30/12/13

10 επιλογές από τις κυκλοφορίες του 2013 (3)

Signal Hill – Chase The Ghost (Sun Sea Sky Productions)

Οι Signal Hill έρχονται από τις ΗΠΑ και όχι μόνο η μουσική τους, αλλά και όλη τους η νοοτροπία αποτελεί μέρος του αντίπαλου δέους στο κύμα της επιφανειακής show-biz  που έρχεται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στο δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους, με τίτλο Chase The Chost, παρουσιάζουν αποκλειστικά ορχηστρικές συνθέσεις  χαμηλόφωνου post rock.



Όλες οι συνθέσεις του άλμπουμ  διακρίνονται τόσο από απλότητα, όσο και από ωριμότητα. Οι κιθαριστικοί αρπισμοί κυριαρχούν σε μελωδίες μινιμαλιστικές, το μπάσο συνοδεύει αρμονικά, αλλά  το στοιχείο που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι το drumming.  Το παίξιμο του Tim Cooper με το ένα πόδι πατάει στην τεχνική και με το άλλο στη μελωδικότητα, επιτείνοντας την prog rock διάσταση του μουσικού ύφους των Signal Hill. Την ενορχήστρωση συμπληρώνουν λίγα πλήκτρα και λίγο βιολί· τα πρώτα κάνουν την ατμόσφαιρα πιο φευγάτη και space, το δεύτερο πιο γήινη και folk.


Από πλευράς επιρροών, οι απόηχοι κλασικών post rock συγκροτημάτων είναι αισθητοί, με συνήθεις υπόπτους τους Mogwai και Sigur Ros. Ωστόσο, οι Signal Hill, αντίθετα από το απλά συμπαθητικό ντεμπούτο τους, αποφεύγουν την πλέον ξεπερασμένη δομή του post rock ιδιώματος, της οποίας μια σύντομη περιγραφή θα ήταν «ήσυχη, μελωδική έναρξη που αργά (και συχνά βασανιστικά) εξελίσσεται σε μια δραματική, φασαριόζικη κορύφωση». Αντίθετα, η μπάντα από τις ΗΠΑ δείχνει να πιάνει τη σκυτάλη από άλλα συγγενή και ομοπάτρια post  ή καλύτερα instrumental rock συγκροτήματα, όπως οι ιδιαίτεροι Mercury Program.



Haruka Nakamura – Melodica (Hyde Out Recordings)
 

Αν κάποιος ερχόταν με την (αρκετά παράλογη βέβαια) απαίτηση να επιλέξω ένα μονάχα άλμπουμ από το 2013, μάλλον αυτό θα ήταν το Melodica του Γιαπωνέζου Haruka Nakamura. Το άκουσα προς το τέλος της χρονιάς και με κέρδισε από τις πρώτες ακροάσεις.


Πώς θα μπορούσε βέβαια να συμβεί κάτι διαφορετικό, από τη στιγμή που το Melodica αποτελεί καρπό συνεργασίας ανάμεσα στον Nakamura και τον τεράστιο Nujabes, που μας άφησε πριν τρία περίπου χρόνια. Ο Haruka προφανώς πήρε την απόφαση να ολοκληρώσει και να κυκλοφορήσει πια το συγκεκριμένο άλμπουμ, αποτίνοντας εν μέρει το δικό του φόρο τιμής στον πρώιμα χαμένο συνεργάτη του. Επομένως, το Melodica είναι βυθισμένο στο hip hop στιλ που εισήγαγε ο Nujabes, ένα hip hop ουσιαστικό, μακριά από μόδες και εμπορικότητα, το οποίο οφείλει πολλά στη jazz μουσική. 


Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό, η κυρίαρχη jazz επιρροή, ταιριάζει και  στον Nakamura, ο οποίος με τις τέσσερεις προηγούμενες κυκλοφορίες του, έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο λυρικούς nu jazz καλλιτέχνες. Αλλά, στην περίπτωση του Melodica, το ακουστικό  και αισθαντικό ύφος του Γιαπωνέζου μπολιάζεται από τη ζεστασιά και τη ζωντάνια του hip hop. Έτσι, ακούμε φυσικά όργανα, όπως πιάνο, κιθάρα και ποικίλα πνευστά να μπλέκονται με σοφά τοποθετημένα samples. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από υποδειγματικά downtempo κομμάτια: Lamp, Aurora , Sunset Line (με τη συμμετοχή του Uyama Hiroto) και το αποχαιρετιστήριο Let Go


Βέβαια, και τα ραπ φωνητικά δίνουν ισχυρό παρόν, με συμμετοχές από Substantial, Cise Starr, Shing02 και Pase Rock, δηλαδή τους σταθερούς συνεργάτες του Nujabes. Με γνήσια αίσθηση ρεαλισμού, διεισδυτικότητας, αλλά και ποιητικότητας, οι MCs προβληματίζονται γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη, τη δύσκολη πολιτικά και κοινωνικά εποχή που ζούμε, αλλά και τον έρωτα. 


Τελικά το Melodica είναι μια δουλειά που ακονίζει το αισθητήριο της γνήσιας, βαθιάς ευγένειας που πιστεύω πως διακρίνει τους περισσότερους από μας· η μουσική του Haruka Nakamura διευρύνει και βαθαίνει τη δεκτικότητα της ανθρωπιάς μας.


Chromatic Dream & Running In The Fog – Tethered To The Sun

(Bad Panda Records)

 
Κλείνουμε την περιπλάνησή μας στη μουσική του 2013, με ένα  ΕP, που είναι προϊόν συνεργασίας του παραγωγού Chromatic Dream και της τραγουδίστριας Running In The Fog. Ο πρώτος είναι Βρετανός και η δεύτερη Καλιφορνέζα και το πραγματικό της όνομα είναι Amanda Harper. Όπως γράφει και το κείμενο παρουσίασης που συνοδεύει το δωρεάν downloading του EP τους, οι δύο καλλιτέχνες επικοινωνούσαν πάνω από ένα χρόνο διαδικτυακά με αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών τραγουδιών, με τίτλους In The Fire, Baby Luck και Tethered To The Sun, που έδωσε και τον τίτλο σε ολόκληρη την κυκλοφορία.


Το πάντρεμα ήχων και στιλ στο οποίο καταγίνεται το ντουέτο δεν είναι από μόνο του ιδιαίτερα πρωτότυπο, αντίθετα θα λέγαμε πως είναι κάτι σύνηθες στο χώρο της φρέσκιας electronica: trip hop και chillwave, με κάποια σκόρπια dubstep στοιχεία, ενώ τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά βρίσκονται στη γραμμή του shoegaze. Ωστόσο, το κέφι, το ταλέντο και η δουλειά που έχουν ρίξει οι δύο νέοι μουσικοί, απογειώνουν το όλο αποτέλεσμα. Οι μελωδίες είναι αξιομνημόνευτες, ενώ η ατμόσφαιρα θυμίζει  αργόσυρτη και ξεχαρβαλωμένη εκδοχή από electropop δεκαετίας του 80.


Μάλιστα, ο Chromatic Dream και η Running In The Fog ένωσαν τις δυνάμεις του για ακόμα ένα τραγούδι με τίτλο Turning Around, το οποίο κλίνει προς τον nu disco ήχο και μπορείτε να το βρείτε στη συλλογή Symposium Volume 1


Οι πιο παλιοί ακροατές των Portishead και οι νεότεροι των Keep Shelly In Athens, μπορούν να επενδύσουν άφοβα…



 ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!

25/12/13

10 επιλογές από τις κυκλοφορίες του 2013 (2)


  Lotus – Build (SCI Fidelity Records) 

 Οι Αμερικάνοι Lotus, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, μέσα στο 2013 κυκλοφόρησαν έναν από τα καλύτερα ροκ άλμπουμ της χρονιάς. Έχει  τον τίτλο Build και αποτελεί το έκτο full-length της μπάντας.  Οι πρώτες δουλειές των Lotus αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από μεγάλα σε διάρκεια και τις συντριπτικά περισσότερες φορές ορχηστρικά κομμάτια, βασισμένα ως ένα μεγάλο βαθμό στο τζαμάρισμα και μοιρασμένα ανάμεσα σε ροκ και electronica. Αν και το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα trippy, το μειονέκτημα ήταν η κάμποσο χαλαρή δομή των συνθέσεων.   

 Αλλά, σταδιακά οι Αμερικάνοι εξελίχτηκαν.  Καρπός όλης αυτής της εξέλιξης αποτελεί το Build, στο οποίο πραγματικά χτίζουν έναν ήχο σχεδόν καταιγιστικό: progressive και post rock, jazz και funk και τέλος electro και dubstep συνδυάζονται και δένονται με δυναμισμό, μελωδικότητα, τεχνική αρτιότητα και cool διάθεση. Πάνω σε ένα στακάτο και χορευτικό rhythm section, ακούμε πότε φουτουριστικά synths, πότε κιθαριστικά σόλο, πότε samples που ανοίγονται στο μουσικό σύμπαν του hip hop.

 

Μάλιστα το 2013 οι Lotus κυκλοφόρησαν ακόμα ένα άλμπουμ, στο οποίο πειραματίζονται αποκλειστικά με hip hop, προσκαλώντας μερικά από τα πιο δυνατά ονόματα της underground σκηνής των ΗΠΑ, όπως ο Mr Lif και ο Lyrics Born. Το άλμπουμ ονομάζεται Monks και μπορείτε, με τις ευλογίες της μπάντας, να το κατεβάσετε δωρεάν.

Συνοψίζοντας,  οι Lotus με την πλούσια μουσική τους παραγωγή για το ’13, μας ξεσηκώνουν να χορέψουμε, να απολαύσουμε μουσική και να δούμε τη ζωή με την πάντα απαραίτητη δόση αισιοδοξίας. 



Atlanter – Vidde (Jansen Plateproduksjon)


 
Μια ουσιαστική και καθόλου αβασάνιστη αισιοδοξία διακρίνει και το ντεμπούτο των Atlanter, Vidde. Τα μέλη του γκρουπ προέρχονται από τη ψυχεδελική ροκ σκηνή της Νορβηγίας και,  προκειμένου να δημιουργήσουν το προσωπικό τους μουσικό ύφος, σταχυολογούν στοιχεία από blues, folk και βέβαια ροκ. Το αποτέλεσμα είναι ένα πρωτότυπο μίγμα από  ευφάνταστες ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες, ανήσυχες μπασογραμμές,  αριστοτεχνικό drumming, ψυχεδελικά πλήκτρα και ωραία smooth φωνητικά το οποίο ανοίγεται τόσο στο σύγχρονο indie rock, όσο και στο krautrock των 70s και σε μπάντες όπως οι Can και οι Agitation Free. Κάτω από τις στρωτές μελωδίες και το ζωντανό ποπ στοιχείο, καραδοκεί μπόλικη εγκεφαλικότητα και πειραματισμός, ώστε να αναδειχθεί μια συναισθηματική ατμόσφαιρα κεφιού, χιούμορ ακόμα και ειρωνείας. Ωστόσο, το συναίσθημα της  γλυκιάς μελαγχολίας δεν λείπει, ένα στοιχείο λυρισμού.


Οι Atlanter προτείνουν μια χαλαρή και θετική οπτική για τα πράγματα, η οποία όμως κρύβει βαθύ συναισθηματισμό.  Για τον προσεκτικό ακροατή, το Vidde αποτελεί το soundtrack για την εικόνα μιας ωραίας παρέας, μιας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων, ακόμα και μιας κοινωνίας, που θα είναι πιο ειλικρινής, θετική και ανθρώπινη απ’ ό, τι  η σημερινή. Σε ένα τέτοιο όραμα νομίζω πως στοχεύουν οι Νορβηγοί.  


Henry Fool – Men Singing (KScope)


  
Συχνά, συγκροτήματα που παίζουν ορχηστρική μουσική, μόνο και μόνο μέσω των τίτλων που επιλέγουν να δώσουν σε άλμπουμ και συνθέσεις τους, διακρίνονται από μια ειρωνική διάθεση. Στην περίπτωση των Βρετανών Henry Fool αυτή η τάση για ειρωνεία φτάνει στον αυτοσαρκασμό: ο τίτλος του δεύτερου άλμπουμ τους είναι Men Singing, παρόλο που στα σαράντα λεπτά της διάρκειάς του δεν τραγουδά κανείς…

 Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια ιδιαίτερη μπάντα ή, καλύτερα, να πούμε supergroup, καθώς μέσα στα βασικά η δευτερεύοντα μέλη τους θα βρούμε ονόματα όπως ο συνεργάτης του Steven Wilson στους No Man, Tim Bowness, ο κιθαρίστας των Roxy Music, Phil Manzarena, αλλά και άλλοι μουσικοί από το ευρύτερο περιβάλλον του progressive rock των 80s και 90s στην Αγγλία. Επομένως,και οι Henry Fool «παίζουν» στο γήπεδο του progressive και ψυχεδελικού ροκ, αλλά με μεγάλη άνεση και ελευθερία. Το στιλ τους είναι κατά βάση αυτοσχεδιαστικό, καθώς ιδέες, θέματα, σόλο και μελωδίες απλώνονται και αναπτύσσονται σε μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις, που φέρνουν στο νου τόσο την εγκεφαλικότητα των King Crimson και των Soft Machine, όσο και την free jazz του Miles Davis, χωρίς να λείπει και μια τζούρα από την ανατρεπτική τρέλα του John Zorn. 
 

Αλλά, παρόλο που οι Henry Fool καταγίνονται σε πειράματα και αυτοσχεδιασμούς, το Men Singing περιέχει μερικές κορυφαίες μελωδικές στιγμές, όπως το τέλος του ομώνυμου κομματιού.  Έτσι, οι Βρετανοί καταφέρνουν να σερβίρουν μια παλιά συνταγή, δηλαδή αυτή του prog rock, που άνθισε σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, με έναν τρόπο φρέσκο και ιδιαίτερα σύγχρονο. Σε αυτό βέβαια βοηθάει και το ότι δεν διστάζουν να εισάγουν κάμποσα ηλεκτρονικά στοιχεία.
 

Να σημειώσουμε πως το Men Singing κυκλοφορεί από την πολύ αξιόλογη εταιρεία KScope.


Skagos – Anarchic (Flenser Records)




 Από τα εφηβικά μου κιόλας χρόνια, που άρχισα να ακούω μουσική, μπάντες που είχανε μια πιο εναλλακτική ματιά στο black metal ιδίωμα συμπλήρωναν τα ακούσματά μου. Η αρχή έγινε κατά τη δεκαετία του 90 με τους In The Woods, συνεχίστηκε στα τέλη αυτής του 2000 με τους Agalloch και πριν δύο περίπου χρόνια το νήμα έπιασαν οι Alcest. Και φέτος, έχουμε τους Skagos, με το δεύτερο άλμπουμ τους, Anarchic.

Οι Skagos έρχονται από τον Καναδά και αποτελούν ένα απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα του λεγόμενου Cascadian black metal, που έχει τα τελευταία χρόνια αναπτυχθεί στην περιοχή Cascadia, στα σύνορα ΗΠΑ και Καναδά. Ενοποιητικό στοιχείο της θεματολογίας και της ατμόσφαιρας των συγκροτημάτων της συγκεκριμένης σκηνής είναι το πάντρεμα ανάμεσα σε κοινωνικές και πολιτικές ιδέες της άκρας Αριστεράς, της οικολογίας και του αναρχισμού με μια παγανιστική φυσιολατρική αισθητική. 


Αυτές οι δύο τάσεις είναι διακριτές ήδη στον τίτλο του άλμπουμ των Skagos. Έτσι, η  λέξη anarchic χρησιμοποιείται ως δηλωτική τόσο της αναρχικής πολιτικής ιδεολογίας τους,  όσο της νοοτροπίας τους απέναντι στη ζωή και την ύπαρξη, την οποία προσεγγίζουν ως αέναη, κυκλική και άναρχη. Μάλιστα, η αναρχική πολιτική ιδεολογία υποχωρεί μπροστά στην υπαρξιακή φυσιολατρική προσέγγιση.

Σε μουσικό επίπεδο τώρα, οι Skagos συνθέτουν ένα υβρίδιο που ισορροπεί ανάμεσα στο post rock, το ambient, το folk και βέβαια το black metal. Έτσι, ήρεμα και ατμοσφαιρικά μέρη, διαδέχονται βαριά και κιθαριστικά. Για τα πρώτα, η μπάντα από τον Καναδά έχει οδηγούς τον πρωτεργάτη του ambient, Brian Eno, αλλά και αρχετυπικές post rock μπάντες, όπως οι Godspeed! You Black Emperor και οι Explosions In The Sky. Στα πιο metal ξεσπάσματα εντοπίζουμε επιρροές από τους Burzum, αλλά και τους In The Woods. 


Η ατμόσφαιρα είναι τελετουργική και ψυχεδελική, ενώ πρωτότυπη και πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εκτενής μελωδική απαγγελία που κυριαρχεί στο δεύτερο από τα τρία μέρη που συναπαρτίζουν το άλμπουμ. Στην κριτική του Pitchfork αυτή η απαγγελία κριτικάρεται αρνητικά, εγώ την προσμετρώ στα θετικά του άλμπουμ.


Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως δεν εντοπίζουμε αδυναμίες και μάλιστα αισθητές. Σε μουσικό επίπεδο, όλες αυτά τα είδη που αναφέραμε πρωτύτερα δεν αφομοιώνονται πάντα με αρμονία, ενώ σε στιχουργικό επίπεδο, ο αναμφισβήτητος λυρισμός ορισμένων μερών αποδυναμώνεται από τον υπερβολικό επικό τόνο και τη μεγαλοστομία κάποιων άλλων. Ωστόσο, αυτές οι αντιθέσεις είναι που κάνουν το Anarchic μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και του δίνουν μία θέση στις επιλογές μας από τις κυκλοφορίες του 2013.  


 εικόνα: η άποψη του καλλιτέχνη Wally Hedrick για το χριστουγεννιάτικο δέντρο (1955). Σε αυτή την ανάρτηση, βρίσκετε εορταστικές εικαστικές προτάσεις.

21/12/13

10 επιλογές από τις κυκλοφορίες του 2013 (1)

Ένας μουσικός απολογισμός του 2013, όπως και κάθε χρονιάς, δεν μπορεί παρά να είναι μια κατά βάση υποκειμενική υπόθεση. Όσο και να φιλοδοξούμε να συλλάβουμε και να αποτυπώσουμε, στο μυαλό μας και στο (ψηφιακό) χαρτί τους πιο αντιπροσωπευτικούς καλλιτέχνες και άλμπουμ, το χαρακτηριστικό μουσικό ύφος της χρονιάς και τα σχετικά, στην τελική περισσότερο μένουν δικές μας ανακαλύψεις, προτάσεις φίλων, κυκλοφορίες που έχουμε "λιώσει" να ακούμε, με λίγα λόγια μουσικές πιο προσωπικές. 

Κάνοντας τι παραπάνω σκέψεις, αποφάσισα, σε τρεις αναρτήσεις, να παρουσιάσω δέκα στο σύνολο κυκλοφορίες του 2013, τις οποίες δεν έχω πετύχει στις λίστες και άρθρα με τα καλύτερα της χρονιάς που έχω δει μέχρι τώρα. Βέβαια, το ότι θα παρουσιαστούν άλμπουμ που έχουν κάπως αγνοηθεί από τα Μέσα, δε σημαίνει ότι κάποιες άλλες που προτιμήθηκαν περισσότερο ή λιγότερο δεν μας άρεσαν. Παλιότεροι και νεότεροι καλλιτέχνες φέτος παρουσίασαν καταπληκτικές δουλειές. 


Στους πρώτους, ας κατατάξουμε τους Daft Punk, με  την άριστα δουλεμένη στροφή τους σε έναν εκλεκτικό και πιο αναλογικό disco ήχο, τους Atoms For Peace με τον εξαιρετικό συνδυασμό εγκεφαλικότητας και συναισθηματισμού, τον Andrew Weatherall, ο οποίος παρέα με τον Tim Fairplay σχημάτισαν του Asphodells, για να μας δώσουν ένα άλμπουμ σκοτεινής, σκονισμένης, μα και ρομαντικής χορευτικής electronica. Από τους πιο νέους, ας γίνει μια αναφορά στους Keep Shelly In Athens, που με το πρώτο τους full-length με τίτλο At Home, παρουσίασαν την πιο ώριμη μέχρι τώρα στιγμή τους, αλλά και στο πρωτοεμφανιζόμενο ντουέτο των Public Service Broadcasting, οι οποίοι, με τη χρήση samples από βρετανικές ραδιοφωνικές μεταδόσεις του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, κάνουν μαθήματα ιστορίας σε post rock και kraut. 


Τέλος, σε κυκλοφορίες πιο ροκ ύφους, ξεχώρισε η τρίτη προσωπική δουλειά του Steven Wilson, The Raven That Refused To Sing, το οποίο όχι μόνο αποτελεί μια περιεκτική παρουσίαση του progressive rock, αλλά υποδεικνύει πιθανές μελλοντικές κατευθύνσεις για αυτό το αναμφίβολα δύσκολο μουσικό ιδίωμα.

Και τώρα, ας πάμε σε πιο προσωπικά ακούσματα…



Pacific Horizons Witches/ A Prayer  EP & Bandini EP
(Pacific Wizard Foundation)

 
Η έναρξη γίνεται με τους αγαπημένους Καλιφορνέζους Pacific Horizons, οι οποίοι μέσα στο 2013 κυκλοφόρησαν δύο νέα EPs. Το πρώτο, με ολοκληρωμένο τίτλο Witches Of Castandenda/ A Prayer For Santa Anna, το παρουσιάσαμε πριν λίγο καιρό στο blog. Μπορείτε να βρείτε την παρουσίαση εδώ.

Το δεύτερο EP, με τίτλο Bandini, που είναι ακόμα αρκετά φρέσκο, καθώς κυκλοφόρησε πριν περίπου ένα μήνα, αποτελείται από τρεις συνθέσεις. Στις πρώτες δύο, στο ομώνυμο κομμάτι και στο Bunker Bill, οι Pacific Horizons κάνουν κάμποσα βήματα εξέλιξης. Πρώτα απ’ όλα, οι διάρκειες είναι μικρότερες απ’ ότι μας έχουν μέχρι τώρα συνηθίσει, κάτι παραπάνω από τέσσερα λεπτά. Έχοντας, λοιπόν, στη διάθεσή τους μια πιο περιορισμένη χρονικά, φόρμα, παρουσιάζουν μια πιο πιασάρικη και, κατά κάποιο τρόπο, ποπ πλευρά του επικού και πειραματικού τους στιλ: ένα ιδιαίτερα εθιστικό και μελωδικό θέμα  στο μπάσο κυριαρχεί και στα δύο κομμάτια, ενώ οι αναφορές στο dub, αλλά και στο future garage δίνουν βάθος και ζεστασιά.  Τώρα, στη δεύτερη πλευρά του βινυλίου, κυριαρχεί το Working In Four, ένα βαθύ και πειραματικό deep house ταξίδι που κρατά παραπάνω από οχτώ λεπτά, το οποίο μπορεί να ιδωθεί ως ένα μανιφέστο της υπερβατικής δύναμης του χορού. 


Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι οι Pacific Horizons με τις κυκλοφορίες και αυτής της χρονιάς επιβεβαιώνουν την περιγραφή που έχουν δώσει οι ίδιοι στη μουσική τους: «Music designed for dancing at 6AM in a dirty warehouse downtown or for coming down at sunset on the beach the next day.» (πηγή)



Begin – Elate 12’’ & Here Comes The Sun 12’’ (Begin)



   
Συνεχίζουμε με δύο ακόμα EPs, για τα οποία υπεύθυνος είναι ο κύριος με το ψευδώνυμο Begin. Ο James Holroyd, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, έχει λαμπρή πορεία στο DJing των τελευταίων είκοσι και βάλε ετών, πιο γνωστός είναι για τα warm-ups του στις εμφανίσεις των Chemical Brothers.

Με το όνομα Begin, έχει από το 2010 κυκλοφορήσει έξι EPs. Όπως και τα προηγούμενα, έτσι και στα τελευταία δύο, μας σερβίρει αργό και ατμοσφαιρικό deep house, το οποίο διακρίνεται από αυτή  τη θετική και ισορροπημένη εσωστρέφεια του ανθρώπου που, πολύ απλά, τα έχει βρει με τον εαυτό του. Έτσι, πίσω από την απατηλή απλότητα των συνθέσεων, κρύβονται ένα σωρό ενδιαφέροντα στοιχεία: samples από μυστήριες πηγές, tribal κρουστά, επιδράσεις τόσο από το early 90s ambient, βλέπε Global Communication και Orb, όσο από την kraut electronica της δεκαετίας του 70. Άλλωστε, η υποδειγματική παραγωγή αναδεικνύει όλα τα παραπάνω στοιχεία. 


Τέλος, η θετική αυτή εσωστρέφεια της μουσικής του Begin συμπληρώνεται από μια βαθιά καλοκαιρινή αίσθηση· εδώ ο χαρακτηρισμός balearic είναι κάτι παραπάνω από ταιριαστός.



Almunia – Pulsar (Claremont 56)
 

Ο ίδιος χαρακτηρισμός, δηλαδή αυτός του balearic, ταιριάζει και στο δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ των Almunia, που τιτλοφορείται Pulsar. Το ντουέτο από τη γειτονική Ιταλία επιμένει στο ιδιαίτερο πάντρεμα ανάμεσα σε blues rock και electronica, που θα γοήτευε τόσο έναν οπαδό του πιο κλασικού ροκ, όσο και ένα νέο… hipster.

O Leo Ceccanti αναδεικνύεται σε έναν αριστοτέχνη της ηλεκτρικής κιθάρας, αλλά το παίξιμο του είναι απλό και χαλαρό, με αναφορές σε μεγάλους παίκτες, όπως ο David Gilmour και ο Mark Knopfler. Ενώ, ο  Gianluca Salvadori κάνει πολύ καλή δουλειά στα ηλεκτρονικά, χτίζοντας beats που κινούνται ανάμεσα σε disco, downtempo και ambient. Σε σχέση με το ντεμπούτο του 2010, το ντουέτο έχει ωριμάσει και ολοκληρώσει τον προσωπικό του ήχο. 


Αλλά, επειδή ακριβώς ο ήχος τους είναι ιδιαίτερα προσωπικός και προσεκτικά δομημένος, διακρίνω μια πιθανότητα να μείνει στάσιμος, χωρίς εξέλιξη. Αν και σε μια διαδικτυακή κουβέντα που είχα με τον Leo Ceccanti, μου εξήγησε πως, στις ζωντανές τους εμφανίσεις, οι Almunia προτιμούν έναν πιο disco και tribal χορευτικό στιλ. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν πολύ θετική και στην επόμενη στούντιο κυκλοφορία τους. 


Το full-length των Almunia συμπληρώνεται και με δυο πολύ δυνατά EPs, με remixes από Coyote, Craig Bratley και Andrew Clark. 


 εικόνα

19/12/13

Μια συνέντευξη με τους Keep Shelly In Athens

Λίγο πριν κλείσει η χρονιά, με περηφάνια και ευχαρίστηση, σας παρουσιάζω μια διαδικτυακή συνέντευξη με το ντουέτο των Keep Shelly In Athens, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια αποτελούν σταθερό άκουσμα, όχι μόνο δικό μου, αλλά και πολλών φίλων της καλής νέας μουσικής.

Άλλωστε, πριν καμιά δεκαπενταριά μέρες ήρθαν και από τον Βόλο για συναυλία, στα πλαίσια του Volume Festival. Εκεί, είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω και από κοντά, για να επιβεβαιώσω ό,τι ήδη υποπτευόμουν: πέρα από εμπνευσμένοι καλλιτέχνες είναι και απλοί, προσγειωμένοι άνθρωποι· κοντολογίς, καλά παιδιά.

Πάμε λοιπόν… 

 Ας ξεκινήσουμε με κάποιες βασικές πληροφορίες για τους Keep Shelly In Athens, ένα σύντομο βιογραφικό για όσους ίσως δεν γνωρίζουν εσάς και τη μουσική σας τόσο καλά.

Οι Keep Shelly in Athens δημιουργήθηκαν το καλοκαίρι του 2010, έχουμε κυκλοφορήσει 1 full album 3 EP’s και δύο 7” singles. Έχουμε περιοδεύσει τρεις φορές στην βόρεια Αμερική και μία στην Ευρώπη.

Όταν το 2010 ξεκινήσατε με το EP "In Love With Dusk" ήσασταν μια μπάντα του underground, που προωθούσαν κάποια εναλλακτικά μουσικά blogs και sites. Με όλες αυτές τις αλλαγές, ο τρόπος που αντιμετωπίζεται τη μουσική έχει διαφοροποιηθεί;


 Καθόλου. Γράφουμε αλλά και γενικότερα αντιμετωπίζουμε την μουσική με τον ίδιο τρόπο. Ίσως τώρα να είναι περισσότερες οι εμπειρίες που αποκτάμε μέσα από την πορεία μας και αυτό να έχει κατά κάποιο τρόπο αντίκτυπο στην μουσική και τους στίχους μας.

Επίσης, στο ξεκίνημα της πορείας σας συνδεθήκατε με το κίνημα του chillwave, το οποίο τα τελευταία δύο περίπου χρόνια δείχνει να έχει «ενηλικιωθεί», αφού οι πιο αντιπροσωπευτικοί καλλιτέχνες έχουν μεταφερθεί από τα σπιτικά τους studio σε πιο επαγγελματικά κι έχουν υπογράψει συμβόλαια με ανεξάρτητες μεν, αλλά σημαντικές δισκογραφικές. Από την άλλη, στο διαδίκτυο ξεφυτρώνουν συνεχώς νέα είδη που συνεχίζουν την chillwave παράδοση, όπως το witch house και, πιο πρόσφατα, το vaporwave. Οι Keep Shelly In Athens ανήκουν στη σκηνή του chillwave ή σε οποιαδήποτε άλλη σκηνή;


Όλα αυτά δεν μας αφορούν ουσιαστικά. Ο καθένας μπορεί να βάλει ότι ταμπέλα θέλει στην μουσική μας και να μας κατατάξει σε όποια σκηνή πιστεύει πως ανήκουμε.

 
Η αλήθεια είναι πως στο μουσικό σας ύφος κανείς μπορεί να εντοπίσει στοιχεία τόσο από τα 80s, με πιο χαρακτηριστικά αυτά του electropop, αλλά και του dream pop όσο και από τα 90s με επιρροές από είδη όπως το trip hop και του downtempo. Εσείς ποιες θεωρείτε τις πιο βασικές μουσικές σας επιρροές;


 Είναι σίγουρα πολλοί οι καλλιτέχνες που μας έχουν επηρεάσει και από τα 80’s και τα 90’s αλλά και τα 00’s. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τους Cocteau Twins, Kate Bush, New Order, Saint Etienne, Bent, Air, Portishead, Massive Attack και πάρα πολλοί άλλοι.

  
Αφού μιλάμε για μουσική, ποιες μπάντες και καλλιτέχνες ακούτε αυτόν τον καιρό; (να μάθουμε κι εμείς καμιά νέα, ενδιαφέρουσα μουσική.)

Forest Swords,  Tycho, Ital Tek,  Wildarms, The Host, Postiljonen, Bloodgroup κ.α.

Άλλο ένα χαρακτηριστικό της φυσιογνωμίας σας ως μπάντα είναι μια DIY νοοτροπία: κυκλοφορείτε τις δουλειές σας σε βινύλιο, ως επίσημο site έχετε διατηρήσει το παλιό σας blog, ακόμα και ένα κομμάτι σας έχετε αφιερώσει στη νοοτροπία αυτή. Για ποιο λόγο επιμένετε σε μια τέτοια προσέγγιση;


Γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά να τα κάνουμε όλα μόνοι μας. Τουλάχιστον έτσι ξεκινήσαμε και έχουμε διατηρήσει πολλά από αυτόν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε σαν μπάντα.

Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον, τόσο από πλευράς κυκλοφοριών, όσο και από πλευράς ζωντανών εμφανίσεων;


Μόλις πριν λίγες εβδομάδες τελειώσαμε την περιοδεία μας για την προώθηση του 1ου μας άλμπουμ σε πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά. Επίσης κάναμε κάποιες εμφανίσεις στην Ελλάδα οι οποίες ελπίζουμε να συνεχιστούν. Την άνοιξη θα έχουμε επίσης κάποιες ευρωπαϊκές ημερομηνίες.

 
Πριν κλείσουμε τη συνέντευξη, έχω ακόμα δύο ερωτήσεις: η πρώτη αφορά την άποψή σας για αυτή τη δύσκολη περίοδο που βιώνουμε σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο στη χώρα μας. Μάλιστα στο βίντεο για το κομμάτι "Recollection", παρατήρησα ένα περαστικό, αλλά εμφατικό πολιτικό statement, όταν η κάμερα δείχνει ένα αντιφασιστικό σύνθημα στον τοίχο…


Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι πραγματικά πολύ άσχημη όχι μόνο οικονομικά αλλά και γενικότερα. Πιστεύουμε πως θα πρέπει ο καθένας μας με όποιον τρόπο μπορεί να δημιουργεί και να αντιστέκεται στην παρακμή και την γενικότερη απαξίωση των πάντων.

 
Μιας και αναφερθήκαμε στα βίντεο που συνοδεύουν τα τραγούδια σας, νομίζω πως σε αυτά του "Recollection" και του "Oostende", εικονοποιείται πολύ πετυχημένα η ατμόσφαιρα της μουσικής σας: καθημερινά σκηνικά και συναισθήματα, στην περίπτωση του "Recollection", μια επιστροφή στο παρελθόν, ενώ σε αυτή του"Oostende", μια απόπειρα επανένωσης ενός ζευγαριού, συνδυάζονται με ένα στοιχείο μαγικό και υπερφυσικό: στην πρώτη περίπτωση οι αλλόκοτες φούσκες που, για μένα τουλάχιστο, συμβολίζουν τη νοσταλγία, ενώ στη δεύτερη η βροχή των αστεριών στην κορύφωση του βίντεο. Οι αφορμές και οι εμπνεύσεις για να δημιουργήσετε μουσική έρχονται περισσότερο από την καθημερινή μας ζωή ή από πιο φανταστικές και ονειρικές καταστάσεις;


Και από τα δύο. Άλλωστε και τα όνειρα μπορείς να τα κάνεις πραγματικότητα κάποιες φορές. 


Σας ευχαριστώ και αναμένω επόμενο live και μια νέα συνάντηση.

Το σκίτσο που βρίσκεται στην αρχή του κειμένου το βρήκα σκαλίζοντας κάτι εφηβικά μου τετράδια. Μου ταίριαξε με την αισθητική των KSIA και απλά έμεινε να γράψω, σε κάπως naïve τρόπο, το όνομα της μπάντας και να το σκανάρω.

13/12/13

guest 10/ pascalb. (Fabrika Co.) - Different Shifts [mix]


Πρώτη ανάρτηση για τον Δεκέμβρη, ένα guest mix, αυτή τη φορά από έναν DJ της πόλης μας, τον pascalb.της ομάδας Fabrica Co. 

Το συγκεκριμένο σετ παίχτηκε ένα κυριακάτικο απόγευμα στο Cafe GaLa και μπορούμε να πούμε πως μεταφέρει όλη τη χαλαρή διάθεση που ταιριάζει μια τέτοια ώρα και μέρα: το beat είναι midtempo, το funky στοιχείο κυριαρχεί, ενώ οι μελωδίες -ειδικά όταν τραγουδιούνται από ωραιότατες θηλυκές φωνές-  θεραπεύουν ένα πιθανότατο hangover απ’ την προηγούμενη νύχτα…

15/11/13

Ryan Francesconi And Mirabai Peart ‎– Road To Palios (2012, Bella Union)


 Ας φανταστούμε μια πόλη στην άκρη της Μεσογείου. Ονομάζεται Palios και αν ταξιδέψουμε  για αυτήν, παράλληλα κάνουμε ένα ταξίδι στον χρόνο. Θα περπατήσουμε μονοπάτια κρυμμένα απ’ το δικό μας παρόν και σίγουρα στο τέλος τους δεν θα μας περιμένει το αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε στα γνωστά μας μέρη. Ταξιδεύουμε για το Palios και στ’ αυτιά μας  έρχονται μελωδίες οικείες μα ξεχασμένες…

Σε ένα τέτοιο οδοιπορικό μας καλεί το ντουέτο του κιθαρίστα Ryan Francesconi και της βιολίστριας Mirabai Peart, στο άλμπουμ τους Road To Palios που κυκλοφόρησε το 2012, από τη δισκογραφική Bella Union. Οι δύο μουσικοί επιμελούνται εφτά ακουστικών ορχηστρικών συνθέσεων, που διακρίνονται από δυνατές μελωδίες, υψηλή τεχνική αρτιότητα, αλλά και απρόσμενες επιρροές.


Το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ, Parallel Flights, κινείται σε αμερικάνικα folk μονοπάτια, πάνω στην παράδοση του John Fahey, με κάποιες τζαζ πινελιές. Αλλά, από το δεύτερο κομμάτι και μέχρι το τέλος, τα διδάγματα της αμερικάνικης παράδοσης συμπλέκονται και συχνά υποχωρούν μπροστά στο κυρίαρχο στοιχείο της μουσικής παράδοσης της ανατολικής Μεσογείου. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, δυο καλλιτέχνες από τις ΗΠΑ έχουν σκύψει με μεράκι και δημιουργικότητα πάνω από τις μουσικές της Ελλάδας, των Βαλκανίων, της Ανατολής. Ακόμα και κάποιοι τίτλοι παραπέμπουν σε αυτόν τον  γεωγραφικό χώρο και μουσικό κόσμο: For Christos, Pontic, Kalamatianos.


Έτσι, τα ουκ ολίγα δυτικά στοιχεία που ακούει κανείς στις συνθέσεις του ντουέτου, όχι μόνο από folk, αλλά και από κλασική και τζαζ, λες και αναβαπτίζονται μέσα από την μεγάλη παράδοση της Ανατολής. Για παράδειγμα, στο Pontic είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα τζαζ μέτρα, ρυθμούς και γυρίσματα από τα αντίστοιχα παραδοσιακά.  Μάλιστα ο ελαφρύς πειραματισμός που συχνά πυκνά χρωματίζει τις συνθέσεις, αναδεικνύει  το εκλεκτικό μουσικό ύφος.


Ακούγοντας το άλμπουμ, σκέφτηκα την πιο ακουστική πλευρά των Lanterna ή την εκπληκτική πρώτη προσωπική κυκλοφορία του κιθαρίστα των Fates Warning, Jim Matheos, που τιτλοφορείται First Impessions (και προτείνω να ακούσετε), να συνδυάζεται με το στιλ του Ross Daly.


Αλλά, σημαντικό είναι ότι αυτό το πράγματι ιδιαίτερο ηχητικό πάντρεμα γίνεται με τις καλύτερες των προθέσεων. Ο ακροατής μπορεί να διακρίνει την απλότητα και την ειλικρίνεια των συνθέσεων και του παιξίματος: δυο πολύ καλοί μουσικοί βρίσκονται στο στούντιο και χωρίς να κάνουν επίδειξη γνώσεων και τεχνικής, φτιάχνουν μουσική που δημιουργεί ένα συναίσθημα ηρεμίας και ρεμβασμού. Στη δημιουργία μιας τέτοιας ατμόσφαιρας βοηθάει και η καθαρή, κρυστάλλινη παραγωγή.  Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως στο Road To Palios δεν υπάρχει εναλλαγή συναισθημάτων. Όπως σε κάθε ταξίδι, έτσι και σε αυτό που οδηγεί στην πόλη του Palios, κάποιες μέρες είναι ηλιόλουστες, με καθαρό ουρανό, κάποιες άλλες θυμωμένες με συνοφρυωμένα σύννεφα και καταιγίδες...


Επιλογικά, να σημειώσω ότι το ψάξιμο και ο πλούτος που χαρακτηρίζουν αυτό το άλμπουμ θα μπορούσαν να εκτιμηθούν δεόντως από έναν ειδικό στην παραδοσιακή μουσική της Μεσογείου και της Ανατολής, γενικότερα νομίζω πως οι μουσικολόγοι θα είχαν πολλά να σχολιάσουν. Παρόλα αυτά, είμαι σίγουρος πως ο καθένας από μας στο Road To Palios θα βρει κάτι οικείο, μια γήινη ευγένεια που έχει κρυφτεί πίσω από τη σκόνη μιας δύσκολης εποχής.

7/11/13

Electronic dance music εν Ελλάδι (2)

(Το πρώτο μέρος του άρθρου το διαβάζετε εδώ.)

Στις αρχές των 00s, δύο εξελίξεις ανανέωσαν την dance electronica με ένα τρόπο θα λέγαμε εκρηκτικό, επαναφέροντας βασικά στοιχεία που ουσιαστικά από τα μέσα των 90s είχαν εκλείψει. Με την άνθιση του nu disco, η χορευτική μουσική συνδέθηκε με τις ρίζες της, τη disco και το proto-house, γενικότερα το ενδιαφέρον παραγωγών, DJs και ακροατών στράφηκε σε ιδιώματα που, με την επικράτηση μιας ολοένα και πιο ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, είχαν παραμεληθεί, όπως το funk, το soul, το ψυχεδελικό ροκ. Έτσι, μέσα από τέτοια edits και τα remixes, αναπτύχθηκε ένα πιο εκλεκτικό γούστο. Γενικότερα, ολόκληρη η κίνηση του nu disco θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια απόπειρα επιστροφής σε μια εποχή που η χορευτική μουσική ήταν λιγότερο εμπορική και πιο ειλικρινής. 


Αυτή την επιθυμία για ειλικρίνεια στα dancefloors ήρθε να καλύψει και η ανάπτυξη του dubstep και γενικότερα του λεγόμενου bass ήχου. Βέβαια, όπως και με το nu disco, έτσι και ο bass ήχος είχε ήδη έντονη παρουσία στο underground από τα 90s, αλλά στη πρώτη δεκαετία του 21ου αι. έγινε αισθητός σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Με τον αργό πληθωρικό ρυθμό, τα παραμορφωμένα μπάσα και την “βρώμικη” παραγωγή του dubstep, η dance electronica από μουσική επένδυση σε μαγαζιά ρούχων και εστιατόρια, επέστρεψε στις street βάσεις της, σε ένα έντονα αστικό περιβάλλον και σε χορευτές που απαιτούν πιο σκληρό ήχο. Βέβαια, ας μην λησμονούμε και την πιο ατμοσφαιρική πλευρά αυτού του στιλ, με ίσως πιο χαρακτηριστικές τις παραγωγές του Burial. 


Αλλά, η εισαγωγή κυρίως του nu disco, αλλά και του dubstep στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από τις αναμενόμενες παρεξηγήσεις. Προφανώς, δεν εννοώ την εμποροποίηση των δύο ειδών, κάτι που πλέον έχει συμβεί σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς παρατηρούμε στοιχεία από nu disco και dubstep σε πολλά χαζοχαρούμενα ραδιοφωνικά hits με την ελάχιστη ημερομηνία λήξης, αλλά σε κάτι άλλο…  


Είναι αναμφίβολο πως το nu disco συνδέεται με μια αισθητική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως και hipster. Στα πάρτυ, στα φεστιβάλ και γενικότερα στους χώρους που παίζεται, μαζεύονται κατά βάση πιο νέοι άνθρωποι με μια πιο προχωρημένη, ως και εκκεντρική αντίληψη για το ντύσιμο και το στιλ. Παράλληλα, οι οπαδοί του nu disco έχουν οπωσδήποτε μια πιο εκλεκτική, άρα και intellectuel άποψη. Αλλά, στη χώρα μας όλα αυτά τα στοιχεία τα συναντάς διογκωμένα σε αφόρητο βαθμό, ώστε τελικά να επανέρχεται , όχι το αυθόρμητο και το ειλικρινές του χορού, αλλά ο μιμητισμός και η επίδειξη, που είχε συνοδέψει την εισαγωγή του house στα τέλη των 80s, σκηνικά για  οποία μιλήσαμε στο πρώτο μέρος αυτού εδώ του άρθρου… 


Η αλήθεια είναι πως για το dubstep, τα πράγματα δεν είναι τόσο δυσοίωνα. Το ότι μαθητές και φοιτητές στρέφονται σε αυτόν τον ήχο κι ειδικότερα στα πιο κραυγαλέα και εμπορικά κομμάτια , του Skrillex για παράδειγμα, ώστε να γίνουν μέτοχοι μιας πιο δυναμικής και έντονης χορευτικής εμπειρίας σε ένα πάρτυ ή ένα μαγαζί, είναι κάτι που δε χρειάζεται να ανησυχεί ιδιαίτερα. Στην τελική, αυτός είναι και ο πιο αληθινός και πυρηνικός θα λέγαμε σκοπός της χορευτικής μουσικής: ο χορός, η διονυσιακή αίσθηση, η αποβολή κάθε προκατάληψης που έχουμε για τον εαυτό μας και τον άλλο, η χαρά του να συναντάς τον άλλο, χωρίς στεγανά και να αποκτάς την αίσθηση της ομάδας. 


Αυτά ακριβώς τα στοιχεία έλκουν τους περισσότερους ανθρώπους στην ηλεκτρονική χορευτική μουσική και σε αυτά βέβαια οφείλεται η τεράστια δημοτικότητά της. Τέλος από αυτά, προκύπτει και η κοινωνική και πολιτική της διάσταση. Αυτό το αίσθημα ομαδοποίησης και –γιατί όχι;- αλληλεγγύης που κυριαρχεί σε ένα γνήσιο event  χορευτικής ηλεκτρονικής μουσικής, δίνει το έναυσμα για το ξεπέρασμα κάθε προκατάληψης: μπορεί να χορεύεις, να διασκεδάζεις και να συνυπάρχεις με  έναν άνθρωπο που έχει διαφορετικό φύλο, διαφορετικό χρώμα δέρματος, διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή, απλά, διαφορετική αντίληψη ζωής.


Ως ακροατής και φίλος της μουσικής, προέρχομαι από το σύμπαν του ροκ. Μέχρι τα ύστερα φοιτητικά μου έτη, οι επιλογές μου στη διασκέδαση ήταν σε μπαράκια που έπαιζαν ροκ μουσική και είχαν την ανάλογη άποψη, που,  όπως και να το κάνουμε, είναι  λιγότερο  βασανισμένη από την εμπορική χειραγώγηση. Οπότε, η εμπειρία μου σε νύχτες ξέφρενου house ή techno χορού είναι ελάχιστη. Αντίθετα, το ενδιαφέρον μου για τον χορευτικό ηλεκτρονικό ήχο είναι προπαντός μουσικό: η ιδιάζουσα kraut electronica των kraftwerk, το περφεξιονιστικό electropop των New Order, η ψυχεδελική οπτική των Chemical Brothers, το τριπαρισμένο disco του Lindstrom, τα τόσο ετερόκλητα και “feel good” sets του DJ Harvey, με έχουν μετατρέψει σε έναν ενθουσιώδη οπαδό της dance electronica. 


Αλλά, ειδικά ζώντας σε μια επαρχιακή πόλη, δυσκολεύομαι ιδιαίτερα να βρω την άποψη που θα μου ταίριαζε, μια άποψη λιγότερο βασανισμένη από την εμπορική χειραγώγηση και, με  αυτήν την έννοια, περισσότερο ροκ. Μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση έχω κατά κύριο λόγο πετύχει σε σκηνικά, φεστιβάλ και πάρτυ που διοργανώνουν είτε φοιτητές, είτε πιο συνειδητοποιημένες και εναλλακτικές κοινωνικά και πολιτικά ομάδες και φορείς. Οι πρώτοι, λόγω ηλικίας, αλλά και κατάστασης ζωής είναι οι πιο κατάλληλοι δέκτες τόσο για φρέσκια μουσική, όσο και για φρέσκια αισθητική και νοοτροπία. Οι δεύτεροι, λόγω ακριβώς της πολιτικής τους συνειδητοποίησης, οργανώνουν events ξεφεύγοντας από τις συνηθισμένες παγίδες, όπως η εισβολή  χορηγών και διαφημίσεων, η «πόρτα», οι ακριβοπληρωμένοι DJs, δηλαδή όλων των εικόνων, με τις οποίες έχουμε συνδέσει την dance electronica εν Ελλάδι. Σε τέτοια πλαίσια, νομίζω πως η χορευτική μουσική μπορεί να αναπνεύσει, να αναπτυχθεί, να… είναι ο εαυτός της. 


Κλείνοντας, να σημειώσω πως δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ ως υπερβολικά και κενά πολιτικολόγος. Ξέρω ότι τα πάρτυ δεν είναι πολιτικές διαδηλώσεις, ούτε τα dancefloors συγκεντρώσεις κομμάτων. Προφανώς η ηλεκτρονική χορευτική μουσική κατά κύριο λόγο αποβλέπει στον χορό και τη διασκέδαση, όχι στη σκέψη και στον προβληματισμό. Όλοι μας βγαίνουμε με φίλους, ακούμε μουσική, χορεύουμε, πίνουμε κανένα ποτό παραπάνω , φλερτάρουμε και περνάμε καλά. Αλλά, όλο αυτό το σκηνικό θα μπορούσε να στηθεί καλύτερα, περισσότερο ποιοτικά. Και νομίζω πως η οικονομική κρίση, με την οποία, εκ πρώτης όψεως, δεν ταιριάζουν χοροί και γλέντια, μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για μια πιο γήινη, ανθρώπινη και γνήσια dance κουλτούρα.


εικόνα: λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του ελληνικού italo disco single "Computer Guy" του DJ Palmer (Discogs)

2/11/13

Electronic dance music εν Ελλάδι (1)

  
Πριν κάμποσους μήνες, πέτυχα στο διαδίκτυο ένα εξαιρετικό άρθρο, με θέμα την πολιτική διάσταση της χορευτικής μουσικής. Ο συντάκτης, πιάνοντας το νήμα από την έκρηξη της χορευτικής τζαζ και του swing κατά τον Μεσοπόλεμο έφτανε ως την, ως ένα βαθμό, ανάλογη αλματώδη ανάπτυξη της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής κατά τη δεκαετία του 90, τονίζοντας συνεχώς τη σύνδεση της μουσικής που προοριζόταν για χορό με τις προοδευτικές ως και ανατρεπτικές κοινωνικές και πολιτικές προσεγγίσεις και εκδηλώσεις.
 

Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις ο συσχετισμός χορευτικής μουσικής και πολιτικοκοινωνικού προοδευτισμού γίνεται εξόφθαλμος: κανείς πλέον δεν αμφισβητεί πως, τόσο η disco όσο και η house, ειδικά στο ξεκίνημά τους, η πρώτη στις αρχές και τα μέσα των 70s και η δεύτερη στα τέλη και στα μέσα των 80s, απευθύνθηκαν, ακόμα και αγκάλιασαν τις ομάδες του περιθωρίου, όπως οι αφροαμερικάνοι και οι γκέι. Άλλωστε μια από τους πρωταγωνιστές της μετάβασης από την disco στη house, o DJ Larry Levan ήταν και αφροαμερικάνος και γκέι. Τελικά, μ’ έναν πικρά σαρκαστικό τόνο, θα έλεγα πως, αν στις δυο παραπάνω κατηγορίες ανθρώπων προσέθετε κανείς του Εβραίους και τους κομμουνιστές, θα συγκεντρώνε τις βασικές κοινωνικές, εθνικές και φυλετικές ομάδες που "σήκωσαν" τη θηριωδία του ναζισμού…

Πάντως, στη συνέχεια, η μεν disco, αρχικά προκάλεσε, ειδικά στις ΗΠΑ, έντονες αντιδράσεις από τις πιο συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις και τελικά  έγινε πιο συμβατική, τόσο μουσικά, όσο και κοινωνικά, ώστε να γίνει αποδεκτή από ένα ευρύτερο ακροατήριο από το αρχικό της, αποφέροντας βέβαια τεράστια κέρδη σε παραγωγούς και εταιρίες. Η δε house, ξέφυγε από τα αρχικά στενά της όρια όταν, στα τέλη των 80s, αγκαλιάστηκε από την πρώτη rave γενιά. Η φρέσκια τότε κατεύθυνση του acid house έγινε ο εμβληματικός ήχος των Βρετανών ravers, των οποίων τα αιτήματα, αν και αναμφίβολα χαρακτηρίζονταν από αφέλεια και ρομαντισμό, διέσωζαν κάτι από τον κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστισμό των 60s. Άλλωστε ο θατσερισμός επιτέθηκε με μένος στα υπαίθρια rave πάρτυ της εποχής. 


Βέβαια, όλα τα παραπάνω είναι πάνω-κάτω γνωστά. Απλά, σκέφτηκα να κάνω μια μνημόνευση, ώστε να τονιστεί αυτή η θεμελιώδης σχέση ανάμεσα στην χορευτική μουσική, ειδικά την ηλεκτρονική, με μια πολιτική στάση ανυπακοής και αντίστασης. Άλλωστε, τί χρειάζεται να πει ή να γράψει ο καθένας, όταν ένας από τους πατέρες του deep house, ο πολύς Larry Heard  (AKA Mr. Fingers) ντύνει μουσικά τον περίφημο λόγο του Martin Luther King;




Σκεφτόμενος λοιπόν, αυτό το τρίπτυχο μουσικής,  χορού και πολιτικοκοινωνικής στάσης, δεν μπορώ να μην αντιμετωπίζω με αμηχανία τη νοοτροπία που συνοδεύει την dance electronica, ειδικά το house, στην Ελλάδα, ήδη από τα πρώτα χρόνια εισαγωγής της. Για παράδειγμα, πριν κάτι μέρες, πέτυχα αυτό το διαδικτυακό φωτογραφικό λεύκωμα, με πλούσιο κι ενδιαφέρον υλικό από τις μέρες ακμής του θρυλικού club Faz στην Αθήνα. Χαζεύοντας τις φωτογραφίες, δεν μπόρεσα να μη διακρίνω το κραυγαλέα επιδειξιομανές στιλ που είχαν υιοθετήσει οι  “cool” θαμώνες του συγκεκριμένου χώρου· και να μη φανταστώ τους γιους και τις κόρες των φοβερών και τρομερών νεόπλουτων της μετεμφυλιακής περιόδου, αλλά και αυτούς της Μεταπολίτευσης, να αγωνίζονται να βρουν μια εναλλακτική και διαφορετική από το mainstream και τον λαϊκισμό της εποχής ταυτότητα, η οποία όμως ξεκινούσε και τέλειωνε στον μιμητισμό, στην επίδειξη και στα ακριβά ρούχα. Και βέβαια, με τη νιόφερτη “house” ηλεκτρονική μουσική να σιγοντάρει την όλη νοοτροπία. 

Ωστόσο, στα Faz, απ’ όσο έχω διαβάσει και ακούσει, πέρασαν κάποιοι από τους πιο προχωρημένους DJs της εποχής, με πρώτο τον περίφημο εξ Ibiza ορμώμενο Alfredo Fiorito, δημιουργό του balearic beat, το οποίο επηρέασε όσο τίποτα άλλο την βρετανική acid house σκηνή. Επίσης ένα πέρασμα  από το Faz έκανε και Leo Mas, κι αυτός από την Ibiza, ο οποίος πριν λίγο καιρό μοιράστηκε μαζί μας το απόσπασμα ενός set που έκανε εκεί στο 1991. Πραγματικά αξίζει να το ακούσετε, οπότε θα προσπαθήσω στο εγγύς μέλλον να το βρω και να βάλω κάποιο link.


Έτσι, για να γενικεύσουμε κάπως τη σκέψη μας, είναι αυτονόητο ότι από τα πρώτα μικρά clubs στην Ibiza, μέχρι το διάσημο Hacienda του Μάντσεστερ, και από τα σκοτεινά clubs του Βερολίνου μέχρι τα μεγάλα νεοϋορκέζικα venues, η χορευτική ηλεκτρονική μουσική βρίσκονταν πάντα σε μια έντονη αλληλεπίδραση με τις πιο νέες τάσεις της μόδας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί το σήμα κατατεθέν του υπερκαταναλωτισμού.  Από την άλλη, όμως , ενώ στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ αναπτύχθηκαν τα DIY υπαίθρια acid house παρτυ, ενώ στο Βερολίνο άνθησε η πιο πειραματική πλευρά του house και του techno, ενώ στην Καλιφόρνια η παράδοση της ψυχεδέλειας και του χιππισμού παντρεύτηκε με το rave, στη χώρα μας, η house μουσική κατά βάση συνδέθηκε με το ελεεινό lifestyle των περιοδικών του Κωστόπουλου.


Όχι ότι στην Ελλάδα δεν άκμασε η rave κουλτούρα. Απλά, κάπως καθυστέρησε, καταφθάνοντας κάπου στο 1992-93. Ποιος μπορεί να ξεχάσει, αλλά και να διασκεδάσει με τις πλέον cult τρομολαγνικές τηλεοπτικές εκπομπές της περιόδου; Η «μάνα raver» δύσκολα θα λησμονηθεί, όπως και ο πλέον αναγνωρίσιμος κύριος «βλέπω κύκλους»… Αλλά, αυτή ακριβώς η καθυστέρηση της ακμής της rave κίνησης στην Ελλάδα, είχε ως αποτέλεσμα η συγκεκριμένη μουσική, αλλά και κουλτούρα, να συνδεθεί κυρίως με την trance και ειδικά με τα πιο νέο-χίππικα παρακλάδια του, το goa και το psy trance. Από κοντά ακολουθούσε και το drum n bass. Στους ακροατές και χορευτές αυτών των ιδιωμάτων βρήκε πρόσφορο έδαφος μια πιο ουσιαστικά εναλλακτική πολιτισμική και κοινωνική προσέγγιση. Βέβαια, με μια πιο ρεαλιστική ματιά, συμπεραίνουμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων ανθρώπων δεν ήταν καθόλου κοινωνικά και πολιτικά συνειδητοποιημένη, αλλά πιο πολύ πιτσιρικάδες, των οποίων η εφηβική και μετεφηβική επαναστατικότητα εκτονωνόταν στα εκκεντρικά  ρούχα, στα ξενύχτια, στο χορό και σε κάμποσο ecstacy. Πάντως, όπως και να ΄χει,  στην Ελλάδα, η house μουσική κατέληξε το αδιάφορο soundtrack για τις διακοπές των διάσημων της Μυκόνου. 


Βέβαια, εδώ που τα λέμε και στο εξωτερικό η εξέλιξη της house μουσικής, από τα μέσα της δεκαετίας του 90 και μετά, δεν ήταν και πολύ διαφορετική από αυτή στην Ελλάδα. Ίσως θα έπρεπε να καταπιαστώ με τη μελέτη του συγκεκριμένου θέματος πιο σοβαρά, διαβάζοντας  κοινωνιολογικά άρθρα και μελέτες, αλλά νομίζω πως ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του, αντικρίζοντας φωτογραφίες και βίντεο από τα μεγάλα clubs που βρίσκονται διάσπαρτα σε ολόκληρο τον κόσμο και αποτελούν τους ναούς της house: καλογυμνασμένοι άντρες και καλλίγραμμες γυναίκες, αμφότεροι ντυμένοι με την τελευταία τάξη της μόδας, χοροπηδάνε στον ηλεκτρονικό ρυθμό, έχοντας στο πρόσωπο το ηδονικό χαμόγελο της απόλυτης διασκέδασης… Όλο αυτό το σκηνικό σε ένα έστω και λίγο σκεφτόμενο άνθρωπο δεν μπορεί να μην προκαλέσει ένα τραγελαφικό συναίσθημα.  Αυτή η τάση, στην Ελλάδα είναι ακόμα πιο κραυγαλέα. Και φυσικά στα μικρά clubs της επαρχία
ς καταντάει αφόρητη.  Τη γνώμη μου για τα clubs της πόλης που ζω, μπορείτε να τη βρείτε σε αυτό το άρθρο.

εικόνα: flyer  για trance πάρτυ της ομάδας Sunrise Zone στο Άλσος, με ημερομηνία 01/02/1997 (πηγή)
Σημείωση: το άρθρο που αναφέρω στην αρχή του κειμένου και το οποίο μάλιστα είναι ελληνικό, παρόλο που έχω "φάει" το διαδίκτυο να το ξαναβρώ, δεν έχω καταφέρει… 


 Η συνέχεια στην επόμενη ανάρτηση….

23/10/13

ESPRIT 空想 - relax™ (2013, Fortune500)


Κάπου στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αι. το μουσικό στιλ ή για κάποιους κίνημα του chillwave ήρθε και τάραξε κάπως τα νερά. Η ποπ ευαισθησία, η crossover άποψη, που συνδύαζε electronica, shoegaze και ψυχεδέλεια και πάνω απ’ όλα η έντονη DIY νοοτροπία καλλιτεχνών που δημιουργούσαν μουσική στα δωμάτιά τους με φτηνά synths και laptops πράγματι εμπεριείχε μια φρεσκάδα. Ωστόσο, οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του είδους γρήγορα στράφηκαν προς τα μεγάλα στούντιο και τις ανεξάρτητες μεν, αλλά μεγαλύτερες δισκογραφικές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της στροφής μέσα στο 2013 είναι η κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ του Washed Out με τίτλο Paracosm στην Sub Pop και το πρώτο full-length At Home των δικών μας Keep Shelly In Athens. Είναι προφανώς αυτονόητο πως οι συγκεκριμένοι μουσικοί, όπως και άλλοι που κατηγοριοποιούνται στο chillwave, με τέτοιες κινήσεις, όχι μόνο δεν εκφυλίζουν το είδος, αλλά το εξελίσσουν, ο καθένας με τον τρόπο του.

Αλλά, όπως και να ‘χει, κάποιος θα πρέπει να κρατήσει ψηλά τη σημαία της DIY αισθητικής και της εσωστρέφειας που χαρακτηρίζει την παραγωγή μουσικής σε ένα σπιτικό δωμάτιο. Έτσι, από το 2011 και μετά στους γνωστούς διαδικτυακούς τόπους που είναι αφιερωμένοι στη μουσική, όπως το Soundcloud, το Bandcamp κλπ., έχει κάνει την εμφάνισή της μια ομάδα καλλιτεχνών που αντιπροσωπεύουν το είδος του Vaporwave. Όπως συνέβη και με ένα παρόμοιο μουσικό παρακλάδι, το witch house, έτσι και το vaporwave από πολλούς λογαριάζεται σαν ένα παιχνίδι κάποιων νέων hipsters που δεν λένε να ξεκολλήσουν από την οθόνη του υπολογιστή τους. Παρόλα αυτά, μπορούμε να εντοπίσουμε και ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες. Μια από αυτές είναι και το Relax του ESPRIT 空想. To Relax εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που σκιαγραφούν το vaporwave, μάλιστα έχει κυκλοφορήσει στην πιο χαρακτηριστική διαδικτυακή δισκογραφική του είδους, τη Fortune500


 Πρώτα απ’ όλα, παρατηρούμε την αλλόκοτη επιλογή που έχει κάνει ο εν λόγω καλλιτέχνης για το ψευδώνυμό του. Συνδυάζει μια γαλλική λέξη με μια γιαπωνέζικη. Μια μετάφραση του ψευδωνύμου του θα μπορούσε να είναι «πνεύμα φαντασίας». Να λοιπόν ένα πρώτο ιδιάζον στοιχείο του vaporwave, η αναφορά στη μαζική κουλτούρα των φωτεινών επιγραφών, των διαφημίσεων, των κόμικ που μας έρχονται από την Ιαπωνία και γενικότερα την Άπω Ανατολή. Μάλιστα, ο ESPRIT 空想 υποστηρίζει πως έρχεται από τη Σιγκαπούρη…

Για να πάμε στα πιο μουσικά, το Relax αποτελείται από δέκα σύντομες συνθέσεις ενός ως τρεισίμιση λεπτών, οι οποίες είναι βασισμένες σε samples που μεταμορφώνονται και παραμορφώνονται ακόμη, με απλή τεχνική αλλά ενδιαφέρουσα άποψη. Τα samples κατά κύριο λόγο είναι αντλημένα από  τη μουσική της δεκαετίας του 80, italo-disco, ποπ μπαλάντες ακόμα και new age,  στα οποία ο καλλιτέχνης μας έχει ρίξει το pitch, στη λογική του
«chop n screw» hip hop και τα έχει φορτώσει με πολλά θολά εφέ.
 

Ο τίτλος της κάθε σύνθεσης είναι ένας αριθμός, από το 10 ως το 1, στα πλαίσια μιας αντίστροφης μέτρησης με σκοπό την απόλυτη χαλάρωση του ακροατή. Αυτό το στήσιμο ενισχύει όχι μόνο ο τίτλος του άλμπουμ, αλλά και οι τίτλοι των ζυγών αριθμών των κομματιών: Feeling Relaxed, Deeper and Deeper κοκ. 

Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο ESPRIT 空想 στην ουσία κάνει μια μεταμοντέρνας νοοτροπίας αναφορά στη δεκαετία του 80. Ρίχνει μια ειρωνική, μα και νοσταλγική ματιά σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν ήταν ψηφιακή, όπου  η τηλεόραση και στη συνέχεια το βίντεο έφερνε, προπαγάνδιζε ακόμα, εικόνες μιας ποπ υποκουλτούρας διαφορετικής από τη σημερινή. Μπορούμε να πούμε πως ακούγοντας τη μουσική του, νιώθεις πως σου ‘ρχεται από μακριά, σαν ανάμνηση ή όνειρο, η μουσική μια διαφήμισης  ή μιας φτηνής βιντεοταινίας  των 80s ή και των αρχών των 90s. 



Βέβαια, ο ESPRIT 空想 δεν θέλει να αναπαραστήσει τη μουσική εκείνης της εποχής, αντιθέτως οι συνθέσεις του έχουν τη φρεσκάδα του καινούργιου. Η έντονη χρήση των samples τον συνδέει με την παράδοση του ατμοσφαιρικού instrumental hip hop, που ξεκίνησε από τον DJ Shadow και παρουσιάζει έντονη εξέλιξη και στις μέρες μας. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, το σημείο στο οποίο ο συγκεκριμένος  δημιουργός φανερώνει δυνατότητες και ποιότητα είναι οι καθαρά ambient συνθέσεις του, που απαλλάσσονται από το οπωσδήποτε κάπως μοδάτο στοιχείο της αναβίωσης της δεκαετίας του 80· πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατεύθυνσης είναι το κομμάτι 2 που διαρκεί λίγο παραπάνω από δυόμιση λεπτά. 


Συμπερασματικά, μπορεί ο ESPRIT 空想 να έχει μια ειρωνική οπτική στη λεγόμενη elevator music των 80s και των 90s και ειδικά στις σωρηδόν new age και chill out κυκλοφορίες, αλλά παράλληλα μας προσφέρει αιθέρια, κάπως στοιχειωμένα, αλλά πάνω απ’ όλα χαλαρωτικά  ηχοτοπία.

Το Relax διατίθεται προς δωρέαν downloading:





Οι σελίδες του ESPRIT 空想 σε:
Soundcloud
Bandcamp
Facebook