραμελημένες πλευρές του και χιουμοριστική διάθεση: τρία χαρακτηριστικά του κινηματογραφικού στυλ του Tarantino που διακρίνονται εύκολα και στις ακροάσεις των soundtrack  των ταινιών του.

To playlist του αφιερώματος:

Δευτέρα 11-10:

Gianni Ferrio – One Silver Dollar
Bobby Womack – Across The 110th Street
Luis E. Bacalov – Summertime Killer
Rawny Crawford – Street Life
Smith – Baby It’s You
Bill Withers – Who is He (And What Is He To You)
Steeler’s Wheel – Stuck In The Middle With You
George Baker – Little Green Bag
April March – Chick Habit
The 5 6 7 8s – Woo Hoo
Bernard Hermann – Twisted Nerve
Ennio Morricone – Un Amico
Urge Overkill – Girl You’ll Be A Woman Soon
David Bowie – Cat People (Putting Out The Fire)
The Blasters – Dark Knight
Bedlam – Magic Carpet Ride
Dire Straits – Six Blade Knife
Nick Perito – The Green Leaves Of Summer


Τετάρτη 13-10

 Dick Dale – Miserlou
Chuck Berry – You Never Can Tell
Stevie Ray Vaughn & Double Trouble - Willie The Wimp
R Rex – Jeepster
The Centurians – Bullwinkle Part II
The Coasters – Down In Mexico
The Shivaree – Goodnight Moon
The Vampire Sound Incorporation (Manfred Hübler and Siegfried Schwab) – The Lions And The Cucumber
Kool And The Gang – Jungle Boogie
Blue Swede – Hooked On A Feeling
Isaac Hayes – Run Fay Run
Alan Reeves, Phil Steele And Philip Brigham - the Chase
Samuel L. Jackson – Ezekiel 25-17
Tomoyasu Hotei – Battle Without Honour Or Humanity
The RZA – Ode To O-ren Ishii
Ricky Nelson – Lonesome Town
Malcolm McLaren – About Her
Robert Rodriquez – Graeme Revell – Grindhouse (Main Titles)
Zamfir – The Lonely Shepherd 


πρώτη δημοσίευση: Οκτώβριος 2010

16/4/11

Æon Spoke - Æon Spoke (2007 - SPV)



Οι Aeon Spoke ή, για να είμαστε ακριβείς με την γραφή που το ίδιο το γκρουπ έχει επιλέξει, Æon Spoke, αποτελούν ένα –θα λέγαμε– εναλλακτικό μέσο έκφρασης του τραγουδιστή και κιθαρίστα Paul Masvidal και του ντράμερ Sean Reinert.  Για όσους από σας ασχολούνται με τον metal ήχο και ιδιαίτερα με την πιο προοδευτική πλευρά του, γνωρίζουν καλά αυτούς του δύο μουσικούς, ως τον πυρήνα του progressive death metal συγκροτήματος των Cynic. Οι Cynic με ένα άλμπουμ κατά τη δεκαετία του 90 και ακόμα δύο στα τελευταία χρόνια έχουν καταφέρει κάτι δύσκολο: να εξελίξουν τον metal ήχο και να ακουστούν πραγματικά πρωτότυποι.

Ωστόσο στους Aeon Spoke οι δύο μουσικοί στρέφουν τη δημιουργικότητά τους σε ένα διαφορετικό στυλ και τα καταφέρνουν περίφημα. Alternative/ indie κιθαριστικό ροκ: αυτός θα ήταν ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός για τον ήχο της μπάντας. Έτσι, στα τραγούδια των Aeon Spoke κυριαρχεί ένας διάλογος ανάμεσα σε ακουστικές κιθάρες και πιο ηλεκτρικό ήχο, ειδικά στις κορυφώσεις των τραγουδιών. Τα φωνητικά του Paul Masvidal χαρακτηρίζονται από έντονη μελωδικότητα και ένα συναίσθημα νοσταλγίας. Ακόμα και το drumming του Sean Reinert συντελεί σε αυτή τη μελωδική κατεύθυνση της μπάντας.

Φυσικά η μουσική πρόταση των Aeon Spoke μπορεί να ιδωθεί ως ένα παιχνίδι με ένα μεγάλο φάσμα από γκρουπ που έχουν καθορίσει τον alternative και indie ήχο, κυρίως κατά τη δεκαετία του 90. Έτσι το Radiohead στοιχείο είναι κυρίαρχο, ενώ οι pop μελωδίες των Aeon Spoke θυμίζουν Coldplay. Παράλληλα ο ήχος που ο Masvidal έχει επιλέξει για τις κιθάρες φέρουν στο νου τον ιδιαίτερο ήχο του shoegaze, ενώ οι ηλεκτρισμένες κορυφώσεις έχουν δανειστεί κάτι από τα crescendo επικών post rock συνθέσεων.  Αλλά, μιας και τα μέλη της μπάντας, ήδη από τη θητεία τους στους Cynic, έχουν φανερώσει μια συμπάθεια στον progressive rock ήχο, πίσω από τους Aeon Spoke αναμφίβολα χαμογελάνε οι Pink Floyd. 



Έτσι λοιπόν το στοιχείο που γοητεύει τον ακροατή είναι αυτή η ισορροπία ανάμεσα σε μια μουσική πλούσια σε συναίσθημα, ακόμα και συγκίνηση, και μία περισσότερο εγκεφαλική δομή και ανάπτυξη των τραγουδιών. Ειδικά στο δεύτερο συντελεί η τεχνική αρτιότητα των μουσικών, οι οποίοι δεν κάνουν επίδειξη των δυνατοτήτων τους, αλλά αποδίδουν την ατμόσφαιρα του κάθε τραγουδιού υποδειγματικά.

Τέλος, μην λησμονήσω να κάνω μία αναφορά και στους στίχους των Aeon Spoke. Τους στίχους γράφει ο Paul Masvidal και στρέφονται γύρω από ζητήματα καθημερινά που βιώνουμε όλοι μας: οι διαπροσωπικές σχέσεις και ο έρωτας, η επιρροή των media, οι συναισθηματικές μεταπτώσεις, η παιδική ηλικία. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι όλα αυτά αποδίδονται μέσα από ένα πολύ προσωπικό στίγμα, που χαρακτηρίζεται από ποιητικότητα και αναφορές στον εσωτερισμό.


πρώτη δημοσίευση: Σεπτέμβριος 2010 

9/4/11

Map Of Africa - Map Of Africa (2007 - Whatever We Want Records)

Οι Map Of Africa κυκλοφόρησαν το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους το 2007. Ουσιαστικά δεν πρόκειται ακριβώς για μια μπάντα, αλλά περισσότερο μια συνεργασία ανάμεσα σε δύο εκπροσώπους της ηλεκτρονικής σκηνής και -για να γίνω πιο συγκεκριμένος- δύο ανθρώπους βυθισμένους στη dj κουλτούρα. Από την μία πλευρά έχουμε τον Thomas Bullock, του ντουέτου Rub n’ Tug που είναι υπεύθυνος για remixes και sets σε μια κατεύθυνση "πειραγμένης" και, θα λέγαμε, ψυχεδελικής house, αλλά και nu disco. Από την άλλη έχουμε τον Harvey Bassett, πιο γνωστό με το παρατσούκλι Dj Harvey. Ο Dj Harvey είναι γνωστός για dj sets που αναμιγνύουν ξεχασμένα disco διαμάντια και παλιομοδίτικο house, με funk, soul ακόμα και λίγο ροκ. 

Κι όμως οι Map Of Africa δεν είναι αυτό που ο κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε από αυτούς τους δύο  djs και εκεί ακριβώς έγκειται και το ενδιαφέρον αυτής της δουλειάς. Η μουσικη των Map of Africa δεν ανήκει στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής, ούτε στοχεύει αποκλειστικά σε ατέλειωτες ώρες χορού˙αντίθετα, ξεχειλίζει από μια σκονισμένη ροκ ατμόσφαιρα, αποπνέοντας παράλληλα πρωτοτυπία. Αλλά πως επιτυγχάνεται αυτός ο φαινομενικά αντιφατικός συνδυασμός;


Φανταστείτε πως ακούτε ένα λησμονημένο σήμερα γκρουπ ραδιοφωνικού ροκ της δεκαετίας του 80 στην γραμμή των Dire Straits και των Toto. Αλλά αυτό το γκρουπ εμπλουτίζει και βαθαίνει τον ήχο του με γερές δόσεις από ψυχεδέλεια, ambient ακόμα και dub. Τέλος, το funky στοιχείο προσθέτει το απαραίτητο χορευτικό άγγιγμα...το άλμπουμ των Map Of Africa ξεκινά με μία διασκευή στους Equals και το πάρτι ξεκινά!

Και μιλάω για πάρτι, επειδή, τα μέλη του ντουέτου παρουσιάζουν μία δουλειά, από την οποία, αν και το πειραματικό στοιχείο δεν λείπει καθόλου, η διάθεση που κυριαρχεί είναι θετική, χαλαρή και… «πέρα βρέχει»: καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, χιούμορ και στίχοι βγαλμένοι από ένα μποέμ ξενύχτι με ολίγον τι από φλερτ, χορό, ακόμα και παραφυσικό μυστήριο.

Ο Thomas Bullock και ο DJ Harvey είναι δύο κορυφαίοι djs οι οποίοι μέσω των Map Of Africa εκφράζουν την επιθυμία τους να παίξουν ροκ μουσική. Τα καταφέρνουν περίφημα, παρουσιάζοντας ένα άλμπουμ το οποίο συνειδητά απομακρύνεται από καθετί που θεωρείται μόδα στη μουσική σήμερα. Παρόλα αυτά το όλο εγχείρημα δεν διακρίνεται ούτε από καλλιτεχνική αυταρέσκεια, ούτε από στείρο αναχρονισμό. Αντίθετα, μιλάμε για μία δουλειά που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους της εκλεκτής μουσικής με προσωπικό στίγμα.


πρώτη δημοσίευση: Αύγουστος 2010

Αφιέρωμα: rock meets reggae (16 & 18 Αυγούστου 2010)



Τα βράδια της Δευτέρας και της Τετάρτης του Αυγούστου του 2010, η Eκπομπή που ψάχνει τίτλο πραγματοποίησε ένα αφιέρωμα σε τραγούδια που αναμιγνύουν αριστοτεχνικά το ροκ και το ρέγκε.
Ξεκινώντας από τον Bob Marley το ροκ και η ρέγκε, τόσο στο επίπεδο της μουσικής και, όσο και στο επίπεδο της αντίληψης και της άποψης για τα πράγματα, περπάτησαν χέρι χέρι ουκ ολίγες φορές…

Ενδεικτικά, κάποιοι σημαντικοί σταθμοί αυτού του παντρέματος: η αναβίωση του ska κινήματος στην Αγγλία των αρχών της δεκαετίας του 80 με γκρουπ όπως οι Madness και οι Specials και με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο˙ την ίδια περίπου περίοδο οι Police με τον μετέπειτα σταρ Sting σε μπάσο και φωνητικά, τον Stewart Copeland –πρώην μέλος του progressive rock συγκροτήματος Curved Air– στα ντραμς και τον Andy Summers στη κιθάρα˙ τέλος, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 80, ο πάντα ανήσυχος και αγαπημένος στο ελληνικό κοινό Manu Chao, κυκλοφορεί δουλειές που βασίζονται ως ένα μεγάλο βαθμό σε αυτή τη μείξη ροκ και ρέγκε.

Ακολουθούν τα playlist των δύο εκπομπών:

Δευτέρα 16/8/2010

Led Zeppelin – D’yer M’aker
Dire Straits – In The Gallery
Rush – New World Man
10CC – Dreadlock Holiday
The Police – Walking On the Moon
The Clash – The Guns Of Brixton
The Specials – Ghost Town
The Beat – Mirror in the Bathroom
The Selecter – On my Radio (live)
The Cimarons – Rock Reggae Rhapsody
Massive Attack – Light my Fire (The Doors cover) (live)
Bad Brains – I and I Survive
Bob Marley – Roots Rock Reggae


Τρίτη 18/8/2010

Dub War – Enemy Maker
Matisyahu – Message in a Bottle (Police cover)
Red Hot Chili Peppers – Joe
Bob Marley with Steven Tyler & Joe Perry – Roots Rock Reggae (remix)
Nas and Damian Marley – Count Your Blessings
Still Time – 9 to 5
The Low Life – Fiona
Mute Math – Peculiar People
Manu Chao – Rainin in Paradize
Dub Pistols feat. Terry Hall – Gangsters (The Specials cover)
Easy Star All Stars – Airbag (Radiohead cover)
The Radio Dept. – Never Follow Suit
Iron and Wine – Wolves (song of the shepherd’s dog)



Αυτά τα ολίγα από μένα… ακολουθεί ένα link με την ιστορία της Τζαμαϊκανής μουσικής εν γένει...

 … και μία υπέροχη συναυλιακή εκδοχή του Walking on the Moon από το μακρινό 1979:



πρώτη δημοσίευση: Αύγουστος 2010

4/4/11

Υπάρχει ποιοτική chill out μουσική σήμερα;


Στην ραδιοφωνική Εκπομπή που ψάχνει τίτλο (κάθε Δευτέρα και Τετάρτη 9 με 10 το βράδυ, στον Nova Fm 106), έχουμε μια κλίση στην πιο χαμηλόφωνη και χαλαρωτική πλευρά της ηλεκτρονικής μουσικής, η οποία τιτλοφορείται άλλοτε ως downtempo, άλλοτε ως chill out , καθώς και με άλλους κοντινούς χαρακτηρισμούς. Το παρακάτω κείμενο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Nova, το καλοκαίρι που μας πέρασε, ως συνοδευτικό μιας playlist στην κατεύθυνση του chill out:

Καθώς αναζητούσα τραγούδια και καλλιτέχνες για να συνθέσω τη λίστα της εκπομπής, το νου μου τριγύριζαν κάποιες σκέψεις για την λεγόμενη chill out μουσική που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Άλλωστε καλοκαίρι έχουμε, και οι συλλογές τύπου “Cafe Del Mar” και “Buddha Bar” πάνε κι έρχονται…

Δεν έχω σκοπό εδώ να σας κουράσω με πληροφορίες για το πώς ξεκίνησαν κάποιοι καλλιτέχνες και μουσικοί παραγωγοί να δίνουν μια πιο ακουστική και χαλαρή κατεύθυνση στην ηλεκτρονική μουσική, επειδή πρώτα απ’ όλα δεν γνωρίζω με βεβαιότητα τόσα ιστορικά στοιχεία, αφήστε που μια τέτοια αναφορά μόνο στην ιδέα με κουράζει. Φαντάζομαι πως ένα τέτοιο κείμενο θα κούραζε εσάς ακόμα περισσότερο.

Η μουσική που ονομάζεται είτε chill out, είτε downtempo, ακόμα και trip hop, μου αρέσει ιδιαίτερα. Ξεκουράζομαι και ηρεμώ ακούγοντας την, τελικά ταξιδεύω, ίσως ακόμα και ισορροπώ ψυχολογικά. Αλλά απογοητεύομαι όταν βλέπω ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, το chill out έχει απαξιωθεί ιδιαίτερα και από δημιουργική και καλλιτεχνική μουσική, έχει καταλήξει σε "μουσική-κονσέρβα" που ακούγεται ως υπόβαθρο σε κυριλέ εστιατόρια, αδιάφορα beach-bar, σούπερ μάρκετ, ακόμα και σε ασανσέρ. Ένα μουσικό στυλ που έχτισαν κορυφαίοι καλλιτέχνες, όπως παλιότερα ο Brian Eno και ο  Jean Michel Jarre, και πιο πρόσφατα οι Massive Attack, οι Portishead και οι Thievery Corporation, έχει γίνει κομμάτι μιας βιομηχανίας που παράγει μουσική που δεν προσέχει κανένας και που ίσως πράγματι δεν αξίζει την προσοχή μας.

Αλλά, ευτυχώς αν κανείς αναζητά την καλή μουσική, στο τέλος κάνει ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις. Δεν γίνομαι καθόλου πρωτότυπος, αν σημειώσω πως πλέον το διαδίκτυο προσφέρει αμέτρητες οδούς για τον αναζητητή της ποιοτικής μουσικής. Εκεί κι εγώ ανακάλυψα καλλιτέχνες που ανανεώνουν το chill out και πάνω απ’ όλα, δημιουργούν με τη καρδιά τους κι όχι με οικονομικά κίνητρα.

Έτσι λοιπόν έχω κάποιες προτάσεις για σας, διαλέγετε και παίρνετε:

Έχουμε την αναβίωση της balearic μουσικής, που άνθισε τη δεκαετία του 80. Γκρουπ όπως oι Aeroplane, οι Beyond The Wizard’s Sleeve, οι Studio και πάνω κυρίως ο Νορβηγός  Lindstrom προχωρούν τον ηλεκτρονικό ήχο, δημιουργώντας ένα μουσικό υβρίδιο που σου επιτρέπει και να ταξιδέψεις, αλλά και να χορέψεις, με αναφορές στη disco του Giorgio Moroder, στο ambient, στο house, στο dub, ακόμα και στο ψυχεδελικό art rock των "χρυσών" δεκαετιών του 60 και του 70. 

Lindstrom

Σε παρόμοιους δημιουργικούς δρόμους κινούνται και καλλιτέχνες όπως ο Washed Out, ο Toro y Moi και ο Memory Tapes, εκφραστές του νεόκοπου είδους chillwave. Όπως είπα και στην εκπομπή, βρίσκω κάπως υπερβολικό, να πλάθεται ένα ολόκληρο νέο είδος για να συμπεριλάβει καλλιτέχνες που έχουν τη φαντασία και την ευφυΐα να συνδυάσουν τον lo-fi ήχο και την do it yourself νοοτροπία με disco αναμνήσεις και trip hop αναφορές, προσφέροντας συναισθηματικό electropop.

Βέβαια, και στην ορχηστρική πλευρά του hip hop μπορούμε να βρούμε περιπτώσεις καλλιτεχνών που πραγματικά κάνουν θαύματα. Στον δρόμο που άνοιξαν ο DJ Shadow και ο RJD2, μουσικοί παραγωγοί όπως ο Metaform από της ΗΠΑ, ο Nujabes από την Ιαπωνία και ο μυστηριώδης Clutchy Hopkins αντλούν στοιχεία από τη hip hop μουσική με σκοπό να χαλαρώσουν τους ακροατές τους. Παράλληλα, μια απλή αναφορά σε καλλιτέχνες όπως ο Bonobo, ο Quantic, ο Parov Stelar και ο Wax Tailor αρκεί για να μας εξοικειώσει με τον λεγόμενο nu jazz ήχο.

Τέλος, για όσους αρέσει η πιο καθαρή ambient, ο Γερμανός Ulrich Schnauss και οι Αμερικάνοι Lights Out Asia, προσφέρουν ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά ηχοτοπία: ο πρώτος μπολιάζει τον ήχο του με shoegaze στοιχεία, ενώ οι δεύτεροι σερβίρουν ambient συνδυασμένο με το post rock των Mogwai και των Sigur Ros. 

Ulrich Schnauss

Δεν έχω κανένα σκοπό να παριστάνω τον μουσικό φωστήρα, ειδικά από την στιγμή που στο συγκεκριμένο κείμενο δεν γίνεται καν αναφορά σε δεκάδες άλλους μουσικούς που κινούνται στο χώρο του chill out με φοβερή επιτυχία. Απλά ως ένας ενθουσιώδης ακροατής, ήθελα να μοιραστώ μερικές φρέσκιες, ενδιαφέρουσες και εκλεκτές μουσικές μαζί σας.

To link της Wikipedia για την ιστορία της chill out μουσικής


….ένα απολαυστικό chill out ραδιόφωνο:

groovera

...και για το τέλος, ενδεικτικά κάποια links για τις σελίδες στο myspace κάποιων συγκροτημάτων, μουσικών παραγωγών και djs, όπου μπορείτε να πάρετε μια γεύση της μουσικής τους:

http://www.myspace.com/sibonobo

http://www.myspace.com/quanticmusic


http://www.myspace.com/feedelity

http://www.last.fm/music/Studio?setlang=en

http://www.myspace.com/aeroplanemusiclove

http://www.myspace.com/thebabeinthewoods

http://www.myspace.com/memorytapes

http://www.youtube.com/artist/nujabes

http://www.myspace.com/meta4m

http://www.myspace.com/lightsoutasia

http://www.myspace.com/ulrichschnauss

Πριν κλείσω να σημειώσω ότι η πρώτη φωτογραφία με την παραλία, το ηλιοβασίλεμα και τα παιδιά είναι του Washed Out (Ernest Greene) και την βρήκα στο blog του.

3/4/11

Nujabes - Modal Soul (2005 - Hyde-Out Productions)


Το Modal Soul κυκλοφόρησε το 2005 και είναι το δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ του Nujabes, ψευδώνυμο του Jun Seba. Το πρώτο του είναι το Metaphorical Music του 2003. Αλλά το Modal Soul έμελε να είναι το τελευταίο άλμπουμ που ο προικισμένος παραγωγός κυκλοφόρησε, καθώς στα τέλη του Φεβρουαρίου της προηγούμενης χρονιάς έφυγε από τη ζωή, θύμα ενός τραγικού αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Σίγουρα, αν συνέχιζε τη ζωή και την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, θα μπορούσε να δώσει περισσότερα στη μουσική που υπηρετούσε, το hip hop. Αλλά ήδη με αυτά τα δύο ολοκληρωμένα άλμπουμ και με κάποια eps και συλλογές διεύρυνε τα όρια της συγκεκριμένης μουσικής, προτείνοντας κατευθύνσεις και ανοίγοντας δρόμους…

Αλλά ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος: στο
Modal Soul ο Nujabes κάνει τη δική του ιδιαίτερη πρόταση για την hip hop μουσική, η οποία βασίζεται στο συνδυασμό του hip hop με την τζαζ. Αυτός ο συγκερασμός, θα μου πείτε,  έχει ήδη πραγματοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και τις αρχές αυτής του 90 με καλλιτέχνες όπως ο Guru και το project Jazzmatazz και οι A Tribe Called Quest.  Ο Nujabes συνεχίζει την παράδοση των παραπάνω καλλιτεχνών, αλλά σφραγίζει το συγκεκριμένο μουσικό ύφος με το προσωπικό του στυλ. Και στο άλμπουμ Modal Soul αυτή η προσωπική σφραγίδα είναι ιδιαίτερα αισθητή.

Πρώτα απ’ όλα οι αναφορές σε χρυσές στιγμές της τζαζ καθορίζουν τον ήχο του άλμπουμ, καθώς συναντάμε samples από Miles Davis και Yusef Lateef. Και όχι μόνο αυτό: οι μελωδίες, οι ενορχηστρώσεις, ακόμα και ο ήχος που ο γιαπωνέζος παραγωγός έχει διαμορφώσει παραπέμπουν στη τζαζ, πλάθοντας μια ατμόσφαιρα που σου επιτρέπει να χαλαρώσεις, αλλά και να νοσταλγήσεις. Σε αυτή ακριβώς την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα σίγουρα βοηθάει και το πιο ambient ύφος ορισμένων συνθέσεων, ειδικά προς το τέλος του άλμπουμ όπου πρώτο ρόλο έχει η ορχηστρική μουσική, παρά το ραπ. 


Ωστόσο, ένα από τα συστατικά στοιχεία του hip hop είναι το ραπ, δηλαδή – όπως πολύ σωστά διάβασα κάπου στο διαδίκτυο -  "η τεχνική απαγγελίας στίχων με ρυθμικό τρόπο" (πηγή).  Στο  Modal Soul  η παρουσία αυτού του στοιχείου είναι δυναμική. Στο άλμπουμ συμμετέχουν έξι MCs, με πιο αξιοσημείωτους τους Αμερικάνους Substantial και Pase Rock, αλλά και τον γιαπωνέζο Shing02. Επίσης έχουμε και τη συμμετοχή του κλασικού τζαζ και soul τραγουδιστή Terry Callier στο υπέροχο Ordinary Joe.

Παρόλο που ο  κάθε τραγουδιστής/ MC δίνει το δικό του στιλιστικό και στιχουργικό στίγμα, κατορθώνεταινα διατηρηθεί μία ενιαία άποψη και νοοτροπία που προωθεί έναν εναλλακτικό τρόπο σκέψης και ζωής. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρώ πως σε αυτή τη δουλειά, τόσο μέσα από τη μουσική, όσο και μέσα από τους στίχους προβάλλεται μια πολιτική θέση, φυσικά με την πολύ ευρεία έννοια του όρου. 


Τέλος, μια αναφορά αξίζει στον πολυοργανίστα Uyama Hiroto, σταθερό συνεργάτη του Nujabes, ο οποίος προσφέρει το αριστοτεχνικό του παίξιμο σε σαξόφωνο και πιάνο στο ομώνυμο κομμάτι. 

Ίσως να μην έγινα τόσο σαφής για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτής της δουλειάς, αλλά είμαι σίγουρος πως θα καταλάβετε πολύ περισσότερα κατά την ακρόαση του  Modal Soul του Nujabes. Αλλά την ίδια στιγμή θα έχετε την ευκαιρία να χαλαρώσετε και να “ταξιδέψετε” με ποιοτική laidback μουσική.



Αν θέλετε να εξερευνήσετε περισσότερα για τη μουσική του Nujabes, ορίστε μερικά χρήσιμα link:




πρώτη δημοσίευση: Ιούλιος 2010

1/4/11

Common - Be (2005 - sony music)


To άλμπουμ Be του αμερικάνου καλλιτέχνη του hip hop Common  κυκλοφόρησε  σχεδόν έξι χρόνια χρόνια πριν, αλλά χωρίς αμφιβολία, κουβαλά την σφραγίδα ενός κλασικού hip hop άλμπουμ. Αποτελεί για μένα ένα από τα αγαπημένα μου στην μαύρη μουσική ευρύτερα και, κάθε φορά που το ακούω, ενθουσιάζομαι από την ποιότητα και το επίπεδο του.

Ο Common στο
Be, ακολουθώντας σημαντικές μορφές της μαύρης μουσικής, όπως παλιότερα ο Marvin Gaye και μετέπειτα οι De La Soul, επιθυμεί να διεγείρει τόσο τον πνευματικό, όσο και τον συναισθηματικό κόσμο του ακροατή και σίγουρα πετυχαίνει τον στόχο του. Το Be είναι μια δουλειά που κυλά αβίαστα μέσα σε μια smooth ατμόσφαιρα που φέρνει στο νου κλασικές στιγμές της cool jazz, αλλά και της soul. 
 
Φυσικά το street στοιχείο και ο τσαμπουκάς που επιβάλλεται να έχει κάθε hip hop άλμπουμ που σέβεται τον εαυτό του δεν λείπει, αλλά έρχεται σε διάλογο με έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό, αλλά και με υπαρξιακές ανησυχίες. Με λίγα λόγια μιλάμε για ένα μικρό αριστούργημα της πιο  underground και – γιατί όχι;- intellectual πλευράς του hip hop. 


Τα ηνία της παραγωγής έχει αναλάβει ο φίλος και συνεργάτης του Common, αλλά και πολύ διάσημος Kanye West. Η δουλειά του τελευταίου είναι καταπληκτική, καθώς επιλέγει samples από καλλιτέχνες όπως ο Marvin Gaye, οι Temptations και ο πιανίστας της τζαζ Ahmad Jamal. Άξια λόγου και η παρουσία του  J Dilla σε δύο τραγούδια, ενός ρηξικέλευθου παραγωγού που “έφυγε” πριν λίγα χρόνια σε νέα ηλικία. 

Αλλά και οι συμμετοχές σε αυτή την κυκλοφορία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Πρώτα απ’ όλα οι περίφημοι Last Poets συμμετέχουν στο τραγούδι με τίτλο The Corner, ενώ ο Kanye West ραπάρει σε κάποια από τα τραγούδια μαζί με τον Common. Τέλος τα μελωδικά φωνητικά έχει αναλάβει ο neo soul τραγουδιστής John Legend. Αλλά η πιο ωραία συμμετοχή αποτελεί η παρουσία του πατέρα του Common στο τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ It’s Your World, απαγγέλλοντας στίχους γεμάτους έμπνευσή αλλά και εμπειρία ζωής.

Αλλά, για ακόμη μια φορά παρασύρθηκα… ωστόσο ελπίζω να σας έπεισα να δώσετε μια ευκαιρία στο
Be, ακόμα και όσοι από σας δεν ακούτε το συγκεκριμένο είδος μουσικής, καθώς αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία να γνωρίσετε τον κόσμο του ποιοτικού hip hop.

 πρώτη δημοσίευση: Ιούλιος 2010

Mike Patton - Mondo Kane (2010 - Ipecac Recordings)


Ο Mike Patton είναι γνωστός στους περισσότερους ως τραγουδιστής και επικεφαλής των Faith No More, της πρωτοποριακής μπάντας των 90s η οποία κατάφερε να συνταιριάξει τον σκληρό ήχο του hard rock με το smooth στοιχείο του soul. Ιδιαίτερα τυχεροί όσοι παρακολούθησαν τον κ. Patton και την παρέα του στο φετινό Eject το οποίο πραγματοποιήθηκε 13 Ιουλίου του 2010 στην πρωτεύουσα.

Ωστόσο, εδώ ο εκκεντρικός αυτός καλλιτέχνης ανοίγεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Βέβαια για όσους παρακολουθούν την πορεία του, καμιά κίνηση του Mike Patton δεν προκαλεί πλέον έκπληξη, καθώς στην μετά- Faith No More εποχή έχει καταπιαστεί με το trip hop, το noise, την jazz και τον πειραματικό ήχο και έχει συνεργαστεί με ονόματα όπως ο βασιλιάς του θορύβου John Zorn από την μία πλευρά και ο drummer των Slayer Dave Lombardo από την άλλη.

Αλλά ας έρθουμε στο προκείμενο. Στο τελευταίο του άλμπουμ που τιτλοφορείται Mondo Cane, ο Mike Patton αποκαλύπτει μια ακόμα πτυχή των καλλιτεχνικών του ενδιαφερόντων, διασκευάζοντας έντεκα ιταλικά τραγούδια από τις δεκαετίες του 50 και του 60. Τον καινοτόμο τραγουδιστή συνοδεύει μια ορχήστρα 65 ατόμων, η οποία περιλαμβάνει αξιοπρόσεκτους σολίστ και ονομάζεται Filarmonica Arturo Toscanini. 

Easy listening μουσικές, νοσταλγία και ρετρό διάθεση από έναν μπροστάρη του πειραματισμού; Φυσικά τόσο η lounge ατμόσφαιρα, όσο μια νοσταλγία για τον παλιό καλό καιρό είναι δυο στοιχεία παρόντα. Ο Patton χάρις στις εκπληκτικές φωνητικές του δυνατότητες και τον πλούσιο συναισθηματισμό του, αποδίδει τα τραγούδια υποδειγματικά, σαν ένας crooner από τα παλιά. Σε αυτό βέβαια βοηθάει και η πολυμελής ορχήστρα, με αποτέλεσμα να ακούς έναν Frank Sinatra του ιταλικού τραγουδιού. 


Αλλά ο Mike Patton δεν αρκείται σε αυτό. Με σεβασμό στο αρχικό υλικό του, εισάγει στοιχεία από τον δικό του οικείο μουσικό κόσμο: κάποιες ηλεκτρονικές πινελιές στις ενορχηστρώσεις τραβάνε το ενδιαφέρον του προσεκτικού ακροατή, για παράδειγμα η εισαγωγή του Il Cielo In Una Stanza, ενώ το τραγούδι Urlo Negro μεταμορφώνεται από γερές δόσεις hard rock και έναν Patton να δίνει ρέστα στα brutal φωνητικά, τα οποία παρεμπιπτόντως έρχονται σε μία όμορφη αντίθεση με τη pop μελωδία. 

Έτσι ο Mike Patton με το Mondo Cane δίνει ένα άλμπουμ που μπορεί να ακουστεί τόσο από έναν εραστή της ρετρό μουσικής (ίσως και από τους γονείς, ακόμα και τους παππούδες μας), αλλά και από έναν ανοιχτόμυαλο ακροατή metal ήχου… Πάντως εμείς στο "Mondo Cane" εντοπίσαμε την γοητεία του κλασικού μέσα από διόλου ξεπερασμένες μουσικές οδούς, και τελικά ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του 2010. 

πρώτη δημοσίευση: Ιούλιος 2010