23/2/20

"Μέσα στη μουσική εφύτεψαν ένα πάθος": αποτίμηση της δεκαετίας 2010-2019


Οδηγίες Χρήσης
Στο παρακάτω κείμενο θα διαβάσετε κάποιες σκέψεις μου για τη μουσική των 2010s. Ήδη έχω παρουσιάσει τις επιλογές μου με τα 50 άλμπουμ της δεκαετίας, με τις οποίες βέβαια το κείμενο αυτό σχετίζεται άμεσα. Παράλληλα, εντός του κειμένου θα βρείτε διάσπαρτα links, τα οποία οδηγούν σε αντίστοιχες αναρτήσεις αυτού εδώ του blog, που σε έναν περίπου χρόνο (Μάρτιο του 2021) κλείνει δέκα χρόνια ύπαρξης. Η γενική ιδέα πίσω από αυτή την αποτίμηση είναι το υποκειμενικό και ατομικό στοιχείο να συναντήσει το κοινωνικoπολιτικό, συλλογικό και - γιατί όχι;- το υπαρξιακό.  
Καθώς διαβάζετε, μπορείτε να ξεκινήσετε την ακρόαση της Spotify λίστας με τα 70+1 tracks που κατά τη γνώμη μου σηματοδότησαν αυτή τη δεκαετία. 

 Να πω την αλήθεια, όταν τα παιδιά του Lung Fanzine μου ζήτησαν να φτιάξω  μια λίστα με τα 50 αγαπημένα μου άλμπουμ της δεκαετίας 2010-2019, σκέφτηκα να αρνηθώ, επειδή αυτό το task μου φάνηκε πολύ ζόρικο... Τελικά, πείστηκα να ξεκινήσω σε μια λογική «βλέποντας και κάνοντας», αλλά δεν άργησα να βυθιστώ σε μια συναισθηματική κατάσταση απόλαυσης, νοσταλγίας και στοχασμού. Αναζητούσα παλιούς σκληρούς δίσκους, ξεσκόνιζα cd, ξεψάχνιζα το Spotify κλπ. Μιλάμε για γνήσια (κι ίσως κομμάτι διεστραμμένη – τι να πω;) ηδονή!

Δημιουργώντας, λοιπόν, αυτή τη λίστα και ακούγοντας πολλή και αγαπημένη μουσική, το νου μου ολοένα τριβέλιζαν σκέψεις που ξεκινούσαν ως προσωπικές και σταδιακά έπαιρναν έναν πιο συλλογικό χαρακτήρα.

Αρχικά σκέφτηκα τη δική μου πορεία ως φίλος και ακροατής μουσικής κατά τη δεκαετία 2010-2019.

Χωρίς αμφιβολία, σε αυτή τη δεκαετία η ενασχόλησή μου με τη μουσική έγινε πιο έντονη, πιο βαθιά και πιο ουσιαστική.  Από απλός ακροατής έγινα ραδιοφωνικός παραγωγός (εδώ πρέπει να ευχαριστήσω τον Nova Fm 106 και τον επικεφαλής του, Coach, καθώς κατά την εξαετή εκπομπή μου στην ουσία διαμορφώθηκα ως παραγωγός). Από πέρσι έχω μεταφερθεί στο Paranoise Radio, με τη μηνιαία εκπομπή Magical Mystery Tour. Παράλληλα βαφτίστηκα DJ, αναπτύσσοντας ένα ανεξάντλητο ενδιαφέρον για αυτή την ενασχόληση και ζώντας μερικές πολύ ωραίες βραδιές στα decks. Ακόμα, ασχολήθηκα και με τη μουσικοκριτική, αρχικά στην ιστοσελίδα του Nova Fm, έπειτα σε αυτό εδώ το blog, καθώς στην ιστοσελίδα Progrocks.gr και στο έντυπο Lung Fanzine.  Τέλος, έγινα συλλέκτης βινυλίου, μπορώ να πω μικρού βεληνεκούς. Όλη αυτή η πιο ενεργή εμπλοκή μου με τον κόσμο της μουσικής, με οδήγησε συχνά σε σκέψεις σχετικά με τη σχέση της ψηφιακής και διαδικτυακής τεχνολογίας με τη μουσική. 

O Dan Snaith είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπρο-
σώπους της electronica σήμερα, κυρίως στην dance πλευ-
ρά της. Χρησιμοποιεί τα ψευδώνυμα Caribou και Daphni.
πηγή εικόνας
Σε επίπεδο ειδών, χωρίς αμφιβολία στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας γοητεύτηκα χωρίς αντιστάσεις από τον ηλεκτρονικό ήχο, ειδικότερα τον πιο χορευτικό, επενδύοντας χρόνο, σκέψη και συναίσθημα κυρίως στα genres της disco και του house. Όπως είναι αναμενόμενο, περισσότερο με τράβηξαν οι ρίζες της dance μουσικής, από το cosmic disco ως το chicago house, καθώς και η πιο ανεξάρτητη ή, αν θέλετε, underground σκηνή. Ο λιτός ηλεκτρονικός ρυθμός των 4/4 λες και με απελευθέρωσε κι από τότε με χαλαρώνει, με ενεργοποιεί και με ενθαρρύνει. 

Βέβαια εξίσου με μαγνήτισε και το πολυσυλλεκτικό και εκλεκτικό balearic, όπου οδηγήθηκα μέσω της αξεπέραστης αγάπης για την downtempo electronica. Κάπως έτσι, παρακολούθησα τις περισσότερες νέες τάσεις που άκμασαν μέσα στη δεκαετία, όπως το witch-house, το post-dubstep, το vaporwave και το lo-fi house, αλλά και τους πιο επιφανείς αντιπροσώπους του ηλεκτρονικού ήχου: τον Dan Snaith (Caribou-Daphni), τον Four Tet, τον Floating Points και τον Nicolas Jaar. Τέλος, το 2016 παρακολούθησα το πρώτο φεστιβάλ Odyssia, που θεωρώ ως το πιο γενναίο μουσικό event που διοργανώθηκε στη χώρα μας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, τουλάχιστον στην ηλεκτρονική σκηνή.

Το βασικό συμπέρασμα όλων των παραπάνω είναι ότι η ηλεκτρονική μουσική εξελίσσεται και πλουταίνει, καθώς αναλαμβάνει να δώσει ένα ανθρώπινο πρόσωπο στον ολοένα πιο κυρίαρχο τεχνικό πολιτισμό και τελικά να τον κριτικάρει. 

Οι Σουηδοί Dungen συνεχίζουν επάξια και εξελίσσουν την
κληρονομιά των 70s συμπατριωτών τους. πηγή εικόνας
Σίγουρα απομακρύνθηκα αρκετά από το ροκ, αλλά προσπαθώ να παρακολουθώ τις νέες κυκλοφορίες, εστιάζοντας επιλεκτικά σε psych, prog και post-rock ακούσματα, με πιο αγαπημένους τους Public Service Broadcasting και τους Atlanter, χωρίς όμως να υποτιμώ καλές mainstream μπάντες, όπως οι Black Keys. Αν κάτι ξεχώρισα από το ροκ του παρελθόντος είναι η απίστευτη παρέα εκ Σουηδίας ορμώμενη που σχημάτισε τα συγκροτήματα Träd, Gräs Och Stenar, Harvester και κυρίως τους Arbete och Fritid και τους Archimedes Badkar στα late 60s και στα 70s. Στη μοναδική τέχνη αυτών των ανθρώπων αισθάνθηκα πως (ξανα)βρήκα τον εαυτό μου. Εδώ και δυο χρόνια ένα ανάλογο ενδιαφέρον έχω αναπτύξει και για την πειραματική-psych-prog-jazz funk σκηνή της Ιταλίας στα 70s, με καλλιτέχνες όπως οι Napoli Centrale, ο Toni Esposito, ο Franco Battiato κλπ. Να δούμε που θα μας βγάλει κι αυτός ο δρόμος...

Φυσικά, τον ίδιο ενθουσιασμό μου προκάλεσαν και κάποια ακροάματα στο πεδίο της jazz, κυρίως τα κλασικά άλμπουμ του John Coltrane. Εδώ ταιριάζει να κάνω λόγο και για το πάθος που ανέπτυξα, ειδικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας, με το jazzy hip hop του Nujabes. Δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές έχω μνημονεύσει αυτόν τον άνθρωπο...

Παράλληλα, τα μουσικά μου ενδιαφέροντα συμπλήρωσαν και οι βορειοαφρικάνικοι ήχοι, με κυρίαρχο το Αλγερινό raï, εμπλουτίζοντας το ευρύτερο ενδιαφέρον μου για την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική της Μεσογείου και της Ανατολής, η οποία σημειωτέον ότι στο δεύτερο μισό της δεκαετίας επανήλθε στο προσκήνιο, μπλεγμένη εκλεκτικά με την electronica και τη τζαζ. Πάντως, γεγονός είναι πως η παράδοση πάντα βρίσκει τρόπο να εισχωρεί στο παρόν, κριτικάροντας μα και εμπλουτίζοντας την τρέχουσα μουσική σκηνή. Τέλος, τα μουσικά μου γούστα συμπλήρωναν διεστραμμένως αντιφατικά ακούσματα τα οποία ξεκινούσαν από το black metal και έφταναν στο hip hop

Αν μπείτε στον κόπο να δείτε τη λίστα μου, θα  βρείτε αντιπροσωπευτικά άλμπουμ όλων των παραπάνω ειδών και κατευθύνσεων.

Οι Νορβηγοί Atlanter αποτελούν μία από τις καλύτερες ροκ μπάντες των ημερών μας. πηγή εικόνας

Τρία κυρίαρχα συμπεράσματα αποκόμισα από την ακρόαση τόσης μουσικής: 


Οι Καλιφορνέζοι Pacific Horizons συνδυάζουν το deep house
με τις καλύτερες στιγμές του ψυχεδελικού ροκ. πηγή εικόνας
A. Οι πιο ενδιαφέρουσες και γοητευτικές δημιουργίες είναι αυτές που αψηφούν και τελικά παντρεύουν διαφορετικά είδη. Για παράδειγμα, ποιος θα σκεφτόταν να ενώσει τη disco με το krautrock; Ή το house με το ψυχεδελικό ροκ; Κι όμως υπάρχουν καλλιτέχνες που τόλμησαν και τελικά κατόρθωσαν τέτοια κράματα. 

B. Η ενασχόληση με τη μουσική, ειδικότερα την τρέχουσα παραγωγή, προσφέρει μια αίσθηση νεότητας, καθώς έρχεσαι σε επαφή με φρέσκες τάσεις, όχι μόνο μουσικές αλλά και ευρύτερα καλλιτεχνικές και αισθητικές. Αυτή η αίσθηση νεότητας ενισχύεται όταν αναζητάς χωρίς παρωπίδες τα πιο νέα και καινοτόμα μουσικά στιλ.

Γ. Η μουσική είναι μια τέχνη αληθινά μαζική, συλλογική και ευρύτερα λαϊκή, ενώνει τους ανθρώπους, ρίχνοντας τα τείχη της μισαλλοδοξίας, του φόβου και του αρνητισμού. Η μουσική φέρνει μια «άνευ ορίων, άνευ όρων» ανάταση στην ανθρωπότητα, γεννά μια νέα ουτοπία

Μέσα από μια τέτοια ατραπό σκέψης, το προσωπικό βυθίζεται ευφορικά στο συλλογικό. Οπότε, η μουσική μπορεί αναμφισβήτητα να αποτελέσει ένα μέσο διασποράς ιδεών και μηνυμάτων που αντιστρατεύονται την απολυταρχία, τον φανατισμό και τις διακρίσεις. Έχω σε αρκετά κείμενα αναφερθεί στην ευρύτερα πολιτική δύναμη της μουσικής, μια δύναμη γιγάντια. Εκτιμώ τους καλλιτέχνες που δίνουν μια τέτοια διάσταση στο έργο τους, καθώς μας προσφέρουν έναν μίτο για να κινηθούμε σε αυτή την – σύμφωνα με τον Umberto Eco- «ρευστή κοινωνία». 

Nicolas Jaar
πηγή εικόνας
Στην έναρξη της δεκαετίας, το 2010, ο Nicolas Jaar κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του Space Is Only Noise, ενώ στο κλείσιμό της, το 2019, ο Michael Kiwanuka κυκλοφόρησε το τρίτο ομώνυμο άλμπουμ του. Οι δύο καλλιτέχνες ανήκουν στην ίδια γενιά, ο Kiwanuka γεννήθηκε το 1987, ενώ ο Jaar το 1990, επίσης αμφότεροι έχουν καταφέρει να χτίσουν έναν εντελώς προσωπικό ήχο, ο μεν Jaar ηλεκτρονικό, πειραματικό και χορευτικό, ο δε Kiwanuka πιο αναλογικό και ρετρό. Πέρα από τις διαφορές στο ύφος, κι οι δυο τους προσδίδουν στις προσωπικές τους εξομολογήσεις έναν καίριο, ανεξάρτητο και βαθύ πολιτικοκοινωνικό χαρακτήρα. Τελικά, η τέχνη τους εκφράζει πλήρως την εποχή μας, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα για χάρη της υπερκατανάλωσης. 

Michael Kiwanuka
πηγή εικόνας
Και να που φτάσαμε στο σημείο της αρνητικής κριτικής. Ναι, λοιπόν, σε αυτή τη φάση της μουσικής και γενικότερα καλλιτεχνικής μου αισθητικής, θεωρώ πως το νέο μοδάτο hip hop, που έχει κατακτήσει τη δεκαετία, ειδικά το δεύτερό της μισό, με κυρίαρχα στιλ το trap και το rNb είναι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, για τα πανηγύρια (να ζητήσουμε συγνώμη στους εκπληκτικούς παραδοσιακούς μουσικούς των πανηγυριών), καθώς θυσιάζει τη γνήσια καλλιτεχνική έκφραση στο βωμό τη υπερκατανάλωσης. Γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι μια μεγάλη μερίδα κριτικών καταφάσκει σε αυτή την εξέλιξη της μαύρης μουσικής, βρίσκοντας επιχειρήματα μουσικά, αισθητικά, μα και πολιτισμικά-κοινωνικά, ειδικότερα αν αναλογιστεί κανείς πόσο διαφορετικές ρίζες έχουν το rNb και το trap. Μπορεί στην τελική όλοι αυτοί να έχουν τα δίκια τους και να μου κλείνουν το μάτι, πετώντας το τόσο μοδάτο «Ok boomer!», αλλά ως απάντηση θα μεταφέρω ένα απόσπασμα από λίγο παλιότερο μου άρθρο:

«Σε έναν κόσμο που μαστίζεται από τις οικονομικές ανισότητες, τη βία, τις προκαταλήψεις, τη θρησκοληψία και τη στροφή στην ακροδεξιά και τον ακραίο εθνικισμό, ένα μεγάλο μέρος της μουσικής σκηνής που λογαριάζεται ως εναλλακτική φροντίζει να κοιμίζει το κοινό σε μια ψευδαίσθηση indie αισθητικής, χλιδάτης pop art, μοδάτου underground και επιφανειακής πολιτικοκοινωνικής κριτικής. Επομένως, η δήθεν εναλλακτική σκηνή αποτελεί το δεκανίκι της πολιτισμικής ηγεμονίας (για να θυμηθούμε και λίγο Gramsci) της εμπορικής ποπ σκηνής, η οποία με τη σειρά της είναι εποικοδόμημα  ή –αν θέλετε- έκφραση μιας κυριαρχίας που ξεκινά από το οικονομικό πεδίο για να απλωθεί στο πολιτικό και στο πολιτιστικό.»

Όσο πληκτικές κατά βάση θεωρώ τις ποικίλες αναβιώσεις που επικράτησαν στην παγκόσμια μουσική σκηνή κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας - από το swing ως το ψυχεδελικό ροκ- τόσο βρίσκω άκριτες και στημένες τις επιτηδευμένα προοδευτικές τάσεις. 

Rosalía
πηγή εικόνας
Όχι ότι δεν μπορούμε να βρούμε κάποια ωραία trap ή rNb τραγούδια, αλλά η γενικότερη σκηνή είναι προβληματική. Αντιπροσωπευτικός καλλιτέχνης αυτής της προβληματικότητας δεν είναι άλλος από τον Kanye West. Στα άλμπουμ που κυκλοφόρησε μέσα στη δεκαετία (που τόσο έχουν εγκωμιάσει πολλοί μουσικοκριτικοί), στιγμές έμπνευσης και σταγόνες ουσίας χάνονται σε μια θάλασσα εγωπάθειας και σύγχυσης. Για να το θέσω πιο απλά, ο Kanye West κινήθηκε από τη γνήσια street λαϊκότητα του ξεκινήματός του σε έναν λαμέ λαϊκισμό, που τον έσυρε ως και την ακροδεξιά. 

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν καλλιτέχνες όπως η Rosalía: το fusion-flamenco κορυφαίο άλμπουμ  της El Mal Querer (2018) κινείται εκλεκτικά και προς το RnB και το reggaeton, στοιχείο που αναμφισβήτητα έπαιξε ρόλο στην πολύ μεγάλη εμπορική του απήχηση, χωρίς όμως να στερήσει κάτι από την ποιότητά του. 

Παρόμοιες καταστάσεις ζήσαμε και στο πρώτο μισό της δεκαετίας, όταν το EDM βρισκόταν σε άνθιση και τα drops έπεφταν ωσάν ατομικές  βόμβες. Αλλά, με το trap τα πράγματα είναι πολυπλοκότερα, καθώς στο παιχνίδι μπαίνει και η πολιτική ορθότητα, η οποία κυρίως σχετίζεται με τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Προπαγανδίζεται συχνά η άποψη ότι η μαύρη μουσική επιτέλους υπερνίκησε στη συνείδηση του ευρέος κοινού αυτή των λευκών. Φυσικά, έχουμε να κάνουμε με έναν αντίστροφο ρατσισμό, ειδικά αν αναλογιστούμε πως η μοντέρνα (ευρύτερα) ποπ μουσική, από τη jazz ως την techno και από το rock n roll ως το heavy metal έχει βαθιές και αλησμόνητες αφρικάνικες ρίζες. 
Alfa Mist, Antiphon
Βέβαια και η καθαρά μαύρη μουσική έχει μια ισχυρή και ρηξικέλευθη παρουσία. Το άλμπουμ Antiphon του Alfa Mist, κυκλοφόρησε το 2017, αγκαλιάστηκε με θέρμη από το κοινό, το οποίο κατανόησε τον πρωτοποριακό του χαρακτήρα, αλλά αγνοήθηκε από την πλειονότητα των κυρίαρχων μουσικοκριτικών media. O Alfa Mist συμπλέει με το νέο ρεύμα της λεγόμενης uk jazz.

Έτσι, ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της μουσικής σκηνής της δεκαετίας 2010-2019 είναι η δυναμική προβολή της φυλετικής, έμφυλης, σεξουαλικής, εθνοτικής, κοινωνικής, ακόμα και ταξικής ταυτότητας των καλλιτεχνών. Φυσικά, πάντα οι δημιουργοί και οι perfomer ειδικά των μειονοτήτων και των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων προέβαλλαν την ταυτότητα τους, αλλά πλέον το κάνουν με συνείδηση και τόλμη. Πάνω σε αυτή ακριβώς την τάση βασίζονται τα επιχειρήματα των υποστηρικτών του νέου mainstream μαύρου ήχου. Αλλά, αυτή η τάση είναι πιο πολυδιάστατη και πιο ανατρεπτική. Κι είμαστε ακόμα στην αρχή, καθώς στη νέα δεκαετία που ξημερώνει τα θέματα ταυτότητας θα συνδεθούν στενότερα και βαθύτερα με τη μουσική τέχνη. Έτσι όλος αυτός ο κοινωνικός και καλλιτεχνικός αγώνας ο οποίος σηματοδοτήθηκε περισσότερο από έναν αιώνα πριν από τη New Orleans jazz και ανοίχτηκε σε νέους δρόμους στα 70s, όταν στις ΗΠΑ η disco ένωσε τις διεκδικήσεις των αφροαμερικάνων, των ισπανόφωνων (Hispanic and Latino americans) και της LGBTQ κοινότητας, θα γνωρίσει νέες κορυφώσεις στα επόμενα χρόνια. 

Πλησιάζοντας προς το τέλος αυτής της αποτίμησης της δεκαετίας που μας αποχαιρέτησε, θα σταθώ σε δύο ακόμα σημεία:

Πρώτον, τi συνέβη με την ελληνική μουσική σε αυτή τη δεκαετία; Μιας και η ευρύτερα η ελληνική ποπ κουλτούρα ακολουθεί κατά πόδας - τουλάχιστον από τα 50s κι έπειτα- την αμερικανική, σίγουρα το hip hop άστραψε και βρόντηξε και στη χώρα μας. Είδαμε από σοβαρές απόπειρες αφομοίωσης του είδους και συνέχειας των καλύτερων στιγμών του εγχώριου hip hop από καλλιτέχνες όπως ο ΛΕΞ και ο Ταφ Λάθος, μέχρι αδιανοήτως κακόγουστα trap κακέκτυπα. Παράλληλα, τα ιδιώματα της τζαζ, της electronica και της ροκ γνώρισαν άνθιση σε ένα πιο περιορισμένο, αλλά πιο συνειδητοποιημένο κοινό. Από την άλλη, ο χώρος του έντεχνου μπορεί εμπορικά να συνεχίζει λαμπρά, αλλά για μένα σε καλλιτεχνικό επίπεδο παρουσιάζεται εκφυλισμένος, πέρα από εξαιρέσεις. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή του Σείριου Σαββαΐδη, ο οποίος έχει διαμορφώσει έναν προσωπικό ήχο, με ρίζες μοιρασμένες στο ψυχεδελικό folk των 60s και τη δική μας παράδοση. 

Last but not least, απολάμβανα ιδιαίτερα να παρακολουθώ τη εντόπια βολιώτικη σκηνή, σημειώνοντας τους πιο δυνατούς εκπροσώπους της.

Στο άλμπουμ τους No Place Land (2013), οι Χαλκιδείς Eziak πράγματι έφτια-
ξαν μια δική τους ουτοπία, παντρεύοντας το post-rοck και την ψυχεδέλεια με
στοιχεία της ελληνικής παράδοσης. πηγή εικόνας

Δεύτερον, αναπόδραστα θα κάνουμε και μια αναφορά στους καλλιτέχνες που στη διάρκεια αυτών των ετών μας είπαν το τελικό αντίο. Σημαντικές μορφές  έφυγαν από τη ζωή, καλλιτέχνες νέοι, όπως η Amy Winehouse (2011) και βετεράνοι, όπως ο David Bowie (2016). Αλλά, δίνοντας ξανά έναν πιο προσωπικό τόνο, θα μνημονεύσω πέντε καλλιτέχνες των οποίων οι δημιουργίες στάθηκαν για μένα αποκαλυπτικές: ο Νίκος Παπάζογλου (2011), ο Rachid Taha (2018), ο Charles Aznavour (2018), ο Mark Hollis (2019) και ο Neil Peart , που απεβίωσε ενώ η νέα δεκαετία μπουσουλάει, οπότε ας τον συμπεριλάβουμε. Άφησα το τελευταίο αντίο για τους δύο πατέρες της dance σκηνής, τον Frankie Knuckles (2014) και κυρίως τον David Mancuso (2016). 

Ωστόσο, δεν θα ολοκληρώσουμε αυτό το άρθρο πεσιμιστικά καθώς, όπως προαναφέρθηκε, μουσική ίσον ζωή. Θα κλείσω, λοιπόν, με ένα απόσπασμα από το ποίημα Μέσα στη Μουσική του συγκλονιστικού Γιώργου Σαραντάρη (1908-1941): 

Μέσα στη μουσική υπάρχει χώρος
Να κοιμηθεί ο άνεμος
Μαζί του να ταξιδέψουμε κι εμείς

Μέσα στη μουσική εφύτεψαν ένα πάθος

Παράξενο
Άνθος η ζωή μας άνθος
Από στόμα περνά σε στόμα

Ελπίζω κι στη νέα δεκαετία που πριν λίγο καιρό ξημέρωσε, η ζωή μας να βρίσκεται μέσα στη μουσική.

Εικόνα: Alexander Rodchenko, Radio Listener (1929)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου